Γιατί σίγησαν οι λατέρνες στη Θεσσαλονίκη;
Αναζητώντας τον χαμένο ήχο που κάποτε έντυνε μελωδικά τα στενά της πόλης...
Κάποτε, περπατούσες στους δρόμους της Θεσσαλονίκης κι ένιωθες πως κάτι απρόσμενο μπορεί να σου συμβεί. Μια μελωδία να ξεπηδήσει από μια γωνιά, ένας γνώριμος στίχος να σε τραβήξει από το μανίκι, να σε βγάλει για λίγο απ’ τους πληκτικούς ρυθμούς της ρουτίνας σου. Ήταν η λατέρνα, η κανταδόρα από τα καλντερίμια.
Η λατέρνα δεν είναι απλώς ένα μουσικό όργανο. Είναι μια φορητή συσκευή τηλεμεταφοράς στον χρόνο και τον χώρο. Ένα μικρό, τροχοφόρο μουσικό κουτί, καμωμένο από ξύλο και μεράκι, με πολύχρωμες λεπτομέρειες και χρυσά κουδουνάκια· ένα αυτοσχέδιο ορχηστρικό σύμπαν που κουβαλούσε πάνω του τανγκό, λαϊκά, ρεμπέτικα, και αργότερα… μουσικές βγαλμένες από τον κινηματογράφο. Κάθε κύλινδρος και μια ιστορία. Και κάθε λατερνατζής, όχι μόνο μουσικός, αλλά και περφόρμερ, και DJ και, πολλές φορές, οδηγός σε νοσταλγικά και ξεχασμένα μονοπάτια.

Ο λατερνατζής είχε συνήθως διπλό ρόλο: από τη μία ήταν ο τεχνίτης που κατασκεύαζε ή συντηρούσε το όργανό του, κι από την άλλη ο «εκτελεστής» — ή «σταμπαδόρος» όπως λεγόταν, που φρόντιζε ώστε κάθε κύλινδρος να «σταμπάρεται», δηλαδή να σημαδεύεται σωστά προκειμένου να παίξει τις σωστές νότες με την κατάλληλη σειρά.
Δεν ήταν εύκολο πράγμα η λατέρνα· κάθε ήχος παραγόταν από μεταλλικά ελάσματα τοποθετημένα σαν δόντια χτένας, πάνω στα οποία έπεφταν καρφιά τοποθετημένα πάνω σε έναν ξύλινο κύλινδρο. Όλη η λειτουργία της απαιτούσε τεχνική ακρίβεια, καλό αυτί και γερά μπράτσα. Και αν ήθελες να ακούσεις το επόμενο κομμάτι; Απλώς άλλαζες «σκάλα» – δηλαδή θέση στον κύλινδρο – και ξεκινούσε άλλη μελωδία. Στην πραγματικότητα ήταν κάτι σαν πρόγονος της playlist αλλά με περιστροφές και όχι με κλικ.
Στην παλιά Θεσσαλονίκη, θα τις συναντούσες παντού. Κατηφορίζοντας την Αγίας Σοφίας, στον πεζόδρομο της Ερμού, στις παρυφές της Άνω Πόλης, στις λαϊκές συνοικίες της Καλαμαριάς ή της Τούμπας. Στέκονταν στην σκιά μιας πολυκατοικίας, έξω από καφενεία, ή ακόμη και μπροστά από σινεμά και γαμήλια γλέντια. Η λατέρνα δεν περίμενε να την ψάξεις — σε έβρισκε εκείνη, σαν ένα αναλογικό “notification” σε καιρούς που η καθημερινότητα δεν κατακλυζόταν από ψηφιακούς ήχους.

Η πρώτη λατέρνα στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκε στην ταβέρνα του Σίφκου στην Καμάρα. Κατά τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 υπολογίζεται ότι κυκλοφορούσαν περίπου 40.000 όργανα σε Αθήνα και Πειραιά και άλλα τόσα μόνο στη Θεσσαλονίκη. Κάθε λατέρνα είχε το ρεπερτόριό της, τα τραγούδια της, τα αγαπημένα του κοινού — και πολλές φορές συνοδευόταν κι από κάποια χαριτωμένη νεαρά που χόρευε, μαζεύοντας τις δραχμές από τα παράθυρα των πολυκατοικιών με ένα καλάθι.
Ήταν όμως και τα ίδια τα όργανα έργα τέχνης. Το στόλισμα της λατέρνας αποτελούσε ολόκληρη τελετουργία: πολύχρωμα βελούδινα υφάσματα με ρέλια, χρυσοκεντήματα, ζωγραφιές με ελληνικές σημαίες και παραστάσεις κοριτσιών, δερμάτινα καλύμματα σκαλισμένα στο χέρι. Υπήρχαν ολόκληρα μαγαζιά που εξειδικεύονταν στο «ντύσιμο» της λατέρνας, αφού η εμφάνισή της έπαιζε ρόλο σχεδόν όσο και ο ήχος της. Άλλωστε, δεν προέκυψε τυχαία η φράση «στολίστηκε σαν λατέρνα».
