Ευαγγελίστρια: Στο ξεχασμένο "χωριό" του κέντρου…
Οι τσογλάνιδες του Ιασωνίδη, η γειτονιά με την σπουδαία ιστορία και οι κάτοικοι της.
Είναι κάποιες γειτονιές σε αυτή την πόλη που (ευτυχώς) κουβαλούν την αίγλη του παλιού. Παραμένουν στο χάος, φθείρονται, συντηρούνται, κατοικούνται και συνεχίζουν την πορεία τους στο χρόνο
Μία από αυτές είναι η Ευαγγελίστρια. Μονοκατοικίες, ολιγόροφες πολυκατοικίες, στενοί δρόμοι, εσωτερικές αυλές, μεταξύ των Κοιμητηρίων και των 40 εκκλησιών, αποτελούν μία από τις πιο ιστορικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης η οποία μοιάζει με ένα μικρό χωριό της.
Η ζωή μπαίνει σε παύση τα μεσημέρια και τα βράδια από νωρίς. Εκεί τα παιδιά παίζουν ακόμη στους δρόμους. Τίποτα δεν θυμίζει μεγαλούπολη.
Εικόνες: Μηνάς Τσίτσης
Είναι η ιδανική επιλογή για διαμονή των φοιτητών καθώς συνορεύει με τα Πανεπιστήμια. Το όνομα της το πήρε από τα κοιμητήρια που δεσπόζουν στη μοναδική είσοδο που υπάρχει για να μπει κανείς στην συγκεκριμένη γειτονιά. Το “χωριό” του κέντρου βρίσκεται πλάι σε δύο μεγάλους βράχους.
Ιστορία
Σύμφωνα με τον Σάκη Σερέφα, ποιητή, πεζογράφο, θεατρικό συγγραφέα, μελετητή της τοπικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης αλλά και μόνιμο κάτοικο της Ευαγγελίστριας, την περίοδο της Πανγαίας – μία φάση στην εξέλιξη της δημιουργίας των ηπείρων όποτε όλοι οι ήπειροι ήταν ενωμένοι σε ένα μεγάλο κομμάτι γης – στο εσωτερικό αυτού του τεράστιου κομματιού γης που είναι όλες οι στεριές που υπάρχουν σήμερα ενωμένες σε μία, υπήρχε μία θάλασσα, η οποία είναι η σημερινή Μεσόγειος, η Κασπία και η Μαύρη θάλασσα.
Κάποια στιγμή, άρχισαν να κινούνται οι τεκτονικές πλάκες στα βάθη της γης, έτσι οι ήπειροι χωρίστηκαν μεταξύ τους και ανέβηκε προς τα πάνω το πέτρωμα το ηφαιστειακό, δηλαδή ο βυθός αυτής της θάλασσας.
“Από τον βυθό αυτής της θάλασσας δημιουργήθηκαν τα βουνά και έτσι δημιουργήθηκαν και τα πετρώματα της Ευαγγελίστριας, τα οποία αποτελούνται από πρασινοσχιστόλιθο της αλπικής ορογένεσης. Υλικό το οποίο αποτελεί πολλά μνημεία της πόλης και αυτά τα κτίσματα προέρχομαι από το το νταμάρι της Ευαγγελίστριας. Όταν πηγαίνει κανείς στον περίβολο της Ροτόντας που αποτελείται από αυτό το υλικό, αν αγγίξει κανείς τον πράσινο σχιστόλιθο θα πρέπει να ξέρει πως ακουμπά έναν βυθό ωκεανού πριν από 500 εκατομμύρια χρόνια. Από εκεί ξεκινά η ιστορία της Ευαγγελίστριας, στην πραγματικότητα αναδείχθηκε από τα βάθη αυτού του αρχαίου ωκεανού.” Τότε ήταν μία άκτιστη περιοχή καθώς βρίσκεται εκτός των τειχών της πόλης και εκεί λειτουργούσε ένα λατομείο. Σύμφωνα με πληροφορίες, το λατομείο μπορεί να υπήρχε από τα ρωμαϊκά ακόμη χρόνια, το σίγουρο όμως είναι ό,τι δεσπόζει από τα τέλη του 19ου αιώνα καθώς υπάρχουν σχετικές φωτογραφίες του στον σκαμμένο βράχο της Ευαγγελίστριας.
