Θεσσαλονίκη

Ένα κρυμμένο σταυροδρόμι αιώνων στην «καρδιά» της Θεσσαλονίκης

Σε ένα σημείο που το έχεις προσπεράσει αμέτρητες φορές χωρίς όμως να το παρατηρήσεις

Ραφαήλ Γκαϊδατζής
ένα-κρυμμένο-σταυροδρόμι-αιώνων-στην-1293810
Ραφαήλ Γκαϊδατζής

Κάθε βόλτα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι και μια συνάντηση με την ιστορία.

Σε κάθε κεντρικό δρόμο ή και στενό του κέντρου της πόλης μπορεί να έρθεις σε επαφή με σημεία που δεν γνώριζες πως υπάρχουν.

Σημεία από το ένδοξο παρελθόν της κοσμοπολίτισσας Θεσσαλονίκης που αποτελούσε για αιώνες σταυροδρόμι πολιτισμών.

Ένα από αυτά τα μυστικά λοιπόν υπάρχουν στην πίσω πλευρά του Ιερού Ναού Νέας Παναγίας στο νοτιανατολικό τμήμα της παλιάς πόλης της Θεσσαλονίκης, σε μικρή απόσταση από τον Λευκό Πύργο.

Μπορεί να πρόκειται για μια εκκλησία που είναι κτισμένη από το 1727, να «κουβαλά» και άλλους αιώνες ιστορίας, αλλά λόγω της τοποθεσίας της επί της Δημ. Γούναρη, την έχεις προσπεράσει αμέτρητες φορές χωρίς να την παρατηρήσεις.

Στο πίσω μέρος λοιπόν της εκκλησίας υπάρχει ένα σημείο στο οποίο «ενώνονται» ιστορίες αιώνων της πόλης.

Πρόκειται για το σημείο που με σωστικές ανασκαφές της Εφορείας Αρχαιοτήτων πόλης Θεσσαλονίκης αποκαλύφθηκαν τα ευρήματα του αρχαίου Ιπποδρόμου Θεσσαλονίκης και αναδείχθηκαν με την κατασκευή μιας μεταλλικής πεζογέφυρας που, περνώντας πάνω από την περιοχή των ευρημάτων, συνδέει την οδό Μητροπόλεως και την πλατεία Φαναριωτών με τον μνημειακό άξονα της Δ. Γούναρη.

Στεκόμενοι λοιπόν στην πεζογέφυρα αυτήν, ας κάνουμε ένα «ταξίδι» πολύ πίσω στον χρόνο για να μιλήσουμε για την ιστορία της «Τρανής Παναγίας» όπως αλλιώς ονομάζεται ο Ιερός Ναός της Παναγίας, αλλά φυσικά και για τον περίφημο Ιππόδρομο, Το «Circus Maximus» της υστερορωμαϊκής Θεσσαλονίκης.

Ιερός Ναός Νέας Παναγίας

Η χρονολογία του 1727 προκύπτει από μαρμάρινη επιγραφή πάνω από τη νότια είσοδο του ναού και τιμάται στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου στη θρησκεία μας έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τη Γέννησή της και γι’ αυτό το λόγο η εκκλησία έμεινε γνωστή στο πέρασμα των αιώνων ως «Μεγάλη Παναγία» σε αντίθεση με την «Μικρή Παναγία» ένα προσωνύμιο που «ακολουθεί» το ναό της Παναγούδας.

Βέβαια, ο ναός βρίσκονταν εκεί αιώνες πριν, καθώς από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι κατά τον 12ο αιώνα υπήρχε στο χώρο ένα μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία.

Μάλιστα, υπάρχει το 1666 αναφορά από τον Γάλλο περιηγητή, R.de Dreux.

Η Μονή που βρισκόταν στο σημείο καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1690.

Όσον αφορά τον Ιερό Ναό με τη σημερινή του μορφή, ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με γυναικωνίτη. Στη δυτική πλευρά του οικοδομήματος διαμορφώνεται στοά, ενώ στη νότια είναι προσαρτημένο νεοκλασικό πρόπυλο, το οποίο αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.

Το καμπαναριό, λόγω των σοβαρότατων ζημιών από τον σεισμό του 1978, κατεδαφίστηκε και χτίστηκε ξανά.

Στο εσωτερικό του ναού ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακόσμησή του: στο Ιερό Βήμα και στον γυναικωνίτη σώζονται αξιόλογες τοιχογραφίες του 18ου αιώνα, οι οποίες έχουν ως πρότυπό τους τη ζωγραφική της εποχής των Παλαιολόγων, ενώ περίτεχνο είναι το επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο. Ο δεσποτικός θρόνος, ο άμβωνας και οι αγιογραφίες της οροφής ανάγονται στον 19ο αιώνα.

 Πως να φτάσετε

Και αφού λοιπόν φτάσετε, κάντε τον κόπο να πάτε από την πίσω πλευρά του ναού, να ανεβείτε στη μεταλλική πεζογέφυρα και να δείτε ένα μικρό κομμάτι ενός ιστορικού -κάποτε- σημείου της πόλης.

Πρόκειται φυσικά για τον Ιππόδρομο, Το «Circus Maximus» της υστερορωμαϊκής Θεσσαλονίκης.

Κατά τους χρόνους της Τετραρχίας ο Ιππόδρομος ήταν ένα από τα σημαντικότερα δημόσια οικοδομήματα διότι, εκτός από τους αγώνες που διεξάγονταν σε αυτόν, αποτελούσε έναν κατ’ εξοχή πολιτικό χώρο, όπου ο λαός επικοινωνούσε με τον αυτοκράτορα και εξέφραζε τη βούλησή του.

Ο Ιππόδρομος της Θεσσαλονίκης ήταν κτισμένος νότια της κύριας λεωφόρου (decumanus maximus), που περνούσε κάτω από την Αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα), μεταξύ του τείχους της πόλης και του ανατολικού ορίου του ανακτόρου. Η χωροθέτηση αυτή επέτρεπε στον αυτοκράτορα να εισέρχεται, διαμέσου των κτισμάτων του ανακτόρου, στο αυτοκρατορικό θεωρείο (κάθισμα), που βρισκόταν στο δυτικό σκέλος του Ιππόδρομου μεταξύ της «Αψιδωτής αίθουσας» και της Βασιλικής.

Ο συνδυασμός ιππόδρομου και ανακτόρου εντάσσεται στα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά ρεύματα της εποχής αυτής, με αντίστοιχα παραδείγματα στην Αντιόχεια επί του Ορόντη, στους Τρεβήρους, στο Μιλάνο, στην Ακυληία, στο Σίρμιο και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη.

Κατασκευάσθηκε στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, ενώ σύμφωνα με τις γραπτές πηγές συνέχισε να λειτουργεί τουλάχιστον μέχρι τον 6ο μ.Χ. αιώνα.

Το οικοδόμημα είχε μήκος περίπου 450μ. και πλάτος 95μ. Το βόρειο άκρο του από το οποίο γινόταν η εκκίνηση των αρμάτων (ιππάφεση) ήταν περίπου στο ύψος της εκκλησίας της Υπαπαντής, ενώ το νότιο ημικυκλικό τμήμα του (σφενδόνη) οριοθετείται νότια της οδού Μητροπόλεως.

Ο στίβος του ιππόδρομου χωριζόταν κατά μήκος, σε δύο τμήματα από έναν χαμηλό τοίχο με καμπύλα βάθρα στα άκρα τον εύριπος. Ο τοίχος αυτός, συνήθως ήταν διακοσμημένος με αγάλματα, δεξαμενές νερού, οβελίσκους κ.ά. Η θέση του ευρίπου του Ιπποδρόμου της Θεσσαλονίκης, ταυτίζεται με τμήμα της νησίδας της σημερινής Πλατείας Ιπποδρομίου.

Τα ερείπια του Ιπποδρόμου σώζονται αποσπασματικά.

Ένα μικρό τμήμα του δυτικού σκέλους είναι ορατό ανατολικά της εκκλησίας της Νέας Παναγίας (πλατεία Φαναριωτών), ενώ άλλα διατηρούνται στα υπόγεια των σύγχρονων οικοδομών.

Η εικόνα στο σημείο πριν την ανάπλαση

Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης

Ο ρωμαϊκός ιππόδρομος, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, σημείο αναφοράς και πόλος έλξης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της Θεσσαλονίκης για τουλάχιστον τρεις αιώνες, από τις αρχές του 4ου αι. μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ., αποτελούσε έναν χώρο ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητας σε μια αυτοκρατορική έδρα, που ήταν κοσμημένη με αντίστοιχης λαμπρότητας οικοδομήματα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα