Για να μη χάσουμε ό,τι απέμεινε…
Μια εκδήλωση που επιβάλλεται να έχει και πρακτική συνέχεια πέραν της αξίας της για τη διατήρηση της μνήμης της πόλης.
Χτες το βράδυ η αίθουσα Σταύρος Τορνές στο λιμάνι γέμισε ασφυκτικά για την πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ της Πολιτιστικής Εταιρείας «Η ιστορία της συνοικίας των Εξοχών, Θεσσαλονίκη (1885 – 1912)», που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Βασίλη Κολώνα. Την προβολή ακολούθησε συζήτηση για το ντοκιμαντέρ και την αρχιτεκτονική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, με συμμετέχοντες τους: Δημήτρη Φιλιππίδη – Ομότιμο Καθηγητή Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Χρήστο Κουλουκούρη – Αρχιτέκτονα, Μάνο Παραβολιάση – Αρχιτέκτονα MSc, Βασίλη Κολώνα – Καθηγητή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο συγγραφέας – δημοσιογράφος Κώστας Δ. Μπλιάτκας, υπεύθυνος και για την παραγωγή του ντοκιμαντέρ.
Κανείς δεν περίμενε το αδιαχώρητο που συνέβη με κυρίες μεγάλης ηλικίας να μην διστάζουν να καθήσουν στα σκαλιά της αίθουσας. Και ήταν πραγματικά συγκινητικό το ενδιαφέρον των Θεσσαλονικέων για το παρελθόν της πόλης. Και όπως είπε ο κύριος Φιλιππίδης του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, πραγματικά εντυπωσιασμένος, μια αντίστοιχη εκδήλωση στην Αθήνα, ζήτημα να συγκέντρωνε 150 ανθρώπους. Αυτό βέβαια σε τίποτα δεν μειώνει τη θλίψη των πολιτών αυτής της πόλης που δυστυχώς μόνο να θυμάται περασμένα μεγαλεία τής έμεινε πια,, μέσω φωτογραφίων και τέτοιων ενεργειών ανθρώπων σαν τον Βασίλη Κολώνα, που αφιέρωσε δεκετίες στην ανακάλυψη αυτής της μη χαρτογραφημένης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης και τον Σταύρο Ανδρεάδη της ΠΕΒΕΕ.
Η Θεσσαλονίκη στη διάρκεια των νεότερων χρόνων της αποδείχτηκε μια πόλη χωρίς αντιστάσεις απέναντι σε μια καταστροφική πολιτική που δεν έχει προηγούμενο στον κόσμο όλο. Για την αρχιτεκτονική της νοιάστηκε πολύ αργά η δημοτική αρχή της, μην αφήνοντας κανένα περιθώριο εναλλακτικής σε μια πόλη που εγκληματικά αποκόπηκε από το παρελθόν της μέσα σε τρεις δεκαετίες.
Σε όλες τις πόλεις του κόσμου η αστυφιλία οδήγησε σε επέκταση των πόλεων, με διατήρηση της παλιάς αρχιτεκτονικής, αλλά όχι εδώ. Η απόφαση Καραμανλή στις αρχές της δεκαετίας του 60 ήταν να συρρικνωθεί το κόστος με ανοικοδόμηση της νέας πόλης πάνω στην παλιά, της οποίας δεν εκτιμήθηκε παρά πολύ αργά η αρχιτεκτονική της αξία. Χωρίς κανένα αρχιτεκτονικό σχέδιο και προδιαγραφές. Η συνοικία των εξοχών με τα τεράστια οικόπεδα – κήπους αποδείχτηκε ο πιο εύκολος στόχος. Την δεκαετία του 60 άλλωστε το ποσοστό των αρχιτεκτόνων ήταν ελάχιστο σε σχέση με μηχανικούς και εργολάβους. Τα σχέδια υπογράφονταν τότε από πολιτικούς μηχανικούς που τις περισσότερες φορές οδηγούσαν σε ταχύτατη ανέγερση πολυκατοικιών χωρίς κανένα χαρακτήρα. Έτσι η πόλη στερήθηκε και υπέροχα κτίρια και πράσινο που μπετονοποιήθηκε σε χρόνο μηδέν, χάρις σε ένα εφιαλτικά μεγάλο συντελεστή δόμησης αλλά και με παρανομίες και καταπατήσεις που αργότερα νομιμοποιήθηκαν με τις συνήθεις συνοπτικές διαδικασίες από το κράτος σ΄αυτήν την συνεχή πελατειακή σχέση κράτους πολίτη, που επί χρόνια ματαιώνει σε όλη την επικράτεια οποιαδήποτε σχέδιο σοβαρού αστικού σχεδιασμού. Παρόλα αυτά αν κάποιος επιχειρήσει να ρίξει το σφάλμα αυτού του εγκλήματος στους πολίτες θα ήταν η λάθος αντιμετώπιση. Όταν το κράτος δεν δίνει καμιά διευκόλυνση στους ιδιοκτήτες για να αντιμετωπίσουν το τεράστιο κόστος της διατήρησης ενός παλιού κτιρίοτ και παράλληλα του δίνει ένα βουνό κίνητρα να το γκρεμίσει, οι τίτλοι τέλους είναι μονόδρομος και γράφονται σχεδόν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Και όπως πολύ σωστά επισήμανε ο Βασίλης Κολώνας στην τελευταία του παρέμβαση πριν κλείσει ο κύκλος των σύντομων ομιλιών του πάνελ, σ’ αυτήν την πόλη τίποτα δεν σώθηκε τυχαία. Στη συνοικία των εξοχών σώθηκαν οι ιδιοκτησίες των Μουσουλμάνων που μετά την ανταλλαγή πληθυσμών περιήλθαν στο δημόσιο, τον μόνο φορέα που είχε την οικονομική άνεση να τις διατηρήσει δρομολογώντας νέες χρήσεις. Οι υπόλοιπες εξαφανίστηκαν εγκληματικά με τον νόμο της αντιπαροχής χάρις σε μια ανόητη και κοντόφθαλμη κρατική μηχανή που αρνιόταν πεισματικά να αναλάβει το κόστος της επέκτασης των δικτύων της ώστε να οικοδομήσει την πόλη προς τα ανατολικά και δυτικά διατηρώντας την αρχιτεκτονική της συνέχεια.
Θα μου πείτε αυτά όλα έγιναν και δεν ξεγίνονται και γιατί να ασχολείται κανείς, εκτός κι αν το όλο θέμα ανήκει στη σφαίρα της επαγγελματικής του ιδιότητας. Ο λόγος είναι ένας και πολύ σοβαρός: Αν ο πολίτης δεν συνειδητοποιήσει το μέγεθος της καταστροφής που επιφέρει στο αστικό του περιβάλλον η καταστροφή της αρχιτεκτονικής συνέχειας μιας πόλης τα λάθη θα επαναλαμβάνονται εσαεί. Η ευαισθητοποίηση άλλωστε είναι απαραίτητη ως μοχλός πίεσης για να σωθούν τα περίπου 700 διατηρητέα που κινδυνεύουν με ερείπωση στην εκτός αλλά και στην εντός ων τειχών πόλη, στο ιστορικό κέντρο και στην Άνω Πόλη. Αν δεν δοθούν κίνητρα στους ιδιοκτήτες και ουσιαστική βοήθεια ώστε να αντεπεξέλθουν στο τεράστιο κόστος της συντήρησης ενός διατηρητέου εντός ολίγου αυτά θα είναι είδος υπό εξαφάνιση. Αν δεν δρομολογηθούν χρήσεις για όλα τα διατηρητέα που έλαμψαν χάρις στις αναπλάσεις που διενεργήθηκαν από τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και αργότερα από ΕΣΠΑ και δημόσιο χρήμα, αργά ή γρήγορα θα παραδοθούν κι αυτά στη φθορά του ανελέητου χρόνου.
Και αυτός από μόνος του είναι λόγος που αξίζει να γράφονται άρθρα, να γυρίζονται ντοκιμαντέρ, να βγαίνουν στην επιφάνεια προσωπικές μαρτυρίες και συλλογές φωτογραφιών, από την πόλη που χάθηκε και η αρχιτεκτονική της μνήμη της αξίζει να διατηρηθεί όχι μόνο για μερικούς που ενίοτε χαρακτηρίζονται γραφικοί αλλά για όλους μας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών μας. Γιατί όπως πολύ σωστά προλογίζει ο Βασίλης Κολώνας το βιβλίο του, “Τα κενά στην ιστορία της αρχιτεκτονικής μιας πόλης δημιουργούν κενά στην ιστορία της.”
Η χθεσινή εκδήλωση και η μαζική προσέλευση του κόσμου δείχνει ότι ο αριθμός των ανθρώπων που νοιάζεται για την αρχιτεκτονική κληρονομιά της πόλης αυξάνεται, παρά τα προβλήματα επιβίωσης που έχει επιφέρει η κρίση κι αυτό είναι καλό νέο. Αυτό στο οποίο πρέπει να επιμείνουν πλέον δημοτικές αρχές, εφορείες μνημείων, ενώσεις αρχιτεκτόνων αλλά και απλοί πολίτες είναι εύρεση κονδυλίων και αλλαγή νομοθεσίας για να μην εξαφανίσουμε κάθε υλικό αποτύπωμα της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς που σταδιακά δείχνει πως θα μαρτυρείται στο μέλλον σε καρτ ποστάλ, μηχανολογικά σχέδια και φωτογραφίες.
Διαβάστε ακόμη: Η διακριτική γοητεία της συνοικίας των Εξοχών