Το εντυπωσιακό είναι πως με αυτά τα πετρώματα που κατασκευάστηκε το λατομείο και η περιοχή κατέβαιναν οι πέτρες της με βαγονέτα σε μία σιδηροδρομική γραμμή εν ονόματι ντεκοβίλ (οι γραμμές που έχουν μικρό πλάτος) τα πετρώματα μέχρι το λιμάνι και μπαζονόταν από αυτά για να γίνει η επέκταση του.
Ο κ. Σερέφας λέει πως με το πέτρωμα της Ευαγγελίστριας έγινε και η επέκταση της Ανατολικής Παραλίας της Θεσσαλονίκης αλλά και τα σουλτανικά κτίρια τα οποία βρισκόταν στην οδό Εθνικής Αμύνης (παλιά δικαστήρια). Εκεί το Ταμείο του Στέμματος όπως λεγόταν στα τουρκικά χρόνια έχτισε κτίρια τα οποία γκρεμίστηκαν με τον σεισμό του 1978. “Όταν εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες στην περιοχή και άρχισαν να σκάβουν το λιγοστό χώμα που υπήρχε διότι κατά βάση το έδαφος της είναι πετρώδες, έβρισκαν παλιά τούρκικα οικοδομικά υλικά. Εκεί είχαν μεταφερθεί τα μπάζα από την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1917 επειδή ακριβώς υπήρχε το λατομείο. Από εκεί κατέβαινε ένας μεγάλος χείμαρος, διέσχιζε την περιοχή και κατέληγε στο ύψος του Λευκού Πύργου. Κάποια στιγμή το ρέμα κλείστηκε και έγιναν υπόγειοι αγωγοί οι οποίοι υπάρχουν μέχρι σήμερα. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, αρχίζουν να εγκαθίστανται στην πόλη χιλιάδες πρόσφυγες. Έτσι δημιουργήθηκαν οι προσφυγικοί συνοικισμοί. Ο συνοικισμός της Ευαγγελίστριας και του Αγίου Παύλου ιδρύθηκαν σχετικά αργά, γύρω στο 1926, βάσει του προγράμματος του υπουργού υγείας Ιασωνίδη. Στην αρχή λεγόταν συνοικισμός Ιασωνίδου και επειδή υπήρχε η αντιπαλότητα από τους ντόπιους προς τους πρόσφυγες, οι Θεσσαλονικείς αποκαλούσαν τους πρόσφυγες του συνοικισμού τσογλάνια του Ιασωνίδη.”
O συνοικισμός δεν ήταν αμιγής, ήταν διάσπαρτη η προέλευση των προσφύγων για να εξαλείψουν τις παράγκες που είχαν εξαπλωθεί στο κέντρο της πόλης. Η καταγωγή τους ήταν από την Θράκη αλλά και από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας. Μετά το 1926, η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας και η Πρόνοια μετέφεραν στο εσωτερικό του επιχωματισμένου από τα μπάζα της πυρκαγιάς του 1917 λατομείου τις οικογένειες των προσφύγων εξηγεί ο κ. Σερέφας. “Η Ευαγγελίστρια δεν ήταν από τους διάσημους συνοικισμούς της πόλης, την γνωρίζουν οι περισσότεροι για το περίφημο αθάνατο νερό της που έχει αποτυπωθεί στην λογοτεχνία και σε ποιήματα του Ιωάννου και άλλων. Η βρύση υπάρχει ακόμη εγώ θυμάμαι μέχρι την δεκαετία του ’80 σταματούσαν οι ταξιτζήδες για να γεμίσουν μπουκάλια με νερό. Εκεί περίμεναν και οι κάτοικοι στην ουρά για να γεμίσουν νερό. Σήμερα στο περίφημο νερό βρέθηκαν ακατάλληλες ουσίες και έτι δεν είναι πόσιμο πια. Όταν ιδρύθηκε ο συνοικισμός, υποτίθεται πως θα είχε προσωρινό χαρακτήρα και κάποια στιγμή θα μεταφέρονταν αλλού οι πρόσφυγες, η περιοχή θεωρούνταν ακατάλληλη, διότι γειτνίαζε με το νεκροταφείο αλλά και λόγω των βράχων (υπολείμματα λατομείου) που έπεφταν πάνω στα σπίτια.”
Μερικά από τα προσφυγικά κτίσματα έχουν σωθεί μέχρι σήμερα, ωστόσο είναι έρημα και ένα βήμα πριν την απόλυτη παρακμή τους, αυτά δίνουν στην Ευαγγελίστρια έναν γραφικό χαρακτήρα, είναι ίσως ο πιο διατηρημένος προσφυγικός συνοικισμός της Θεσσαλονίκης. Με το πέρασμα των χρόνων έμειναν ελάχιστες προσφυγικές οικογένειες στην περιοχή, οι οποίες αναστήλωσαν τις παλιές μονοκατοικίες, τις συντήρησαν και φυσικά τις επέκτειναν. Αρκετά από τα παλιά σπίτια αντικαταστάθηκαν με σύγχρονες ολιγόροφες πολυκατοικίες για να καλύψουν το ζήτημα του υπερπληθυσμού.
Ο κ. Σερέφας διευκρινίζει επίσης πως τον κοσμοπολίτικο προσφυγικό της αέρα μεταφέρει η μοναδική ξύλινη παράγκα που έχει σωθεί στην Θεσσαλονίκη και βρίσκεται εκεί.
“Ακριβώς κάτω από την ανηφόρα των 40 εκκλησιών, υπάρχει η ξύλινη παράγκα, γύρω από αυτήν υπάρχουν δύο θεωρίες, η μία λέει πως την μετέφεραν ΕΑΜιτες όταν έφυγαν οι Γερμανοί από το Συντριβάνι στην Ευαγγελίστρια, κάποιοι όμως λένε πως μπορεί να είναι ένα υπόλειμμα από τις παράγκες που είχαν στήσει γύρω από τον Λευκό Πύργο οι Αγγλογάλλοι, σύμμαχοι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και από εκεί μεταφέρθηκε στην περιοχή. Το μοναδικό ξύλινο κτίσμα που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην πόλη και λειτουργεί σήμερα ως ΚΑΠΗ. Είναι ένα χωριουδάκι η Ευαγγελίστρια, αρκετά παραμελειμένο από τον Δήμο Αγίου Παύλου και Συκεών. Είναι τόσο κοντά στο κέντρο της πόλης που η γειτονιά έχει μετατραπεί σε parking, μεγάλη πληγή για όλους εμάς που μένουμε εδώ. Yπάρχει μεγάλη αναστάτωση και οργή διότι εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να παρκάρουμε. Πρέπει να παρθούν μέτρα για κάρτα κατοίκων ακόμη και σε εμάς.”
Στο σήμερα
Το μεσημέρι και το βράδυ η Ευαγγελίστρια σωπαίνει όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα χωριά. Τα καταστήματα είναι ελάχιστα, υπάρχει ένα μικρό μπακάλικο, αρτοποιείο και το μεζεδοπωλείο “Άσυλο”.
