Σοσιαλισμός, δολάρια και ρούμι
Το τέλος μιας ουτοπίας. Ο Φιντέλ Κάστρο δεν μένει πια εδώ.
Καθώς το αεροπλάνο προσγειώνεται στο αεροδρόμιο Χοσέ Μαρτί της Αβάνας, ο ταξιδιώτης από τα πρώτα πράγματα που βλέπει μπροστά του είναι μια αμερικάνικη σημαία και μεγάλες οθόνες από βίντεο γκέιμ. Προχωρώντας διαπιστώνει πως ο έλεγχος εισόδου έχει γίνει πια ελαστικότερος για τους τουρίστες και το κλίμα μοιάζει να αλλάζει. Στα πρώτα βήματα πάνω στο κουβανέζικο έδαφος ακούς και τη λέξη που θα σε συντροφεύεσει σε όλη την παραμονή σου εκεί. Dollars.
Δεν ξέρω τι θα σκεφτόταν ο Χοσέ Μαρτί, θεωρητικός της επανάστασης και πνευματικός πατέρας του Φιντέλ Κάστρο και του Τσε για τούτη τη μετεξέλιξη του σοσιαλισμού στην Κούβα. Μια μετεξέλιξη που έχει σαν κύρια χαρακτηριστικά της το αμερικάνικο νόμισμα, τη βιομηχανία του τουρισμού, που στις αρχές του 21ου αιώνα έφτανε αισίως τα 2 εκατομμύρια τουρίστες το χρόνο και αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο κάθε χρόνο και τη συμμαχία της κυβέρνησης με πολυεθνικές αλυσίδες που αψηφούν το εμπάργκο και επενδύουν στο νησί. Στο πετράδι του στέμματος του Ισπανικού θρόνου ή τη βασίλισσα της Καραϊβικής που ο Χριστόφορος Κολόμβος παρομοίασε με τον παράδεισο. Ένα νησί που ο πληθυσμός του δεινοπάθησε κάτω από διάφορους ζυγούς, έγινε αντικείμενο έριδας διαφόρων κατακτητών, με τελευταίους και καταϊδρωμένους τους Αμερικάνους, που έτσι και αλλιώς πάλι στη γωνία περιμένουν, για να γνωρίσει τα τελευταία πενήντα χρόνια ένα μοναχικό πείραμα κόκκινης επανάστασης που έγινε μοναχικότερο με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Βλέποντας μια τεράστια ουρά έξω από ένα εργοστάσιο που ανταλλάσσει κουπόνια με τροποποιημένα κρέατα, αφού τα πρώτης ποιότητας προσφέρονται μονάχα στους τουρίστες κάνω στον Κουβανό ξεναγό μας την προβοκατόρικη ερώτηση. Περνάτε καλά έτσι, δεν θα προτιμούσατε την αφθονία της δύσης; Εμείς μου απαντά ο Μιγκέλ ήμασταν δούλοι και αμόρφωτοι πριν τον Φιντέλ. Τώρα ξέρουμε γράμματα και έχουμε κοινωνική πρόνοια που εσείς δεν έχετε. Αν πέσει, πάλι δούλοι θα γίνουμε. Ίσως να μην έχει και άδικο.
Το άλλο πρωί βλέπω τον Κάστρο, σχεδόν αγέρωχο να μιλάει για τα ιδανικά της επανάστασης σε καμιά πεντακοσαριά νέους τη μέρα της αποφοίτησης τους. Με την αφόρητη κουβανέζικη ζέστη, μέσα στο βασανιστικό ήλιο της παραλιακής λεωφόρου Μαλεκόν. Πέντε ώρες αργότερα που ξαναπεράσαμε από κει τους μιλούσε ακόμα…
Το προηγούμενο βράδυ στον ίδιο δρόμο, τα ίδια παιδιά, σχεδόν μισόγυμνα χόρευαν ξέφρενα φωνάζοντας αζούκαρ, ζάχαρη δηλαδή, κλασική κραυγή της σάλσα. Μια τρελή βραδιά καρναβαλιού, που ξεκινάει τον Ιούνιο τελειώνει κανονικά στις 26 Ιουλίου, πλην όμως πάντα το συνεχίζουν ατύπως μέχρι σχεδόν το δεκαπενταύγουστο. Φανταστείτε κάτι σαν το Ρίο Ντε Τζανέιρο αλλά χωρίς τα μεγάλα άρματα και με πολύ κέφι. Ρούμι, φοβερό καμάκι και χορός. Στον αέρα ένα κράμα ιδρώτα, ούρων και τσίκνας από λουκάνικα κάνουν την ατμόσφαιρα βαριά. Μαζί με τα φτηνά πούρα που πίνουν οι ντόπιοι.
