13′ από την Τσιμισκή: Τραπέζι στον δρόμο, τσίπουρο, ποντιακά και άντρες του 6ου π.Χ. αιώνα
Οκτώ χιλιόμετρα από την καρδιά της πόλης μία από τις "αρτηρίες" της εξέπεμπε σε διαφορετικό σύμπαν.
Ο κυρ – Στράτος μετράει στο “πορτφόλιό” του πολλές δεκαετίες ζωής. Τόσες πολλές που θα ήταν άδικο να δώσω έναν αριθμό και να του κλέψω έστω και μία χρονιά από τις γεμάτες δεκάδες του. Σήμερα συγκινήθηκε μπροστά στο θέαμα ενός δρώμενου από τον τόπο του, που αναβίωσε ξαφνικά στη γειτονιά του. Έχετε δει άνθρωπο να κλαίει και ταυτόχρονα να λάμπει; Περίεργη αίσθηση.
Στη Θεσσαλονίκη -που παλεύει συμπλεγματικά να (απο)δεχτεί πως είναι προσφυγομάνα με όσα αυτό συνεπάγεται- σχεδόν ένα στα τρία σπίτια σήμερα έχει τον δικό της κυρ-Στράτο ή τουλάχιστον τα μέλη της μεγάλωσαν με έναν κυρ-Στράτο στο σαλόνι τους και τις ιστορίες του. Κάπως έτσι μάλλον εξηγείται και το πώς γίνεται ενώ απέχεις -σε πολλά επίπεδα- μίλια από αυτόν τον κόσμο, να σε πιάνει “κάτι” όταν ζωντανεύει μπροστά σου. Ξανά περίεργη αίσθηση.
Αντιγράφω από το ΑΠΕ ΜΠΕ δημοσίευση 1 Δεκεμβρίου 2019: “Όταν η Ελένη, κοριτσάκι τότε, γνώρισε τον ξεριζωμό και άφησε τον τόπο της για να βρει μια νέα πατρίδα, δεν μπορούσε να αντιληφθεί το μέγεθος του πένθους που θα βίωνε καθημερινά σε όλη της τη ζωή. Το συναίσθημα βάρυνε, όταν έχασε τα αδέλφια της και τους δικούς της και αναγκάστηκε να προσαρμοστεί μόνη σε μια νέα πραγματικότητα. Η ίδια αίσθηση του πένθους βρήκε διέξοδο στις αφηγήσεις της Ελένης στα παιδιά και τα εγγόνια της και εκείνα σιγά σιγά άρχισαν να νιώθουν το βίωμά της και να το περιγράφουν σαν δικό τους. Μέσα από μια πορεία χρόνων, το πένθος απέκτησε άλλα χαρακτηριστικά και έγινε κτήμα τους παρόλο που τα ίδια δεν είχαν ζήσει ποτέ τον ξεριζωμό. Το όνομα της Ελένης μπορεί να μην είναι πραγματικό, όμως η ιστορία της συνέβη στ΄αλήθεια και συνιστά σήμερα αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας εμπειρίας που σταδιακά περνάει από γενιά σε γενιά, λαμβάνει χαρακτηριστικά γενίκευσης και προκαλεί δυσφορία σε ανθρώπους που μπορεί να μη βίωσαν τα ίδια την εμπειρία αλλά τη μεταφορά της από κάποιο άλλο πρόσωπο. Το βάρος μπορεί να γίνει, μάλιστα, αβάσταχτο και η καθημερινότητα μη λειτουργική, προκαλώντας πολλά ερωτηματικά σε κάποιον που αδυνατεί να αντιληφθεί τη ρίζα του κακού.” (απόσπασμα από τη δημοσίευση του ΑΠΕ – ΜΠΕ και όσα είχε πει τότε η ψυχολόγος της Διεύθυνσης Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Ελένη Πατίδου, αναφορικά με τη μέθοδο “γλυπτό” και το βιβλίο της δίνοντας σχετικά παραδείγματα. Δείτε την δημοσίευση ΕΔΩ)
Απόψε (7/12) φωταγωγήθηκε η Θεσσαλονίκη για τα Χριστούγεννα 2019, τα “Μαγεμένα Χριστούγεννα” όπως τιτλοφορείται επικοινωνιακά η εορταστική περίοδος φέτος, στην καρδιά της πόλης. Μια “αρτηρία” της όμως εξέπεμπε την ίδια ώρα σε ένα διαφορετικό σύμπαν άλλης “μαγείας”, οκτώ περίπου χιλιόμετρα δυτικότερα, με τραπέζια στα πεζοδρόμια, ποντιακά και μία πανάρχαια λαϊκή μορφή θεάτρου -όπως έχει χαρακτηριστεί- να αναβιώνει ανεπιτήδευτα στο δρόμο χωρίς κατ επίφαση comme il faut διαθέσεις.
13:05’’ μακριά από το κέντρο και τα φώτα, αναβίωσαν τα «Κοτσαμάνια», οι «Μωμόγεροι» ή «Μωμόεροι» ή και «Μωμογέρια», ένα δρώμενο που έχει τις ρίζες του στην περιοχή του Πόντου και έχει λάβει επιρροές ανά τους αιώνες -χρονολογείται πως χάνεται πίσω στον 6ο π.Χ. αιώνα– όπως επίσης και διαφοροποιήσεις κυρίως ως προς την ενδυμασία ανά τις περιοχές από την οποία προέρχεται (για παράδειγμα οι συγκεκριμένες φορεσιές με τις περικεφαλαίες και η αναπαράσταση του δρώμενου είναι όπως το μετέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες από την περιοχή της Λιβεράς του Πόντου).
Τραπέζια, μεζέδες και τσίπουρα βγήκαν στα πεζοδρόμια μπροστά από σπίτια -το street food μάλλον στην βάση του- και μια ομάδα περίπου είκοσι νέων από τον Τετράλοφο Κοζάνης*, ντυμένοι όπως επιβάλλει το έθιμο συνοδεία ποντιακής μουσικής έκαναν πέρασμα στους δρόμους της περιοχής παρουσιάζοντας το δρώμενο, κάνοντας αυτοσχεδιασμούς μεταξύ τους, με οικοδεσπότες και περαστικούς.
Το pontos-news.gr γράφει για το έθιμο: “O θεός Μώμος κατά την Αρχαιότητα αποτελούσε την προσωποποίηση της σάτιρας και του σαρκασμού και συνδεόταν με τις γιορτές που ήταν αφιερωμένες στον Διόνυσο, με κοινό χαρακτηριστικό τις μάσκες και τις μεταμφιέσεις. Από εκεί προέρχεται και η αρχική ετυμολογία της λέξης «Μωμόγεροι» ή «Μωμόεροι» ή και «Μωμογέρια», που αποτελούσαν τους ακολούθους του Μώμου και τον συνόδευαν χορεύοντας, τραγουδώντας και σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις. Η συγκεκριμένη εκδήλωση παραπέμπει σε ένα από τα παλαιότερα ποντιακά έθιμα που λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου των Χριστουγέννων…”Λαϊκοί αυτοσχέδιοι θίασοι δίνουν παραστάσεις σε αυλές σπιτιών, σε διασταυρώσεις δρόμων και σε πλατείες χωριών και πόλεων. Οι ενδυμασίες των μεταμφιεσμένων, που περιλαμβάνουν μάσκες από δέρματα ζώων, δορές τράγου, αλεποουρές και ουρές λαγών, δείχνουν επίσης την αρχαϊκή καταγωγή του συγκεκριμένου εθίμου.”Το περιεχόμενο των παραστάσεων είναι κατά κανόνα κωμικό (που σε μερικές περιπτώσεις παίρνει και κοινωνικές διαστάσεις)… Κεντρικό πρόσωπο σε κάθε παράσταση είναι η νύφη, που ενσαρκώνει τη βλάστηση και τη γονιμότητα της γης. Η σύγκρουση ενός νέου άνδρα και ενός γέρου για την κατάκτησή της, με την τελική νίκη του νεότερου, συμβολίζει την αντικατάσταση του παλιού χρόνου από τον νέο. Στο τέλος ακολουθούν πάντοτε χορός, τραγούδι.” (δείτε την δημοσίευση για το έθιμο ΕΔΩ)
Στα τέλη του 2016 η Διακυβερνητική Επιτροπή της Σύμβασης για την Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, ενέκρινε την πρόταση του υπουργείου Πολιτισμού και ενέγραψε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας” (Ουνέσκο) το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων (δείτε την δημοσίευση ΕΔΩ).
*Η συγκεκριμένη ομάδα “Κοτσαμάνια” είναι από τον Μορφωτικό Λαογραφικό Σύλλογο Τετραλόφου Κοζάνης (δείτε περισσότερα για την δράση τους ΕΔΩ) και βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή των Διαβατών, καλεσμένοι του Συλλόγου Ποντίων Διαβατών Αλέξανδρος Υψηλάντης.