Για τη μνήμη του τοπίου μιας πλατείας
«Ο τόπος των παιδικών και νεανικών μας χρόνων βιάστηκε» - Ο Γ. Σιγανίδης γράφει για την πλατεία Μακεδονομάχων, τις αναμνήσεις από το χτες και τη σημερινή εικόνα
Λέξεις: Γιώργος Σιγανίδης
“Ως όναρ παρέρχεται”
Μου ζητήθηκε να περιγράψω την ιστορικά πλατεία της Αχειροποιήτου (Μακεδονομάχων), όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα.
Αφορμή για την περιγραφή υπήρξε η θλίψη που νιώθω και η αίσθηση της ψυχικής κακοποίησης. Πρόκειται για το εργοτάξιο του Μετρό του σταθμού Αγίας Σοφίας, όπου τις τελευταίες μέρες γίνονται εντατικές εργασίες, εν όψει εκθέσεως.
Περιττό να αναφερθώ στην ενόχληση που προκαλούν. Το καυσαέριο από τις μπετονιέρες και τα φορτηγά, ο θόρυβος, δημιουργούν αίσθηση δυστοπικής ταινίας. Η αισθητική προσβολή του χώρου είναι εμφανέστατη. Μια άγρια αποκοπή από το παρελθόν, σβήνοντας εντελώς τη φυσική συνέχεια της πλατείας. Ο τόπος των παιδικών και νεανικών μας χρόνων βιάστηκε.
Για εμάς ήταν η αυλή μας, τα παιχνίδια μας, η μπάλα. Θυμάμαι τότε που ο αύλειος χώρος της Αχειροποιήτου ήταν χωμάτινος, με ένα λαγούμι μέσα στο χώμα, πιθανόν αγίασμα, όπου κάναμε εξερεύνηση.
Μετά πλακοστρώθηκε, τοποθέτησαν και τις προτομές των Μακεδονομάχων που οριοθετούσαν το τέρμα μας.
Η πλατεία είχε και φύλακα. Έναν ανεκδιήγητο τύπο, κοντόχοντρο σαν φώκια, που τον φωνάζαμε Στούμπο. Φορούσε και κασκέτο φύλακα, ενδεικτικό του αξιώματός του. Έβρισκε μεγάλη ευχαρίστηση, όποτε μάγκωνε καμιά μπάλα, να τη σφάζει σαν καρπούζι με τον σουγιά του.
Στην νότια πλευρά της πλατείας, υπήρχε συντριβάνι οθωμανικό, όπου πλατσούριζαν ευτυχή τα γυφτάκια το καλοκαίρι.
Ξηλώθηκε δια παντός, όπως και οι προτομές, τις οποίες επανατοποθέτησαν στο βόρειο μέρος της πλατείας σε παράταξη, σα να τους έχουν έτοιμους για εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο η συστηματική εξάλειψη της μνήμης και του παρελθόντος μας. Το απαιτεί ο Μολώχ της «ανάπτυξης» και της «εξέλιξης».
Υπήρχαν ψηλές λεύκες σε πυκνό σχηματισμό στη νότια πλευρά που οριοθετούσαν την πλατεία από την Εγνατία. Εκεί στέκονταν παραταγμένοι οι ασπριτζήδες με κουβάδες και βούρτσες περιμένοντας πελάτες. Τώρα εκεί κατασκεύασαν ένα Φαραωνικό στέγαστρο, ασύνδετο με τον περιβάλλοντα χώρο, μνημείο νεοβαρβαρικής οίησης.
Στη βόρεια πλευρά του πάρκου ήταν ένας παράδρομος, που υπάρχει και τώρα που συνδέει την Αγίας Σοφίας με την Πλάτωνος. Υπήρχε εκεί ένα τουρκόσπιτο, που λίγο λίγο γκρεμιζόταν απ’ τα φορτηγά, που μόλις χωρούσαν να περάσουν. Εκεί ήταν ο Βασδέκης με τα ωραία παγωτά.
Ανατολικά ήταν το γαλακτοζαχαροπλαστείο ο «Γιώργος», με γιαούρτια και παγωτά πρώτης ποιότητας και δίπλα το 37ο δημοτικό σχολείο, όπου πριν χρόνια το γκρέμισαν και χτίσανε ένα κατασκεύασμα σαν τετράγωνο δίσκο Βιού Μάστερ, που στεγάζονταν μέχρι λίγα χρόνια πριν η «Alpha Bank» και η κτηματική υπηρεσία. Λίγο πιο πάνω, απέναντι απ’ τη Αχειροποίητο υπάρχουνε δύο ψηλότατα πλατάνια και ένα ψηλό δέντρο καταμεσής στην πλατεία. Υπήρχαν και άλλα δέντρα εκεί, επί της Αγίας Σοφίας, τα οποία αναίσχυντα τα έκοψαν, αφήνοντας ένα κενό στο χώρο, σαν στόμα χωρίς δόντια.
Δυτικά της πλατείας στην Πλάτωνος ήταν το πρακτορείο λεωφορείων της Χαλκιδικής. Παραδίπλα ήταν η ταβέρνα του Μίμη, το «Ίγγλις», με τα μεγάλα βαρέλια, που μεταφέρθηκε χρόνια μετά, κοντά στους Ταξιάρχες στην Άνω Πόλη.
Πιο πάνω, αντικριστά επί της Αγίας Σοφίας βρίσκονται το Πειραματικό και το 36ο δημοτικό σχολείο, ένα ωραίο τούρκικο αρχοντικό με τζαμλίκια και ξύλινα πατώματα, με πάνω και κάτω αυλή, που το γκρέμισαν και χτίσανε ένα εκτρωματικό καινούργιο δημοτικό.
Εξαφανίστηκαν όλα σαν όνειρο που μεταμορφώθηκε σε εφιάλτη.
Μνήμη της πλατείας μας-αυλής μας.