Θεσσαλονίκη

Διαβάζοντας μια ολόκληρη νύχτα στη Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ

Περάσαμε ένα ολόκληρο βράδυ στο δεύτερο σπίτι των φοιτητών κατά την εξεταστική περίοδο.

Μαρίνα Τομπάζη
διαβάζοντας-μια-ολόκληρη-νύχτα-στη-βι-1113124
Μαρίνα Τομπάζη

Μεσάνυχτα Πέμπτης. Στο πεζοδρόμιο της Εγνατίας κουκουλωμένα παιδιά, κουβαλώντας τις τσάντες τους στην πλάτη, κατευθύνονται προς την Καμάρα. Μέσα στην Πανεπιστημιούπολη του ΑΠΘ, λιγοστές λάμπες και το ολόγιομο φεγγάρι χαρίζουν λίγο φως στη μαυρίλα της νύχτας.

Έξω από το Αναγνωστήριο ακούγονται ομιλίες από φοιτητές, παρά το περασμένο της ώρας. Από τα μέσα του Γενάρη, η Κεντρική Βιβλιοθήκη διανυκτερεύει, ενόψει της εξεταστικής.

Φτάνοντας στην είσοδο του κτιρίου, βλέπω τα δεκάδες πηγαδάκια που έχουν στηθεί. Κάποιοι καπνίζουν μιλώντας στο τηλέφωνο, ενώ άλλοι τρώνε ή πίνουν τον καφέ τους για να ξαγρυπνήσουν. Εκεί συναντώ τη Γεωργία, φοιτήτρια στο τμήμα των Χημικών Μηχανικών, μαζί με την παρέα της.

Κάνουν ένα γρήγορο διάλειμμα, προτού ξαναμπούν μέσα για να συνεχίσουν το διάβασμα. Παραδίπλα στέκονται δύο αγόρια που βρίσκονται στο τέταρτο έτος των σπουδών τους. «Το βράδυ δεν έχει πολύ κόσμο. Επικρατεί ερημιά», μου λένε. Για τη Ραφαηλία από την άλλη, που στηρίζει το σώμα της πάνω στο πεζούλι, απόψε είναι η πρώτη της απόπειρα μεταμεσονύκτιας μελέτης. Και μάλλον η τελευταία, γιατί ήδη αρχίζει και νυστάζει.

Γύρω στις δωδεκάμισι ανοίγω με προσοχή την πόρτα του Αναγνωστηρίου. Πολλά από τα μακρόστενα τραπέζια είναι πιασμένα και πάνω τους βρίσκονται απλωμένες σημειώσεις, κασετίνες και λάπτοπ. Κάνω μια γύρα και βρίσκω τη θέση μου. Κατά τη μία αποχωρούν και οι τελευταίοι «απογευματινοί». Αυτοί που ήρθαν με το φως του ήλιου και φεύγουν στο σκοτάδι.

Σε κάποιες καρέκλες κάθονται η Μαρία με τη Δανάη, που είναι δευτεροετείς φοιτήτριες στο Οικονομικό Τμήμα του ΠΑΜΑΚ. Έρχονται να διαβάσουν όμως στη βιβλιοθήκη του Αριστοτελείου, γιατί όπως μου είπαν, η δικιά τους κλείνει από τις οχτώ.

«Λειτουργούμε καλύτερα το βράδυ. Το πρωί με τόσο κόσμο και βαβούρα είναι δύσκολο να συγκεντρωθείς», μου απαντούν όταν τις ρωτάω γιατί βρίσκονται τέτοια ώρα εδώ. Υπάρχουν νύχτες που τα κορίτσια φεύγουν σχετικά νωρίς και άλλες που το διάβασμα τραβάει ως το πρωί. Και επειδή δεν μένουν στο κέντρο, γυρνάνε στα σπίτια τους παίρνοντας το νυχτερινό λεωφορείο. «Νοιώθουμε πως όσοι έρχονται αυτή την ώρα είναι της “τελευταίας στιγμής”, μπορεί να δίνουν την επόμενη μέρα και το παίρνουν σερί», αναφέρουν πάνω στη συζήτηση.

Τις πρώτες ώρες υπάρχει μια μικρή αναστάτωση. Φοιτητές που ετοιμάζονται να φύγουν, μαζεύουν τα βιβλία και τους υπολογιστές τους. Ακούγεται ο ήχος των φερμουάρ καθώς κουμπώνουν τα μπουφάν τους και το τρίξιμο της καρέκλας τη στιγμή που σηκώνονται.

Περίπου στις δυόμιση φαίνονται πια, οι «αυθεντικοί νυκτόβιοι» φοιτητές. Προηγήθηκε άλλη μία μαζική αποχώρηση το προηγούμενο μισάωρο. Τώρα τα περισσότερα τραπέζια έμειναν κενά, ενώ κάποιοι από τους εναπομείναντες ανταλλάσσουν ψιθύρους με τους διπλανούς τους.

Ο Ραφαήλ σπουδάζει στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό. Είναι τριτοετής φοιτητής και στη βιβλιοθήκη πηγαίνει αποκλειστικά βράδυ. Είναι κατηγορηματικός σε αυτό. «Μετά τις 23.30 είμαι εδώ. Έχεις έρθει ποτέ στις έξι το απόγευμα; Για αυτό δεν θέλω να έρχομαι εκείνες τις ώρες, το κλίμα είναι αποπνικτικό», μου εξηγεί.

Οι νύχτες για τους βραδινούς τύπους σαν τον Ραφαήλ, προβλέπονται μεγάλες αυτήν την περίοδο, για αυτό και φροντίζουν να έρχονται κατάλληλα «εφοδιασμένοι». Στους περισσότερους βέβαια, λείπει η σύντομη «βόλτα» μέχρι το κυλικείο. Και παρόλο που η πλειοψηφία θεωρεί συνάμα υπερβολική τη λειτουργία του για αυτές τις ώρες, το βασικό θέμα των φοιτητών είναι η απόσταση που πρέπει να διανύσουν έως το πλησιέστερο ανοιχτό ψιλικατζίδικο.

Φυσικά, πολλοί είναι και αυτοί που στρέφονται στην εναλλακτική του delivery, με μηχανόβιους διανομείς να παραδίδουν παραγγελίες έξω από το κτίριο.

Το ρολόι δείχνει τρεις. Περνάει η ώρα και μαζί της παίρνει και τους πρώτους φοιτητές «της νύχτας» . Οι πιο σκληροπυρηνικοί έχουν βγει για λίγο έξω. Παρατηρώ πως το μεταμεσονύκτιο διάβασμα φαίνεται να είναι ομαδικό «σπορ». Η παρέα των διπλανών μου φεύγει και αφήνει πίσω της μια κοπέλα. Την χαιρετούν χαμηλόφωνα ανανεώνοντας για αύριο το ραντεβού τους.

Λίγο πριν τις τέσσερις κλείνουν μερικά φώτα. Ο χώρος σκοτεινιάζει ελάχιστα. Ακούγονται μετά βίας οι ήχοι από τα πληκτρολόγια και τις σελίδες των βιβλίων που αλλάζουν, αλλά ύστερα από μερικά λεπτά επικρατεί απόλυτη σιωπή. Πλέον το αναγνωστήριο είναι άδειο. Σηκώνομαι και κάνω μια βόλτα ανάμεσα από τις κιτρινωπές κολώνες και τα ξύλινα τραπέζια. Έχουν μείνει λιγοστοί πάνω από τις οθόνες των λάπτοπ και τα ακαδημαϊκά εγχειρίδια.

Η ώρα πήγε εξίμισι και ξεκινώ να μαζεύω τα πράγματά μου. Δεν ξημέρωσε ακόμα, αλλά οι πρώτοι –ελάχιστοι- πρωινοί ήρθαν να αλλάξουν τους βραδινούς. Κοιτάω το σκοτάδι έξω από το παράθυρο και σκέφτομαι πως σε λίγες μόλις ώρες αυτή η νέκρα δεν θα υπάρχει. Περνάω μπροστά από όλες αυτές τις άδειες καρέκλες, τα διαθέσιμα πολύμπριζα και συνειδητοποιώ πως το πρωί πολλοί θα είναι αυτοί που θα ψάχνουν να στριμωχτούν σε μια από αυτές τις θέσεις. Βγαίνω, προσπαθώντας να μην κάνω φασαρία, στο κρύο. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στη Βιβλιοθήκη που διαβάζω τόσα χρόνια. Από τότε που ήμουν ακόμη μαθήτρια. Έχω ξημεροβραδιάσει στις καρέκλες της σε περιόδους εξεταστικής, αλλά ποτέ δεν έτυχε να περάσω εδώ ένα ολόκληρο βράδυ.

Εμείς οι φοιτητές της δίνουμε ζωή, έχοντας τη στην καρδιά μας σαν δεύτερό μας σπίτι…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα