Άστεγοι, τοξικομανείς, τρωκτικά – Παραδομένος στη μοίρα του ο Πύργος της Ευτυχίας
Άλλο ένα «ζωντανό» έγκλημα της πόλης σε ένα μέρος βγαλμένο από παραμύθι, που τα τελευταία χρόνια θυμίζει σκηνικό ταινίας τρόμου
Εικόνες: Ευθύμης Βλάχος
Οδός Βασιλίσσης Όλγας, αριθμός 110. Μια μητέρα απλώνει τα ρούχα, πιο δίπλα τα παιδάκια της παίζουν. Στο χώρο βλέπεις τραπέζια και καρέκλες.
Σημάδια ζωής, στιγμές καθημερινότητας.
Πόσο φυσιολογικό όμως μπορεί να θεωρηθεί όλο το παραπάνω σκηνικό όταν εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου σε ένα ιστορικό κτίριο «φάντασμα» της Θεσσαλονίκης;
Σε ένα χώρο «διαμάντι» βγαλμένο από παραμύθι που τα τελευταία χρόνια όμως θυμίζει σκηνικό ταινίας τρόμου.
Και αν έχουν γραφτεί πράγματα για την πλούσια ιστορία και την θλιβερή κατάντια του Πύργου της Ευτυχίας, του Chateau mon bonheur ή του «Κόκκινου Πύργου» όπως αλλιώς είναι γνωστό το εμβληματικό κτίριο που θυμίζει την απαράμιλλη αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης.
Δεν ιδρώνει το αυτί κανενός.
Οι κάτοικοι σηκώνουν και αυτοί τα χέρια ψηλά.
«Έχουμε απευθυνθεί παντού. Αδιαφορία. Δεν έχουμε πλέον δάκρυα για να… πενθούμε. Συμβιβαστήκαμε με την εικόνα αυτή. Όσο σκληρό και αν ακούγεται» λέει κάτοικος της περιοχής και συμπληρώνει περιγράφοντας την κατάσταση σήμερα:
«Πάρτι αρουραίων, σκουπιδότοπος, ναρκομανείς που φωνάζουν μέρα – μεσημέρι. Μαλώνουν μες τη νύχτα. Διαμάχες για τα πόστα επαιτείας που έχουν στήσει. Φόβος μη γεμίσουμε τρωκτικά στις γύρω οικοδομές».
Αυτά κατέγραψε και ο φωτογραφικός φακός της parallaxi σε -μια ακόμη- αυτοψία του στο χώρο.
Σκουπίδια, στοιβαγμένα πράγματα κάθε λογής που συγκεντρώνονται εκεί με την ελπίδα να τα πουλήσουν για ένα κομμάτι ψωμί.
Άνθρωποι που έχουν στεγαστεί εκεί. Περίπου 10-12 άτομα σε σταθερή βάση. Ανάμεσά τους και μια τετραμελής οικογένεια.
Τραπεζάκια με καρέκλες για να κάθονται.
Ένα σκηνικό άγριας ομορφιάς.
Το ιδιότυπο αρχιτεκτονικά διατηρητέο κτήριο, που ανήκει κατά το ήμισυ στο κληροδότημα Δημ. Ιωαννίδη του Σιατιστέως και σε άλλους κληρονόμους, τα τελευταία χρόνια είχε εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου.
Η οικία Δειράν Αβδουλάχ, μετέπειτα Δημήτρη Ιωαννίδη του Σιατιστέως (το όνομά του ο Πύργος το πήρε απ΄τον μεγάλο έρωτα του ιδιοκτήτη, τη σύζυγό του, Ευτυχία) χρονολογείται πριν το 1890 και είναι το παλιότερο σωζόμενο κτίριο της Λεωφόρου των Εξοχών.
Σχεδιάστηκε από τον Φρέντερικ Σαρνό. Πριν την επιχωμάτωση της Παραλίας γειτνίαζε με τη θάλασσα. Στην ουσία µιλάµε για δύο κτίρια, που όταν πρωτοκατασκευάστηκαν ήταν το ένα κατοικία του ιδιοκτήτη και το άλλο καφέ, µε τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο.
Σε μια περιγραφή του 1890, όπου γίνεται αναφορά στον κόκκινο πύργο της Ανάληψης, ένας Αθηναίος δημοσιογράφος και περιηγητής, που δημοσιεύει τις εντυπώσεις στο Ημερολόγιο του Σκώκου, ο Δ. Βαρδουνιώτης, γράφει για τα μοναδικά αυτά οικοδομήματα των Εξοχών:
«Τα μέγαρα των πύργων (αρχοντικών) είναι μεγάλα και εξαίσια οικοδομήματα, είναι δε τα πλείστα θεριναί κατοικίαι των ιδιοκτητών αυτών. Θαυμάζει το κομψότατον, μεσαιωνικού ρυθμού, μέγαρον φέρον εις την εξώθυρα μεγάλοις χρυσοίς ψηφίοις την επιγραφήν ‘Chateau mon Bohneur’».
Η ιστοσελίδα thessmemory.gr αναφέρεται στις… περιπέτειες του διατηρητέου καθώς και την ιστορία του:
«Ο ιδιοκτήτης του πύργου Δημήτρης Ιωαννίδης είχε πλουτίσει από την παραγωγή και το εμπόριο μάλλινων υφασμάτων, ιδιαίτερα αυτών που ονομάζονται εγχωρίου τύπου (δηλαδή τα παραδοσιακά ρούχα της εποχής σαγιάκια και γαϊτάνια). Είχε καλή μόρφωση και δούλεψε για λίγο ως δάσκαλος. Εγκατέλειψε όμως νωρίς το διδασκαλικό επάγγελμα και εγκαταστάθηκε αρχικά ως έμπορος στα Βελεσά (το σημερινό Βέλες) και αργότερα επέκτεινε τις επιχειρήσεις του στο Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη. Στα Βελεσά παντρεύτηκε την Μαρία Τσικερδέκη, αλλά από το γάμο τους δεν απόκτησαν παιδιά.
Ο Δημήτριος Ιωαννίδης πέθανε το 1906 σε ηλικία 65 χρονών και άφησε όλη σχεδόν την περιουσία του, χρήματα και ακίνητα, για φιλανθρωπικούς σκοπούς, τη διαχείριση της οποίας είχε ως το 1934 που πέθανε η γυναίκα του. Από την δωρεά χτίστηκαν, στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα η Ελληνική αστική σχολή Δημ. Ιωαννίδου, Σιατιστέως, δηλαδή το σημερινό Ιωαννίδειο δημοτικό σχολείο στο Ιπποδρόμιο, ένα περίπτερο στο παλιό Θεαγένειο νοσοκομείο που κατεδαφίστηκε κατά την ανέγερση του σύγχρονου κτηρίου και ένα νηπιαγωγείο στη Σιάτιστα. Το Ιωαννίδειο Ιδρυμα, στο οποίο ανήκει κατά το ήμισυ και το «κόκκινο» σπίτι της Ανάληψης, αξιοποιώντας τα κληροδοτήματα του Ιωαννίδη, μέχρι σήμερα, διαθέτει τα έσοδά του για φιλανθρωπικούς σκοπούς και για σπουδές φοιτητών από τη γενέτειρα του ευεργέτη.
Το κυρίως μέγαρο, διώροφο με έξι δωμάτια, που καταλήγει σε πύργο με τις αναγεννησιακές (βενετικές) επάλξεις, στέγασε κατά καιρούς, πέρα από την οικογένεια Ιωαννίδη και άλλες χρήσεις και δραστηριότητες. Χρησιμοποιήθηκε για αρκετά χρόνια ως οικοτροφείο για τις μαθήτριες που φοιτούσαν στα γειτονικά «Εκπαιδευτήρια Αγλαΐας Σχινά».
Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στεγάστηκαν προσφυγικές οικογένειες που έμειναν στο παλιό κτήριο ως τους σεισμούς του 1978. Στην αυλή του, προς τη θάλασσα, στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στήθηκαν μεταλλικά τολ που φιλοξένησαν προσκόπους και εργαστήρια του γειτονικού Ε’ γυμνασίου»
Την τελευταία δεκαετία στο εσωτερικό του, συχνά πυκνά, εκδηλώνονται περιστατικά με φωτιές.
Η σοβαρότερη από αυτές εκδηλώθηκε το 2017, με μπαράζ μάλιστα περιστατικών μέσα σε λίγες ώρες.
Η φωτιά ξέσπασε στον υπόγειο χώρου του βοηθητικού κτιρίου της αυλής, εκεί που υπάρχουν στοιχεία οικοσκευής, στρώματα, κουβέρτες κλπ, που ανήκουν σε αστέγους και χρήστες ναρκωτικών που τον χρησιμοποιούν.
Ένας ακόμη χειμώνας έρχεται και οι κάτοικοι της περιοχής ανησυχούν, ίσως περισσότερο από ποτέ:
«Θα αρχίσουν πάλι να ανάβουν φωτιές να ζεσταθούν. Το έχουμε δει και στο παρελθόν. Δε θέλει και πολύ για να γίνει το κακό. Μέσα ο χώρος είναι… πυριτιδαποθήκη. Στη χειρότερη του κατάσταση. Θα ασχοληθεί επιτέλους κάποιος;»