Το λυτρωτικό φτερούγισμα της πεταλούδας Αστυπάλαιας
Ο Χρήστος Ωραιόπουλος γράφει για την Κυκλάδα των Δωδεκανήσων και τους καλούς της ανθρώπους.
Πειραιάς βαθύς, που γράφει ο Χαριτόπουλος. Χαράματα άυπνοι σερί, εγώ κι εκείνη με καφέδες, πιστοποιητικά και λοιπά έγγραφα στο χέρι, έτοιμοι για τον τελικό προορισμό του Blue Star Νaxos. Από το ξημέρωμα κατάστρωμα με τον αγκώνα στο μπράτσο της καρέκλας να στηρίζει το κεφάλι που κάπου-κάπου γέρνει. Συχνά ακούγονται φωνές από παιδιά που δώσανε πανελλήνιες και θα κατέβαιναν στην Πάρο. Υπομονή κοντά είναι η Πάρος. Στη Νάξο κούνημα και καθυστέρηση, έχει γαρ μικρό λιμάνι και δεν παίρνει δυο καράβια. Φτάνουμε; Όχι, κλείσε τα ματάκια σου.
Το ταξίδι μεγάλο και κουραστικό, όμως η αίσθηση των ελάχιστων στο κατάστρωμα και του καραβιού που φτάνει στο τελικό του λιμάνι μοναδική. Το λιμάνι της Αστροπαλιάς έχει κοντά στα είκοσι χρόνια που μεταφέρθηκε από τον Πέρα Γιαλό σε μια περιοχή που δεν υπάρχει ζωή, παρά ένα βουνό και ένα εργοστάσιο που παραπέμπει σε λατομείο. Μόνο τις Κυριακές μπαίνει στο Γιαλό και οι επιβάτες αντικρύζουν την πεταλούδα με τα νυχτερινά της ντυμένη να ξεδιπλώνεται προς τα πάνω, προς το Κάστρο.
Όλοι οι άνθρωποι προσηνείς, όχι επιτηδευμένα ευγενικοί σαν να είχαν φορέσει το προσωπείο της υποδοχής. Ανθρώπινοι που σε ενέτασσαν στην δική τους καθημερινότητα, στους ρυθμούς του νησιού και την αύρα του. Ακριβώς σε αυτή την ομαλότητα χωρίς ρωγμές τυπικότητας και τουριστικής συμπεριφοράς εντοπίζω μια μεταδοτικότητα που μεταμόρφωσε και τη συμπεριφορά των επισκεπτών. Το νησί τέλη Ιουλίου είχε πολύ κόσμο, κι όμως δεν γινόταν αισθητός. Όχι γιατί δεν τον έβλεπες έξω, αλλά γιατί δεν υπήρχαν φωνασκίες, ο ένας δεν ήθελε να ενοχλήσει τον άλλον, να απλωθεί πάνω του, να ταράξει, να επέμβει στο χώρο του. Αισθανόμασταν όλοι συμπαίκτες σε αυτό το παιχνίδι της ξεκούρασης, της καλοπέρασης, σαν να κουβαλούσαμε μερίδιο, ώστε να μη διαταράξουμε τη ζωή των ντόπιων, έπρεπε και θέλαμε να γίνουμε ένα με αυτούς.
Όλοι μάς φερόντουσαν γλυκά, κανείς δεν ήθελε να κάνει αρπαχτές, να ‘κονομήσει που λέμε από τον καφέ. Ο κρυμμένος μύθος της Αστυπάλαιας είναι η πιο φανερή της αλήθεια. Ο Αριστοτέλης είχε γράψει για το νησί και ισχύει κατά έναν ανεξήγητο τρόπο «εχθράν είναι τοις όφεσιν η των Αστυπαλαίων γη» και κάτι τέτοιο φαίνεται να ισχύει και μεταφορικά γιατί δεν βρίσκεις ούτε ντόπιο ούτε εργαζόμενο που σκέφτεται με πονηριά.
Μια Κυκλάδα στα Δωδεκάνησα. Πολύ γρήγορα το νησί σου χαρίζει την οικειότητα. Την πρώτη μέρα που ανηφορίσαμε από τον Πέρα Γιαλό προς τη Χώρα, ένα δρόμο σχεδόν 10 λεπτών κουραστήκαμε, όμως γρήγορα αυτή η πλαγιά με τα παραδοσιακά λευκά σπίτια, τους γαλάζιους τρούλους, αποκάλυψε τα στενάκια της, τα σκαλιά για να κόψεις δρόμο βλέποντας τις παραδοσιακές αυλές πνιγμένες στα λουλούδια και σύντομα σε έκανε να αισθανθείς το παιδικό καλοκαίρι στο χωριό που ήξερες κάθε σπιθαμή, κάθε δρομάκι, κάθε πέρασμα σαν την παλάμη του χεριού σου, πάντα με την ίδια λαχτάρα της σταδιακής και όλο και μεγαλύτερης ανακάλυψης.
Το φαγητό αξίζει μια τιμητική αναφορά, γιατί εκπροσωπεί το μεράκι και το μεγαλείο των ανθρώπων που το σερβίρουν.
Το μεγάλο ατού του νησιού. Όπου και να κάτσεις, οτιδήποτε και να φας είναι φρέσκο, προσεγμένο και σε φυσιολογικές τιμές. Μια φίλη ταξιτζού που κάναμε εκεί μας εξήγησε πως ήταν πάντα έτσι η νοοτροπία των καταστηματαρχών και τα δυο τελευταία χρόνια που το νησί έχει ανέβει πολύ στον τουρισμό και φιλοξενεί πολύ κόσμο, θέλουν να διαδώσουν αυτή την καλή διάθεση, το προσεγμένο πράμα. Εγώ το φαγητό που δοκίμασα το ταυτίζω με τους ανθρώπους του νησιού, λες και έφερε την ίδια καλοσύνη, το κάθε πιάτο, αντικατόπτριζε το χαρακτήρα του μαγαζιού και αυτό με τη σειρά του τον άνθρωπο πίσω από αυτό. Όλοι με διάθεση να μιλήσουν, να σε εξυπηρετήσουν, να απαντήσουν σε ερωτήσεις του επισκέπτη για την ιστορία και τις ιστορίες, για τους ιδιωματισμούς της Αστυπάλαιας.
Στο Στενάκι του Κούκλα, ο Μιχάλης Γεροντιδάκης άρχοντας και Κύριος, που συμπάθησα κι εκτίμησα προσωπικά, μας πρόσεξε με καλή ρακή, με φαγητό σαν σπιτικό, μας είπε για τη ζωή του, για τα παιδιά του, μιλούσαμε για σινεμά και τις Άγριες Μέλισσες, βρίσκαμε κοινούς τόπους και γνωστούς από όλη την Ελλάδα. Ήταν ο συνδετικός κρίκος για να ενωθούμε οι παρέες από διαφορετικά τραπέζια. Όλοι οι αναχωρούντες λίγο πριν το καράβι έρχονταν για δεύτερη φορά για μια πιατέλα από τα τυλιχτά του.
Το καφενείο Καράη, κάτω ακριβώς από το Κάστρο σαν κρεμασμένο μπαλκόνι στο Αιγαίο δεχόταν τον αέρα, που ταξίδευε τη μουσική εδώ κι εκεί, το ίδιο και την ευφορία ενός μαγαζιού γεμάτο χρώμα. Ψητό καλαμάρι και χταπόδι ασυζητητί, τα πιο φρέσκα και πιο σπέσιαλ του νησιού με όλο το μπλε της θάλασσας, κυριολεκτικά και μεταφορικά στο πιάτο.
Αν και οι περισσότερες παραλίες είναι δύσκολα προσβάσιμες, αξίζει μια κάθοδος από τους χωματόδρομους που αυξάνουν το αίσθημα περιπέτειας για μια βουτιά στα πεντακάθαρα και κρύα νερά της Αστυπάλαιας. Σε κοντινή απόσταση από τη χώρα 10 λεπτά με αυτοκίνητο και λίγο παραπάνω με τη συγκοινωνία του νησιού βρίσκεται η πανέμορφη παραλία Στενό, αλλά και η ομώνυμη Καντίνα, που σερβίρει το ωραιότερο φαγητό για μετά τη βουτιά. Ένα ήσυχο σκιερό μέρος να φας κεφτεδάκια ζυμωμένα εκείνη την ώρα με τη γεύση της γιαγιάς, μετά παραδοσιακά ζυμαρικά με κρόκο και το τοπικό τυρί τη χλωρή και για κυρίως κατσικάκι λεμονάτο σκέτο λουκούμι, κάτι που δεν περιμένεις να φας τόσο καλά μαγειρεμένο δίπλα στη θάλασσα. Για φινάλε σπιτική πορτοκαλόπιτα, όλα τα λεφτά. Ακόμα προσπαθώ να μετρήσω τα κεφτεδάκια που φαγώθηκαν.
Ένα κεφάλαιο μόνος του, ο μεγάλος θρύλος και διάσημος του νησιού, ο Μουγγός. Το καφενείο που καταγράφει και κάνει την ιστορία της Αστυπάλαιας να περνάει από πάνω του. Πενήντα χρόνια ζωής είχε ως το γνωστό καλτ θέρετρο απέναντι από το Δημαρχείο, με φωτογραφίες στους τοίχους, με σημαίες, με σύμβολα, με τα κάδρα του Τσε Γκεβάρα και του Κωνσταντίνου Καραμαλνή να στέκονται δίπλα-δίπλα. Κάτοικοι μας είπαν πως όντως το είχε κάποτε ένας κύριος που δεν μιλούσε και δεν άκουγε κι έτσι έμεινε το όνομα ο Μουγγός. Σήμερα, ο νέος ιδιοκτήτης του κράτησε το χαρακτήρα του, το ανακαίνισε και το έκανε κουκλίστικο. Το παραδοσιακό μπαλκονάκι με τις μπλε καρέκλες σερβίρει τους πρωινούς ελληνικούς σε ντόπιους ηλικιωμένους και επισκέπτες που ξυπνάμε νωρίς. Λίγο μετά τηγανόψωμο και καγιανά με ρακούλα. Από μέσα φωνές παρειϊστικες λένε τα χθεσινά τους νέα. Το αεράκι σηκώνει χαρτοπετσέτες και τα μαλλιά της στον αέρα.
Ο αέρας πάντα με την ανάκληση ανοιχτή έκανε τον ύπνο ευχάριστο και ελαφρύ έπειτα από τη καθοδική βολτούλα της επιστροφής, την ώρα που ακούγονται ρυθμικά τα πιρούνια στα πιάτα και τα ποτήρια στο τραπέζι αρμονικά ενταγμένα στην ησυχία του νησιού. Άλλα μαγαζιά μαζεύαν τα τραπέζια τους για να κλείσουν κι άλλα μάζευαν κόσμο για το βραδινό ποτό, κυρίως το τσίπουρο, το ούζο τη ρακή το μεζέ. Μπαρ και κλαμπ ευτυχώς δεν υπάρχουν πολλά στην Αστυπάλαια. Βέβαια ένα τζιν τόνικ, ίσως και παραπάνω για σβήσιμο, αξίζουν στο θρυλικό μπαρ Άρτεμις με τις μουσικάρες, όπου μαζεύονται οι γνώστες και οι ντόπιοι όταν σχολάνε.
Σε έναν από τους 8 ανεμόμυλους η κυρία Στέλλα, μια καθηγήτρια με πραγματικό μεράκι έχει φτιάξει και συντηρεί μόνη της τη δημοτική βιβλιοθήκη και στο εσωτερικό του ανεμόμυλου φιλοξενεί το ξενόγλωσσο τμήμα, στο οποίο φέρνουν βιβλία ξένοι μέχρι και από την Αυστραλία και δανείζονται Έλληνες ποιητές. Δεν θέλει αναφορές και φωτογραφίες η ίδια, την ενδιαφέρει και έχει αφιερωθεί σε αυτό της το όνειρο και το χειμώνα στο σχολείο του νησιού προσπαθεί να μυεί τα παιδιά στο βιβλίο και την ανάγνωση.
Η βόλτα στα γραφικά στενάκια της Χώρας είναι, ακριβώς, όπως ονειρεύεται κάποιος τη νησιώτικη αρχιτεκτονική και φυσιογνωμία, με τη διαφορά ότι πάντα κυριαρχεί μια γαλήνη και ότι σε μερικά χωράς οριακά. Μαγεία. Η ανωφέρεια σε κάνει να σηκώνεις το κεφάλι, καθώς παίρνεις ανάσα και να αγναντεύεις το Κάστρο που δεσπόζει, ακουμπώντας σε κάποιο μικρό τρούλο κάποιου μικροσκοπικού ναού, που πλέον έχεις στο ίδιο ύψος.
Το νησί είχε κάτι γοητευτικό, που μπορεί και εγείρει και διεγείρει το παιδικό θυμικό. Για πολλές οικογένειες είναι το χωριό τους. Τυχεροί άνθρωποι, που ζουν στις πόλεις και το καλοκαίρι έχουν ένα τέτοιο μέρος για λύτρωση. Το παρατήρησα το πρώτο βράδυ, όταν κουρασμένοι από το ταξίδι φάγαμε σε ένα ταβερνάκι στο Γιαλό πλάι στο κύμα και λίγο παραδίπλα, στις ξαπλώστρες της παραλίας είχαν μαζευτεί παιδιά, δημοτικού-γυμνασίου να ‘τανε, παρέα με ένα ηχειάκι που έπαιζε τραγούδια της γενιάς μας και μαζί κι αυτά τραγουδούσαν, εκτός κι αν διέκοπταν φωνές που λέγανε ότι η Αννούλα αγαπάει το Γιάννη.
Έτσι εξήγησα το γεγονός ότι το μόνο πράγμα που συμπλεκόταν με την ησυχία στα στενάκια ήταν οι επιπλήξεις των γιαγιάδων στα εγγόνια, που έβγαιναν από τα ανοιχτά παράθυρα με τις σίτες, μαζί με τη μυρωδιά του τσιγαριστού κρεμμυδιού και της χειροποίητης φάβας. Σε όλα τα μέρη της Ελλάδας οι γιαγιάδες έχουν εκατό χέρια. Καθώς περπατάμε περνάμε δίπλα ή κάτω από τις μπουγάδες των νοικοκυριών.
Αυτή η παιδικότητα ξυπνάει και με το μπαίνεις στο Παντοπωλείο πάνω στο δρόμο για τη χώρα. Σου μπαίνει στα ρουθούνια εκείνη η μυρωδιά από το ψιλικατζίδικο του χωριού (μια μέρα θα καταφέρω να την αποδώσω) που έμπαινες φουριόζος να χαλάσεις το χαρτζιλίκι του παππού σε ζελεδάκια και αυτοκόλλητα ποδοσφαιριστών για το άλμπουμ του Μουντιάλ ή του Γιούρο, ανάλογα τη χρονιά. Εκείνο το άρωμα των απορρυπαντικών που δεσπόζουν στο ράφι. Μπαίνοντας με αυτό το άρωμα ασυναίσθητα κατεβάζεις το κεφάλι και σκέφτεσαι, θέλεις να βεβαιωθείς ότι είσαι στο χωριό σου και το μωσαικό στο πάτωμα στο επιβεβαιώνει. Ένας πάγκος με τυροκομικά ξεχωριστός και η κυρία στο ταμείο για να σου δώσει λίγη γραβιέρα ή χλώρη νησιώτικη αφήνει το ένα πόστο κι έρχεται στο άλλο. Ακόμα και η μεταλλική μπάρα στο ταμείο έχει την ίδια κλίση με εκείνη που θυμάσαι μικρός. Κι έξω καθώς φεύγεις βάζεις το χέρι σου στο ψυγείο με τα παγωτά να πάρεις γρανίτα. Γιατί μέσα στην ψυχογεωγραφία του ψιλικατζίδικου και του μικρού ζαχαρωτού σάντουιτς μεγαλώσαμε κι αυτό το νησί το κράτησε αναλοίωτο. Μια στρώση το ψωμάκι με το μπιφτέκι, μια άλλη το μαρούλι με το κασέρι και μια άλλη το άλλο ψωμάκι. Θυμάμαι καλά;
Κάθε επιστροφή και δύσκολη, από την Αστροπαλιά πολύ περισσότερο. Στο λιμάνι η παρέα από τους λίγους που ήμασταν στο κατάστρωμα στον ερχομό. Βέβαια ήπιαμε μαζί και στου Κούκλα με αυτές τις απρόβλεπτες ενώσεις τραπεζιών από μια κουβέντα που πιάνει κάποιος και χώνεται. Παιδιά αν διαβάζετε να είστε καλά και θα τα ξαναπούμε.
Ο Βακαλόπουλος γράφει στη Γραμμή του Ορίζοντος «υπάρχει μόνο ένα νησί για τον καθένα, πρέπει να το βρει, να μείνει εκεί». Αισθάνομαι να το βρήκα, βέβαια, χωρίς τους ανθρώπους που γνώρισα και κυρίως χωρίς εκείνη δεν θα ήταν το δικό μου. Έτσι πιστεύω. Τα ξαναλέμε σύντομα.
Διαβάστε επίσης:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