Ακριβώς από πάνω οι τουρίστες παρακολουθούν σε απόσταση ασφαλείας, από τις αυλές του μυθικού ξενοδοχείου Νασιονάλ. Σαν ντεκόρ οι φωτογραφίες του Χεμινγουέι, του Γκάρι Κούπερ και της Άβα Γκάρντερ που περνούσαν εδώ μυθικές μέρες στα χρόνια του πενήντα. Στα χρόνια εκείνα άλλωστε χτίστηκαν μερικά από τα καλύτερα σπίτια της πόλης, ολόκληρη σχεδόν η περιοχή Μιραμάρ, που σήμερα κατοικούν οι πρέσβεις και χτίζουν τα κολοσσιαία ξενοδοχεία τους οι Ευρωπαϊκές αλυσίδες.
Τη χλιδή των χρόνων πριν την επανάσταση θυμίζουν παντού τα υπέροχα αυτοκίνητα τύπου Κάντιλακ και Μπιούικ, που τώρα πια ονομάζονται «κούκλες» και συντηρούνται μετά κόπων και βασάνων από τους φτωχούς Kουβανούς και τα μοναδικά αρχοντικά που είναι σκόρπια στη χώρα και αποτελούσαν τις εξοχικές κατοικίες των αμερικάνων Κροίσων του πενήντα. Όπως το απίστευτο σπίτι της οικογένειας Ντιπόν στο Βαραδέρο που διέθετε και αεροδρόμιο για να προσγειώνονται οι ζάπλουτοι αμερικάνοι, γνωστό και ως Ζαναντού.
Το Μαϊάμι απέναντι συνεχίζει να αποτελεί το παράθυρο της Κούβας προς τη Δύση. Η μεγάλη εξόριστη κουβανέζικη κοινότητα που ζει εκεί περιμένει την ώρα να γυρίσει υπό άλλες συνθήκες και οι αμερικάνικες εταιρείες τη στιγμή που θα μετατρέψουν το νησί σε προάστιο της Φλόριντα. Καθώς το εμπάργκο χαλαρώνει, ο Φιντέλ βάζει νερό στο κρασί του και οι Αμερικάνοι κάνουν τα στραβά μάτια όταν Αμερικάνοι υπήκοοι επισκέπτονται την Κούβα μέσω Καναδά, λίγα πράγματα θυμίζουν το τι συνέβη εκεί πριν από πέντε δεκαετίες. Περνώντας από τον κόλπο των Χοίρων, στη χερσόνησο Ζαπάτα είδαμε τους τάφους των 200 επαναστατών που σκοτώθηκαν εδώ στην περιβόητη κρίση των πυραύλων, όταν εισέβαλαν από την Αμερική 300 περίπου αποστάτες που χρησιμοποιήθηκαν ως εμπροσθοφυλακή από τους Αμερικάνους. Λίγο παρακάτω όμως είδαμε το χωριό του Ελιάν, του μικρού που τόσο συζητήθηκε η περιπέτεια του και έκανε τον Κάστρο να ευχαριστήσει τους Αμερικάνους για την επιστροφή του.
