Στον Κελλάριο Όρμο ένας θησαυρός “βυθίζεται”
Πόσα παρατημένα νεοκλασικά υπάρχουν σε αυτή την πόλη.
Η περιοχή της Σοφούλη είναι από τις λίγες που έχουν κρατήσει τον χαρακτήρα του παλιού κι έχουν προσαρμόσει το σύγχρονο αρμονικά, μέχρι σήμερα αποτελείται από νεοκλασικά σπίτια τα οποία έχουν συντηρηθεί, ενώ διάσπαρτα αν προσέξει κανείς θα δει, πολυκατοικίες και μονοκατοικίες με μεγάλο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.
Διασχίζοντας την Λογοθέτου απέναντι από την οικία Κονιόρδου, η οποία είναι καλοσυντηρημένη και βρίσκεται εν λειτουργία, πλάι στην Express Service, η Οικία Ζυμαράκη, ένα αρχοντικό που ξεχωρίζει για την αρχιτεκτονική του ταυτότητα ρημάζει και έχει αφεθεί στο έλεος των καιρικών συνθηκών και των φθορών. Ανήκει στο τμήμα ενός ευρύτερου αστικού συνόλου, από το οποίο διασώζονται μέχρι σήμερα αποσπασματικά κάποια κομμάτια όπως οι Μύλοι Αλλατίνη, η Casa Bianka και η Συνοικία Ουζιέλ, όμως το εν λόγω κτίριο δεν είχε την ίδια μοίρα.
Χτίστηκε το 1922, 100 χρόνια πριν, σύμφωνα με ανάγλυφη επιγραφή που υπάρχει πάνω από την θύρα. Η κατασκευή της είχε σκοπό να φιλοξενήσει δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους κατοικίες. Aρχικά επερχόταν στην ιδιοκτησία του Μαρτίνη, μαζί με τις τριγύρω εκτάσεις, o oποίος και κατοίκησε στο κτίριο. Κληροδότησε το οίκημα στον δικηγόρο Κ. Ζυμαράκη, σύζυγο της Βέτης Τζαβέλλα, κόρης του στρατιωτικού Τζαβέλλα, του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919.
Ο ίδιος δώρισε το οίκημα στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, για να τιμήσει την μνήμη του αντιστράτηγου Τζαβέλλα και στην κυριότητα του νοσοκομείο παραμένει μέχρι και σήμερα ενώ εκείνη την εποχή επιλέχθηκε για την δημιουργία “ξενώνα υψηλά ιστάμενων στρατιωτικών υπαλλήλων.”
Κατόπιν σειράς ενεργειών χαρακτηρίστηκε το 2002 από το ΥΠ.ΠΟ. ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Αρχιτεκτονικά στοιχεία
Χτίστηκε για να φιλοξενήσει δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους κατοικίες, ήταν διώροφο, με ανώγειο, πρώτο όροφο και ημιυπόγειο και καλύπτονται με τετράρριχτη στέγη. Χαρακτηρίζονταν από απλή ογκομετρία και επίπεδες κάτα κύριο λόγο όψεις πλην της κύριας πρόσοψης, το κεντρικό τμήμα της οποίας είχε διαμορφωθεί σε προεξοχή.
Την εποχή που χτίστηκε, το κτίριο ήταν παραθαλάσσιο και στην αυλή του υπήρχε προβλήτα για το μικρό σκάφος της οικογένειας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η οργάνωση των όψεων, η διάταξη των εξωστών και οι σιδεριές τους, η διακοσμητική ταινία με φυτικά κοσμήματα που διατρέχει τις όψεις κάτω από το γείσο, τα ανοίγματα που στέφονται επίσης από φυτικά κοσμήματα, η ξύλινη πόρτα εισόδου που πλαισιώνεται στο επάνω μέρος από φυτική διακόσμηση όπου υπάρχει και η ημερομηνία ανέγερσης του κτιρίου “1922 ” και άλλα. Κάθε όροφος αποτελούνταν από δίχωρο σαλόνι με θέα στην θάλασσα, 3 δωμάτια, κουζίνα και λουτρό. Οι όροφοι επικοινωνούσαν εσωτερικά με κλιμακοστάσιο.
Κατά την διάρκεια της λειτουργίας του κτιρίου πραγματοποιήθηκαν σε αυτό ορισμένες προσθήκες και μικροεπεμβάσεις, οι οποίες αλλοίωσαν έως ένα βαθμό το χαρακτήρα που αυτό είχε κατά τον χρόνο κατασκευής του. Οι σημαντικότερες από αυτές ήταν η προσθήκη δύο εξωστών στην ανατολική πλευρά της κύριας όψης, στο επίπεδο του ανωγείου και του ορόφου που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1927 και 1929 αντίστοιχα, καθώς και η προσθήκη της σοφίτας, που πραγματοποιήθηκε το 1930, μετά από καθαίρεση του κεντρικού τμήματος της στέγης.
Σημαντική αλλοίωση του αρχιτεκτονικού του χαρακτήρα επήλθε ακόμη με την κατάρρευση του μικρού εξώστη της νοτιοδυτικής πλευράς του 2004. Η τυπολογική διάταξη του κτιρίου ακολουθεί τον τύπο της αστικής συμμετρικής κατοικίας, που έχει ευρύτατη διάδοση στα τέλη του 20ου αιώνα. Η ύπαρξη ανεξαρτήτων χώρων υγιεινής και μαγειρείου και στα δύο επίπεδα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτά είχαν δημιουργηθεί με σκοπό να φιλοξενήσουν δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους κατοικίες. To μορφολογικό ενδιαφέρον του κτιρίου συγκεντρώνεται στα ανάγλυφα διακοσμητικά στοιχεία που κοσμούν τις όψεις του κτιρίου. Στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται η διακοσμητική ταινία που περιτρέχει το κτίριο, κάτω ακριβώς από το γείσο της στέγης, οι μικροί έρωτες που στέκονται σε προεξέχουσα κυκλικής διατομής βάση στις γωνίες του κτιρίου και μοιάζουν να στηρίζουν στα ανασηκωμένα χέρια τους τη στέγη και τα ανάγλυφα φυτικά μοτίβα που πλαισιώνουν τα πλαϊνά και το πάνω μέρος των ανοιγμάτων του κτιρίου σε όλες τις όψεις του. Περιλαμβάνονται επίσης οι περίτεχνες εξωτερικές θύρες εισόδου και τα περίτεχνα κιγκλιδώματα των εξωστών, της αυλοθύρας και της περίφραξης του αύλειου χώρου.
Η κατασκευαστική δομή του κτιρίου ακολουθεί σε γενικές γραμμές το πνεύμα της οικοδομικής των αρχών του 19ου αιώνα τόσο ως προς τα δομικά υλικά όσο και ως προς τις κατασκευαστικές τεχνικές.
Οι Αρχιτέκτονες και Μηχανικοί, Δήμητρα Βιτούλα, Γεώργιος Βλαχοδήμος, Καλλιόπη Ηλιάδου, Παναγιώτη Στεργίου είχαν κάνει μελέτη σχετικά με το κτίριο και την επανάχρηση του με τίτλο “Ένταξη νέας κατασκευής στο πλαίσιο επανάχρησης της Οικίας Ζυμαράκη”.
H πρόταση
Δεδομένης της σπουδαιότητας του κτιρίου όπως εξηγούν οι επιστήμονες, απαιτείται μία ιδιαίτερα προσεκτική αντιμετώπιση ώστε να παραταθεί η ζωή του με σεβασμό στην ιστορική και αισθητική υπόσταση του, καθώς οποιαδήποτε απερίσκεπτη επέμβαση μπορεί να αλλοιώσει το χαρακτήρα του μνημείου και να υποβαθμίσει την αισθητική του. Προτείνεται λοιπόν ο περιορισμός των ανακατασκευών μόνο στις περιπτώσεις που είναι απολύτως απαραίτητο. Για μία ενδεχόμενη επανάχρηση του κτιρίου προτείνεται η συνεχής φροντίδα του που συσχετίζεται με την συντήρηση του.
Δεδομένου ότι το κτίριο μέχρι και σήμερα ανήκει στην ιδιοκτησία του 424 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, αναζητήθηκε μία χρήση που θα είχε άμεση σχέση με τις σύγχρονες ανάγκες του Στρατού, η οποία παράλληλα δεν θα απαιτούσε εκτεταμένες επεμβάσεις, ούτε ριζικές αλλαγές όσον αφορά τη διόρθωση των χώρων σε λειτουργικό και μορφολογικό επίπεδο. Η χρήση που επιλέχθηκε είναι η τελευταία του που προϋπήρχε, δηλαδή “Ξενώνας υψηλά ιστάμενων στρατιωτικών υπαλλήλων,” οι οποίοι θα θα φιλοξενούνται εκεί κατά τις επισκέψεις τους στην Θεσσαλονίκη, σε ένα περιβάλλον κατάλληλα διαμορφωμένο για να εξασφαλίσει την άνετη και ευχάριστη διαμονή τους.
Στο σήμερα το κτίριο περιβάλλεται από λαμαρίνες, ενώ έχουν σημειωθεί φθορές στο εξωτερικό του. Βρίσκεται στο σκοτάδι χωρίς να γνωρίζει κανείς αν θα επαναλειτουργήσει. Σε άλλες χώρες εκτός Ελλάδας τα ιστορικά κτίρια μεταμορφώνονται παίρνουν νέο χαρακτήρα και είναι ανοιχτά στο ευρύ κοινό, συντηρούνται και διατηρούν την ιστορική τους αξία. Όπως ακριβώς συνέβη και στην Στοά Μοδιάνο. Μία γειτονιά με σπουδαία κτίρια, όπως οι Μύλοι Αλλατίνη και η Οικία Ζυμαράκη η οποία φθείρεται, και πονάω αφήνοντας πίσω την “στάχτη” της παλιάς πόλης.
Στην πόλη μας υπάρχουν κτίρια με σπουδαία αρχιτεκτονική και ιστορικό χαρακτήρα τα οποία παραμένουν ανεκμετάλλευτα, σκεφτείτε πως θα ήταν όλα αυτά αν είχαν ξανά ζωή, αν μπαίνατε σε σύγχρονους χώρους τέχνης, σε εστιατόρια μέσα σε νεοκλασικά, σε πολυχώρους, σε μουσεία; Σίγουρα η Θεσσαλονίκη θα είχε διατηρήσει με μοναδικό τρόπο τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα. Θα ήταν πιο βιώσιμη, πιο όμορφη και ενδεχομένως πόλος έλξης για τους τουρίστες. Όπως ακριβώς έκανε το Μπορντώ της Γαλλίας.
*Πηγή: H μελέτη των Αρχιτεκτόνων και Μηχανικών, Δήμητρας Βιτούλα, Γεώργιου Βλαχοδήμου, Καλλιόπης Ηλιάδου, Παναγιώτη Στεργίου με τίτλο “Ένταξη νέας κατασκευής στο πλαίσιο επαναχρήσης της Οικίας Ζυμαράκη”.