Μιλήσαμε με την ιδιοκτήτρια του εστιατορίου την κ. Κότα Στεφανία για το πώς η ίδια βιώνει τόσα χρόνια την γειτονιά. Το “Άσυλο” βρίσκεται εκεί από το 1980, δηλαδή μετρά 42 χρόνια ζωής
“Γενικά πολλοί Θεσσαλονικείς δεν γνωρίζουν την περιοχή, αυτό συμβαίνει γιατί στην πραγματικότητα είναι αδιέξοδος δεν οδηγεί κάπου. Είναι ένα μικρό χωριό στο κέντρο της πόλης, εγώ θα την παρομοίαζα με την πλάκα της Αθήνας. Δυστυχώς είναι ξεχασμένη από τον Δήμο και δεν την έχουν αξιοποιήσει στο έπακρο. Από το 2016, έχει αρχίσει να αναπτύσσεται, έρχονται νέα παιδιά στην γειτονιά. Άνοιξαν τα ΚΑΠΗ και ένα κουρείο δίπλα από εμάς, γίνεται η ανάπλαση στο παρκάκι συμβαίνουν ορισμένα πράγματα. Παλιότερα είχαμε ένα θέατρο τώρα δεν υπάρχει όμως έχει μεταφερθεί μία πνοή νεότητας και φρεσκάδας τα τελευταία χρόνια. Την περίοδο της κρίσης δημιουργήθηκαν οι πληγές. Επειδή τα σπίτια είναι χαμηλά υπάρχει η νοοτροπία του χωριού. Υπάρχει η αντίθεση, βλέπεις ηλικιωμένους και στο δίπλα σπίτι φοιτητές. Τις καθημερινές οι ρυθμοί είναι πιο έντονοι τα Σαββατοκύριακα πέφτουν. Το καλοκαίρι που φεύγουν οι φοιτητές η γειτονιά ερημώνει. Οι Θεσσαλονικείς πρέπει να γνωρίσουν το μικρό χωριό του κέντρου, έχει την ανάμνηση του παρελθόντος η Ευαγγελίστρια. Όμως δεν έχει αξιοποιηθεί σωστά τα περισσότερα όμορφα στοιχεία της είναι παρατημένα. Υπάρχουν πολλά προβλήματα εδώ, δεν έχουμε καν αστική συγκοινωνία, οι παιδικές χαρές είναι παραμελημένες, είναι πολλές οι φθορές που πρέπει να φτιαχτούν. Έχουμε θέμα με το parking, δεν έχουμε την ανοικοδόμηση και την φροντίδα των παλιών σπιτιών για να αποκτήσουν την γραφικότητα που τους αξίζει.”
Ο κ. Σερέφας απολαμβάνει την ησυχία της περιοχής.
“Είμαστε στο κέντρο χωρίς να είμαστε στην πραγματικότητα, εδώ πάνω είναι όλα ήσυχα. Εγώ γεννήθηκα εδώ, είχαν έρθει σαν πρόσφυγες η γιαγιά μου και ο παππούς μου, έχτισαν εδώ τα σπίτια τους. Μετά κατέβηκα στο πατρικό μου σπίτι στην Αγίας Σοφίας όπου έζησα εκεί για 20 χρόνια και μετά τα 21 μου επέστρεψα και έζησα στο παλιό πέτρινο προσφυγικό σπίτι φτιαγμένο από τον πρασινοσχιστόληθο. Στην θέση του χτίσαμε μία μονοκατοικία στην οποία μένουμε μέχρι σήμερα. Τώρα πια έχω συμπληρώσει περισσότερα χρόνια ζωής εδώ. Η εξέλιξη της είναι πολύ αργή και δεν χρειάζεται να είναι σύντομη. Θυμάμαι την δεκαετία του ’80 κοιμόμασταν με ανοιχτά τα παράθυρα, αυτό προφανώς άλλαξε, σημειώθηκαν κάποιες κλοπές.
Οι κάτοικοι της είναι ηλικιωμένοι που σιγά-σιγά αποχωρούν από την ζωή, μερικές οικογένειες και πια αρκετοί φοιτητές. Εδώ ακούς το απόγευμα παιδιά να παίζουν στους δρόμους, οι γιαγιάδες πίνουν καφέ στις αυλές, ένα γλυκό χωριουδάκι με όλα τα προβλήματα. Δεν έχουμε καταστήματα, ακόμη και για τα βασικά πρέπει να κατέβουμε στο κέντρο. Εγώ πριν μία ώρα ήθελα να πάρω κριθαράκι και το μπακάλικο δεν είχε. Αυτή η κατάσταση όμως έχει την γοητεία της, υποβάλλει έναν απλό τρόπο ζωής. Εδώ τα σπίτια είναι μέχρι τριώροφα, ακούς τα πάντα γίνεσαι παρατηρητής της ζωής του άλλου. Μου ταιριάζει πολύ σαν τόπος κατοικίας η Ευαγγελίστρια δεν θα την άλλαζα με τίποτε. Θέλω να λυθεί το θέμα των αυτοκινήτων, για τους Δήμους εξακολουθούμε να είμαστε τα τσογλάνια του Ιασωνίδη και δεν δείχνουν το ενδιαφέρον που θα έπρεπε. Είμαστε μία παραμελημένη γειτονιά σε θέματα καθαριότητας, ασφάλειας και υποδομής.”