Έτσι γεννήθηκε το πρώτο μπαρ της Θεσσαλονίκης, ο Δον Κιχώτης
Το 1976 ανοίγει ο Δον Κιχώτης. Αυτή είναι η ιστορία του θρυλικού Μπούφη και του πιο ιστορικού μπαρ της εποχής.
O Γιώργος Δημηκαρόπουλος δεν είναι αυτό που λέμε ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ακόμα και σήμερα που μεγάλωσε. Πόσο μάλλον στα νιάτα του. Χορτοφάγος, γυμνάζεται εντατικά, κατεβαίνει στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιώντας μόνο ποδήλατο. Απέχει από τα εγκόσμια όπως τα έζησε κάποτε. Ζει εδώ και χρόνια στα Μουδανιά.
Στα εβδομήντα του είναι σε τρομερή φόρμα και οι ιστορίες του θα μπορούσαν να καλύψουν τις ζωές τριών ανθρώπων, όχι ενός.Πάμε λοιπόν το παραμύθι από την αρχή.
Μεγαλωμένος και ξεψαρωμένος από πιτσιρίκος στη Θεσσαλονίκη, σε ζόρικα χρόνια, έκανε ότι δουλειά μπορεί να φανταστεί κανείς.
Από τσιλιαδόρος σε μπαρμπουτιέρικο του εξήντα που σύχναζε ο Σπύρος Ζαγοραίος μέχρι μουσικός σε ένα μυθικό κέντρο στο δάσος στο Ρετζίκι, που σύχναζαν φορτηγατζήδες που χόρευαν στην πίστα blues με τραβεστί και στην πόρτα πάντα εμφανίζονταν για να κόβουν κίνηση ασφαλίτες ενώ πάνω στην πίστα ένας Ηρακλής μασίστας τύπου Τσινετσιτά έκανε άθλους! Στο μαγαζί για να καταλάβετε που ήταν κυριολεκτικά στο πουθενά τους ανέβαζε ο ιδιοκτήτης με το αυτοκίνητο του, έπαιζαν το πρόγραμμα τους, γινόταν ότι γινόταν και μετά τους επέστρεφε στην πόλη.
Ανάμεσα στις υπόλοιπες δουλειές της ζωής της ήταν το εμπόριο κοσμημάτων από την Ανατολή. Στις πιο ανύποπτες εποχές ξεκινούσε από τη Θεσσαλονίκη, πήγαινε στην Τεχεράνη αρχές των 70ς από κει στην ιερή πόλη Μασάντ, αγόραζε πέτρες τυρκουάζ, περνούσε τα σύνορα με το Αφγανιστάν, πήγαινε στην πόλη Χεράντ, εκεί γυναίκες της πόλης με μια ειδική τεχνική με καλαμάκι μεταλλικό στο στόμα φυσούσαν το ζεστό υλικό και έφτιαχναν δαχτυλίδια που τα πουλούσε γυρνώντας με ποδήλατο στα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης κατόπιν!
Οι ήρωες του ήταν πάντα αντισυμβατικοί. Έβλεπε στα σινεμά ταινίες του Ροζέ Βαντίμ και το Rock around the clock αλλά ταυτίζονταν με τον Τζιν Βίνσεντ και το underground κίνημα. Όταν ήρθαν οι Stones στην Αθήνα το 1967 στήθηκε μια βδομάδα στο Χίλτον για ένα αυτόγραφο και τα κατάφερε να το πάρει.
Έφυγε στη μέση της Χούντας στην Αγγλία γιατί δεν άντεχε εδώ. Είχε ένα φίλο γιατρό εκεί που του είπε έλα και θα βρούμε κάτι να κάνεις. Βρέθηκε να μένει σε ένα κοινόβιο στο άγριο Λίβερπουλ, παρέα με ιδεολόγους κομμουνιστές από την Πράγα και τον Cat Stevens να δίνει συναυλίες για κοινωνικούς σκοπούς. Εκεί ανάμεσα σε ένα σκηνικό φτώχειας, εγκληματικότητας, ναρκωτικών και συμμοριών εργάστηκε στο Great Georges Community Cultural Project, ένα μυθικό art project του εβδομήντα με μισθό 3000 δραχμών τότε. Είδε συναυλίες μυθικές όπως του Miles Davis που τον επηρέασε πολύ και τον έκανε να λατρέψει τη τζαζ, γνώρισε τη σύντροφο του, Σκωτσέζα στην καταγωγή με σπουδές Καλών Τεχνών στο Άμστερνταμ και αποφασίζει να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη.
Μαζί τον εικαστικό Αθηνόδωρο Καλφόπουλο, που πάντα είχε καλλιτεχνικές τάσεις και ζωγράφιζε και που αργότερα έγιναν κουμπάροι αποφασίζουν να ανοίξουν, σε μια Θεσσαλονίκη που ακόμα περνούσαν κάρα στη Μητροπόλεως, ένα bar. Με επιρροές από τις pub τις Αγγλίας, στέκι τους το τότε Hostel της Πρίγκηπος Νικολάου που έκανε στάση το Magic Bus της εποχής, με ιδέες για πολλές εικαστικές παρεμβάσεις και ελάχιστα μέσα ξεκίνησαν ένα άγνωστο είδος. Στην οδό Μορκεντάου. Το 1976. Στο χώρο που μέχρι τότε είχε το εργαστήριο της η μυθική ζωγράφος της εποχής η Χρύσα Ταντανάση. Εκεί γεννήθηκε το πρώτο bar της πόλης. Που μέχρι τότε είχε μια pub τη Fox λίγο παραπέρα.
Το μπαρ ανοίγει και γίνεται από την πρώτη μέρα στέκι. Στο χώρο δεσπόζει μια καρέκλα παλιού κουρείου από το Σικάγο. Μπάρμπαν αναλαμβάνει ο Γιάννης Πιπίνης. Τα ανήσυχα παιδιά του κέντρου στην αρχή και μετά όλη η πόλη περνά από κει. Ο Γιάννης Μπουτάρης και ο Κωστής Μοσκώφ γίνονται οι καλύτεροι πρεσβευτές του. Η τεράστια επιτυχία του ενοχλεί. Ο Ελληνικός Βορράς το αποκαλεί συχνά πυκνά διαφθορείο και κάποια στιγμή αρχίζουν οι επισκέψεις της αστυνομίας. Μια μέρα σκάνε μύτη 2 πούλμαν αστυνομικοί και μπουζουριάζουν κόσμο και κοσμάκη, επώνυμους και ανώνυμους και βέβαια τον Μπούφυ, όπως ήταν το ψευδώνυμο που του είχαν κολλήσει οι φίλοι του πια, με την κατηγορία ότι βρήκαν στο μαγαζί ένα μαχαίρι! Μάλιστα ο τίτλος τη εφημερίδας την επόμενη μέρα ήταν: ’’Συνελήφθη φέρων μαχαίρι’’. Οδηγήθηκε στο τμήμα με χειροπέδες. Εποχές νόμου περί τεντυμποϊσμού. Ο Αθηνόδωρος στο μεταξύ αποφασίζει να αποχωρήσει για να φτιάξει κάτι πιο ήρεμο, παίρνει το μερίδιο του και στήνει το Μικρό Καφέ.
Ο Γιώργος συνεχίζει. Ξεκινά τα live. H αγάπη για τη τζαζ τον φέρνει κοντά στο Σάκη Παπαδημητρίου, το Φλώρο Φλωρίδη που παίζουν στο μαγαζί. Κατεβαίνει στην Αθήνα και συννενοείται με τους διοργανωτές συναυλιών της εποχής όπως ο Παράκος, μοιράζονται τα έξοδα των μετακλήσεων και φέρνει στη Θεσσαλονίκη ονόματα όπως ο Trevor Watts, Peter Brozman, Peter Kowald, Luis Moholo, Leo Smith.
Σερβίρει τα πρώτα κοκτέιλ της εποχής. Ο κόσμος πίνει τεκίλα, τζιν και βότκα, οι περισσότεροι για πρώτη φορά, πηγαίνει στη Μύκονο ένα καλοκαίρι και από ένα διάσημο barman από το LA μαθαίνει να φτιάχνει μυθικά για την εποχή κοκτέιλ όπως το Γκαλιάνο, χρησιμοποιεί ασπράδια αυγού, πράγματα προχωρημένα για την εποχή. Και ξεκινά τα πάρτι. Πάρτι που γίνονται διάσημα μέχρι στην Αθήνα. Για είκοσι χρόνια θα περάσουν όλοι από δω. Από τη Γαλάνη και την Κανέλη μέχρι το Μπακιρτζή, τους Άγαμους Θύτες και σύσωμο το ΚΚΕ εσωτερικού, την παλιά ΕΔΑ και το ΠΑΣΟΚ των πρώτων χρόνων. Μαζί από κοντά και όλη η νεολαία της εποχής. Που έβγαινε σε ταβέρνες από νωρίς για φαγητό και μετά κατέληγε στο Δον Κιχώτη για το ποτό της ημέρας. Το όνομα του μπαρ είχε βγει από την ομώνυμη ταινία με τον Πήτερ Ο Τουλ. Σε λίγα χρόνια η γειτονιά θα αποκτήσει και άλλους πόλους έλξης. Το Λούκυ Λουκ, το Σαβόι, το Μπερλίν.
Το 1994 ο Μπούφης αποφασίζει να δώσει το μαγαζί, οι εποχές είχαν αλλάξει πια πολύ στη νύχτα της πόλης και ο κύκλος των 20 χρόνων είχε γίνει. Ο Δον Κιχώτης σαν όνομα κρατήθηκε από τους μετέπειτα ιδιοκτήτες μέχρι τις μέρες μας.
Ο Γιώργος Δημηταρόπουλος νοιώθει σήμερα ευλογημένος που αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον κόσμο. Άδικο έχει;