Μανόλης Αναγνωστάκης: Ευαίσθητος και απρόβλεπτος, δηλαδή ποιητικός
Ένα κείμενο τιμή στην μνήμη του, με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση του μεγάλου Θεσσαλονικιού ποιητή
Λέξεις: Δημήτρης Κόκορης
Τιμώντας την επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, εστιάζουμε το βλέμμα σε ορισμένα κείμενά του, τα οποία υποβάλλουν την υψηλόβαθμη ευαισθησία του δημιουργού, αλλά και ένα γόνιμο ξάφνιασμα των αναγνωστών, που προκύπτει από «μη αναμενόμενες» καταθέσεις του λογοτέχνη.
Το 1950 ο εικοσιπεντάχρονος έγκλειστος στις φυλακές του Επταπυργίου Μανόλης Αναγνωστάκης – και ας προστεθεί: όχι απλώς φυλακισμένος αλλά, αρχικά, και σε θάνατο καταδικασμένος – στέλνει ένα κείμενο στον δεκαεννιάχρονο Ντίνο Χριστιανόπουλο, στο οποίο κρίνει και σχολιάζει τα ποιήματα, που μόλις είχαν κυκλοφορήσει και συγκροτούσαν την πρώτη έκδοση της ποιητικής συλλογής του Χριστιανόπουλου Εποχή των Ισχνών Αγελάδων.
Αν συνυπολογίσουμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε το κριτικό σημείωμα, διαπιστώνουμε ότι η συγγραφή του είναι δείγμα υψηλόβαθμης ευαισθησίας και ψυχικής αντοχής. Αξιοπρόσεκτο, επίσης, είναι ότι οι εξωγενείς συνθήκες δεν θολώνουν την κριτική ματιά του Αναγνωστάκη. Δεν ήταν μόνο οι σκληρές συνθήκες του εγκλεισμού και το φάσμα του θανάτου, που θα μπορούσαν να αμβλύνουν την κριτική του θέση, αλλά και το ότι ένας νεαρός ποιητής φροντίζει να του στείλει τα ποιήματά του, πράξη – που δεδομένων των ιδιαζουσών συνθήκων βίωσης του Αναγνωστάκη – δεν συγκροτούσε απλώς φιλοφρόνηση αλλά και ψυχολογική στήριξη.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον Αναγνωστάκη σε ευγενείς ευχαριστίες ή και σε γλυκερές συναδελφικές αβρότητες, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Το κριτικό σημείωμα είναι εύστοχο και διεισδυτικό. Δεν παραβλέπει τα θετικά στοιχεία της συλλογής του Χριστιανόπουλου, αλλά υποβάλλει και τις επιφυλάξεις του συγγραφέα του. Το κείμενο έφτασε στον Χριστιανόπουλο μέσω της Λούλας Αναγνωστάκη και παραθέτουμε ορισμένα σημεία του:
Ο Χριστιανόπουλος επηρεασμένος φανερά τόσο από τον Καβάφη όσο και από την ποίηση του Έλιοτ […], αναζητώντας το άτομό του μέσα στην Ιστορική περιοχή, επιχειρώντας επιτυχημένους πολλές φορές παραλληλισμούς, αλληλοεισδύσεις και υπαινιγμούς γεγονότων και πραγμάτων […] είναι αλήθεια πως δεν κατορθώνει πάντοτε, έτσι όπως διαφαίνεται καθαρά πίσω από κάθε αλλότριο σχήμα το δικό του πρόσωπο, να αποτυπώσει σε μια στέρεη και αποφασιστική μορφή τις αρχικές ποιητικές του συλλήψεις, να υφάνει γύρω από τον αρχικό πυρήνα της έμπνευσής του ένα οριστικό ατομικό εκφραστικό περίβλημα.
Δεν υπάρχει εδώ η ευτυχισμένη αντιστοιχία, η ισορρόπηση ανάμεσα στην πρώιμη γνωστική ωριμότητα του νέου ποιητή στα διανοητικά του ενδιαφέροντα και στην όποια ψυχική του εμπειρία, στο προσωπικό του «ψήσιμο» που σε ένα αρμονικό συγκερασμό θα έδιναν στη φωνή του την ευχέρεια και τη δύναμη, απαλλαγμένη από κάθε ξένη ανάμνηση, να βγάλει το δικό της ήχο […].
Ο Χριστιανόπουλος ασκώντας καθημερινά την εμπειρία του και αποκαλύπτοντας ολοένα τον εαυτό του, αργά ή γρήγορα θα ξεπεράσει τα σημερινά του πειράματα – που ’ναι κιόλας μια πολύ σοβαρή και γόνιμη αρχή – θα φτάσει μια μέρα στο άρτιο αποτέλεσμα. Ο δρόμος είναι δύσκολος και επικίνδυνος αλλά και γι’ αυτό αξίζει κάθε συμπάθεια και κατανόηση και οι αποτυχίες ακόμη, εδώ στέκουν πολύ ψηλότερα απ’ τη χρυσή μετριότητα [με την οποία] μας έχει βασανίσει ώς τώρα η τρέχουσα ποιητική – δήθεν – προσφορά των νέων μας. Με την Εποχή των Ισχνών Αγελάδων ο Χριστιανόπουλος μας δίνει το σημερινό μέτρο της πρώιμης πνευματικότητάς του.
Κάτω από την υπογραφή του Αναγνωστάκη έχει προστεθεί η εγγραφή «Αρχές Νοεμβρίου απ’ τις φυλακές Επταπυργίου». Σίγουρα, πρόκειται για τον Νοέμβριο του 1950, όχι μόνο γιατί τότε εκδόθηκε η Εποχή των Ισχνών Αγελάδων, αλλά και γιατί ο Αναγνωστάκης λίγο μετά τον Νοέμβριο του 1950 αποφυλακίστηκε, οπότε δεν υπάρχει άλλος Νοέμβρης, κατά τον οποίο να είχε γραφτεί το κείμενο στις φυλακές του Επταπυργίου. Ο Αναγνωστάκης δεν ενέταξε το κείμενο σε κάποιο από τα δοκιμιακά βιβλία του, ούτε το έστειλε για δημοσίευση σε κάποιο περιοδικό, αλλά βρέθηκε μισό αιώνα περίπου μετά τη συγγραφή του στο αρχείο του Ντίνου Χριστιανόπουλου.
Αναγνωστάκης και ποδόσφαιρο
Πάμε τώρα στη σχέση του Μανόλη Αναγνωστάκη με το ποδόσφαιρο, υπογραμμίζοντας ότι το συγκινησιακά δραστικότερο ελληνόγλωσσο δοκίμιο για το άθλημα γράφτηκε από τον ποιητή, «τον πρύτανη των ελλήνων ποδοσφαιρολόγων», όπως έχει αποκληθεί.
Ο Αναγνωστάκης με το δοκίμιο «Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ» (1984), το οποίο υπογράφει ως «Αλ. Καμής», αιφνιδιάζει την «πολιτικά ορθή» ελληνική διανόηση και αποενοχοποιεί ορισμένες βασικές πτυχές του λαοφιλέστερου παγκοσμίως αθλήματος, σε μία εποχή (μέσα της δεκαετίας του 1980) που διατηρούσε έως έναν βαθμό την κεκτημένη ταχύτητα της μεταπολιτευτικής πολιτικοποίησης και την απαξίωση του ποδοσφαίρου από την αριστερή σκέψη.
Ο Αναγνωστάκης καταθέτει την αγάπη του για το ποδόσφαιρο (χαρακτηριστική η κλητική προσφώνηση : «φίλοι που ζήσαμε και γεράσαμε στα γήπεδα») και υπογραμμίζει τον θαυμασμό του για την περίφημη ολλανδική ομάδα της δεκαετίας του 1970, χωρίς να παρακάμπτει τις σκοτεινές – αρνητικές πλευρές του ποδοσφαίρου και χωρίς να απέχει από το πεδίο του κοινωνικού προβληματισμού.
Στην ουσία το θέμα του είναι ενδοποδοσφαιρικό: καταγγέλλει την κατάπνιξη της φαντασίας, του αγωνιστικού αυθορμητισμού και την υποκατάστασή τους από τη μέχρι κεραίας οργανωμένη σκοπιμότητα για το αποτέλεσμα, γεγονός που οδήγησε όλες τις ομάδες να παίζουν παρόμοια, «επαγγελματικά» και ανέμπνευστα.
Διαβάζουμε σε ένα σημείο:
[…] μα είναι ποδόσφαιρο αυτό που βλέπω; Καλές ομάδες, δε λέω, μαχητικοί οι Βέλγοι, σταθερή η Λίβερπουλ, τεχνίτρα η Γιουβέντους, σκληροτράχηλη η Μπάγερν – αλλά, αλλά, αλλά, ποίο το διαφορετικό; (Θυμάμαι την πικρόχολη κουβέντα ενός φίλου, έμπειρου γερόλυκου των γηπέδων: «Καλή η Άρσεναλ. Ένα διεθνές φορμαρισμένο Αιγάλεω»).
Το δοκίμιο κλείνει με δύο ρητορικές ερωτήσεις, που υποστηρίζουν την επιλογική ευχή:
Θα μας ξαναθυμίσει άραγε κάποιος καμιά πάλι φορά πως το ποδόσφαιρο δεν είναι πια απλώς τεχνική, δεν είναι πια απλώς δύναμη, δεν είναι άθροισμα από εξωνημένες βεντέτες; Θα μας θυμίσει πάλι κανείς την έμπνευση, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό που γίνεται σοφία και τη σοφία που φαντάζει σαν αυθορμητισμός, το ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να είναι το πιο μοντέρνο χορογραφικό έργο Τέχνης, όπως μας απέδειξαν και μας το δίδαξαν οι νέοι Νιζίνσκι της δεκαετίας του ’70; Βίβα για πάντα, ΑΓΙΑΞ.
Ο συγγραφέας επιλέγει το συγκεκριμένο ψευδώνυμο, όχι τόσο για να αποφύγει τη διακύβευση της φήμης του ως συνεπούς – άρα: όχι πιστού ποδοσφαιρόφιλου – εκπροσώπου της ανανεωτικής Αριστεράς (το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Αυγή), αλλά κυρίως γιατί ήθελε να παραπέμψει στον Αλμπέρ Καμύ (βασικό εκπρόσωπο της μοντέρνας – και ενίοτε αριστερίζουσας – μεταπολεμικής φιλοσοφικής σκέψης), ο οποίος με δημόσιες τοποθετήσεις του προσπάθησε να ανορθώσει την αξία του πληττομένου και από την προοδευτική σκέψη αθλήματος.[ Αξιοσημείωτος ο αρνητικός τρόπος, με τον οποίο προσέγγισαν το ποδόσφαιρο η Σχολή της Φραγκφούρτης και η Σχολή Αλτουσέρ. ]
Ο Καμύ διαμέσου του ποδοσφαίρου «έμαθε […] να κερδίζει χωρίς να αισθάνεται θεός και να χάνει χωρίς να αισθάνεται σκουπίδι», ενώ σε κείμενό του στο περιοδικό France Football, δημοσιευμένο μάλιστα το 1957 και αφού είχε βραβευτεί εκείνη τη χρονιά με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, προτάσσει ως τίτλο τη φράση: «Όλα όσα γνωρίζω περί ηθικής και πειθαρχίας τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο».
Οι «Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου» του Μανόλη Αναγνωστάκη δημοσιοποιούνται το 1986 (στο περιοδικό Το Τέταρτο). Το «Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ» προλειάνει κάπως το έδαφος από το 1984, αλλά η πρόσληψη της ποίησης του Αναγνωστάκη σαν της πλέον πολιτικής κατάθεσης της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, καθώς και η έως τότε δημόσια-πολιτική παρουσία του καθιστούσαν μη αναμενόμενη τη σκιαγράφηση της παλαιότερης ζωής με όχημα το ποδόσφαιρο.
