«Δεν ξέρουμε αν ήμασταν τυχεροί ή άτυχοι που σωθήκαμε» – 80 χρόνια από τις ναζιστικές φρικαλεότητες στο Χορτιάτη
Το χρονικό και οι ανατριχιαστικές μαρτυρίες από το φρικτό και απάνθρωπο έγκλημα των Ναζί στην περιοχή της Θεσσαλονίκης - Οι φετινές εκδηλώσεις μνήμης και η «μισή αλήθεια» του Μνημείου
2 Σεπτεμβρίου 1944. Ένα συνηθισμένο Σάββατο ξημερώνει στο Χορτιάτη. Οι κάτοικοί του ξυπνούν ξεκινώντας τις δουλειές της καθημερινότητάς τους. Πολλοί φεύγουν έξω από το χωριό για τις συνηθισμένες αγροτικές εργασίες.
Τίποτα δεν προμήνυε την καταστροφή που έμελλε να ακολουθήσει.
Η 2α Σεπτεμβρίου πέρασε στην ιστορία ως η «Σφαγή του Χορτιάτη» ή «Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη», που στοίχισε τη ζωή τουλάχιστον σε 149 ανθρώπους.
Λίγο πριν από την υποχώρηση της από την Ελλάδα, η Βέρμαχτ διαπράττει ένα από τα ειδεχθέστερα ναζιστικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Οι γερμανικές δυνάμεις κυκλώνουν τον Χορτιάτη κι εξαπολύουν τους Έλληνες συνεργάτες τους, τους διαβόητους «Σουμπερίτες» στους κατοίκους του χωριού.
Μεταξύ των θυμάτων και πολλά γυναικόπαιδα. Κάποιοι από αυτούς καίγονται ζωντανοί στον φούρνο της περιοχής.
Το χρονικό της θηριωδίας
Η ιστοσελίδα του Δημοτικού Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος φιλοξενεί σε μία ενότητά του τις μαρτυρικές πόλεις της Ελλάδας.
Και από αυτή τη λίστα δε θα μπορούσε φυσικά να λείψει η απίστευτης αγριότητας θηριωδία που σημειώθηκε στον Χορτιάτη εκείνον τον Σεπτέμβριο.
Το χρονικό και οι προσωπικές μαρτυρίες, ανατριχιάζουν…
Διαβάζουμε λοιπόν:
Όπως κάθε Σάββατο, ένα φορτηγάκι της υπηρεσίας ύδρευσης Θεσσαλονίκης με δύο υπαλλήλους, συνοδευόμενο, ως συνήθως, από ένα στρατιωτικό όχημα της γερμανικής φρουράς, στο οποίο επέβαιναν ένας γιατρός, ένας αξιωματικός και ένας υπαξιωματικός, ξεκινάει από την πόλη με προορισμό τις πηγές της Αγίας Παρασκευής στο Χορτιάτη για την απολύμανση με χλώριο του νερού, από το οποίο υδροδοτούταν μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης.
Την ίδια ώρα μια ομάδα ανταρτών από το λόχο του καπετάν Φλουριά (Αντ, Καζάκου) υπό τον Βάιο Ρικούδη έχει κατέβει από το βουνό, το οποίο αποτελεί καταφύγιο τους, και βρίσκεται κρυμμένη στην περιοχή Καμάρα, στο ρωμαϊκό υδραγωγείο.
Γύρω στις 8:30 το πρωί το προπορευόμενο όχημα της εταιρείας ύδρευσης, κινούμενο στο δημόσιο δρόμο του Χορτιάτη, πλησιάζει στο σημείο όπου παραφυλάει η αντάρτικη ομάδα. Το όχημα δεν σταματά στο σήμα των ανταρτών, οι οποίοι ανοίγουν πυρ εναντίον του. Από τους πυροβολισμούς σκοτώνεται ο υπάλληλος του δήμου Σιδερίδης και τραυματίζεται ο συνάδελφός του. Σε κοντινή απόσταση ακολουθεί το γερμανικό στρατιωτικό όχημα, που δέχεται και αυτό πυρά. Σκοτώνεται ένας λοχίας, που δέχεται σφαίρα στο κεφάλι, και τραυματίζεται ένας υπολοχαγός. Ο γιατρός οδηγός του οχήματος, αν και αιφνιδιασμένος, καταφέρνει να ξεφύγει και κατευθύνεται στο Ασβεστοχώρι, όπου στρατοπέδευαν γερμανικές δυνάμεις, απ’ όπου και ενημερώνονται για το συμβάν τα ηγετικά κλιμάκια στο Αρσακλί (Πανόραμα) και τη Θεσσαλονίκη.
Η αντάρτικη ομάδα μετά το επεισόδιο αποσύρεται στο βουνό και στην περιοχή Λιβάδι, όπου βρίσκεται ο υπόλοιπος λόχος.
Στο μεταξύ, στο χωριό, στο οποίο έχει φθάσει ο αχός των πυροβολισμών, επικρατεί ανησυχία και αναταραχή υπό το φόβο αντιποίνων. Ο κόσμος βρίσκεται σε σύγχυση μην ξέροντας τι πρόκειται να επακολουθήσει και το τι πρέπει να κάνει. Οι περισσότεροι τελικά αποφασίζουν να φύγουν προς το βουνό, ώστε να κρυφτούν, αλλά αρκετές δεκάδες άτομα, κυρίως γυναικόπαιδα και μεγαλύτεροι σε ηλικία, παραμένουν. Μαζί και ο πρόεδρος Χρήστος Μπατάτσιος, που εκτιμά ότι μετά από τις εξηγήσεις που θα έδινε δεν θα υπήρχαν επιπτώσεις για το χωριό, στηριζόμενος στην πεποίθησή του πως θα βοηθούσε η καλή σχέση που είχε οικοδομήσει με τον γερμανό διοικητή, τον οποίο συστηματικά προμήθευε με καυσόξυλα, ζωντανά κλπ.
Το απομεσήμερο το χωριό σκεπάζει μια βαριά συννεφιά. Από το Ασβεστοχώρι ανηφορίζει προς το Χορτιάτη μια γερμανική φάλαγγα αποτελούμενη από 32 οχήματα, τα οποία μεταφέρουν στρατιώτες της εκεί φρουράς και ταγμάτων από τη Θεσσαλονίκη αλλά και ταγματασφαλίτες. Σκοπός τους τα αντίποινα για την αντάρτικη πράξη και το θάνατο του γερμανού λοχία. Επικεφαλής έχει τεθεί ο γνωστός για την βιαιότητά του και τις μαζικές εκτελέσεις που έχει προκαλέσει σε πολλές περιοχές της χώρας λοχίας Σούμπερτ. Στο χωριό ορισμένοι από τους εναπομείναντες κατοίκους, ακούγοντας τη βοή της φάλαγγας, φεύγουν και αυτοί να κρυφτούν στο δάσος που είναι πιο ασφαλές, ενώ οι υπόλοιποι κλείνονται στα σπίτια τους και περιμένουν με σφιγμένη την καρδιά -μια συνέχεια που μάλλον δεν μπορούσαν να φανταστούν.