Το τελευταίο στάδιο αυτής της μικρής επαναστατικής ουτοπίας που κράτησε πάνω από μισό αιώνα είναι ίσως και το πιο παράξενο. Στην Κούβα των 12 εκατομμυρίων κατοίκων ο πληθυσμός είναι μάλλον μοιρασμένος. Η επαρχία είναι αναμφισβήτητα με τον Φιντέλ μου είπε μια δαιμόνια ξεναγός, στις πόλεις όμως το ανέκδοτο που κυκλοφορεί είναι το εξής: Αν ρωτήσεις ένα μικρό κουβανάκι τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει θα σου πει τουρίστας. Στη Κούβα του 2000 υπάρχουν δυο μέτρα και σταθμά. Για τους ξένους η ισοτιμία του νομίσματος είναι ένα δολάριο ένα πέσος, για τους ντόπιους πάλι ένα προς είκοσι. Οι ξένοι καταναλώνουν όλο το μοσχαρίσιο κρέας που παράγεται ενώ οι ντόπιοι αντιμετωπίζουν σκληρό φέις κοντρόλ αν θελήσουν να πιουν ένα ντακίρι στο Φλορεντίτα, το μπαρ που σύχναζε ο Χεμινγουέι. Οι ντόπιοι και όσοι πηγαίνουν μεμονωμένα στα νησί ταξιδεύουν με φορτηγά του 60 στις καρότσες, που παίζουν το ρόλο λεωφορείου, ενώ οι ξένοι με κλιματιζόμενα λεωφορεία. Οργανωμένες συγκοινωνίες δεν υπάρχουν και αν επιχειρήσεις το ταξίδι μόνος πρέπει να οπλιστείς με υπομονή. Το πρωτόγονο λεωφορείο μπορεί να περάσει μπορεί και όχι. Αμέτρητοι άνθρωποι περιμένουν στους δρόμους υπομονετικά.
Στην επαρχία η φτώχεια είναι αβάσταχτη. Στα σπίτια μένουν συχνά περισσότερες από μία οικογένειες, με ελάχιστα έπιπλα και ανύπαρκτες ανέσεις. Αν δεις έξω από τις πόρτες κόσμο να κάθεται με τις ώρες μην παραξενευτείς. Κοιμόμαστε με βάρδιες μου είπε ο κουβανός οδηγός του λεωφορείου. Και όλο πιο συχνά τα ζευγάρια χωρίζουν λόγω της έλλειψης ιδιωτικού χώρου. Οι μορφωμένοι προτιμούν τη φυγή εκτός χώρας, ενώ όσοι μένουν αναγκάζονται να συμπληρώσουν το εισόδημα των δέκα δολαρίων το μήνα με πάρε δώσε με τον τουρισμό. Πούρα στη μαύρη αγορά, φωτογραφίες με τους τουρίστες, αυτοσχέδια ταξί. Ένα διαρκές πάρε δώσε. Με την ανοχή του καθεστώτος για να συμπληρώνεται το εισόδημα και να εκτονώνεται η γκρίνια. Αφού σε κάθε γωνία της Αβάνας υπάρχει ένας αστυνομικός κάνοντάς την, την πιο ασφαλή πόλη του κόσμου για τους ξένους. Η Αβάνα Βιέχα και το Τρινιτάντ, δυο πόλεις που η Ουνέσκο έχει ανακηρύξει παγκόσμια πολιτιστικά μνημεία υπό την προστασία της, μοιάζουν πιο πολύ με σκηνικό ταινίας. Δεν το πιστεύεις ότι υπάρχει τέτοια ομορφιά.
Στην Κούβα πιο πολύ από οπουδήποτε αλλού έχεις την αίσθηση πως γύρω σου κατοικούν χιλιάδες φαντάσματα. Φαντάσματα δούλων από την Αφρική που τα δάκρυα τους πότιζαν την εύφορη γη, φαντάσματα αποικιοκρατών που έπιναν στην υγειά της Βασίλισσας , φαντάσματα Αμερικάνων μπον βιβέρ που τα γέλια τους ηχούσαν στα καζίνο του Μπατίστα, φαντάσματα πολεμιστών που χάθηκαν στις αποβάσεις από το Μεξικό για χάρη της επανάστασης. Σήμερα δεν υπάρχει μία Κούβα. Υπάρχει η Κούβα που βλέπουν τα γκρουπ που φτάνουν με τσάρτερ στο Βαραδέρο και το Κάγιο Κόγιο, κολυμπούν στα τιρκουάζ νερά της Καραιβικής πίνουν ρούμι και απολαμβάνουν τη συντροφιά πανέμορφων γυναικών χωρίς να πάρουν πρέφα τι σημαίνει Κούβα. Ενός αποστειρωμένου κόσμου, όπου ακόμα και το νερό που πίνουν έρχεται από την Ευρώπη μαζί με το βούτυρο και τα κρουασάν. Η Κούβα όσων περιπλανιώνται στις φτωχογειτονιές της Αβάνα και τολμούν να μπουν στα σπίτια των ντόπιων.
Και τέλος η Κούβα των Κουβανών, της πιο περήφανης ράτσας του κόσμου, που αρνούνται να το βάλουν κάτω και προτιμούν να πουλήσουν παρά να ζητιανέψουν. Τσε, τσε, φώναζε χαμηλόφωνα για να μην την ακούσει ο αστυνομικός που φιλούσε ένα παλιό αρχοντικό και νυν μουσείο στο Σιενφουέγκος μια γυναίκα. Πλησίασα και πουλούσε κρυφά παλιά νομίσματα με την εικόνα του Τσε, το υπαριθμόν δύο εξαγώγιμο προϊόν μετά τα πούρα. Σε κάθε μορφή. Μπλουζάκια, σημαίες, καπέλα, τσάντες. Λένε πως στην πρώτη ομιλία του Φιντέλ όταν κήρυξε την επανάσταση μιλούσε στους Κουβανούς για τη νέα κατάσταση και τον αγώνα που θα δώσουν και κείνοι κουνούσαν τα πόδια τους ρυθμικά στο ρυθμός της ρούμπα λέγοντας το θρυλικό ”Σι Φιντέλ σιιιιιι”.
Καθώς η νύχτα πέφτει στην Κούβα και το τροπικό ζεστό αεράκι του ωκεανού δροσίζει για λίγο την Αβάνα, ανάβουν τα φώτα του Τροπικάνα. Το διάσημο open air καμπαρέ στολίζει τα κορίτσια με φτερά και τα βγάζει στην πίστα. Πληρώνεις ογδόντα δολάρια και νοιώθεις τον εξωτισμό σε συσκευασία δώρου. Μαζί με τους εκατομμύρια φοίνικες, πιο πολλούς από οποιοδήποτε μέρος στον κόσμο, τις μπάντες που δεν σταματούν να παίζουν ποτέ στις γωνίες και το ρούμι που έχει υποκαταστήσει το νερό.
Τι γεύση σου αφήνει η Κούβα στις αρχές του 21ου αιώνα τελικά; Τη γεύση του τέλους μιας εποχής. Μια γέφυρα που περνά η πιο μυθική χώρα του κόσμου προς το αύριο. Πίσω αφήνει την επανάσταση και την ιστορία. Ο Φιντέλ είναι πια πάνω από 80 χρονών και λένε πως εξακόσιες απόπειρες δολοφονίας έχουν γίνει εις βάρος του. Άλλωστε γιαυτό μοιράζει τη ζωή του σε είκοσι σπίτια, μου λέει ο Κουβανός φίλος μας. Πριν αρκετά χρόνια αναγνώρισε την αντιπολίτευση. Τα πράγματα αλλάζουν. Οι ξένοι περιμένουν υπομονετικά στην ουρά. Το μέρος είναι ο επίγειος παράδεισος. Όσο το όνειρο της επανάστασης κρατάει ακόμα, όμως, έστω και ξεφτισμένο, στα εργοστάσια πούρων θα διαβάζουν στους εργάτες λογοτεχνία για να περνά η ώρα δημιουργικά.
Πίνουμε το τελευταίο δροσιστικό Μοχίτο με φρέσκο δυόσμο και αποχαιρετάμε την μαγική χώρα. Την Ελλάδα την αγαπάμε πολύ εδώ, μου λένε. Το τεράστιο άγαλμα της Αθηνάς που είδα λίγες μέρες πριν μου το βεβαίωσε, λέω στον Κουβανό φίλο. Αντίος σενιόρ.
*Η τελευταία κουβέντα που έχω στα αυτιά μου από την Κούβα ήταν του ξεναγού μας. Όταν φύγει ο Φιντέλ η Κούβα θα γίνει Μαϊάμι, να το θυμάστε.