Το ξάφνιασμα των αναγνωστών και η διατάραξη της καθεστηκυίας ιδεολογικής και αισθητικής τάξης, κατεξοχήν στόχοι και της καλλιτεχνικής νεωτερικότητας, επιτυγχάνονται στο κείμενο του Αναγνωστάκη.
Κατ’ αρχάς, δηλώνει ευθαρσώς ότι «από το ’36 και πέρα, δεν μπορώ να απομονώσω στη μνήμη μου μια Κυριακή μακριά από κάποιο γήπεδο», ενώ χωρίς ίχνος ειρωνείας και με ειλικρινή συγκίνηση εξομολογείται –αυτός που υπήρξε όχι μόνο έγκλειστος σε φυλακή αλλά και μελλοθάνατος – το θαυμασμό του για ένα γειτονόπουλο, τον «θρυλικό Μπιζού», που αγωνίστηκε μία και μόνη φορά στην πρώτη ομάδα του ΠΑΟΚ «σ’ ένα φιλικό, χωρίς βαθμολογική σημασία και για φιλανθρωπικό σκοπό παιχνίδι». Ο «Ντελής» δέσποζε στο «αληταριό της Πλατείας Δικαστηρίων και της Χαλκέων».
Ο συγγραφέας των «σελίδων» διευκρινίζει:
Αν είχα είδωλο μου τον Ντελή και τον θαύμαζα τόσο πολύ, ήτανε γιατί ποτέ δεν τον είδα να ρίχνει ξύλο σε μικρά παιδιά. Αυτό πια το θεωρούσα (από τότε και μού ’μεινε ως σήμερα) σαν το ύψιστο εύσημο της Λεβεντιάς και της Ιπποσύνης.
Δεν αρνείται ότι υπήρξε «φανατικό σκυλί», αφού του κακοφάνηκε η κοινή συναναστροφή παικτών της ομάδας του με αντιπάλους την παραμονή του αγώνα. Ο φίλος του δεν συμφωνεί με το ότι οι ποδοσφαιριστές είναι «πουλημένοι» και του κάνει μαθήματα διαλλακτικότητας και ανοχής προς την αντίπαλη άποψη. Ο αυτοβιογραφούμενος σημειώνει: «Γύρισα στο σπίτι μου αφάνταστα μπερδεμένος. Ο κόσμος δεν ήτανε καθόλου απλός».
Και πάμε και σε ένα τελευταίο, αλλά μείζον από ποιητικής πλευράς, δείγμα της γόνιμης ανατρεπτικότητας που διέκρινε τον Μανόλη Αναγνωστάκη: από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 άρχισε σποραδικά να δημοσιοποιεί ποιήματα με το ψευδώνυμο Μανούσος Φάσσης, αλλά πραγματικά τάραξε τα λογοτεχνικά και φιλολογικά νερά εν έτει 1987,με το απολαυστικό, σατιρικό και αυτοσαρκαστικό, βιβλίο του Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του.
Το βιβλίο αυτό είναι ανατρεπτικό και μη αναμενόμενο, δηλαδή ψηλαφίζει δημιουργικά τον πυρήνα του καλλιτεχνικού φαινομένου στην ποιητική πτυχή του, αποφεύγοντας την ανιαρή επανάληψη και την δήθεν υψηλή πνευματικότητα, που συνοδεύει πολλά λογοτεχνικά βιβλία και ακόμη περισσότερες λογοτεχνικές εκδηλώσεις, κατά τις οποίες θεωρούμε μεν ότι επιτελούμε την δέουσα επαφή μας με τον πολιτισμό, προσπαθώντας ταυτόχρονα να πνίξουμε τα βαθιά μας χασμουρητά.
Ο Αναγνωστάκης δεν αξιοποιεί με πολύ λειτουργικό τρόπο απλώς το περιεχόμενο των ποιημάτων, αλλά χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά και την αγαπημένη του έμμετρη και ομοιοκατάληκτη μορφή, γεγονός που δεν αναμενόταν από έναν ποιητή, το εκτόπισμα του οποίου έως την εμφάνιση του «Μανούσου Φάσση» κυρίως οφειλόταν σε πικρές και εμπνευσμένες εκφράσεις ποιητικού ρεαλισμού, με ρυθμικό όχημα κυρίως τον ελεύθερο στίχο.
Έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε, για να προσεγγίσουμε με επάρκεια την συνολική παρουσία του Μανόλη Αναγνωστάκη, η οποία υπήρξε ποικιλόμορφη και πυκνή. Στον πυρήνα της διακρίνεται και το μη αναμενόμενο, το γόνιμα ανατρεπτικό και ενίοτε σαρκαστικό, δηλαδή το ουσιωδώς ποιητικό, που το αγγίζουμε όταν ξαφνιαζόμαστε δημιουργικά.
Εξ όνυχος τον λέοντα με δύο τελευταία δείγματα: το 1986, όταν ως Μανούσος Φάσσης εξέδωσε την μπαλάντα Ο κατήφορος, στην οποία αφθονούσαν οι σεξουαλικές συνδηλώσεις, ως εκδότης φέρονταν οι (ανύπαρκτες, βέβαια) «Εκδόσεις AIDS» .
Το 1981 και λίγο μετά τη δολοφονία ( = 08.12.1980) του Τζον Λένον, ροκ ειδώλου και ακτιβιστή, αλλά και με δεδομένο το εκτόπισμα της «Θείας Λένας» ( = Αντιγόνη Μεταξά) που παγιώθηκε μέσω κυρίως των ραδιοφωνικών εκπομπών της για τα παιδιά,[ Βλ. και τη σχετική επισήμανση του Γιώργου Ζεβελάκη : «Τριάντα χρόνια με τον Μανόλη Αναγνωστάκη», περ. The Books’ Journal, τχ. 59, (Οκτώβριος) 2015, σ. 54.
Η Αντιγόνη Μεταξά (1905-1971) κατά το χρονικό διάστημα 1942-1966 και χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Θεία Λένα», ήταν υπεύθυνη της «Ώρας του Παιδιού», καθημερινής εκπομπής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών με πολύ μεγάλη ακροαματικότητα.] ο Αναγνωστάκης κρατά στον Θούριο τη στήλη «Η αλληλογραφία μας. Μας ρωτάτε … σας απαντούμε», την οποία υπογράφει ως «Ο θείος Λένον που σ’ όλα απαντά», [ Βλ. και «Μανόλης Αναγνωστάκης : Χρονολόγιο», αναρτημένο στο http://www.greek-language.gr/Resources/literature/tools/concordance/timeline.html?cnd_id=2 .] με ένα ψευδώνυμο, δηλαδή, με υποφώσκουσα χιουμοριστικά και τη σκιά του κραταιού και για τα τότε αριστερά νιάτα Λένιν.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, εντέλει, ήταν και πολιτικός, και ερωτικός, και βαθιά υπαρξιακός. Πάντα ευαίσθητος, συνεχώς απρόβλεπτος, δηλαδή επί της ουσίας και όχι μόνον επί του τύπου ποιητικός.
¹ Αξιοσημείωτος ο αρνητικός τρόπος, με τον οποίο προσέγγισαν το ποδόσφαιρο η Σχολή της Φραγκφούρτης και η Σχολή Αλτουσέρ.
² Βλ. και τη σχετική επισήμανση του Γιώργου Ζεβελάκη : «Τριάντα χρόνια με τον Μανόλη Αναγνωστάκη», περ. The Books’ Journal, τχ. 59, (Οκτώβριος) 2015, σ. 54. Η Αντιγόνη Μεταξά (1905-1971) κατά το χρονικό διάστημα 1942-1966 και χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Θεία Λένα», ήταν υπεύθυνη της «Ώρας του Παιδιού», καθημερινής εκπομπής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών με πολύ μεγάλη ακροαματικότητα. Βλ. και «Μανόλης Αναγνωστάκης : Χρονολόγιο», αναρτημένο στο http://www.greek-language.gr/Resources/literature/tools/concordance/timeline.html?cnd_id=2 .
- Ο Δημήτρης Κόκορης είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.