Μόλις η φάλαγγα φθάνει στην πλατεία του χωριού, οι γερμανοί στρατιώτες και οι ταγματασφαλίτες χωρίζονται σε δύο ομάδες και ξεχύνονται στους δρόμους πυροβολώντας. Εισβάλλουν στα σπίτια, λεηλατούν ό,τι πολύτιμο ή χρήσιμο βρίσκουν, το οποίο φορτώνουν στα οχήματά τους. Συγκεντρώνουν τους κατοίκους στην πλατεία και το εξοχικό κέντρο «Κήπος» του Χρ. Μπατάτσιου, άλλους σέρνοντας και χτυπώντας τους, και παραδίδουν στη φωτιά τα περισσότερα σπίτια. Την ίδια ώρα ταγματασφαλίτες που έχουν ακροβολιστεί πέριξ του χωριού παριστάνοντας τους αντάρτες είτε καλούν τους κρυμμένους να βγουν από τις κρυψώνες τους, δίνοντας τους διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά τους, είτε πυροβολούν όσους προσπαθούν να φύγουν από το χωριό.
Στο μεταξύ, οι κάτοικοι (στην συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά) έχουν μαζευτεί, υπό τις γερμανικές απειλές, στα δύο σημεία συγκέντρωσης.
Οι Γερμανοί δε δείχνουν καμία διάθεση να ακούσουν τις εξηγήσεις και φαίνονται αποφασισμένοι για την αποτρόπαιη συνέχεια. Ο ιερέας του χωριού Δημήτρης Τομαράς, περιστοιχισμένος από δεκάδες άτομα, σπεύσει να μεσολαβήσει, όμως επί ματαίω. Λίγο αργότερα ο μακεδονομάχος παπάς αναγκάζεται να παρακολουθήσει το βασανισμό και την ατίμωση των δύο θυγατέρων του και εν συνεχεία βασανίζεται και αυτός και δολοφονείται. Ανάλογη τύχη έχει και η προσπάθεια του προέδρου, ο οποίος πλησιάζει τον επικεφαλής και την ώρα που τείνει το χέρι για να τον χαιρετήσει, αυτός τον τραυματίζει με μαχαίρι, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει από την αιμορραγία. Ο πρόεδρος θα καεί στη συνέχεια με την οικογένειά του στο φούρνο του Γκουραμάνη.
Το χωριό καίγεται και οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες ξεσπούν σε παράφορες βιαιότητες. Πυροβολούν εν ψυχρώ ανήμπορους ηλικιωμένους, αρπάζουν νήπια από τις αγκαλιές των μητέρων τους και τα σκοτώνουν με αποτρόπαιη βαρβαρότητα -χτυπώντας τα στους τοίχους ή πατώντας με τις αρβύλες τα κεφάλια τους- κακοποιούν γυναίκες, κόβουν δάχτυλα με τα μαχαίρια τους για να αρπάξουν δαχτυλίδια.
Οι σκηνές που εκτυλίσσονται δεν μπορούν να περιγραφούν. Σύμφωνα με μαρτυρίες μια γυναίκα δεμένη σε ένα δέντρο αναγκάζεται να παρακολουθήσει τον διαδοχικό βιασμό και εν συνεχεία τη δολοφονία (με το μαρτυρικό «παλούκωμα») της νεαρής κόρης της και εν συνεχεία δολοφονείται και αυτή. Σε μια άκρη του χωριού μια μητέρα που είναι κρυμμένη, για να μην ακουστεί το κλάμα του βρέφους που έχει στην αγκαλιά της και προδώσει την κρυψώνα τους, αναγκάζεται να κλείσει με το χέρι της το στόμα του, έως ότου άθελά της το πνίξει. Ο τόπος γεμίζει με πτώματα, κραυγές και αναφιλητά.
Ο κύκλος του θανάτου όμως μόλις έχει ανοίξει, με τον Σούμπερτ και την ομάδα του να ετοιμάζουν την τελική φάση του προμελετημένου εγκλήματος. Τοποθετούν τους κατοίκους του χωριού σε σειρές των δύο και τριών ατόμων και -αν και η αρχική σκέψη ήθελε ως προορισμό και τόπο της μαζικής εκτέλεσης το νεκροταφείο- δημιουργούν πομπές από την πλατεία προς το σπίτι του Νταμπούδη και από το κέντρο του προέδρου στο φούρνο του Γκουραμάνη. Με βαριά βήματα οι πορείες φτάνουν έξω από τα κτίρια που σε λίγο θα μετατραπούν σε νέα κρεματόρια. Οι κατακτητές και οι Έλληνες συνεργάτες τους στοιβάζουν τον κόσμο μέσα στα δύο κτίρια.
Στο φούρνο του Γκουραμάνη νεκρική σιγή, μιλάνε οι ματιές, υγρές, βαθιές. Όμως και μια σπίθα ελπίδας. Ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του φούρνου, η ύπαρξη του οποίου διαφεύγει αρχικά της προσοχής των Γερμανών, αποτελεί πραγματικό παράθυρο προς τη ζωή για λιγοστά εγκλωβισμένα μικρά παιδιά, που από κει καταφέρνουν να πηδήξουν έξω και να βρουν διέξοδο σωτηρίας. Σύντομα οι κατακτητές θα το αντιληφθούν και θα στήσουν απέναντι στρατιώτες, που σκοτώνουν όσους επιχειρούν να διαφύγουν.
Στην είσοδό του στήνουν ένα πολυβόλο και ξεκινούν να «γαζώνουν» το φούρνο. Στη συνέχεια, ρίχνουν στους συγκεντρωμένους άχυρα και εμπρηστική σκόνη, που με τις πρώτες ριπές μετατρέπουν το φούρνο σε κόλαση πυρός. Άλλοι πέφτουν νεκροί από τα πυρά, άλλοι καίγονται ζωντανοί, κάποιοι, ακόμη και γυναίκες με τα μωρά τους στην αγκαλιά, επιχειρούν να βγουν από την πόρτα. Και εκεί όμως περιμένουν στρατιώτες που είτε σφάζουν, είτε πυροβολούν όσους βγαίνουν, δημιουργώντας σωρούς πτωμάτων. Μιαν ανάσα και έξοδος, «ηρωική», δίχως λογική -πού να χωρέσει άλλωστε! Μέσα στην αναστάτωση κάποια παιδιά καταφέρνουν να βγουν έξω σώα. Σώζονται βγαίνοντας από τα φλεγόμενα κτίρια κρυμμένα πίσω από μεγαλύτερους και αναγκαζόμενα να παραστήσουν επί ώρες τα νεκρά ανάμεσα σε στοίβες πτωμάτων. Το ίδιο σκηνικό έχει στηθεί και στο σπίτι του Νταμπούδη. Οι γρατσουνιές στους τοίχους καταμαρτυρούν την προσπάθεια των απελπισμένων εγκλείστων να σωθούν από τις φλόγες και την βουλή της Ατρόπου Μοίρας.
Οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες, που θα τους ξεπεράσουν σε βιαιότητα και απανθρωπιά, δεν θα αποχωρήσουν παρά αργά το απόγευμα και αφού βεβαιωθούν ότι κανείς δεν έχει γλιτώσει της εκδικητικής τους μανίας, ότι δεν έχει απομείνει τίποτα να καεί και να λεηλατηθεί. Δεν θα χορτάσουν όμως να σκοτώνουν. Κατηφορίζοντας από το κατεστραμμένο χωριό θα συναντήσουν στο δρόμο τον 20χρονο Βάιο Νταμπούδη, ο οποίος επέστρεφε από το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου, όπου είχε επισκεφθεί τον εκεί νοσηλευόμενο ασθενή πατέρα του. Τον συλλαμβάνουν και τον εκτελούν και αυτόν αναίτια και εν ψυχρώ.
Αφήνουν πίσω τους καταστροφή. Το χωριό καμένο και ολότελα κατεστραμμένο (περισσότερα από 300 σπίτια και κτίρια έχουν μετατραπεί σε στάχτες), πτώματα σκορπισμένα παντού, η μυρωδιά της καμένης σάρκας διάχυτη. Ο απολογισμός τραγικός: 149 νεκροί, από τους οποίους οι 51 ανήλικοι και από αυτούς οι 36 κάτω των 10 ετών -ακόμη και αβάπτιστα βρέφη. Άλλοι εν ψυχρώ εκτελεσμένοι, άλλοι καμένοι ζώντες. Μια ακόμη μαύρη σελίδα στην ιστορία έχει γραφτεί, το Ολοκαύτωμα του μαρτυρικού Χορτιάτη έχει συντελεστεί.
Από το φούρνο του Γκουραμάνη, το σπίτι του Νταμπούδη και άλλα σημεία του χωριού θα γλιτώσουν ελάχιστοι. Η Μαρία Αγγελινούδη, ο Πέτρος Τσαγγαλής, η Ίρις Ζέκκα, ο Τάσος, η Ελένη και η Ειρήνη Ρωμούδη, η Βασιλική και η Ελένη Γκουραμάνη, η Αναστασία και ο Κώστας Αγγελινούδης, ο Παύλος Ζέκκας, ο Γιώργος Γκουραμάνης, ο Παναγιώτης και Θανάσης Γαλητσιάνος, ο Παναγιώτης Σαρβάνης, η Ελένη Χαρατσή, η Χρυσή Αγοραστού κ.ά.
9 Απριλίου του 1941
Στις 9 Απριλίου του 1941, τρεις μόλις ημέρες μετά την εισβολή τους στην Ελλάδα, οι Γερμανοί εισέρχονται στη Θεσσαλονίκη και θέτουν την πόλη υπό την Κατοχή τους. Το γερμανικό ζυγό, που συχνά παίρνει τη μορφή ληστρικών και απροκάλυπτα βίαιων επιθέσεων και βασανιστηρίων κατά των πολιτών, καθιστά πιο βαρύ η παρακμή κάθε οικονομικής δραστηριότητας και η φτώχεια που αυτή συνεπάγεται.
Οι Γερμανοί λεηλατούν εργοστάσια, σπίτια και επιτάσσουν ό,τι κρίνουν πως μπορεί να τους φανεί χρήσιμο. Υποχρεώνουν χιλιάδες πολίτες σε καταναγκαστικά δημόσια έργα με αντίτιμο συνήθως τίποτα περισσότερο από την απολύτως αναγκαία για το προς το ζην τροφή, την ίδια ώρα που ο κόσμος αρχίζει να πεθαίνει στους δρόμους από την πείνα.
Το χειμώνα του 1941-1942 οι θάνατοι ήταν τρεις φορές περισσότεροι από τους αντίστοιχους της προηγούμενης χρονιάς. Δημόσια συσσίτια οργανώνονται, ενώ οργιάζει η μαύρη αγορά. Στο κέντρο του κατοχικού στόχαστρου μπαίνει η πολυάριθμη και πλούσια εβραϊκή κοινότητα της πόλης, που μετά τη λήξη του πολέμου – στο δικό της Ολοκαύτωμα – θα έχει χάσει το 94% του πληθυσμού της.
Ωστόσο, σχεδόν ταυτόχρονα με την παράδοση της Θεσσαλονίκης στους Γερμανούς ξεκινούν τη δράση τους οι αντιστασιακές οργανώσεις… Στην πόλη ιδρύεται το Μάϊο μία από τις πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις στην Ελλάδα, η «Ελευθερία», ενώ από τις πρώτες κιόλας ημέρες της γερμανικής εισβολής σημειώνεται και το πρώτο αντιστασιακό χτύπημα: μια ομάδα νεαρών με μια τολμηρή και συνάμα ριψοκίνδυνη επιχείρηση καταφέρνουν να απελευθερώσουν 12 άτομα, που κρατούνταν στο σανατόριο του Ασβεστοχωρίου.
Γρήγορα η αντιστασιακή δράση επεκτείνεται με σαμποτάζ, δολιοφθορές, κυκλοφορία ελεύθερων εντύπων, ενώ με τον καιρό την εμφάνισή τους κάνουν πέριξ της Θεσσαλονίκης και αντάρτικες ομάδες. Όσο όμως η αντίσταση τρανώνει τόσο πιο σκληρά γίνονται τα κατοχικά αντίποινα: δημόσιες απειλές, ανακρίσεις, βασανιστήρια , εκτελέσεις προς παραδειγματισμό, λεηλασίες σε σπίτια υπόπτων, μαζικές εκτελέσεις, μέχρι και πυρπόληση και καταστροφή ολόκληρων χωριών-τις περισσότερες φορές υπό την υπόδειξη δοσίλογων Ελλήνων συνεργατών τους.
Αντιστασιακή δράση
Ένα από τα ορμητήρια αντιστασιακών και ανταρτικών ομάδων, και κυρίως του 31ου συντάγματος της Β΄ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, είναι και ο ορεινός όγκος του Χορτιάτη, που λόγω της γεωμορφολογίας και της θέσης του αποτελεί ιδανικό καταφύγιο. Παράλληλα εκεί, χάρη και στην πολύτιμη συνδρομή των κατοίκων του ομώνυμου χωριού, θα βρουν ασφαλή κρυψώνα και φροντίδα στρατιώτες τω συμμαχικών δυνάμεων, έως ότου μέσω των αντιστασιακών διαύλων περάσουν από το βουνό στη Χαλκιδική και από εκεί φυγαδευτούν στη Μέση Ανατολή.…
Από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής, υπήρξαν δείγματα της γερμανικής θηριωδίας στην περιοχή, όταν , κατόπιν εντολής των κατακτητών, άνδρες της χωροφυλακής ανοίγουν πυρ αδιακρίτως κατά συγκεντρωμένου στο κέντρο του Χορτιάτη πλήθους, που διαμαρτύρεται για τη κατάσχεση καυσόξυλων. Το αποτέλεσμα θα είναι πέντε (5) άτομα να χάσουν τη ζωή τους..
Στις 20 Ιουλίου, του Προφήτη Ηλία, οι Γερμανοί, αξιοποιώντας πληροφορίες δοσίλογων, συλλαμβάνουν και εκτελούν στο Κουρί τρεις (3) Ασβεστοχωριανούς, οι οποίοι ήταν σύνδεσμοι του ΕΑΜ. Επιστρέφουν στο χωριό έξι ημέρες αργότερα (26 Ιουλίου 1944). Ο λοχίας των γερμανικών στρατευμάτων Φριτς Σούμπερτ, επικεφαλής τμήματος ειδικών αποστολών, με τη συνεργασία Ελλήνων ταγματασφαλιτών, μεταξύ των οποίων οι Γ.Καπετανάκης και Γερμανάκης, που εν συνεχεία όλοι τους θα είναι πρωταγωνιστές στο Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, συγκεντρώνουν άνδρες και γυναίκες στο κέντρο του χωριού.
Το απόγευμα αφήνουν ελεύθερες τις γυναίκες και οδηγούν τους άνδρες στο σημείο του σημερινού δρόμου Ασβεστοχωρίου-Εξοχής, παραπλεύρως του ρέματος. Υπό τις απειλές των όπλων τους υποχρεώνουν να σκάψουν ένα μεγάλο λάκκο και, εν συνεχεία, τοποθετώντας τους ανά τετράδες μπροστά στο χείλος του, εκτελούν 16 άτομα ηλικίας από 25 έως 40 ετών.
Η επόμενη ημέρα
Ένας μανιασμένος αέρας σηκώνεται κατά την ώρα της γερμανικής αποχώρησης. Ο άνεμος μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη, που από νωρίς στέκεται και κοιτά αμήχανη τον καπνό που ολοένα υψώνεται πάνω από το Χορτιάτη, τα θλιβερά μαντάτα. Τη σιωπή των ερειπίων, την κραυγή των διασωθέντων, την αιματοβαμμένη τέφρα από τα αποκαΐδια του χωριού, τη μυρωδιά της καμένης σάρκας. Το ίδιο μήνυμα μεταφέρουν και οι ελάχιστοι επιζώντες στους Χορτιατινούς που δεν βρίσκονταν την ώρα της καταστροφής στο χωριό.
Το επόμενο πρωινό οι Χορτιατινοί θάβουν τους νεκρούς, αλλά θα αποφύγουν έως την απελευθέρωση να επιστρέψουν στον τόπο τους. Γερμανοί και ταγματασφαλίτες θα συνεχίσουν τις λεηλασίες στον κατεστραμμένο Χορτιάτη, ενώ περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα και λίγο πριν την οριστική αποχώρησή τους από την Ελλάδα επιστρέφουν στο Χορτιάτη, για να ολοκληρώσουν την καταστροφή –καίγοντας για δεύτερη φορά το χωριό, μαζί και το δημοτικό σχολείο.
Λίγες ημέρες μετά τα γεγονότα της 2ας Σεπτεμβρίου θα συλληφθεί στην Καλαμαριά από αντάρτες ο ταγματασφαλίτης Κυζερίδης, ένας από τους «πρωταγωνιστές», και θα λιντσαριστεί από τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία του χωριού. Η απελευθέρωση βρίσκει το Χορτιάτη να προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του και να σταθεί ξανά στα πόδια του. Δύο χρόνια μετά την καταστροφή το κράτος θα αναστυλώσει το δημοτικό σχολείο και θα στήσει περίπου 220 μικρά σπίτια για τη στέγαση των κατοίκων του.
Μεσούντος του εμφυλίου πολέμου –κατά τη διάρκεια του οποίου ο Χορτιάτης θα πληρώσει και πάλι βαρύ τίμημα και από τις δύο πλευρές- το 1946 ο Φριτς Σούμπερτ επιστρέφει στην Ελλάδα με πλαστό διαβατήριο και ψεύτικο όνομα (Κωνσταντινίδης) και εισέρχεται στη χώρα προσποιούμενος τον μηχανικό. Όμως αναγνωρίζεται, συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας και δικάζεται από το Δικαστήριο Δοσίλογων Αθηνών. Στην δίκη μεταξύ των μαρτύρων κατηγορίας -οι περισσότεροι από την Κρήτη που υπέστη τα πάνδεινα από τον Σούμπερτ και την ομάδα του- και οι Χορτιατινοί Τάσος Ζέκκας και Γιάννης Γαλητσιάνος και ο Μιχάλης Μάνος από το Ασβεστοχώρι. Καταδικάζεται 27 φορές εις θάνατο και εκτελείται δια τουφεκισμού στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, στις 22 Οκτωβρίου 1947. «Η Γερμανία ζει και δεν πεθαίνει» είναι οι τελευταίες του κουβέντες, ενώ αρνείται ότι διέπραξε τα εγκλήματα που τον βαραίνουν. Στον τόπο της εκτέλεσης βρίσκονται συγκεντρωμένοι συγγενείς θυμάτων του, η οργή των οποίων είναι τόσο μεγάλη, ώστε κάποιοι από αυτούς ζητούν να του δώσουν τη χαριστική βολή, ενώ άλλοι εκδηλώνουν διάθεση λιθοβολισμού, όπως περιγράφουν τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1960, 16 χρόνια μετά, γίνονται τα αποκαλυπτήρια του μνημείου του Ολοκαυτώματος, που δεσπόζει μέχρι και σήμερα στο κέντρο του χωριού, για να θυμίζει όλους αυτούς που με τη θυσία τους κατέστησαν το Χορτιάτη σύμβολο της Εθνικής Αντίστασης. Το ψηφιδωτό που αναπαριστά τα γεγονότα φιλοτέχνησε η κ.Γέτη Κρεμύδα, ενώ μέρος των μαρμάρων που χρησιμοποιήθηκαν για το μνημείο προήλθε από τα απομεινάρια της ιστορικής Μονής Χορταΐτου. Το 1988 συστάθηκε ο σύλλογος οικογενειών θυμάτων Ολοκαυτώματος Χορτιάτη.
Κάθε χρόνο στη μνήμη των θυμάτων του ολοκαυτώματος διοργανώνονται εκδηλώσεις μνήμης και πολιτισμού.
Ο Χορτιάτης, για τα δεινά που υπέστη την περίοδο της κατοχής, το 1998 ονομάστηκε «μαρτυρικός» με το υπ. αριθμ. 399 Προεδρικό Διάταγμα. (ΦΕΚ 27716-12-98)
Προσωπικές μαρτυρίες
Ελάχιστοι ήταν αυτοί που σώθηκαν από το Ολοκαύτωμα. Έκτοτε κουβαλούν μέσα τους βαρύ φορτίο, μνήμες τραγικές και αναπάντητα ερωτήματα. Τα γεγονότα της 2ας Σεπτεμβρίου 1944 σημάδεψαν για πάντα τις ζωές τους και η μοίρα τους επέλεξε να μεταφέρουν τα διαχρονικά μηνύματα και τους συμβολισμούς του ολοκαυτώματος του Χορτιάτη στις επόμενες γενιές.
«Δεν ξέρουμε αν ήμασταν τυχεροί ή άτυχοι που σωθήκαμε», λένε. Τα λόγια τους βγαίνουν δύσκολα, οι λέξεις λίγες, βαριές, μα γεμάτες συγκίνηση, πλούσιες σε νοήματα. Το βλέμμα θολό και σταθερό, το μυαλό ταξιδεύει στο χθες, τα μάτια υγραίνονται, η φωνή γίνεται βραχνή. «Τι άλλο να πω, τι; Κανείς ποτέ να μη ζήσει ό,τι ζήσαμε».
Τα αποτρόπαια γεγονότα ζωντανεύουν ξανά μέσα από τις μαρτυρίες δύο γυναικών, που κατάφεραν να γλιτώσουν της γερμανικής θηριωδίας, της Ελένης Νανακούδη-Γκουραμάνη και της Βασιλικής Γκουραμάνη, ζωντανές μάρτυρες του Ολοκαυτώματος και πρόσωπα-σύμβολα της ελπίδας, της ζωής και του αγώνα για ελευθερία.
Ελένη Νανακούδη-Γκουραμάνη: Οι Γερμανοί μας συγκέντρωσαν στην πλατεία και στο κέντρο «Κήπος». Δεν ξέραμε τι γίνεται και τι μας περιμένει. Την ίδια ώρα το χωριό καιγόταν και λεηλατούταν. Από εκεί μας έβαλαν δυο-δυο, τρεις-τρεις στη σειρά και, αν και στην αρχή είπαν ότι θα μας πάνε στα νεκροταφεία, μας οδήγησαν στο φούρνο του Γκουραμάνη. Μας έβαλαν μέσα στο φούρνο και έστησαν έξω ένα πολυβόλο. Πριν αρχίσουν να πυροβολούν, εγώ, που είχα μπει από τους πρώτους, ανέβηκα ψηλά στο ζυμωτήριο μαζί με τους δικούς μου. Μετά άρχισαν να πυροβολούν. Από τα πυρά σκοτώθηκαν πρώτα η μητέρα μου και αμέσως μετά η αδελφή μου, προλαβαίνοντας να φωνάξει μόνο «μητέρα σε σκότωσαν».
Εγώ τραυματίστηκα στα γόνατα και την παλάμη. Μετά έριξαν πάνω μας χόρτα και έβαλαν φωτιά. Ο καπνός άρχισε να μας πνίγει. Κατέβηκα κάτω, είδα μια κυρία που με ένα μωρό στην αγκαλιά έκανε να βγει από την πόρτα και πήγα από πίσω της. Δεν πρόλαβε να την ανοίξει και την μαχαίρωσαν. Μετά έπεσα κάτω, δίπλα σε έναν σωρό από νεκρούς, κάνοντας και εγώ την πεθαμένη.
Δεν κουνήθηκα παρά μετά από ώρες και όταν ήδη είχε άρχισε να σουρουπώνει. Είχα παντού αίματα, δικά μου και άλλων. Χαραγμένη στη μνήμη μου έχει μείνει μια σκηνή. Μια νεκρή μητέρα πεσμένη στο έδαφος κρατώντας στην αγκαλιά το μωρό της, που ακόμη θήλαζε, και δίπλα οι Γερμανοί να γελούν. Μετά ξεκίνησα για τα χωράφια να συναντήσω τον πατέρα μου.
Στο δρόμο συνάντησα δύο ταγματασφαλίτες. Ο ένας με το που με βλέπει οπλίζει και ετοιμάζεται να με πυροβολήσει, ο άλλος τον αποτρέπει: «άσ’ το να ζήσει. Δεν χόρτασες να σκοτώνεις»; «Όχι», του απάντησε. Κάποια στιγμή έφθασα στο χωράφι που ήταν ο πατέρας μου. Με είδε βουτηγμένη στο αίμα και άρχισε τις ερωτήσεις για το τι είχε συμβεί. Μετά περιποιήθηκε τα τραύματά μου, δένοντάς τα με το πουκάμισό του και βάζοντας ούζο και καπνό. Ο Γολγοθάς μας άρχισε μετά. Ειλικρινά θεωρώ τον εαυτό μου και τυχερό και άτυχο».
Βασιλική Γκουραμάνη: Το πρωί στο χωριό υπήρχε ησυχία. Ο κόσμος άρχισε να φοβάται, αφότου χτυπήθηκαν τα αυτοκίνητα και μετά. Κλειστήκαμε στα σπίτια μας και μετά ήρθαν οι Γερμανοί και μας συγκέντρωσαν. Και εμείς στεκόμασταν βουβοί, περιμένοντας το τι θα μας έκαναν. Τους βλέπαμε από τα παράθυρα να πλησιάζουν στα σπίτια μας. Δεν ξέραμε, αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι μας περίμενε.
Μετά μας έκλεισαν στο φούρνο. Όπως καθόμασταν ξαφνικά άρχισαν να πυροβολούν προς το μέρος μας με πολυβόλο, ενώ μετά έριξαν πάνω μας άχυρα και μια σκόνη που με μια ριπή πήραν φωτιά. Οι καπνοί άρχισαν να μας πνίγουν. Ο κόσμος προσπαθούσε να βγει έξω αλλά εκεί περίμεναν οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες με όπλα και μαχαίρια. Τους σκότωναν επί τόπου ή τους έσπρωχναν ξανά μέσα.
Ο φούρνος ήταν δικός μας και γνώριζα τα κατατόπια του. Πήρα την τραυματισμένη μητέρα μου και την ανέβασα στο ζυμωτήριο. Όμως μέσα δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Η μητέρα μου προσπάθησε να βγει από μπροστά, όπου αμέσως τη σκότωσαν, ενώ εγώ έφυγα από μια άλλη πόρτα. Παντού υπήρχαν σωροί από πτώματα. Έπεσε πάνω σε έναν και έκανα και εγώ την πεθαμένη.
Πέρασε πολλή ώρα μέχρι να σηκωθώ. Μέσα στη σκόνη που σήκωσε ο αέρας και τους καπνούς συνάντησα την Ίρις Ζέκκα και μαζί κρυφτήκαμε σε έναν μπαχτσέ έξω από το χωριό, όπου μας βρήκαν συγχωριανοί που κατέβαιναν από το βουνό. Οι εικόνες αυτές δεν ξεχνιούνται. Σήμερα κάθε φορά που ακούμε τη λέξη πόλεμος μας έρχονται αυτές οι εικόνες φρίκης. Όχι πια πόλεμοι.
«149 γυναικόπαιδα κάηκαν ζωντανοί εκείνη τη μέρα. Εκτός από αυτό, είχαμε και βιασμούς γυναικών και αποκεφαλισμούς παιδιών»
Τον Μάρτιο του 2024 η parallaxi φιλοξένησε την μαρτυρία την του δημοσιογράφου Μπάμπη Νανακούδη, Χορτιατινού δημοσιογράφου, που «έχασε» παππού και γιαγιά στο Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, «ένα πρώτο επεισόδιο έγινε γύρω στις 9.30 το πρωί, όταν αυτοκίνητο της υπηρεσίας ύδρευσης με 3 εργαζόμενους και υπεύθυνο το Γιώργο Σιδερίδη με κατεύθυνση προς το Χορτιάτη, δεν σταμάτησε σε σήμα του Βάιου Τρικούδη, διμοίρητη αντάρτικης ομάδας του ΕΛΑΣ, που είχε στήσει ενέδρα εκεί, γιατί είχε πληροφορίες ότι οι Γερμανοί και ταγματασφαλίτες θα ανέβουν προς τον Χορτιάτη και το Αρδαμέρι για να αρπάξουν και να δημεύσουν ζώα.
Έστησαν την ενέδρα για να αποτρέψουν την ιστορία αυτή, όμως το αυτοκίνητο δε σταμάτησε, τραυματίστηκε σοβαρά και ύστερα από λίγο πέθανε ο Σιδερίδης. 2 ώρες αργότερα έρχεται στο χωριό γερμανικό στρατιωτικό αυτοκίνητο που πάντα συνόδευε το αυτοκίνητο που είπαμε, με έναν Αυστριακό χημικό, που έφτιαχνε τη δοσολογία για να ρίξουν το χλώριο στο υδραγωγείο, για το νερό που έπινε όλη η Θεσσαλονίκη».
Έγινε και πάλι ανταλλαγή πυρών και αψιμαχία μα τους Πεταλάδες (περιπλανώμενοι Γερμανοί στρατιώτες) και τους πάνοπλους, τραυματίστηκε σοβαρά και ο χημικός και τραυματίζεται και ένας από τη στρατιωτική αστυνομία. Αυτοί έφυγαν προς το Ασβεστοχώρι, όπου είναι σήμερα το νοσοκομείο Παπανικολάου, εκεί που ήταν το Τάγμα καταδίωξης του διαβόητου Φραντς Σούμπερτ με Έλληνες ταγματασφαλίτες.
Αργά το μεσημέρι μια μεγάλη πομπή γερμανικών στρατιωτικών αυτοκινήτων με πάνοπλους Γερμανούς της Βέρμαχτ και το Τάγμα Καταδίωξης του Σούμπερτ, μαζί τους Έλληνες Γερμανάκη και Καπετανάκη, Κρητικούς που τους είχε φέρει μαζί του, έφτασε στο χωριό.
Ήταν περίπου 300 Γερμανοί στρατιώτες της Βέρμαχτ. Συγκέντρωσαν τους κατοίκους του Χορτιάτη που δεν έφυγαν για το βουνό. Η πλειοψηφία είχε φύγει προς το βουνό, εκεί ήταν η σωτηρία. Έμειναν περί τα 200 άτομα στο Χορτιάτη, κυρίως γυναικόπαιδα. Η γιαγιά μου έμεινε γιατί περίμενε το πατέρα μου και τον θείο μου που πιτσιρικάδες είχαν κατέβει για δουλειά στη Θεσσαλονίκη, όμως επιστρέφοντας είδαν τους Γερμανούς από μακριά και δεν πλησίασαν.
Την γιαγιά μου την έκαψαν ζωντανή στην οικία Νταμπούδη. Τον παππού μου τον είδαν από μακριά που ανέβαινε το βουνό, τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν.
Τους είχαν μαζέψει στην πλατεία, στο σπίτι και στην αυλή στο σπίτι του Χρήστου Μπαντάτσιου που ήταν στην αρχή του χωριού και είναι τώρα μια ταβέρνα που λέγεται Κήπος και τότε Ρέμβη. Το μνημείο είναι λίγο πιο πάνω.
Μάζεψαν 50 στην πλατεία και 80 στην αυλή και αποφάσισαν να κάψουν τους πρώτους στο φούρνο Γκουραμάνη και τους άλλους στο σπίτι της οικογένειας του Βαγγέλη Νταμπούδη. Στο σπίτι του Νταμπούδη τους έκαψαν όλους ζωντανούς. Στο φούρνο Γκουραμάνη από τα 80 άτομα γλίτωσαν μία γυναίκα στα 40 της και 8 παιδιά από 2 χρονών μέχρι 14 ετών.
149 γυναικόπαιδα κάηκαν ζωντανοί εκείνη τη μέρα. Εκτός από αυτό, είχαμε και βιασμούς γυναικών και αποκεφαλισμούς παιδιών, πλιατσικολόγησαν τα σπίτια και τα έβαλαν φωτιά».
Ο Γιώργος Βαφόπουλος για το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη
Με γλαφυρό τρόπο ο Γιώργος Βαφόπουλος, ο μεγάλος των γραμμάτων της Θεσσαλονίκης, περιέγραψε το αποτρόπαιο και ασύλληπτης βαρβαρότητας έγκλημα των Ναζί, το Ολοκαύτωμα του μαρτυρικού Χορτιάτη, καίγοντας ζωντανούς στον φούρνο του Γκουραμάνη άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Ας παρακολουθήσουμε την περιγραφή του Βαφόπουλου, όπως αποτυπώθηκε στον Β΄ τόμο των “Σελίδων Αυτοβιογραφίας” του:
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1944, μια αποτρόπαια είδηση συντάραξε τη Θεσσαλονίκη. Ο Χορτιάτης, το κοντινό μας χωριό, που απλώνεται στις πλαγιές του ομώνυμου βουνού, είχε παραδοθεί από τους Γερμανούς στις φλόγες, με όλους τους κατοίκους του. Τώρα, προς το τέλος της κατοχής, ο εχθρός είχε γίνει σκληρότερος. Τα αντίποινα ήσαν φοβερά σε κάθε περίπτωση «σαμποτάζ». Είχαν κάτι το «απονενοημένο», κάτι από την τρέλα του ανθρώπου που έχασε την ελπίδα της ζωής, που τώρα, με κλειστά μάτια, ρίχνεται στην αυτοκαταστροφή του.
Η φοβερή μοίρα του Χορτιάτη είχε προδιαγραφεί από το φόνο ενός στρατιώτη της γερμανικής φρουράς του υδραγωγείου. Σε άλλη περίπτωση, ο ανεύθυνος θάνατος ενός Γερμανού θα ισοζυγιαζόταν με τον τουφεκισμό σαράντα αθώων Ελλήνων. Τώρα, στην απόγνωση του χαμένου πια παιχνιδιού, ο θάνατος ενός Γερμανού έπρεπε να πληρωθεί με το μαρτύριο ολόκληρου του χωριού.
Και ήρθαν οι έξαλλες ορδές των Γερμανών και ζώσανε το χωριό και κλείσανε τους κατοίκους του μέσα στην εκκλησία και μέσα στα σπίτια.
Και βάλανε φωτιά κι άφησαν τις φλόγες να υψωθούν, για να πνίξουν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Έξω από τη φλεγόμενη τούτη κόλαση, στέκονταν άγριοι οι Γερμανοί και πυροβολούσαν όσους, στην απόγνωσή τους, δοκίμαζαν μιαν έξοδο σωτηρίας. Και τους ξανάριχναν μέσα στη φωτιά. Ώστε οι σπαραγμοί καταλάγιασαν, οι φλόγες χαμήλωσαν και η σιωπή του θανάτου κατακάθισε κι αυτή πάνω στα ερείπια του καμένου χωριού.
Η τραγωδία των Καλαβρύτων είχε παιχθεί τώρα για μια ακόμη φορά, έξω από τη Θεσσαλονίκη, στην πλαγιά του όμορφου βουνού, που απλώνει τα πόδια του ως τα κράσπεδα της μεγάλης πολιτείας. Και μετά την απελευθέρωση, η ευλάβεια εκείνων, που είχαν τότε σωθεί από κάποια «ευτυχή συγκυρία», ύψωσε μέσα στα ερείπια το μνημείο μιας μεγάλης ψηφιδωτής σύνθεσης, που ιστορεί ένα από τα πολλά κακουργήματα της σύγχρονης ιστορίας. Και χάραξε τη χρονολογία της αποφράδας ημέρας: 2 Σεπτεμβρίου 1944*.
* Γιώργος Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας. Τόμος Β΄, Η Ανάσταση. Εστία. Αθήνα 1971, σ.228-229
Ούτε λέξη…
Είναι τουλάχιστον περίεργο πώς το γεγονός της σφαγής του Χορτιάτη δεν καταγράφηκε στα γερμανικά στρατιωτικά έγγραφα της εποχής. Η καταστροφή ενός χωριού που βρισκόταν πολύ κοντά στην έδρα της Ομάδας Στρατού Ε’ στο Πανόραμα αποσιωπήθηκε από τους στρατιωτικούς σαν να μην έγινε ποτέ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ένορκη κατάθεση που έδωσε στο πλαίσιο της Δίκης της Νυρεμβέργης ο τότε επικεφαλής του Επιτελικού γραφείου 10 της Ομάδας Στρατού Ε’, Wilhelm Hammer αναφέρθηκε στη σφαγή του Χορτιάτη αναφέροντας μόνο τα εξής: «Θυμάμαι μια άλλη περίπτωση κατά την οποία μια γερμανική ομάδα εργασίας, η οποία είχε επιφορτιστεί με την επισκευή των εγκαταστάσεων υδροδότησης της Θεσσαλονίκης, έπεσε σε ενέδρα και εξοντώθηκε λίγο έξω από το χωριό Χορτιάτης». Για τη σφαγή που ακολούθησε… ούτε λέξη.
Για τη σφαγή του Χορτιάτη υπάρχουν βέβαια ευθύνες από την πλευρά του ΕΛΑΣ. Η Έλλη Αλμετίδου Κουτσιαλή που ασχολήθηκε με τη σφαγή του Χορτιάτη, συμπεριέλαβε στο βιβλίο της «ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΟΥ ΧΟΡΤΙΑΤΗ» μαρτυρίες επιζώντων αλλά και τις εκδοχές των επικεφαλής του ΕΛΑΣ στην επιχείρηση του βυζαντινού υδραγωγείου, Ρικούδη και Καζάκου. Περιληπτικά, ο Ρικούδης υποστήριξε ότι η ομάδα του ενεπλάκη σε δίωρη μάχη με τους άντρες του Σούμπερτ για να δώσει στους κατοίκους του Χορτιάτη τη δυνατότητα να απομακρυνθούν απ’ το χωριό, κάτι που δεν φαίνεται ότι ισχύει: «Όλες οι διμοιρίες συμπτύχθηκαν προς το βουνό, παίρνοντας μαζί τους όλους σχεδόν τους κατοίκους απ’ το χωριό. Οι λίγοι που έμειναν στον Χορτιάτη με επικεφαλής τον πρόεδρο και τον παπά πιστεύοντας ότι δεν θα τους πειράξουν οι κατακτητές, είχαν τη γνωστή τραγική τύχη από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες».
Ο διοικητής του Ρικούδη, Αντώνης Καζάκος από την πλευρά του, επισήμανε τις προσπάθειες που κατέβαλαν να σώσουν τους κατοίκους του Χορτιάτη αλλά τόνισε ότι η μοίρα του χωριού ήταν προδιαγεγραμμένη καθώς αποτελούσε προπύργιο των ανταρτών της περιοχής. Αρνήθηκε πάντως ότι δεν άφησε τους κατοίκους να φύγουν: «Μέσα στο χωριό δεν μπήκα καθόλου εκείνη τη μέρα ούτε είπα σε κανέναν άντρα ή γυναίκα «μη φεύγετε». Αντίθετα, πήρα μαζί μου όλους όσους βρήκα έξω απ’ το χωριό κι ήταν καμία εκατοσταριά άτομα. Αλλά και ο Ρικούδης όταν υποχώρησε πήρε αρκετούς μαζί του. Γύρω στους 300 θα ‘ταν…». Με τη σφαγή του Χορτιάτη ασχολήθηκε και ο σπουδαίος Αμερικανός πανεπιστημιακός, μεταφραστής και ένθερμος φιλέλληνας Έντμουντ Κίλι. «Η ΣΙΩΠΗΛΗ ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ, ΧΟΡΤΙΑΤΗΣ 1944», τιτλοφορείται το σχετικό βιβλίο του, στο οποίο με μορφή μυθιστορήματος, περιγράφονται τα τραγικά γεγονότα της 2/9/1944 στον Χορτιάτη.
Συμμετείχαν ταγματασφαλίτες στη σφαγή του Χορτιάτη;
Η συμμετοχή δωσίλογων στη σφαγή του Χορτιάτη είναι δεδομένη. Αυτό προκύπτει κι από μαρτυρίες επιζώντων. Αλλά και ο Ρικούδης σε όσα ανέφερε για τη σφαγή έκανε λόγο για άνδρες των «Ταγμάτων Ασφαλείας» υπό τον Καπετανάκη.
Πάντως στη Μακεδονία δεν δημιουργήθηκαν Τάγματα Ασφαλείας με τη μορφή που γνωρίζουμε π.χ. από την Αθήνα. «(Στη Μακεδονία) δεν συνεκροτήθησαν υπηρεσιακώς Τάγματα Ασφαλείας ως αλλαχού της Ελλάδος αλλά συνεκροτήθησαν τοιαύτα παρ’ ιδιωτών και εξ ιδιωτικής πρωτοβουλίας, υποστηριζόμενα κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον υπό των Γερμανών, εντεύθεν δε και οι συστάσεις μου προς τους Αξ/κους να μη μετέχωσιν εις αυτά» (Δικογραφίες Δωσίλογων: «Υπόμνημα Ανδρέα Σ.», Αθήνα 23 Νοεμβρίου 1945»). Πάντως οι Γεώργιος Πούλος, Κυριάκος (Κύρος) Γραμματικόπουλος, Αντώνιος Δάγκουλας, Κωνσταντίνος Κυλινδρέας και ο διαβόητος Κισά-Μπατζάκ (Κυριάκος Παπαδόπουλος) ήταν μερικοί από τους δωσίλογους που συνεργάστηκαν με τους ναζί διαπράττοντας εγκλήματα πολέμου εναντίον των Ελλήνων αμάχων.
Η «μισή αλήθεια» στο Μνημείο
Το Μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Χορτιάτη, που όμως έπρεπε να γράφει και τους Έλληνες εγκληματίες. Ο Μπάμπης Νανακούδης είχε πει στην parallaxi:
«Στο μνημείο που ανεγέρθη το 1960 γράφει ότι Εκάηκαν ζώντες υπό των Γερμανών. Αυτό είναι η μισή αλήθεια. Επρεπε να γράφει εκάηκαν ζώντες υπό των Γερμανών και των Ελλήνων συνεργατών τους».
Επίσης, τονίζει την ανάγκη για δημιουργία για ένα Μουσείο Ολοκαυτώματος Χορτιάτη.
Το τέλος του Σούμπερτ
Το τέλος του Φραντς Σούμπερτ, του Ναζί εγκληματία, ήταν για βιβλίο. Ο ίδιος διέφυγε μαζί με τις γερμανικές δυνάμεις, το 1944, λίγα χρόνια μετά όμως θέλησε να γυρίσει στην Ελλάδα, στον τόπο των εγκλημάτων του, με το επίθετο Κωνσταντινίδης (φήμες λένε εξαιτίας ενός έρωτα με Ελληνίδα). Στο αεροπλάνο τον αναγνώρισε ένας αστυνομικός, συνελήφθη, δικάστηκε στη Θεσσαλονίκη, καταδικάστηκε 27 φορές σε θάνατο και εκτελέστηκε στο Γεντί Κουλέ.
Όσο για τα πρωτοπαλίκαρά του; Καπετανάκη και Γερμανάκη; Ο ένας σκοτώθηκε ο άλλος διέφυγε στην Ιταλία… Όπως διέφυγαν κι άλλοι ταγματασφαλίτες…
Δύο ντοκιμαντέρ για την θηριωδία
Στο πλαίσιο του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης προβλήθηκαν δύο ντοκιμαντέρ που εστιάζουν στα όσα φρικτά σημειώθηκαν στο Χορτιάτη.
Το ένα λέγεται «Το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη» σε σκηνοθεσία του Κώστα Εφραιμίδη (γυρισμένο το 1996, σε αφήγηση των Νάκη Αμανατίδη και Αγγελικής Τριαρίδου) και το δεύτερο λέγεται «Το χρονικό μιας Καταστροφής» σε σκηνοθεσία της Χρύσας Τζελέπη και του Άκη Κερσανίδη.
Εκδηλώσεις μνήμης
Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη και ο Δήμος Πυλαίας – Χορτιάτη μαζί με την τοπική κοινωνία τιμούν την ιστορική Μνήμη με σειρά εκδηλώσεων.
Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν από την Παρασκευή 30 Αυγούστου και περιλαμβάνουν παράσταση – δρώμενο από τη Bloom Theatre Group, θεατρική παράσταση από το ΚΘΒΕ και μουσική συναυλία των Δ. Μπάση – Σ. Μαργιολά με τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, ιστορικό περίπατο μνήμης, ποδηλατοδρομία ειρήνης και λαμπαδηδρομία ειρήνης ενώ κορυφώνονται τη Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου, ημέρα που διαπράχθηκε το ναζιστικό έγκλημα, με Αρχιερατικό Μνημόσυνο στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Χορτιάτη από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Νεαπόλεως & Σταυρουπόλεως κ.κ. Βαρνάβα, κατάθεση στεφάνων και προσκλητήριο νεκρών.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 30 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2024 8.00 μ.μ. Παράσταση θεάτρου επινόησης με τίτλο «Χορεύοντας μαζί». Χώρος διεξαγωγής η ιστορική πλατεία Χορτιάτη έναντι του Δημοτικού Καταστήματος.
ΣΑΒΒΑΤΟ 31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2024 6:30 μ.μ. Ιστορικός Περίπατος Μνήμης στους χώρους Μαρτυρίου του Ολοκαυτώματος Χορτιάτη | Τόπος συνάντησης η ιστορική πλατεία του Χορτιάτη. Διοργάνωση: Κίνηση Πολιτών Χορτιάτη – Εφημερίδα Χορτιάτης 570 7.30 μ.μ. «19η Ποδηλατοδρομία Ειρήνης» | Αφετηρία στη διασταύρωση Χορτιάτη – Αγίου Βασιλείου & Τερματισμός στην είσοδο Χορτιάτη. 9.00 μ.μ. Θεατρική παράσταση του Κ.Θ.Β.Ε με τίτλο «Μετράει μέσα μου η ζωή» | Προαύλιος χώρος του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Χορτιάτη. Συμπαραγωγή: Δήμος Πυλαίας – Χορτιάτη & Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος
ΚΥΡΙΑΚΗ 1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024 7.30 μ.μ. Επιμνημόσυνη Δέηση | Στον τόπο του Μαρτυρίου, στον «Φούρνο Γκουραμάνη». 8.15 μ.μ. «8η Λαμπαδηφορία Ειρήνης» | Αφετηρία στον «Φούρνο Γκουραμάνη» & τερματισμός στο Πέτρινο Γυμνάσιο Χορτιάτη. 9.00 μ.μ. Συναυλία Δημήτρης Μπάσης – Σαββέρια Μαργιολά με τίτλο «ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ» | Στο Πέτρινο Γυμνάσιο Χορτιάτη.
ΔΕΥΤΕΡΑ 2 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2024 7.30 π.μ. Αρχιερατική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νεαπόλεως & Σταυρουπόλεως κ.κ. Βαρνάβα στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Χορτιάτη. 10.15 π.μ. Τέλεση 80ου Αρχιερατικού Μνημόσυνου στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Χορτιάτη από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Νεαπόλεως & Σταυρουπόλεως κ.κ Βαρνάβα. 10.30 π.μ. Μετάβαση με πομπή στο Μνημείο Θυμάτων του Ολοκαυτώματος & Επιμνημόσυνο Αρχιερατικό Τρισάγιο. 10.45 π.μ. Κεντρική ομιλία. 11.00 π.μ. Προσκλητήριο Νεκρών & κατάθεση στεφάνων.
- Διεξαγωγή Ποδοσφαιρικού Αγώνα
Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024 στις 7.30 μ.μ., με τη συμμετοχή βετεράνων αλλά και εν ενεργεία ποδοσφαιριστών, στο γήπεδο ποδοσφαίρου Κισσού Χορτιάτη.
- Έκθεση εικαστικών με τίτλο «9η Τέχνη και Ολοκαύτωμα», με δημιουργίες καλλιτεχνών από το χώρο των κόμικ όπου αποτυπώνουν τα γεγονότα του Ολοκαυτώματος με τη δική τους σύγχρονη ματιά. Η έκθεση θα πραγματοποιηθεί από τις 30-08-2024 έως 02-09-2024, στην Αίθουσα «Ι. Μανωλεδάκης» στον Χορτιάτη. Ώρες λειτουργίας 10:00 π.μ. – 2:00 μ.μ. και 5:00 μ.μ. – 8:00 μ.μ.
*με πληροφορίες από:
Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος
ΣΤΡΑΤΟΣ Ν. ΔΟΡΔΑΝΑΣ, «ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΑΘΩΩΝ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑ, 2007
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ι. ΒΑΪΝΑΣ, «ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΕΤΡΑΠΛΗΣ ΣΥΜΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, 1941-1949», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ
ΣΤΡΑΤΟΣ Ν. ΔΟΡΔΑΝΑΣ, «ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΕΛΛΗΝΩΝ», Εκδόσεις Επίκεντρο, 2006
Βιβλίο Θεόδωρου Βαλαχά, Δάφνης Θεοχάρη, «Ότι απόμεινε από τη μέρα εκείνη η μνήμη είναι» – Εφημερίδα: Χορτιάτης 570.
Γιώργος Βαφόπουλος, Σελίδες αυτοβιογραφίας. Τόμος Β΄, Η Ανάσταση. Εστία. Αθήνα 1971, σ.228-229