Έντεκα και επτά πρώτα λεπτά
45 χρόνια από το σεισμό της Θεσσαλονίκης η parallaxi δίνει το λόγο σε τέσσερις Θεσσαλονικείς που θυμούνται εκείνη τη νύχτα και τι ακολούθησε
Ακριβώς πριν από 45 χρόνια την 20η Ιουνίου στις 11:07 το βράδυ η Θεσσαλονίκη σείεται από έναν σεισμό έντασης και διάρκειας δευτερολέπτων. Οι άνθρωποι τρομαγμένοι αναζητώντας μία διέξοδο έφυγαν όσο πιο μακριά μπορούσαν.
Σχεδόν 500.000 από ένα σύνολο 700.000 εγκατέλειψαν την πόλη. Οι υπόλοιποι 200.000 που είτε δεν είχαν κάπου να πάνε, είτε δεν ήθελαν να αποχωριστούν τα σπίτια τους, έμειναν στα πάρκα, στα πανεπιστήμια και στα γήπεδα. μέσα σε σκηνές, καθώς και στις υπαίθριες ανοιχτές εκτάσεις της Θεσσαλονίκης. Η μαύρη σελίδα γράφεται σε μία πολυκατοικία της οδού Ιπποδρομίου.
49 στο σύνολο οι νεκροί, 29 εκ των οποίων στην πολυκατοικία.
11 και επτά πρώτα λεπτά
Λέξεις: Λόης Παπαδόπουλος / Εικόνα: Αρχείο Παππού – Ευαγγελίδη
Ήταν η ερώτηση που δικαιολογημένα, αλλά με τρόπο σχεδόν νοσηρό σφηνώθηκε στις συζητήσεις μας για εβδομάδες, μπορεί και για μήνες: «εσείς πού βρισκόσασταν τότε;».
Το τότε ήταν η ώρα του σεισμού. 21 Ιουνίου, 11 το βράδυ.
Εμείς, νέοι αρχιτέκτονες, δουλεύαμε ως αργά. Είχαμε μόλις φύγει από το γραφείο στη Γεωργίου Νικολαΐδη και με δύο αυτοκίνητα παρκάραμε στην ταβέρνα του Λαδά, στα πεύκα πάνω από το Καυταντζόγλειο. Ζεστή καλοκαιρινή βραδιά, είχε κόσμο. Περιμένοντας όρθιοι για τραπέζι κουνηθήκαμε γερά. Αλλά εκεί έχει βράχο, η δόνηση ήταν δυνατή αλλά δε σ‘ ανησυχούσε. ‘Άλλωστε όλοι στη Θεσσαλονίκη, ένα μήνα και βάλε μετά το σεισμό της 23 Μαΐου κουνιόμασταν συνέχεια. Ας πούμε ότι είχαμε εξοικειωθεί με το τρέμουλο της γης – ίσως για να ξορκίσουμε τους φόβους μας, παπαγαλίζαμε με ύφος το jargon των σεισμολόγων: κύριος σεισμός, μετασεισμοί, τόσα ρίχτερ. Νομίζω, μάλιστα, ότι παρά την ταραχή, κάποιοι θαμώνες έδειξαν διάθεση να μη διακόψουν την ευωχία τους, ενώ ο ιδιοκτήτης έσπευδε ανήσυχος να πληρωθεί τους λογαριασμούς.
Ωστόσο, οι πιο αγχώδεις διέκριναν χαμηλά, από την πλευρά της πόλης, ένα μεγάλο κόκκινο σύννεφο να μεγαλώνει, ενώ μια αλλόκοτη βουή ολοένα γέμιζε το κενό. Σεισμός. Μια αντάρα φόβου απλώνονταν. Κινητά δεν υπήρχαν, ανήσυχοι γονείς έσπευσαν να επικοινωνήσουν με τα παιδιά, όλοι με τους δικούς τους, το τηλέφωνο της ταβέρνας μπούκωσε. Εκνευρισμός, καυγάδες για προτεραιότητα, επιθετικότητα ανάμεσα στους πελάτες – μια νέα ανθρωπολογία εγωισμού αναδύονταν.
Οδήγησα δύσκολα προς το μποτιλιαρισμένο κέντρο, πάρκαρα πρόχειρα στο πεζοδρόμιο στην Αγγελάκη κι εκεί έμεινε το αυτοκίνητο σίγουρα για όλο το βράδυ. Βρήκαμε τους γονείς μας στην Πλατεία Ναυαρίνου, ταλαιπωρημένους μέσα σ΄ένα πλήθος ηλικιωμένων. Η ψυχραιμία μου άντεξε μέχρι τη Γρηγορίου Παλαμά. Ένας στοίχος από παρκαρισμένα αυτοκίνητα σακατεμένα από πτώσεις γείσων και κεραμιδιών από διατηρητέα του δρόμου, το οδόστρωμα σπαρμένο με κομμάτια μάρμαρο και σοβάδες. Αίφνης το νέο που απλώνονταν: γκρεμίστηκε ο «Νίκος» στην Ιπποδρομίου.
Δε μπορώ να ανακαλέσω αν εκείνη τη δύσκολη ώρα περίμενα από κάποιον να οργανώσει το χάος. Το Δήμο, την Πυροσβεστική; Αυτό που μάς προστάτευσε από το λύκο που χαίρεται στην αναμπουμπούλα δεν ήταν τόσο η αναιμική παρουσία της αστυνομίας, η οποία φρόντιζε κυρίως για τον αποκλεισμό της περιοχής, όπου κατέρρευσε η πολυκατοικία. Ήταν ο φόβος όλων μας αυτό που υπαγόρευσε το σχήμα μιας συνετής συλλογικής στάσης. ‘Όσα είχαμε αφομοιώσει από τον πρόσφατο σεισμό του Μαΐου για το ενδεχόμενο ενός τσουνάμι απέτρεψαν τις συγκεντρώσεις κοντά στην παραλία. Και ο ζεστός καιρός επέτρεψε την πρόχειρη διανυκτέρευση έξω από τα σπίτια.
Πώς το βίωμα γίνεται ιστορία. Η «Μακεδονία» των επόμενων ημερών αντικειμενικοποιούσε τα συμβάντα: περιγραφές, στοιχεία, φωτογραφίες αριθμοί. Στιγμιότυπα – ανεκδοτολογία για ατομικές τραγωδίες, για συμπτώσεις που έσωσαν ή που κατέστρεψαν μια ζωή, αυθαίρετες κρίσεις για το ποιες είναι οι πλέον επίφοβες για κατάρρευση κατασκευές, οι γωνιακές ή οι μεσαίες. Ποια είναι η ταξική ταυτότητα της συμφοράς, πέφτουν οι πολυκατοικίες του Κέντρου ή στους λαϊκούς Δήμους της Δυτικής πόλης; Ένας πληθωρισμός ασύστατων φημών για προβλέψεις που αγνοήθηκαν, διαβεβαιώσεις αλαφροΐσκιωτων, θρησκόληπτων ή ταξιτζήδων που είχαν ειδοποιηθεί από μια καλόγρια ή που άκουγαν τα σκυλιά που τρεις μέρες και τρεις νύχτες αλυχτούσαν με νόημα. Μέσα σ’ αυτό τον θόρυβο της δεισιδαιμονίας, όπου ίσως ανιχνεύεται η ηχώ του πρόσφατου αντιεμβολιαστικού κινήματος, η ψύχραιμη φωνή του καθηγητή Βασίλη Παπαζάχου ακούστηκε λυτρωτική. Σε δύο σπουδαίες δημόσιες διαλέξεις σε μεγάλα Πανεπιστημιακά Αμφιθέατρα εξήγησε το μηχανισμό των σεισμών, τη δυναμική των μεγάλων τεκτονικών πλακών. Και υπέδειξε μέτρα αντισεισμικής προστασίας. Βραχυπρόθεσμα και στρατηγικά.
Μπορεί να αδικώ κάποιον, ίσως τον τότε Δήμαρχο ο οποίος δεν κινήθηκε όπως ο Σταύρος Μπένος ο οποίος το 1986, όταν η πόλη του, η Καλαμάτα, χτυπήθηκε από σεισμό αλώνιζε σε κάθε δρόμο και γειτονιά ενθαρρύνοντας τους δημότες, αλλά αυτό που θυμάμαι με σεβασμό είναι η ακαριαία κίνηση του Τεχνικού Επιμελητηρίου, που κατόρθωσε το ακατόρθωτο: συγκρότησε ομάδες πολιτικών μηχανικών και προχώρησε σε αυτοψία όλων των κατασκευών της πόλης. Κυριολεκτικά όλων. Δημόσιων και Ιδιωτικών. Και σε ελάχιστο χρόνο συνέταξε για το καθένα κάρτα ταυτότητας με τις βλάβες που ο φέρων σκελετός τους υπέστη από το σεισμό. Σχολεία, Νοσοκομεία, Μνημεία, κατοικίες χαρακτηρίσθηκαν κατεδαφιστέα, κόκκινα, επισκευαστέα, κίτρινα ή κτίρια που δεν υπέστησαν ζημίες, πράσινα.
Εντοπίσθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός κατασκευών που, προκειμένου να κατοικηθούν, έπρεπε να επισκευασθούν αμέσως. Όσο δε με γελά η μνήμη μου ήταν 3000. Σχεδιάστηκε μια συνολική πολιτική (οδηγίες προς τους επισκευαστές, τραπεζικά δάνεια, αδειοδοτήσεις, σχήματα ελέγχου, συγκρότηση ειδικών μελετητικών σχημάτων για τα μνημεία κτλ). Μια νίκη της επιστήμης, ένας πυρετός αναδημιουργίας διαπέρασε την πόλη, πειράματα συλλογικής αντιμετώπισης ενός κοινού κακού, η ενίσχυση της κοινωνικής συνείδησης και της αυτοεκτίμησης του κλάδου των μηχανικών. Καθόλου δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι, μέσα σ’ αυτό τον πυρετό της πόλης που προσπαθεί και που στέκεται στις δυνάμεις της, υπήρξαν επιτήδειοι που με αστόχαστες αποφάσεις αξιοποίησαν με ιδιοτέλεια το σεισμό ως ευκαιρία: όλα τα διατηρητέα Δημόσια Οθωμανικά κτίρια στο Δυτικό πεζοδρόμιο της Εθνικής Αμύνης, ταλαιπωρημένα από το σεισμό, κατεδαφίσθηκαν εν ριπή οφθαλμού. Ομοίως, αρκετά κτίρια στη Λεωφόρο Στρατού, μεταξύ των οποίων το υπέροχο τριγωνικό καφενείο με τη χαρακτηριστική επίπλωση στη συμβολή της με την οδό Παπαναστασίου.
Αυτά ως προς τις κατασκευές. Στο μεταξύ οι άστεγοι έπρεπε να κάπου να ζήσουν. Τα αυτοσχέδια κάμπινγκ του ΑΠΘ, του Γ Σώματος Στρατού και της Νέας Παραλίας – σίγουρα και άλλα – εισήγαγαν υβριδικές ποιότητες αστικότητας στην ταλαιπωρημένη πόλη. Μια αναγκαστική συγκατοίκηση σε συνθήκες νεανικής κατασκήνωσης – η ανάμνηση της καταγωγικής προσφυγιάς στην «πρωτεύουσα των προσφύγων» ήταν πολύ μακρινή για να λειτουργεί έστω και ως γραφική επιτέλεση, ενώ καμιά προφητεία για τους σημερινούς θλιβερούς προσφυγικούς καταυλισμούς δεν ήταν ορατή σε εκείνες τις αισιόδοξες μέρες της Μεταπολίτευσης. Μάλλον τα κάμπιγκ των σεισμών υπήρξαν αυτοσχέδιες και σχεδόν αβοήθητες κοινότητες, οπωσδήποτε χαμηλής εξυπηρέτησης και αμοιβαίας ενόχλησης, εντός των οποίων αναπτύχθηκαν, όμως, απρόβλεπτες και δυναμικές αλληλέγγυες πρωτοβουλίες επικοινωνίας και κοινωνικότητας.
Η εντυπωσιακή έκπτωση κάθε πρωτόκολλου ευπρέπειας, σεμνοτυφίας ή διάκρισης του ιδιωτικού από το δημόσιο και του προσωρινού από το μονιμότερο δημιουργούσε προϋποθέσεις αλληλοανοχής και εναλλακτικών προσεγγίσεων, ελευθεριότητας και εν τέλει ελευθερίας. Και βέβαια, σε μια περίοδο πολιτικής αδηφαγίας, αναδύθηκε και ένα παραπληρωματικό πεδίο πολιτικής παρέμβασης και ανταγωνισμών.
Αναπτύχθηκε ένας ευρηματικός οργανωτικός βολονταρισμός με μικρούς κανονισμούς για το νερό, την καθαριότητα, τις πρίζες του ρεύματος.
Ισως το αρνητικό παράδειγμα, αντίστιξη προς την αυτοθυσία της νέας αρχιτέκτονος Α.Κουλουκούρη, η οποία με αυτοθυσία βοηθούσε τραυματίες σκαρφαλωμένη στα ερείπια της πολυκατοικίας στην Ιπποδρομίου, ή προς το εξαιρετικό παράδειγμα του αεικίνητου Νομάρχη Κ.Πυλαρινού, που με το μηχανάκι του έτρεχε παντού όπου τον καλούσε η ανάγκη, μπορώ να ανακαλέσω το ελεεινό παράδειγμα επώνυμων πολιτών, οι οποίοι νοίκιασαν την εκδρομική τους σκηνή σε κάποιους που στερούμενοι εξοχικού και επειδή έπρεπε να παραμείνουν στην πόλη διότι εργάζονταν και ήταν υποχρεωμένοι να κατασκηνώσουν στο πάρκο του Γ Σώματος Στρατού. Διότι, βεβαίως, μπορεί η οικονομία της πόλης να είχε πληγεί και πολλά εμπορικά καταστήματα να είχαν κλείσει για κάποια περίοδο, αλλά γενικά οι βιομηχανίες συνέχιζαν τη λειτουργία τους.
Κάτι που, επί τη ευκαιρία, κρίνω ότι δε θα πρέπει να ξεχασθεί είναι ένα σοβαρό, χάρη στους σεισμούς, εύρημα που ανέτρεψε τις ιδεολογικές μας βεβαιότητες. Όταν αυτό «το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας» τέλειωνε, ελέγχθηκε ότι, παρά τη συνέχιση λειτουργίας των βιομηχανικών μονάδων, η ρύπανση του Θερμαϊκού είχε υποχωρήσει σοβαρά. Που σημαίνει ότι οι υψηλές τιμές ρύπανσης δεν θα πρέπει να αποδίδονται στα βιομηχανικά αλλά στα αστικά λύματα – των οποίων η απόθεση στο Θερμαϊκό είχε στη διάρκεια του καλοκαιριού μηδενισθεί, λόγω της διαβίωσης του κόσμου εν υπαίθρω. Σοκ.
Θυμάμαι ακόμη την πολιτική σκηνή. Την επίσκεψη τις πρώτες ημέρες μετά το σεισμό του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος με τα δύσαρθρα ελληνικά του είχε δηλώσει στη, μόνη τότε, Κρατική Τηλεόραση, μπροστά στη αγορά Βλάλη, ότι το πρόβλημα με τους σεισμούς είναι σύνθετο: κτιριακό, το οποίο θα αντιμετωπισθεί (νέος αντισεισμικός κανονισμός, δίκτυο σεισμογράφων ΑΠΘ, θεσμοί αντισεισμικής πολιτικής κ.α.), οικονομικό, το οποίο θα αντιμετωπισθεί (μέτρα στήριξης, ειδικός φόρος για τη Θεσσαλονίκη κ.α.) και, εδώ ήταν η έκπληξη: ψυχολογικό. Και εκεί κάλεσε σε σύμπνοια για να ξεπερασθεί ο φόβος απέναντι στο μη προβλέψιμο. Ανήσυχος, φαίνεται ότι το εννοούσε , ότι ζητούσε κάτι που δεν κατανοούσε ακριβώς, ότι μιλούσε για κάτι που τον υπερέβαινε.
Ο Παπαζάχος σε ένα μεταγενέστερο αυτοβιογραφικό του κείμενο για την περίοδο αναφέρει ότι όταν ο Πρωθυπουργός του ζήτησε τη γνώμη του για την (ειλημμένη) απόφασή του να εκκενωθεί η πόλη για να αποφευχθούν τα χειρότερα, ήταν ο Καθηγητής που απέτρεψε τον Πολιτικό από μία απόφαση, η οποία, από όσο εκείνος γνώριζε από ανάλογες περιστάσεις, θα είχε πολύ χειρότερες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες από αυτές που θα έφερνε ο σεισμός.
* Ο Λόης Παπαδόπουλος είναι Αρχιτέκτων, Ομότιμος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας