Αυτοψία στο Κοιμητήριο Ευαγγελίστριας: Εικόνα εγκατάλειψης στην «καρδιά» της πόλης
Τίποτα το κρυφό ή σκοτεινό δεν υπάρχει σε αυτή την πόλη. Την ασχήμια δεν βλέπει μόνον αυτός που δεν θέλει να τη δει.
Λέξεις / Εικόνες: Πασαμιχάλης Σταμάτιος
Μένω στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία οκτώ χρόνια και όσο και αν έχω συνηθίσει τα κακώς κείμενα, η πρόσφατη επίσκεψή μου στο Κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας ήταν κάτι παραπάνω από απογοητευτική. Πόσο μάλλον για τον επισκέπτη, Έλληνα και ξένο τουρίστα, που όσο εύκολα εντυπωσιάζεται, τόσο εύκολα απογοητεύεται.
Ξεκινώντας από την Καμάρα για μια βόλτα κατά μήκος του ανατολικού τείχους, ο δρόμος με έβγαλε στο ανύπαρκτο πεζοδρόμιο που βρίσκεται μπροστά στο κοιμητήριο και σκέφτηκα να μπω να ρίξω μια ματιά. Εκ πρώτης όψης, ο χώρος δίνει μια καλή εικόνα, με πλήθος ταφικά μνημεία ιδιαίτερης καλλιτεχνικής και ιστορικής αξίας.
Ο κύριος άξονας, από την κεντρική είσοδο και έως τον όμορφο Ιερό Ναό της Παναγίας της Ευαγγελίστριας, είναι επιμελώς φροντισμένος και μπαίνοντας στο χώρο, συνάντησα φύλακα, προσωπικό καθαριότητας, καντηλανάφτη και γενικά, εργαζόμενους που φαίνονται να αρκούν ώστε να επικρατεί σε όλο το κοιμητήριο μια όμορφη εικόνα.
Αυτή η πρώτη εντύπωση προκύπτει και από μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο. Δυστυχώς, όμως, κινδυνεύουμε κοιτώντας το δέντρο, να χάσουμε το δάσος.
Μόλις αφήνεις τον κεντρικό άξονα και μπαίνεις στις κάθετες, αριστερά και δεξιά, το σκηνικό αλλάζει δραματικά. Ειδικά αν αφήσεις τα δρομάκια και περπατήσεις στους στενούς διαδρόμους ανάμεσα στα μνημεία ο χώρος όχι απλά δεν θυμίζει μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά μετά βίας αρκεί να θεωρηθεί κοιμητήριο και εγκυμονεί κινδύνους.
Οι διάδρομοι είναι σπαρμένοι με σπασμένες μαρμάρινες πλάκες, πέτρες, τούβλα και άλλα υλικά από μνήματα πολλές φορές στηριγμένα στους κορμούς των δέντρων. Εδώ και εκεί χρειάζεται προσοχή για να μην σκοντάψει κανείς στις σωληνώσεις, παλιές και καινούργιες, που εξέχουν από το έδαφος.
Οι τρεις παλιές βρύσες, με τις στρογγυλές χτιστές στέρνες, ρημάζουν.
Aυτή στο βάθος του κοιμητηρίου με γκρεμισμένο το τείχισμα
Aυτή δίπλα στο ναό πνιγμένη στη βλάστηση, ώστε δύσκολα καταλαβαίνεις ότι είναι βρύση
Kαι η τρίτη, πίσω από το κτήριο του προσωπικού, έχει μετατραπεί σε περιβόλι, σκεπασμένη με πανί που στήθηκε πάνω σε σίδερα και βέργες
Κοντά σε αυτή την τελευταία, στην πλευρά του κοιμητηρίου απέναντι από τον πολυχώρο Ισλαχανέ, στοιβάζονται δίπλα στο τείχισμα οικοδομικά υλικά, σκουπίδια, ακόμα και ένα καρότσι σούπερ μάρκετ.
Άλλωστε, τα βοηθητικά κτήρια κατά μήκος της οδού Ελένης Ζωγράφου, χώρος για το προσωπικό (πρώην αίθουσα συναθροίσεων), οστεοφυλάκιο, τουαλέτες και οικίσκος του ιερέα του ναού, είναι επίσης σε κακή κατάσταση.
