Έναν τίτλο για το τέλος
Εκεί μέσα γεννήθηκαν δυνατές φίλιες, και έρωτες και δράματα, χτίστηκαν σχέσεις, και χάλασαν σχέσεις, κάποιοι έμαθαν δημοσιογραφία εκεί μέσα, άλλοι δεν επρόκειτο ποτέ όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
*Κείμενο της δημοσιογράφου Σοφίας Χριστοφορίδου, όπως αναρτήθηκε στον προσωπικό της ιστότοπο
Λέξεις: Σοφία Χριστοφορίδου
Ένας κύκλος κλείνει, άλλοι ανοίγουν. Μετά από δέκα χρόνια στη «Μακεδονία» (δέκα χρόνια και δυο μήνες για την ακρίβεια) για μένα. Για τους υπόλοιπους μια ενηλικίωση και βάλε. Είναι η δεύτερη φορά που βρισκόμαστε στην ίδια θέση- και τότε ήταν Οκτώβριος, αλλά το 2011. Ίδια; Όσο ίδιο είναι το νερό στο ποτάμι.
Επίσχεση εργασίας. Ξανά. Με τελείως διαφορετικές συνθήκες. Πολύ χειρότερες για εμάς, για τον κλάδο, για τη χώρα. Μετά από μια βασανιστική, εξουθενωτική περίοδο μηνών, χρόνων. Με κρίση μέσα στην κρίση, μέσα στην κρίση. Σαν καθρέφτες που σε οδηγούν στο άπειρο.
Ίσως η πιο δύσκολη στιγμή το τελευταίο διάστημα να ήταν το καλοκαίρι με capital controls. Τότε πήραμε την απότομη κατηφόρα, αυτή την τελευταία που μας οδήγησε εδώ που είμαστε. Θα μου πεις εμείς ζούσαμε την ιδιότυπη αυτή κατάσταση εδώ και χρόνια. Αναγκαστικοί περιορισμοί αναλήψεων, αφού οι καταθέσεις στο λογαριασμό μισθοδοσίας ήταν όσο το χαρτζιλίκι ενός έφηβου, έναντι παρελθόντων μηνών (ή και ετών). Ζούσαμε το χρόνο διαφορετικά- όταν για τους άλλους ήταν πρωτοχρονιά του 2016 για μας μπορεί να ήταν το καλοκαίρι του 2015, φέτος το καλοκαίρι ζούσαμε στην άνοιξη του 2016.
Βέβαια για τους υπόλοιπους- ΔΕΗ, αέριο, εκμισθωτές, ο χρόνος κυλά γραμμικά. Τα τηλεφωνήματα από τράπεζες στη δουλειά είχαν καταντήσει το δικό μας εσωτερικό ανέκδοτο, ο ένας να λέει στον άλλο τεχνικές για να αποφεύγει τις εισπρακτικές, κι όλοι μαζί να θυμώνουμε και να χαιρόμαστε στο τέλος που πάλι τους ξεγελάσαμε. Αλλά εκείνο το καλοκαίρι του 2015 ήταν το κάτι άλλο. Θα πληρωθούμε ξανά; Θα έχει η εφημερίδα λεφτά να αγοράσει χαρτί; Λεπτομέρειες σε μια χώρα στο χείλος της καταστροφής, στα όρια της απόγνωσης – εμείς έπρεπε να είμαστε εκεί για να καλύψουμε την κατάσταση, την αγωνία του κόσμου…
Κι ύστερα έπρεπε να βρούμε τρόπους, να κάνουμε αλχημείες για να καλυφθούν τα έξοδα κάπως (από την τσέπη μας, ή με διάφορα τεχνάσματα) για να βρεθούμε στη Λέσβο και την Ειδομένη για να καλύψουμε την προσφυγική κρίση. Να βρούμε τρόπο να είμαστε παντού, σε όλα τα θέματα κι ας κάναμε ο ένας τη δουλειά που κάποτε έκανε ολόκληρο τμήμα. Έπρεπε να καλύψουμε τη δική μας, εσωτερική κρίση, να κρύψουμε το πρόβλημα από τα χαιρέκακα βλέμματα, να προστατεύσουμε το όνομα και το κύρος της εφημερίδας. Σαν ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, που όλοι το ξέρουν ότι τα έχασε όλα, έχει μείνει ταπί και τρώει άλαδες φακές στο σπίτι, αλλά θα βάλει το λαμπερό της φόρεμα για να βγει έξω.
Τουλάχιστον λες κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας, κι ακόμα παραπάνω. Μέχρι την τελευταία στιγμή. Σαν τον γιατρό που έχει κάνει τα πάντα για να μην χάσει τον ασθενή. Σαν το συγγενή που έχει λιώσει τόσα χρόνια στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου, αλλά δεν αποφασίζει να αποσυνδέσει τον άνθρωπο του από τα μηχανήματα που τον κρατούν στη ζωή. Και τι ειρωνεία. Την απόφαση που δεν μπορούσαμε να πάρουμε τόσο καιρό εμείς, την πήρε το ίδιο το μηχάνημα. Από μηχανής θεός. Χάλασε την κρίσιμη στιγμή. Σύμπτωση; Ποιος ξέρει. Λύση του δράματος. Λύση; Ποιος ξέρει. Θα μου πεις τα μηχανήματα επισκευάζονται. Όμως στο μεταξύ ο άνθρωπος μπορεί να έχει φύγει.
Στην περίπτωσή μας πρώτος εγκατέλειψε το πλοίο ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης (κάποια στιγμή θα πρέπει να ειπωθούν πολλά και για αυτόν, δεν είναι ακόμα η ώρα). Τελευταίοι φεύγουμε εμείς, οι εργαζόμενοι. Μείναμε για χρόνια στο ακυβέρνητο πλοίο. Χωρίς καύσιμα για τις μηχανές. Τραβήξαμε κουπί, πολύ κουπί. Με κόντρα άνεμο. Αλλάξαμε ρότα, ξανά και ξανά για να αποφύγουμε τις ξέρες. Δεν τα καταφέραμε.
Στο μεταξύ είχαν φύγει και οι αναγνώστες. Φταίει κι εμείς. Κυρίως εμείς. Όπου «εμείς» βάλτε την εφημερίδα, τη διοίκηση πρωτίστως που έπαιρνε τις αποφάσεις, τους εργαζόμενους. Όλοι κάναμε λάθη. Φταιν κι οι καιροί που άλλαξαν. Ποιος πληρώνει πια για ενημέρωση; Και τι είδους ενημέρωση να πάρει; Στην εποχή του ίντερνετ; Στον καιρό του clopy paste και των click baits; Ποιος ενδιαφέρεται να ενημερωθεί, όταν έχει τα δικά του προβλήματα να λύσει; (Kαι τι είδους ενημέρωση να πάρει, θα μου πεις; Μεγάλη κουβέντα…). Φταίει κι η πόλη και η νοοτροπία της. Να μην στηρίζει όχι τη «Μακεδονία», που ήταν η αρχαιότερη (από το 1911) στη Β. Ελλάδα, αλλά έστω ένα, ένα βρε αδερφέ, οποιοδήποτε τοπικό φύλλο.
Τουλάχιστον έχω να λέω ότι ήμουν περήφανη που δούλεψα στη «Μακεδονία». Απλήρωτοι για μήνες, αλλά εκεί, να βγάζουμε ειδήσεις, να καλύπτουμε θέματα, σαν να μην είχε αλλάξει κάτι. Δεν κιτρινίσαμε, δεν λαϊκίσαμε, δεν υποδαυλίσαμε ξενοφοβικά ένστικτα, δεν διαστρεβλώσαμε, είχαμε αρχές, ψυχραιμία και αξιοπρέπεια, βγάλαμε αποκλειστικές ειδήσεις, αποκαλύψαμε (και μας αντέγραψαν) αναδείξαμε θέματα της πόλης, δώσαμε φωνή σε όσους είχαν κάτι να πουν, σε όσους φώναζαν για την αδικία. Κι αυτό στις μέρες που διανύει ο Τύπος δεν είναι καθόλου δεδομένο…
Χθες στην εργασιακή συνέλευση ήμασταν ήρεμοι. Είχαν προηγηθεί δεκάδες συνελεύσεις. Να μιλάμε ατέλειωτες ώρες, να φαγωνόμαστε μεταξύ μας, άλλοι να διασταυρώνουν ιδεολογικά ξίφη, άλλοι να βγάζουν μπροστά τις ουτοπίες τους, άλλοι να μοιρολατρούν… Been there done that. Πολλές φορές. Παραμονές Χριστουγέννων και Μεγάλη Πέμπτη και αμέσως μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Ταπί και με τα νεύρα στην τσίτα. Χθες δεν ήταν έτσι. Ξεμείναμε από ελπίδες και αυταπάτες. Μόνο το οτιδήποτε που σώζεται μας ένοιαζε, γιατί έρχεται χειμώνας και θα είναι κρύος ο φετινός. Και μετά πήγαμε για καφέ, χωρίς σοκολατένιες ελίτσες, και λέγαμε γελώντας για τα απίθανα περιστατικά που έζησε ο καθένας μας όλα αυτά τα χρόνια στην εφημερίδα.
Εκεί μέσα γεννήθηκαν δυνατές φίλιες, και έρωτες και δράματα, χτίστηκαν σχέσεις, και χάλασαν σχέσεις, κάποιοι έμαθαν δημοσιογραφία εκεί μέσα, άλλοι δεν επρόκειτο ποτέ όσα χρόνια κι αν περνούσαν. Άλλοι δούλεψαν με το φιλότιμο, άλλοι με το δε βαριέσαι, κι υπόλοιπο φορτωμένοι στις πλάτες των άλλων. Μεγάλα λόγια για συναδελφική αλληλεγγύη διαψεύστηκαν. Κάποιοι ευνοήθηκαν από την εργοδοσία, κάποιοι αδικήθηκαν κατ’ επανάληψη, όλοι πληρώσαμε τα λάθη της.
Σήμερα ξύπνησα από τις 6.30 το πρωί. Ποια; εγώ, που μετρούσα στα καλά αυτής της δουλειάς ότι δεν χρειαζόταν να ξυπνώ νωρίς. Καθόμουν και χάζευα την ανατολή… Η δύση έχει τα πιο ένδοξα χρώματα- κι αν μένεις στη Θεσσαλονίκη ζεις μια τελετή ενθρόνισης του βασιλιά ήλιου κάθε απόγευμα, και λες «χαλάλι» για όλα τα άλλα. Η ανατολή είναι πιο μουντή, αγουροξυπνημένη. Η μέρα ψάχνει να βρει τα πατήματά της. Θέλει δυο γουλιές δυνατό καφέ για να ξυπνήσει και να ανασκουμπωθεί. Σαν κι εμάς.
Tώρα που το σκέφτομαι γράφω τόσην ώρα χωρίς μια γεμάτη κούπα δίπλα μου. Ώρα να βάλω το νερό να βράζει. Και να βρω έναν τίτλο για το τέλος.