Ταξίδι για σερφ στο Ταγκαζουτ

Το πολυαναμενόμενο ταξίδι θα διαρκούσε 11 ώρες και θα φτάναμε περίπου στις 10 το πρωί στο Μαρακές.

Parallaxi
ταξίδι-για-σερφ-στο-ταγκαζουτ-631644
Parallaxi

Λέξεις: Αλέξανδρος Τσαβδάρογλου

Μετά από 15 ώρες στην άσωτη Ταγγέρη, μια εμπειρία που μου άλλαξε ολοκληρωτικά και μια για πάντα τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα ταξίδια αλλά και τις προσδοκίες μου από αυτά σε επίπεδο συναισθημάτων, κατευθυνόμασταν προς το εξωτικό και χιλιοτραγουδισμένο Μαρακές. Κατά τις 11 το βράδυ, ανεβήκαμε τα 3 μικρά σιδερένια σκαλοπάτια της αμαξοστοιχίας που θα αναχωρούσε από την θρυλική Ταγγέρη και αντικρίσαμε ένα απρόσμενα περιποιημένο βαγόνι, που καμία σχέση δεν είχε με την θλιβερή ελληνική κλινάμαξα, δεύτερο σπίτι των Ελλήνων φαντάρων, που μονομιάς σου συνέθλιβε την προσωπικότητα και όλο σου το είναι.

Το πολυαναμενόμενο ταξίδι θα διαρκούσε 11 ώρες και θα φτάναμε περίπου στις 10 το πρωί στο Μαρακές. Λόγω της ύπαρξης των ευρύχωρων κρεβατιών και της δυνατότητας να κοιμηθούμε κατα την διάρκεια του ταξιδιού, οι 11 ώρες πέρασαν σαν το πρώτο επεισόδιο του La Casa de Papel. Φτάνοντας στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μαρακές και βγαίνοντας από την αμαξοστοιχία, ένιωθες από την έντονη και ανυπόφορη ζέστη, αυτό το δυσάρεστο κάψιμο στο μέτωπο και στα μάγουλα, που νιώθεις όταν φτάνεις τον Αύγουστο στο λιμάνι του Πειραιά, για να ζήσεις το διαχρονικό όνειρο των θερινών διακοπών σε ελληνικό νησί.

Το Μαρακές είχε αφόρητο κλίμα και θέλαμε γρήγορα να αναχωρήσουμε για τις ακτές του Ατλαντικού, όπου θα περνούσαμε 2-3 ημέρες κάνοντας σερφ στο γραφικό ψαροχώρι του Ταγκαζούτ, που έχει εξελιχθεί στην Μέκκα του Μαροκινού σερφ. Ο Συρίλ, ένας Γάλλος παλιός μου φίλος που μένει μόνιμα στην Καζαμπλάνκα, είχε φροντίσει να μας περιμένει νοικιασμένο αμάξι δίπλα στο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Μαρακές, το οποίο θα ήταν και το μέσο μας για να ζήσουμε την φοβερή περιπέτεια στο Δυτικό Μαρόκο που βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.

Αφού πήραμε το αυτοκίνητο και αναχωρήσαμε από το Σταθμό, αντικρίσαμε μια απίστευτη κατάσταση, αφού στον δρόμο κυκλοφορούσαν μηχανάκια, αυτοκίνητα, ζώα και κάρα, δημιουργώντας ένα απίστευτο χάος και το μυαλό μου ταξίδεψε κατευθείαν στις σκηνές από την ταινία Βαβελ του Ινιαρίτου. Βγήκαμε γρήγορα από το Μαρακές χωρίς απρόοπτα και κατευθυνθήκαμε προς την ανέμελη, ακομπλεξάριστη και λίγο ντροπαλή Εσσαουίρα, όπου θα διανυκτερεύαμε ένα βράδυ και θα συνεχίζαμε την επόμενη μέρα το ταξίδι προς το Ταγκαζούτ.

