Γεννήθηκα στη Σταυρούπολη
Ο Θοδωρής Μπούντας γεννήθηκε στη Σταυρούπολη, μια χρονιά του προηγούμενου αιώνα. Σε μια άλλη Σταυρούπολη πολύ πιο ανθρώπινη ειδικά για τα παιδιά.
Του Θοδωρή Μπούντα
Γεννήθηκα στη Σταυρούπολη μια χρονιά του προηγούμενου αιώνα. Σε μια άλλη Σταυρούπολη πολύ πιο ανθρώπινη ειδικά για τα παιδιά.
Οι πρώτες μου παιδικές μνήμες τοποθετούνται κάπου μέσα στην επταετία της Χούντας. Κυρίαρχη ανάμνηση είναι η επιγραφή, ύψους πολλών μέτρων με τον στρατιώτη και τις φλόγες, αγαπημένη εικόνα αυτών που μας διοικούσαν τότε, που στέκονταν περήφανη μέχρι την μεταπολίτευση επί της οδού Λαγκαδά μερικά μόλις μέτρα από το πατρικό μου σπίτι.
Η περιοχή τότε είχε μονοκατοικίες με κήπους, και πολλές αλάνες όπου παίζαμε ειδικά τα καλοκαίρια μέχρι τις δώδεκα το βράδυ, όταν άκουγες δεκάδες μανάδες να φωνάζουν από τα μπαλκόνια «Αντε μαζέψου, φτάνει», καλώντας τα παιδιά τους στο σπίτι. Εμείς επιστρέφαμε μέσα στη σκόνη και πολλές φορές με αίματα όχι από μπούλινγκ αλλά από το παιχνίδι.
Στις αλάνες όλη μέρα τα καλοκαίρια, γιατί τον χειμώνα ερχόταν το σχολείο που μας περιόριζε. Η περιοχή ήταν χωρισμένη στα δύο. Πάνω από την Λαγκαδά και κάτω από την Λαγκαδά. Μέχρι την Τρίτη δημοτικού πηγαίναμε όλοι στο 1ο δημοτικό σχολείο οπότε η «διχόνοια» ήταν μόνο στα λόγια. Κάποια στιγμή όμως δημιουργήθηκε το 12ο δημοτικό για εμάς που ήμασταν κάτω από τη Λαγκαδά και τότε έγινε το σώσε. Δεν τολμούσες να περάσεις την Λαγκαδά αφού το ξύλο το είχες σίγουρο. Κανείς μας ποτέ δεν κατάλαβε γιατί έγινε αυτό. Παιδιά ήμασταν.
Το 12ο δημοτικό σχολείο, σε αντίθεση με το 1ο που ήταν πανέμορφο, ήταν κάτι άθλια μαγαζιά που τα νοίκιασε το κράτος και τα βάφτισε σχολείο. Το μόνο καλό ήταν ότι είχε τεράστια αυλή. Εκεί κάποια μέρα μας μάζεψαν, μας έντυσαν με τα καλά μας, έδωσαν σε μια συμμαθήτριά μου μια ανθοδέσμη και έτσι υποδεχτήκαμε τον τότε Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή που ήρθε και εγκαινίασε την επιχωμάτωση του Δενδροπόταμου (ναι φτάνει μέχρι τη Σταυρούπολη). Το έργο ολοκληρώθηκε μετά από 15 χρόνια αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση. Και καλά που έγινε γιατί θυμάμαι έντονα τουλάχιστον τρεις φορές, το ποτάμι όπως το λέγαμε, να φουσκώνει να παρασύρει ολόκληρα σπίτια ακόμη και ανθρώπους, ενώ εμείς καθόμασταν στις παρυφές του και βλέπαμε το αποτρόπαιο θέαμα.