Επίσης, καμία πρόβλεψη δεν υπάρχει για τα όμβρια ύδατα και μια επίσκεψη στο χώρο μετά από νεροποντή το αποδεικνύει. Με τις πρόσφατες καταιγίδες, τα φρεάτια βούλωσαν, το προαύλιο και το καμπαναριό του ναού πλημμύρισε και το νερό κατέληξε με ορμή στην πύλη και έσπασε το λουκέτο.
Στο προαύλιο του ναού, το χαμηλό μαρμάρινο τοιχάκι υποχώρησε σε πολλά σημεία και οι μαρμάρινες πλάκες έχουν αφεθεί εκεί που έπεσαν.
Στην γωνία του προαυλίου, ένα εξαιρετικό μνημείο, με ημερομηνία κατασκευής το 1906 και επιγραφή «Οικογενειακός Τάφος Νικολάου Χ. Λαζάρου» φαίνεται να λειτουργεί σαν ανοιχτή αποθήκη. Μέσα είναι παρατημένο ένα τραπέζι, άδειες πλαστικές γλάστρες, σακούλες, ένα ρολό για βάψιμο, καρέκλες και ένα κομμάτι πλαστικής οροφής
Στο χώρο συναντά κανείς και άλλες παράξενες εικόνες∙ έναν φανοστάτη που κρέμεται μόνον από το καλώδιο, πάνω στη μάντρα του κοιμητηρίου, αλλά και μια τρύπα με διάμετρο και βάθος τουλάχιστον μισό μέτρο κοντά στην περίφραξη στην διασταύρωση Πανεπιστημίου και Αγίου Δημητρίου, παγίδα για τους εργαζόμενους που κινούνται στο χώρο μετά τη δύση του ηλίου.
Ωστόσο, το σοβαρότερο πρόβλημα και αιτία να γράψω αυτό το άρθρο έγκειται στα ίδια τα ταφικά μνημεία και την κατάστασή τους. Τα μνήματα είναι στην πλειοψηφία παρατημένα, χωρίς ίχνος φροντίδας.
Σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, τα καλύπτουν αγριόχορτα ή και ολόκληρα δέντρα.
Επίσης, στα περισσότερα υπάρχουν σοβαρές φθορές όπως κατεστραμμένα μνημεία και πλάκες που έχουν αποκολληθεί ή σπάσει. Αυτή η κατάσταση επικρατεί σε ολόκληρες σειρές από μνήματα.
Η εικόνα των φωτογραφιών των νεκρών, κρυμμένων πίσω από τη βλάστηση προκαλεί θλίψη. Το ίδιο και η ολοκληρωτική απόκρυψη του μνημείου, όπως συμβαίνει σε αυτά στο ανώτερο τμήμα του κοιμητηρίου, στα όρια με τον αρχαιολογικό χώρο. Αναρωτιέμαι εύλογα αν αρμόζει μια τέτοια κατάσταση όχι σε ένα ιστορικό μνημείο, αλλά σε ένα κοινό κοιμητήριο. Αν μέχρι εδώ η εικόνα διαγράφεται απογοητευτική, έπεται συνέχεια.
Κατά την πρώτη μου επίσκεψη, διαπίστωσα με έκπληξη ότι, ανάμεσα στα χαλάσματα και τα πεταμένα μάρμαρα, ένας οικογενειακός τάφος έχασκε ορθάνοιχτος, με την πόρτα παραβιασμένη και τα οστά σε κοινή θέα! Ενημέρωσα το προσωπικό και αφού εισέπραξα μια χλιαρή απάντηση και ενστάσεις του στυλ «είναι αρμόδιος ο δήμος και θα βρω τον μπελά μου» ή «είναι θέμα της οικογένειας, εγώ τί να κάνω», τοποθετήθηκε ένα υποτυπώδες κάλυμμα.
Αλλά το συγκλονιστικότερο είναι ότι, όπως με ενημέρωσαν οι εργαζόμενοι, στο κοιμητήριο υπάρχουν όχι ένα ή δύο, αλλά πλήθος μνήματα κατεστραμμένα σε τέτοιο βαθμό που να προβάλλουν τα οστά των νεκρών στο φως του ήλιου. Πράγματι, σε επόμενη επίσκεψή μου εντόπισα και άλλο εμφανές παράδειγμα.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά, αλλά καμία απάντηση δεν είναι ικανοποιητική. Ευθύνη να φροντίζουν το χώρο έχουν οι υπάλληλοι καθαριότητας. Άρα, το συνεργείο που λειτουργεί εκεί από τις 6 το πρωί έως τις 12 το μεσημέρι είναι ανεπαρκές για τη δουλειά που πληρώνεται να φέρει σε πέρας.
Ευθύνη για τα μνήματα έχουν πρώτα οι οικογένειες. Αν ένα μνήμα εγκαταλειφθεί, δεν πρέπει το προσωπικό να ενημερώσει την οικογένεια να λάβει μέτρα; Είναι τέτοια η αδιαφορία των συμπολιτών μας; Επίσης, εκτός από τις οικογένειες, υπεύθυνοι για τον χώρο και τα μνήματα είναι και ο νεκροθάφτης, ο καντηλανάφτης, ο φύλακας και γενικά κάθε εργαζόμενος στο χώρο.
Ούτε η οικονομική δυσπραγία δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα, ούτε μπορεί κανείς να επικαλείται την υπαγωγή του στην α ή τη β θέση, ώστε να καλύψει την αδιαφορία του για το περιβάλλον στο οποίο ζει και εργάζεται. Δεν είναι μόνο ζήτημα τυπικό, τεχνικό ή οικονομικό, αλλά και ζήτημα ηθικής.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης, που φέρει την ευθύνη του χώρου και απασχολεί όλα αυτά τα άτομα, έχει γνώση; Ξέρουν οι αρμόδιες υπηρεσίες και αντιδήμαρχοι ότι επικρατεί τέτοια κατάσταση ντροπής; Αν δεν γνωρίζουν, τότε είναι αναποτελεσματικοί και ακατάλληλοι για το ρόλο αυτό. Φαίνεται, όμως, ότι γνωρίζουν, καθώς υπάρχει ενημέρωση, από εργαζόμενους στο κοιμητήριο, αλλά και από τον ιερέα του Ναού της Ευαγγελίστριας.
Στην περίπτωση αυτή, τα σχόλια είναι περιττά, γιατί αυτή δεν είναι εικόνα κοιμητηρίου. Είναι μια πλαγιά σπαρμένη μνήματα, αφημένη να ρημάξει, στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα σε δύο νοσοκομεία, έναν αρχαιολογικό χώρο, έναν χώρο πολιτισμού (Ισλαχανέ) και ένα πανεπιστήμιο, 10 λεπτά περπάτημα από την Καμάρα και την είσοδο της ΔΕΘ.
Η Θεσσαλονίκη έχει ιστορικό ασέβειας προς τους χώρους ταφής, ήδη από την καταστροφή και λεηλασία του εβραϊκού νεκροταφείου, κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Έχει επίσης «παράδοση» στην εγκατάλειψη αρχιτεκτονικών μνημείων και των δημιουργών τους στη λήθη. Ο αρχιτέκτονας Ξενοφών Παιονίδης, παρασημοφορημένος για τη συμβολή του στον Μακεδονικό Αγώνα, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Εκτός από δημιουργήματά, του όπως η Έπαυλη Σιάγα, η Στοά Αγίου Μηνά και η Βίλλα Σάλεμ, ρημάζει και ο τάφος του, όπου ο μαρμάρινος σταυρός, βγαλμένος από τη βάση του και πεσμένος πάνω στην πλάκα, σίγουρα δεν αρμόζει στον σπουδαίο νεκρό.
Όσο και αν, με τον χρόνο, προσπαθώ πια να μην αγανακτώ μπροστά στα απαράδεκτα που καθημερινά συναντώ στην πόλη αυτή, αγαπώ τη Θεσσαλονίκη αρκετά ώστε να με πονάει η ασχήμια που μερικές φορές κρύβεται σε δημόσια θέα.
Διαβάζω συχνά τίτλους και άρθρα με αναφορές στην «μυστική Θεσσαλονίκη» ή την «σκοτεινή Θεσσαλονίκη» που επιχειρούν να δηλώσουν σημεία, κτήρια και κατασκευές λιγότερο φανερά, ξεχασμένα από το σήμερα, αφημένα να τα σκεπάσει η ομίχλη του χθες. Σε αυτή την πιο “dark” πλευρά της πόλης συχνά εντάσσονται και τα κοιμητήρια. Είναι λες και εκ της φύσεώς τους, αξίζει να εγκαταλειφθούν, να ρημάξουν περιτειχισμένα και θαμμένα στη βλάστηση, για να αποκτήσουν μια δήθεν μυστηριώδη, απόκοσμη γοητεία. Λάθος.
Τίποτα το κρυφό ή σκοτεινό δεν υπάρχει σε αυτή την πόλη. Την ασχήμια δεν βλέπει μόνον αυτός που δεν θέλει να τη δει.