Περίπου στην μέση της διαδρομής, και ενώ χαζογελούσαμε, ακούγοντας την σαγηνευτική Calypso Rose και φαντασιωνόμασταν την στιγμή που θα βουτήξουμε στα άγρια κύματα του Ατλαντικού, είδαμε ένα εστιατόριο από αυτά που εμφανίζονται ξαφνικά και απρόσκλητα μπροστά σου,  στις παρυφές των πόλεων και αποφασίσαμε να σταματήσουμε για να φάμε. Το μενού δεν ικανοποίησε τις υπέρμετρες προσδοκίες δυο Ελλήνων, εκ γενετής απαιτητικών ταξιδιωτών και φύγαμε άπραγοι χωρίς να δοκιμάσουμε τίποτα.

Την ώρα που βάζω μπρος το αυτοκίνητο και αναζητώ την έξοδο από το πάρκινγκ για να ξαναβγώ στον αυτοκινητόδρομο, ακούω την φίλη μου να μου λέει πως δεν έχει έξοδο και με προτρέπει να βγω από εκεί που μπήκαμε παρά το απαγορευτικό σήμα. Την ακούω, αλλά για κακή μας τύχη με το που βγαίνω στον αυτοκινητόδρομο ακούω μια εκκωφαντική σειρήνα να μας τρυπάει τα αυτιά. Αυτό ήταν! Η πρώτη μας γνωριμία με την Μαροκινή αστυνομία μόλις είχε ξεκινήσει.

Σταματάω το αυτοκίνητο και βλέπω από τον καθρέφτη έναν αστυνομικό παλαιάς κοπής να πλησιάζει προς το μέρος μας. Η φυσιογνωμία του μου θύμισε τους Έλληνες χωροφύλακες που παρουσιάζονταν ως καρικατούρες στις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του 60.  Αφού φτάνει με γρήγορο βήμα έξω από το παράθυρο του νοικιασμένου Dacia, μου λέει σε ένα μίγμα αράβικων και γαλλικών κάτι που έμοιαζε με “Έλα να σου δείξω τι έκανες”.

Ήθελε να μου δείξει το γεμάτο σκόνη απαγορευτικό που παραβίασα και μου είπε χωρίς πολλές περιστροφές και περικοκλάδες πως το πρόστιμο ήταν 400 ντιρχάμ, ποσό που μου φάνηκε υπερβολικά μεγάλο για τα δεδομένα του Μαρόκου (40 ευρώ). Δεν μιλούσε λέξη αγγλικά οπότε ήταν δύσκολο να μπορέσω να συνεννοηθώ μαζί του και να διαπραγματευτώ την όλη κατάσταση .

Προσπάθησα να του εξηγήσω τα ανεξήγητα άλλα ο αστυνομικός έμοιαζε να χάνει την ψυχραιμία του πολύ γρήγορα μαζί μου και να ψελλίζει απειλές οι οποίες δεν ήχησαν καθόλου όμορφα στα αυτιά μου και αμέσως άρχισα να φτιάχνω εικόνες από υγρά και ανήλια υπόγεια μαροκινών κρατητηρίων, χειρότερα και από τις σκηνές των φυλακών στην ταινία Carandiru. Οι σκέψεις αυτές πυροδότησαν το σήμα στον εγκέφαλο μου πως πρέπει να φύγουμε το συντομότερο από κει γιατί αλλιώς θα μπλέξουμε.

Μια παρέα Γάλλων που εντωμεταξύ τους είχαν σταματήσει για υπερβολική ταχύτητα, είχαν αναλάβει τον απρόσμενο ρόλο του μεταφραστή. Πλήρωσα το πρόστιμο και φύγαμε κακήν κακώς με σαφώς χαλασμένη την διάθεση, μετά την γνωριμία μας με την Μαροκινή αστυνομία. Δεν ξεκινήσαμε καλά λέω το πολυπόθητο ταξίδι για το σερφ στον Ατλαντικό…

Κάτι που μου έκανε φοβερή εντύπωση πάντως στην διαδρομή Μαρακές – Εσσαουίρα, ήταν η ιδιόμορφη και πρωτόγνωρη ανθρωπογεωγραφία στα μικρά χωριά από τα οποία περνούσαμε. Έβλεπες άγρια χαρακτηριστικά στα πρόσωπα των ανθρώπων, αρκετή φτώχεια και επίμονα και αυστηρά βλέμματα. Δεν μπορώ να πω πως δεν φοβηθήκαμε, αλλά καμιά φορά τα ταξίδια του μυαλού φαντάζονται πράγματα που ακόμη και ο Stanley Kubrick δεν θα σκεφτόταν να βάλει στις ταινίες του.