Η μεγαλύτερη διασκέδαση αφού τηλεόραση δεν υπήρχε, ήταν το σινεμά. Θυμάμαι τη μητέρα μου, να παίρνει ένα πτυσσόμενο καρεκλάκι για μένα (τα παιδιά δεν πλήρωναν εισιτήριο αλλά δεν έπιαναν και θέση) και να πηγαίνουμε στο Σταυρουπόλ επί της Λαγκαδά ή στο Ομόνοια και του Λουξ που ήταν στην Ηλιούπολη. Ελληνικές κωμωδίες αλλά και τούρκικα μελό ανάλογα με την διάθεση της μαμάς. Εγώ στο καρεκλάκι και ούτε κουβέντα να πάω στην τουαλέτα όταν άρχιζε να κλαίει η Μάρθα Βούρτση ή η Χούλια Κότσιγιτ. Με το σχολείο μας πήγαν και είδαμε τον «Παύλο Μελά» και τραγουδούσαμε τον Εθνικό Ύμνο.
Σημείο αναφοράς ήταν η πλατεία πάνω από την πρόνοια. Ποδόσφαιρο με τις ώρες και το καλοκαίρι γεμάτη τραπέζια από τις ταβέρνες που υπήρχαν εκεί. Αργότερα η πλατεία έγινε σχολείο και όλη η περιοχή μαράζωσε. Έπαψε να υπάρχει ουσιαστικά. Το κέντρο της Σταυρούπολης καταδικάστηκε να μην υπάρχει για ένα σχολείο…
Αλλα σημεία αναφοράς, που όμως για εμάς τα τότε παιδιά φάνταζαν μακρινά και απρόσιτα, ήταν το στρατόπεδο του Παύλου Μελά με τους εκατοντάδες τότε στρατιώτες (φάντασμα πλέον αφού ναι μεν δόθηκε στο Δήμο αλλά χρήματα δεν υπάρχουν), το ΑΓΝΟ (ερείπιο τώρα ενώ θα μπορούσε να έχει γίνει ένας πολυχώρος διαμάντι), η Πρόνοια με τις για την εποχή εκείνη εκπληκτικές δραστηριότητες για παιδιά και νέους, το 1ο γυμνάσιο Θεσσαλονίκης αρρένων τότε, και η κυριακάτικη βόλτα που γινόταν στον κεντρικό δρόμο της Ηλιούπολης όπου χιλιάδες νέοι και νέες ανεβοκατέβαιναν τον δρόμο τρώγοντας σπόρια και ανταλλάσσοντας πονηρά βλέμματα.
Σιγά σιγά οι μονοκατοικίες έγιναν πολυκατοικίες, οι κήποι έγιναν πυλωτές, οι αλάνες έγιναν σχολεία ή πολυκατοικίες, οι κινηματογράφοι έγιναν σούπερ μάρκετ, η Λαγκαδά διαπλατύνθηκε εξαφανίζοντας το μοναδικό πράσινο της περιοχής, η μεθαδόνη στο ψυχιατρείο γέμισε την περιοχή με ανθρώπους φαντάσματα, τα παιδιά εξαφανίστηκαν από τους δρόμους και οι μανάδες δεν ξαναβγήκαν στα μπαλκόνια να φωνάξουν τα παιδιά τους.
Υ.Γ. Αφιερωμένο σε όλα τα παιδιά που κρύφτηκαν πίσω από ένα δένδρο στα «Βλαχάκια» για να παίξουν κρυφτό, μάτωσαν το γόνατό τους στην αλάνα της πρόνοιας, φοβόταν την υπόγεια διάβαση της Λαγκαδά γιατί όταν φυσούσε ακουγόταν ένας απόκοσμος ήχος, πήγαιναν ημερήσια εκδρομή με το σχολείο στο γήπεδο του Παύλου Μελά και έχουν κάτσει σε πτυσσόμενο καρεκλάκι στο σινεμά προσπαθώντας να δούνε την οθόνη πίσω από δεκάδες κότσους των τότε μαμάδων.
Διαβάστε επίσης τις αναμνήσεις του Γιώργου Τούλα για την Τούμπα της δεκαετίας του 70 εδώ και της Εύης Καρκίτη για την Καλαμαριά των 70ς εδώ