Η λατέρνα, εκτός από μουσική συνοδεία του δρόμου, έγινε κι έμπνευση. Πέρασε στο τραγούδι, στον στίχο, στον κινηματογράφο. Δεν ήταν λίγοι οι συνθέτες που σαγηνεύτηκαν από το ιδιαίτερο ηχόχρωμά της και έγραψαν μουσικές με «λατερνίστικο» ύφος – τραγούδια που σχεδόν απαιτούσαν να παιχτούν με μανιβέλα, όπως οι «Θαλασσιές οι χάντρες» ή το «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» και, φυσικά, ο ύμνος της λατέρνας, το «Γαρύφαλλο στ’ αυτί».
Στον ελληνικό κινηματογράφο, η λατέρνα έγινε πρωταγωνίστρια: από τη σκηνή στο «Ποτέ την Κυριακή», όπου η Μελίνα χορεύει στους δρόμους της Δραπετσώνας, μέχρι τις ταινίες «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» και «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο», όπου οι Βασίλης Αυλωνίτης και Μίμης Φωτόπουλος περιπλανώνται με την παλιά τους λατέρνα, κυνηγώντας ελπίδα, έρωτα, μεροκάματο και μια θέση σε έναν κόσμο που αλλάζει. Η λατέρνα έγινε σύμβολο μιας Ελλάδας φτωχής αλλά γεμάτης συναίσθημα – κι ενός λαϊκού πολιτισμού που τραγουδούσε, ακόμη και όταν πεινούσε.
Όμως κάποια στιγμή… σίγησε. Η λατέρνα δεν πέθανε από αδιαφορία. Περισσότερο από βίαιη πρόοδο. Πρώτα ήρθε ο φωνόγραφος, ύστερα το ραδιόφωνο, και αργότερα τα πικ-απ. Έπειτα, οι κασέτες, τα CD, τα mp3. Πώς να αντέξει ένα μηχανικό όργανο που ζει από το χέρι που γυρνάει τη μανιβέλα του απέναντι στην ταχύτητα και την ευκολία της ψηφιακής εποχής;
Κι όμως, δεν ήταν μόνο η τεχνολογία που έσβησε τη λατέρνα από τον χάρτη. Ήταν και το βλέμμα: ο τρόπος που ο κόσμος κοίταζε τον λατερνατζή. Στην εποχή του Μεταξά, η λατέρνα θεωρήθηκε λαϊκή, παρωχημένη, «του υποκόσμου». Η αισθητική της ταυτίστηκε με το ρεμπέτικο που διώχθηκε. Ό,τι δεν έμοιαζε «ευπρεπές», έπρεπε να φύγει απ’ τον δρόμο.
Άλλωστε, σε δύσκολες εποχές, η λατέρνα συνδέθηκε με την επαιτεία. Πολλοί, μη μπορώντας να συντηρήσουν το όργανο, αντικατέστησαν την πολύπλοκη μηχανή με… κασετόφωνο. Κι έπειτα, με CD player. Κάποιοι συνέχισαν να γυρνούν μανιβέλα στον αέρα, ενώ μέσα έπαιζε έτοιμη ηχογράφηση. Άναβαν τσιγάρο, άφηναν τη μανιβέλα, και η «λατέρνα» συνέχιζε να παίζει, προδίδοντας τον εαυτό της. Έτσι δημιουργήθηκε μια παραμορφωμένη εικόνα που επιβίωσε για δεκαετίες και οδήγησε πολλούς να τη δουν τελικά σαν σύμβολο μιζέριας.
Σήμερα, είσαι τυχερός αν την συναντήσεις. Μια φορά στις τόσες, ξεπροβάλλει κάποια — όπως εκείνη του Κωνσταντίνου Μίκρα στη Θεσσαλονίκη, που με κόπο την κουβαλάει και της δίνει ξανά φωνή σε εκδηλώσεις και γειτονιές.
Πράγματι, δεν μας λείπει τόσο η ίδια η λατέρνα ως κατασκευή όσο το συναίσθημα που την ακολουθούσε. Η απρόσμενη γλύκα του δρόμου. Η μουσική χωρίς υποχρεωτικό αντίτιμο. Ο ήχος που δεν ερχόταν από ακουστικά, αλλά από άνθρωπο, από φυσική παρουσία. Μας λείπει η απλότητα, το κοινό άκουσμα, η ζωή χωρίς playlist.
Σήμερα, αν περπατήσεις τη λεωφόρο Νίκης ή την Παύλου Μελά, δεν ακούς πια λατέρνα. Ακούς τα ίδια τραγούδια στα ίδια ηχεία. Όμως, σε κάποιες γωνιές, το χθες αντιστέκεται. Σε παλιά και νέα καταστήματα με vintage διακόσμηση το παλιό όργανο στέκει εκεί, όχι για να παίξει αλλά για να θυμίσει.
Κι έτσι, η λατέρνα ίσως δεν κρύφτηκε. Ίσως απλώς μεταφέρθηκε σε άλλους χώρους — σε μουσεία, σε συλλογές, σε ταινίες, σε αναμνήσεις. Ή, κυρίως, σε αυτό το μικρό ανατρίχιασμα που νιώθεις όταν, μέσα στο βουητό της πόλης, ακούς μια γνώριμη απ’ τα παλιά μελωδία να διαπερνά τα παραθυρόφυλλα του διαμερίσματός σου κάποιο απόγευμα. Είναι ο λατερνατζής, ο τελευταίος ρομαντικός της πόλης.