Τρομερή εντύπωση μας έκανε και το γεγονός ότι συναντούσαμε ανθρώπους καταμεσής του πουθενά και πολλά χιλιόμετρα μακριά από το κοντινότερο χωριό, απλά να ξαπλώνουν κάτω από μια παχιά σκι και ίσως να ονειρεύονται μια καλύτερη ζωή. Σίγουρα το πέρασμα μέσα από φτωχικά Βερβέρικα χωριά μας έδειξε πως το Μαρόκο ουσιαστικά είναι μια χώρα ακραίων αντιθέσεων, όσο κλισέ και να ακούγεται αυτό. Μια διαπίστωση που θα επιβεβαιώναμε και στην συνέχεια του περιπετειώδους ταξιδιού μας, αφού κάθε πόλη στο Μαρόκο έμοιαζε να θέλει να σου πει μια διαφορετική ιστορία και να έχει στήσει ένα πολύ ξεχωριστό σκηνικό για να στην αφηγηθεί.

Όταν φτάσαμε στην Εσσαουίρα, το σκηνικό δεν έμοιαζε με τίποτα από όσα είχα ξαναδεί στην ζωή μου. Ένα συγκλονιστικό παραλιακό μέτωπο που περιελάμβανε ψαράδες, γλάρους, παλιές βάρκες βαμμένες στο βεραμάν, μεγαλειώδη πέτρινα τείχη που αποτέλεσαν σκηνικό για το Game of Thrones και την επίδειξη κυριαρχίας της Νταινέρυς Ταργκάρυεν, ανέμελους ντόπιους, υπερμεγέθεις γάτες και έντονη παντού την μυρωδιά της αρμύρας και της θάλασσας. Κάποια απρόοπτα που συνέβησαν αποτέλεσαν την αιτία, να μην εξερευνήσουμε την Εσσαουιρα όπως είχαμε σχεδιάσει και σίγουρα όχι όπως αρμόζει στο ειδικό της βάρος. Αναχωρήσαμε την άλλη μέρα με προορισμό το Ιμσουάνε που θα αποτελούσε και την πρώτη στάσηγια σερφ.

Το χωριό δεν μας εντυπωσίασε καθόλου, οπότε φορέσαμε τις χοντρές στολές μας και πήγαμε κατευθείαν να νοικιάσουμε σανίδες για να κάνουμε σερφ. Φτάνοντας στο surf shop, ο instructor που ήταν εκεί μας ρώτησε αν είμαστε έμπειροι σέρφερς αφού σήμερα το κύμα είναι αρκετά μεγάλο και με πολύ δύναμη και ενέργεια. Αφού του είπαμε ότι έχουμε κάνει λίγες φορές μόνο και σίγουρα δεν είμαστε προχωρημένοι, μας συμβούλεψε να μην μπούμε.

Τον ακούσαμε, αφού τα διδάγματαντης κοινής πείρας ενός ντόπιου δεν συγκρίνονται με καμία γνώση στον κόσμο και αφού το Ιμσουάνε δεν μας προκάλεσε την έξαψη και την περιέργεια να το εξερευνήσουμε, μπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε για Ταγκαζούτ! Η αδρεναλίνη είχε αρχίσει να κυλάει παντού στο σώμα μας και πάλι και σκεφτόμασταν πως δεν θέλουμε άλλο να περιμένουμε αλλά ανυπομονούσαμε να φτάσουμε στο γραφικό ψαροχώρι για το οποίο τόσα είχαμε ακούσει! Λίγο πριν σουρουπώσει, αρχίσαμε να βλέπουμε στον ορίζοντα την μεγάλη, για τα δεδομένα μιας περιοχής που βρίσκεται πολύ μακριά από μεγάλα αστικά κέντρα, οικιστική ανάπτυξη και καταλάβαμε ότι πλησιάζουμε στο Ταγκαζούτ.

Φτάσαμε στο χωρίο και κατευθυνθήκαμε στο Surf House που θα μέναμε για τις επόμενες ημέρες. Μας υποδέχτηκε μια μελαχροινή και πολύ όμορφη νεαρή Μαροκινή, η οποία σε άπταιστα αγγλικά μας έβαλε στο δωμάτιο μας και μας ρώτησε εάν θα χρειαστούμε μάθημα σερφ για την επόμενη ημέρα. Χωρίς να το πολύ σκεφτούμε της είπαμε πως θέλουμε μάθημα και βγήκαμε στο χωριό να φάμε. Το μαγαζί που τελικά καθίσαμε μας φάνηκε αρκετά τουριστικό αλλά η πείνα και η κούραση δεν άφηναν πολλά περιθώρια για περαιτέρω προβληματισμούς του μυαλού και νοηματικά διλήμματα.

Πέσαμε στο κρεβάτι να κοιμηθούμε και σκεφτόμασταν άραγε πόσο ακραία περιπετειώδης θα μπορούσε να εξελιχθεί η επόμενη μέρα εξερευνώντας τις σερφοπαραλίες του Ταγκαζούτ. Το πρωί μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη στο πρωινό, όπου όλοι οι κυνηγοί κυμάτων είτε μικρών είτε μεγάλων, είχαν παραταχθεί ο ένας δίπλα στον άλλον, σε ένα τεράστιο τραπέζι πρωινού, γεμάτο με μαροκινές λιχουδιές και έτρωγαν, συζητώντας για το ποιά παραλία θα έχει το πιο δυνατό κύμα σήμερα, που θα είναι καλά αλλά και το πως πέρασαν την προηγούμενη μέρα.

Γνωρίσαμε αρκετούς ενδιαφέροντες ανθρώπους, από όλες τις μεριές του κόσμου. Αφού μας συνεπήρε για λίγο αυτή η βουτιά σε μακρινούς πολιτισμούς, φύγαμε να ετοιμαστούμε για το μάθημα σερφ που θα κάναμε στην παραλία Panorama. Ο ψηλόλιγνος δάσκαλος μας με τα ξανθά ράστα, ένας προ σέρφερ από την Καζαμπλάνκα, που έμοιαζε βγαλμένος από το θρυλικό The Endless Summer του Bruce Brown,  μας περίμενε στον κεντρικό δρόμο του Ταγκαζούτ, με ένα πορτοκαλί βαν, για να φύγουμε για την παραλία.

Μετά από λίγα λεπτά και αφού διασχίσαμε σχεδόν όλη την ακτογραμμή του Ταγκαζούτ φτάσαμε στην Panorama, μια τεράστια παραλία με εκατοντάδες παθιασμένα άτομα μέσα στο νερό με σανίδες του σερφ να προσπαθούν να καβαλήσουν όσο περισσότερα κύματα μπορούν. Το μάθημα κύλησε απρόσμενα ιδανικά και στην συνέχεια ξεκινήσαμε να κάνουμε μόνοι μας σερφ χωρίς τον δάσκαλο. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ένιωσα πως πραγματικά απολαμβάνουμε το σερφ και δεν μένουμε απλά στην προσπάθεια.

Το συναίσθημα της πληρότητας κυριαρχούσε. Η αίσθηση του να είσαι ξαπλωμένος στην σανίδα και να σηκώνεσαι για να πάρεις το κύμα, είναι κάτι συγκλονιστικό που ίσως δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί με λόγια, εκτός βέβαια και αν είσαι ο Tom Robbins. Νιώθεις σαν να διώχνεις όλες τις σκέψεις που τριγυρνάνε στο κεφάλι σου και να πετάς προς την απόλυτη ελευθερία. Το Ταγκαζούτ σου δίνει απλόχερα αυτή την αίσθηση χωρίς καν να σου ζητάει σοβαρά ανταλλάγματα για αυτό. Η ζωή στο Μαρόκο είναι τόσο οικονομική που αναρωτιέσαι τελικά μήπως βρίσκεσαι σε ένα κρυφό παράδεισο σαν το The Beach με τον Ντικάπριο, που ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί και δεν έχει αλλοιωθεί από την λαίλαπα του μαζικού τουρισμού.

Γυρίσαμε στο Surf House γεμάτοι από συναισθήματα χαράς, πλημμυρισμένοι από ντοπαμίνη και σεροτονίνη, αντιλαμβανόμενοι πως η ευτυχία σου δίνεται απλόχερα αρκεί να κουβαλάς μαζί σου το κλειδί για να της ανοίξεις την πόρτα. Οι τσάρκες στο χωριό το σούρουπο και η βραδινή αναζήτηση για μαγαζί που να σερβίρει αλκοόλ ήταν αναντικατάστατα κομμάτια στο παζλ που συνέθεσε το ταξίδι μας.

Το Μαρόκο είναι μια ισλαμική χώρα, συνεπώς το να ανακαλύψεις bar που να σερβίρει αλκοόλ είναι σαν να προσπαθείς να λύσεις την υπόθεση Ρίμαν. Καταλήξαμε στο Sol House Taghazout,  ένα καλογυαλισμένο surf house με bungalows, ακριβές μπροστά από την παραλία Panorama, που κάναμε σερφ το πρωί. Πίναμε δροσερές μαργαρίτες και σκεφτόμασταν τις πρωινές περιπέτειες, ενοχικά περήφανοι για τους εαυτούς μας, καθισμένοι σε δυο αναπαυτικές ξαπλώστρες και χαζεύοντας τον Ατλαντικό Ωκεανό.

Το πρωινό κύλησε ξανά σε ζεστό οικογενειακό κλίμα, στο τεράστιο communal table, συζητώντας με Περουβιανούς και Ισπανίδες για τα κύματα και την ζωή. Καταλήξαμε να συζητάμε με τον ιδιοκτήτη του Surf House και μπαρουτοκαπνισμένο ντόπιο σέρφερ, ο οποίος μας συμβούλεψε να πάμε και σήμερα στην παραλία Panorama όπου το κύμα θα ήταν ιδανικό για μας.

Φτάσαμε στην τεράστια παραλία και μετά από ένα γρήγορο παζάρι με δυο ντόπιους νεαρούς, νοικιάσαμε 2 μεγάλα χρωματιστά longboard και βουτήξαμε στον παγωμένο Ατλαντικό για να κλέψουμε και άλλες στιγμές χαράς. Το απογευματάκι αφού χαιρετήσαμε όλους τους ιδιαίτερους ανθρώπους που γνωρίσαμε και τους ευχαριστήσαμε για τις όμορφες πρωινές συζητήσεις και αναζητήσεις γύρω από το τραπέζι του πρωινού, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για το Μαρακές.

Συμφωνήσαμε αμέσως με την φίλη μου, σαν από καιρό συνεννοημένοι ότι για να γυρίσουμε στο Μαρακές θα παίρναμε τον άλλο δρόμο της επιστροφής, αυτόν που περνάει από το Αγκαντίρ, μιας και δεν θέλαμε να πάμε ξανά Εσσαουίρα, αλλά θέλαμε να δούμε μια διαφορετική διαδρομή. Το Αγκαντίρ είναι μια πόλη που όλοι συμφωνούσαν πως δεν έχει κάτι όμορφο να σου προσφέρει παρα μόνο clubs και έντονη οικιστική ανάπτυξη.

Το προσπεράσαμε γρήγορα και κατευθυνθήκαμε προς την πιο δημοφιλή και τουριστική πόλη του Μαρόκου, όπου θα μας περίμενε η Ισπανίδα φίλη μου η Εστελ, που έμενε μόνιμα στο Μαρακές. Είχαμε κανονίσει να βρεθούμε εκεί, με την Εστελ αλλά και τον Συριλ που μένει στην χαοτική Καζαμπλάνκα. Είχα να δω και τους δυο περίπου τέσσερα χρόνια από τον γάμο μιας κοινής μας φίλης στην Βόρεια Ιταλία. Τα συναισθήματα για αυτή την επικείμενη συνάντηση ήταν πολύ έντονα αφού θα θυμόμασταν την ανέμελη και ξέγνοιαστη χρονιά που περάσαμε στο Nijmegen της Ολλανδίας, σπουδάζοντας χωροταξία-πολεοδομία και απολαμβάνοντας την ζωή, στην χώρα που τίποτα δεν της λείπει παρά μόνο το φως και ο ήλιος.

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα