Δυο λόγια για τον Μανόλη Αναγνωστάκη
Η ζωή και το έργο ενός γίγαντα της ελληνικής ποίησης
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι μία από τις πιο σύνθετες και πολύμορφες προσωπικότητες των μεταπολεμικών μας γραμμάτων. Γνήσιο τέκνο της πόλης μας, αφού στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκε, σπούδασε, έγραψε, έδρασε, αντιμετώπισε τη ζωή και τον θάνατο, ποτέ δεν έπαιξε το χαρτί του τοπικισμού και της γραφικότητας αλλά ακολούθησε το δύσκολο δρόμο: συνέθεσε ένα έργο και σφυρηλάτησε μια πνευματική παρουσία η οποία διαπέρασε τα όρια της πόλης, επέδρασε στην ίδια την εξέλιξη της νεοελληνικής ποίησης και πέτυχε κάτι πολύ σπάνιο: αγαπήθηκε από ένα ευρύτερο κοινό το οποίο ψιθυρίζει τους στίχους του σε σημαντικές στιγμές της ζωής, βοηθούμενο και από τις υπέροχες μελοποιήσεις· ταυτόχρονα επηρέασε τις συνειδήσεις, την ηθική στάση, την αισθητική πολλών νεότερων ποιητών, μελετητών και ανθρώπων των γραμμάτων.
Δυο λόγια μόνο για τη ζωή του μιας και, στον Αναγνωστάκη, ζωή και έργο είναι απόλυτα συνδεδεμένα: Το 1942 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Πειραματικό Σχολείο του ΑΠΘ και το 1943 γράφτηκε στη νεοσύστατη Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ. Στη διάρκεια της Κατοχής φυλακίστηκε από τους Γερμανούς. Το 1946 διαγράφτηκε από το ΚΚΕ.
Προς το τέλος του Εμφυλίου συνελήφθη επειδή ήταν μέλος της ΕΠΟΝ, δικάστηκε και καταδικάστηκε από Στρατοδικείο σε θάνατο. Παρέμεινε φυλακισμένος στο Γεντί-Κουλέ στο διάστημα 1949-1951. Μετά την αποφυλάκισή του και μέχρι το 1957 ολοκλήρωσε τις σπουδές του και απέκτησε την ειδικότητα του ακτινολόγου. Στη διάρκεια της Χούντας εκδιώχθηκε από το ΑΧΕΠΑ, όπου εργαζόταν. Το 1978 εγκαταστάθηκε οικογενειακά στην Αθήνα, όπου και πέθανε στις 23 Ιουνίου του 2005.
Ο Αναγνωστάκης εμφανίστηκε στα γράμματά μας το 1940. Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχε εκδώσει ποιητικές συλλογές, βιβλία με δοκίμια και άρθρα, το αυτo-βιογραφικό σατιρικό μελέτημα για τον Μανούσο Φάσση, καθώς και μια ποιητική ανθολογία. Εκτός από ποιητής υπήρξε πολύ σημαντικός κριτικός και στοχαστής, αρχισυντάκτης και εκδότης δύο σημαντικών περιοδικών (του νεανικού Ξεκινήματος, 1944, και της Κριτικής, 1959-1961). Την πολύπλευρη διάσταση της προσφοράς του στα γράμματά μας αποδεικνύουν οι σημαντικές βραβεύσεις και οι τιμές που του έγιναν (1995: Παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος από την Ελληνική Δημοκρατία, 1997: Επίτιμος Διδάκτορας του ΑΠΘ, 2002: Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας).
Γιατί όμως ο Αναγνωστάκης είναι τόσο σημαντικός ποιητής αλλά και κριτικός και διανοούμενος και κυρίως γιατί έχει αγαπηθεί και επιδράσει τόσο πολύ; Τι φέρνει στην ποίηση; Μια αίσθηση (και μια ποιητική πρακτική) από τις πιο προσωπικές, δραματικές και πρωτότυπες του ελληνικού μεταπολέμου. Το ποιητικό του έργο είναι μικρό σε όγκο, είναι ολιγογράφος και μάλιστα σταμάτησε να γράφει ποίηση μετά την τελευταία του συλλογή το 1971 σε ηλικία 46 μόνο χρόνων. Είναι ποιητής της νεότητας, μισούσε την επανάληψη και τη φλυαρία. Βασικό χαρακτηριστικό της ποίησής του είναι η επιγραμματικότητα και η λιτότητα, η ανάγκη συμπύκνωσης. Η αναζήτηση του καίριου και του ουσιώδους σημαίνει αφαίρεση, απόρριψη του περιττού, του θεματογραφικού, του δευτερεύοντος. Η σιωπή εμπεριέχεται στην ποίησή του και είναι μέσα από αυτήν που μας έδειξε τη δόλια φύση της αυταπάτης, μας έμαθε ότι το ήθος απεχθάνεται τη μεγαλοστομία, τις υπερβολικές χειρονομίες, τα πολλά λόγια. Η επιγραμματικότητα είναι που, όπως και στον Καβάφη, επιτρέπει σε μας, τους αναγνώστες να απομονώνουμε στίχους του Αναγνωστάκη για να μας συντροφεύουν σε δύσκολες προσωπικές στιγμές, σε στιγμές αμφιβολίας, αγανάκτησης, απογοήτευσης από τα κοινά. Θα θυμίσω μερικούς:
Όμως ο πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα./ Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ. Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,/ Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας. Όταν αποχαιρέτισα τους φίλους/ Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα/Κι οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες. Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:/ είστε υπέρ ή κατά;/ Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω. Το θέμα είναι τώρα τι λες. Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε/ καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ/ Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας/ Το θέμα είναι τώρα τι λες. Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις/ Να μην τις παίρνει ο άνεμος. Σαν τους γύφτους σφυροκοπάμε αδιάκοπα στο ίδιο αμόνι
Κι ενώ στην ουσία αποφεύγει την εξομολόγηση, σκηνοθετεί εξομολογητικό κλίμα: με την καθημερινή λέξη, τον χαμηλό τόνο, το ρεαλισμό του άμεσου περιβάλλοντος. Μια ποίηση, ρεαλιστική ασφαλώς, που κυριαρχείται όμως από την πιο δραστική υπέρβαση της ποιητικής γραφής. ΄Ενας λυρισμός στέρεος και συμπαγής. Πλήρης απουσία επινοημάτων, ειλικρίνεια της έμπνευσης και απρόσκοπτη, από εξωγενείς και αμφίβολης προέλευσης εξάρσεις, σύνδεσή της με την έκφραση του ποιητή. Η ποίηση του Αναγνωστάκη επαναπροσδιόρισε την ίδια την έννοια του λυρισμού στην ποίηση.
Στο ποιητικό σκηνικό του Αναγνωστάκη κυριαρχούν οι καταστροφές. Γκρεμισμένα σπίτια, ερείπια και χαλάσματα. Νεκροί και μελλοθάνατοι. Ναυαγισμένα όνειρα. Ερειπωμένες επιθυμίες. Προέρχονται βέβαια από τις ιστορικές εμπειρίες που βίωσε. Πολιτικός ποιητής αλλά το έργο του δεν παύει να διευρύνει και να αμφισβητεί τα όρια και τις προδιαγραφές της λεγόμενης πολιτικής ποίησης. Το ποιητικό έργο του Αναγνωστάκη αποτυπώνει την επίμονη και επίπονη προσπάθεια του ατόμου να μορφοποιήσει τις οδυνηρές του εμπειρίες, με τη βοήθεια της τέχνης. Μια προσπάθεια που διεξάγεται σε ένα περιβάλλον αντίξοο, εκείνο της μετεμφυλιακής Ελλάδας, όπου δυνατότητες συλλογικής επεξεργασίας των συγκλονιστικών βιωμάτων δεν υπήρχαν πουθενά. Είναι ένας αγώνας που ο καθένας τον παλεύει μόνος του, παράλληλα όμως με άλλους. Από αυτόν προέκυψαν τα σημαντικότερα ποιητικά και πεζά έργα της μεταπολεμικής εποχής τα οποία, αν είχαν για αφετηρία μια πολιτική ήττα, δεν αποτελούν μια ηττημένη λογοτεχνία γιατί νίκησαν στη μάχη με τις συνέπειές της. Με ποιήματα σαν αυτά του Αναγνωστάκη, τόσο αυτός που τα γράφει, όσο και αυτός που τα διαβάζει, αντιστέκεται στην παραμόρφωση και τη λήθη της εμπειρίας του και, παρόλες τις αντίθετες δυνάμεις, συνθέτει τελικά τη δική του προσωπική ιστορία. Μ’ αυτή την έννοια μια τέτοια ποίηση μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτική: όχι επειδή αντανακλά μια ορισμένη πολιτική ιστορία ή στάση αλλά επειδή η ίδια – ως κοινωνική πρακτική – παρεμβαίνει στη μορφοποίηση των ιστορικών εμπειριών, δίνοντας άλλες διαστάσεις, πέρα από τις επίσημες ερμηνείες.
Ο Αναγνωστάκης υπήρξε επίσης σπουδαίος κριτικός. Δεν επέλεξε όμως μία ωραία και ειρηνική πρωία να γίνει κριτικός ούτε έγραψε τα κριτικά του κείμενα από άδολο και καθαρό ενδιαφέρον για την ίδια τη λογοτεχνία. Ακόμη, τα κριτικά του κείμενα δεν υποστηρίζουν την ποίησή του με τον τρόπο, τουλάχιστον, που το κάνει το κριτικό έργο άλλων ποιητών. Ο Αναγνωστάκης με την κριτική του επεδίωξε πρωτίστως την παρέμβαση σε εκείνα τα μεγάλα ζητήματα που θεώρησε ότι αποτελούν τα διακυβεύματα της μεταπολεμικής εποχής. Από το 1959-1961 εξέδιδε στη Θεσσαλονίκη το περιοδικό Κριτική, ένα από τα σπουδαιότερα περιοδικά μελέτης και κριτικής του 20ου αιώνα. Χωρίς κομματικές δεσμεύσεις, έχει μια ευδιάκριτη, συνεπή και ριζοσπαστική φυσιογνωμία η οποία οφείλεται στον διευθυντή του και ένα στενό κύκλο συνεργατών τόσο από την Αθήνα όσο και από τη Θεσσαλονίκη: η γυναίκα του, σπουδαία κριτικός επίσης, Νόρα Αναγνωστάκη αλλά και ο Πάνος Θασίτης, ο Κλείτος Κύρου, ο Μανόλης Λαμπρίδης, η Ελένη Βακαλό, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Παν. Μουλλάς, ο Γιάννης Δάλλας. Πρόκειται για τη συγκέντρωση των πιο λαμπρών πνευματικών δυνάμεων της εποχής. Ο κύκλος της Κριτικής αποτέλεσε το φυτώριο, το σχολείο όπου ανδρώθηκαν πολλές πνευματικές φυσιογνωμίες της πόλης μας. Το περιοδικό επιχείρησε την παρέμβαση με την επίμονη ανίχνευση συγκεκριμένων θεμάτων που θεωρούνται κρίσιμα για τη μεταπολεμική εποχή όπως ο ρόλος της τέχνης και η σκοτεινότητα της ποίησης, η σχέση τέχνης και πολιτικής και ο δογματισμός της μαρξιστικής αισθητικής. Μελέτησε συγκεκριμένους λογοτέχνες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς μέσα σε μια προσπάθεια αυτογνωσίας της γενιάς. Τοποθετήθηκε μαχητικά ενάντια σε στενόμυαλες και δογματικές απόψεις για την τέχνη, τόσο της δεξιάς όσο και της αριστεράς. Αναζήτησε και μετέφρασε ό,τι πιο καινούριο στη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη και λογοτεχνία.
Ο Αναγνωστάκης οικοδομεί το κριτικό αλλά και το δημοσιογραφικό του έργο
(διότι στην περίοδο της μεταπολίτευσης ήταν τακτικός συνεργάτης της Αυγής) βάσει ενός σχεδίου πολιτισμικής και, εν τέλει, πολιτικής δράσης, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται. Εννοώ πως δεν υπακούει σε μια πολιτική που αποφασίζεται έξω από αυτόν αλλά, μέσα από συνεχείς επανεκτιμήσεις, προσπαθεί με το έργο του να παράγει πολιτική. Με αυτή την έννοια, η κριτική του δραστηριότητα είναι πρωτίστως μια πολιτισμική πρακτική η οποία συμβάλλει στους γενικότερους στόχους μιας πολιτισμικής πολιτικής.
Όσοι είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε από κοντά, όταν μιλούμε γι αυτόν νιώθουμε πάντα ένα φόβο: όχι για το αν θα κατορθώσουμε να αναδείξουμε τη σημασία του αλλά μήπως, λόγω της μεγάλης εκτίμησης, άθελά μας τον μυθοποιήσουμε, κάτι που ο ίδιος θα απεχθανόταν όλως διόλου. Διότι αυτό που τον χαρακτήριζε, πέρα από την απέριττη απλότητα και λιτότητα του ύφους και του λόγου, ήταν ο αυτοσαρκασμός και η αυτοϋπονόμευση, η συνεχής αμφισβήτηση κάθε βεβαιότητας και αυθεντίας.
Με αυτές τις σκέψεις επέλεξα τα αποσπάσματα από την εκπομπή «Παρασκήνιο» του Λάκη Παπαστάθη που θα δείτε. Είναι γυρισμένη το 1983, όταν μόλις είχε αναγνωριστεί η Εθνική Αντίσταση. Θα δούμε το πιο τίμιο, τη μορφή του και θα ακούσουμε το συγκλονιστικό, απομυθοποιητικό του λόγο να μας μιλά για την ποίηση, για το βάρος της ιστορίας, για τη διαχείριση του εμφυλιακού τραύματος και το τι μπορεί να σημαίνει συνέπεια σε μια χώρα σαν την Ελλάδα. Ας τον ακούσουμε.
Απόσπασμα από το αφιέρωμα στον Μανόλη Αναγνωστάκη της εκπομπής «Παρασκήνιο», που προβλήθηκε στην ΕΡΤ την 1η Ιανουαρίου 1983.
*Η Βενετία Αποστολίδου είναι φιλόλογος, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΠΤΔΕ ΑΠΘ
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Αδελφή του ήταν η θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του Ανέστη και του θείου του Χρήστου, σπουδαίων Θεσσαλονικέων ιατρών, των οποίων ο πατέρας τους Εμμανουήλ Ανεστ. Αναγνωστάκης ήταν δάσκαλος Ρουστίκων και εισαγγελέας εφετων . Ο έτερος παππούς του Ιωάννης Κασιμάτης ήταν βουλευτής του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1945 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Ήταν ενταγμένος για κάποια χρόνια στο ΚΚΕ και μετά τη διάσπαση του, το 1968, εντάχθηκε στην πτέρυγα του ΚΚΕ εσωτερικού. Κατά την επταετή Χούντα ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση, ενώ το 1984 υπήρξε υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ Εσωτερικού.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α΄ Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας από τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.