Γιατί τα δέντρα της Θεσσαλονίκης δεν αντέχουν στην κακοκαιρία; Ειδικοί μιλούν στην Parallaxi
Τι παραθέτουν για τον ορθό τρόπο διαχείρισης του αστικού πρασίνου και ποιες λύσεις προτείνουν
Οι δυνατοί άνεμοι, που έπνεαν το Σαββατοκύριακο των πολυαναμενόμενων εγκαινίων του Μετρό, στο θυελλώδες πέρασμά τους, «θέρισαν» εκατοντάδες δέντρα σε ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη.
Κορμοί καταπλάκωσαν τραπεζοκαθίσματα και αυτοκίνητα. Ρίζες βγήκαν από τα πλακάκια των πεζοδρομίων. Δέντρα ξάπλωσαν σε πάρκα και δρόμους και άλλα στηρίζονταν -με όση δύναμη τους απέμεινε- λυγισμένα.
Εξαιτίας των πολλαπλών εκριζώσεων, ορισμένες περιοχές έμειναν στο σκοτάδι για σχεδόν δύο ημέρες, με τα σημαντικότερα προβλήματα να εντοπίζονται στους δήμους Θεσσαλονίκης, Πυλαίας-Χορτιάτη, Θέρμης, Παύλου Μελά και Καλαμαριάς, αλλά και σε διάφορα σημεία της Χαλκιδικής.
Μάλιστα, ο δήμος Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, προκειμένου να υπάρξει άμεση αποκατάσταση των ζημιών που άφησε πίσω της η κακοκαιρία «Bora».
Επιπλέον, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, η Πυροσβεστική δέχθηκε συνολικά από το Σάββατο 30 Νοεμβρίου έως και τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης 03 Δεκεμβρίου 2024, για την Κεντρική Μακεδονία, 2.480 κλήσεις, εκ των οποίων οι 1.174 αφορούσαν κοπές δέντρων.
Η κάθε απώλεια, σε μία πόλη με λίγο πράσινο, είναι καθοριστική. Τόσο για τους ίδιους τους κατοίκους, όσο και για την επιβίωση του οικοσυστήματος στο οποίο αλληλεπιδράται. Και ίσως, το πρώτο βήμα για να βοηθήσουμε τα δέντρα να σωθούν, είναι να μην ξεχνάμε ό,τι πέρα από εμάς, αναπνέουν κι αυτά.
«Τα δέντρα είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Για να κάνω έναν παραλληλισμό, είναι σαν να λέμε πως όλοι προσέχουμε την υγεία μας και ξαφνικά έρχεται μια πανδημία, όπως ο κορονοϊός, και υγιείς άνθρωποι πεθαίνουν, γιατί δεν άντεξε το DNA τους, ενώ άλλοι που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, κατάφεραν να επιβιώσουν. Έτσι και σε ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως αυτά που είδαμε πριν από λίγες ημέρες, ο ανθρώπινος νους και οι έρευνες μπορούν να προβλέψουν τα πράγματα έως ένα βαθμό», εξηγεί αρχικά, η Μαριάνθη Τσακαλδήμη, μέλος ΕΔΙΠ στο Τμήμα Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος του ΑΠΘ, συμπληρώνοντας βέβαια, πως προληπτικά είναι απαραίτητο να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο ο κίνδυνος των καταστροφών.
Όπως η ίδια διευκρινίζει, τα ζητήματα που προκύπτουν για τα δέντρα της πόλης υφίστανται εδώ και δεκαετίες, επομένως δεν γίνεται να επιρρίπτεται η ευθύνη αποκλειστικά και μόνο στις αρμόδιες αρχές των τελευταίων χρόνων.
«Με τις επιλογές μας καταδικάζουμε το πράσινο. Η εσφαλμένη προσέγγιση γίνεται χρόνια και αυτό θεωρώ πως είναι θέμα οράματος. Σε όλες τις πόλεις που έχω ταξιδέψει, υπάρχει σεβασμός. Το δέντρο δεν αντιμετωπίζεται ως στύλος, αλλά ως ζωντανός οργανισμός, πράγμα που δεν συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη.
Εδώ, η επιλογή έχει γίνει λάθος. Δέντρα παραδείγματος χάρη, που φυτεύτηκαν πολύ κοντά σε κτίρια, σε βάθος χρόνου, ξεκίνησαν οι ρίζες τους να μπαίνουν σε φρεάτια. Από την άλλη, μεγάλα δέντρα, που το υπέργειο τμήμα τους αποκτά μεγάλες διαστάσεις, καταλήγουν, όπως είδαμε, να ξεριζωθούν, διότι δεν υπάρχει αντιστοίχιση με το υπόγειο μέρος τους».
Τονίζοντας τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του εν λόγω προβλήματος, η κ.Τσακαλδήμη επισημαίνει πως για την επίλυσή του, απαιτείται καταρχάς βαθιά γνώση της χλωρίδας. «Δεν μπορούμε να βάζουμε είδη που θα λάβουν τεράστιες διαστάσεις σε πεζοδρόμια ενάμιση μέτρου. Επίσης, υπάρχουν είδη που αντέχουν τους ανέμους, γιατί αναπτύσσουν βαθύ ριζικό σύστημα και άλλα όχι. Ακόμη και αυτά όμως, δεν ξέρουμε αν θα μπορέσουν στην τελική, να αντεπεξέλθουν μέσα στα πεζοδρόμια, γιατί από κάτω περνούν δίκτυα, οπότε στη φύση παρατηρούμε αλλιώς την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος, ενώ στην πόλη διαφορετικά. Είναι πολυσύνθετο το θέμα και απαιτεί πολλή δουλειά. Υπάρχει ένας αστάθμητος παράγοντας, που δεν μπορούμε να κάνουμε εκατό τοις εκατό πρόβλεψη. Όπως και έγινε, αυτά που έλεγαν πως θα τα καρατομήσουν, επειδή είναι σαπισμένα, δεν έπεσαν, ενώ είχαμε πτώσεις δέντρων που θεωρούνταν υγιέστατα».
Στη συνέχεια, η κ.Τσακαλδήμη προσθέτει ότι η επιλογή των ειδών που επρόκειτο να φυτευτούν σε ένα αστικό περιβάλλον, πρέπει να γίνεται με γνώμονα και το σημείο όπου αναμένεται να τοποθετηθούν. Μερικές από τις παραμέτρους που θέτει αφορούν το πλάτος του πεζοδρομίου, το άνοιγμα που υπάρχει, η απόσταση από τα κοντινότερα μπαλκόνια, τον ρυθμό αύξησης του κάθε είδους, ενώ είναι αναγκαίο να δίνεται και η απαραίτητη βαρύτητα στη πανίδα της περιοχής.
«Περίπου τα μισά είδη στη Θεσσαλονίκη είναι ξενικά. Αυτά αλλοιώνουν τόσο πολύ το ελληνικό τοπίο, που κάποια στιγμή η πόλη μας θα χάσει ένα μέρος της ταυτότητάς της. Όσον αφορά τα δικά μας είδη, είναι σημαντικό να αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, πως είναι προσαρμοσμένα στη ντόπια πανίδα. Καλό είναι επίσης, από τα αυτόχθονα, να χρησιμοποιούμε τα είδη που απαιτούν λιγότερη συντήρηση», αναφέρει σημειώνοντας πως δεν είναι όλα τα είδη για όλους τους χώρους.
Οι προτάσεις
Σχετικά με το φλέγον πρόβλημα, υποδεικνύονται δύο προτάσεις. Όπως δηλώνει «η μία λύση είναι να βγάλουμε όλα τα δέντρα από την πόλη και να βάλουμε καινούργια. Αυτή η ενέργεια όμως, για κάποια χρόνια θα προκαλέσει σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα μέσα στην πόλη. Μέχρι να αναπτυχθούν τα δέντρα που βάλαμε και να φτιάξουν ένα κατάλληλο μικροπεριβάλλον για να ρυθμίσουν το δροσισμό, τη σκίαση της πόλης και την βιοποικιλότητα, θα πάρει κάποια χρόνια. Επομένως, αυτή δεν είναι η προτεινόμενη λύση.
Η άλλη επιλογή που έχουμε, είναι σεβόμαστε τα ήδη εγκαταστημένα δέντρα. Βλέπουμε, ανοίγουμε, τους δίνουμε περισσότερο χώρο, να αναπνέει κάτω η ρίζα, το έδαφος να αναπτύξει καλύτερες ιδιότητες. Υπάρχουν τεχνικές, έχουν εφαρμοστεί σε όλο τον κόσμο. Να στηρίξουμε κάποια που τα θεωρούμε επίφοβα, να μειώσουμε το κέντρο βάρους της κόμης. Μπορούν να γίνουν κάποια πράγματα, θέλει όμως σκέψη. Και κυρίως, να ξέρουμε καλά τη βιολογία του είδους».
Παράλληλα, η κ.Τσακαλδήμη σημειώνει πως οι κλαδεύσεις που πραγματοποιούνται, δεν γίνονται με σωστό επιστημονικά τρόπο, διασαφηνίζοντας πως «πρέπει να κατεβάζεις το κέντρο βάρους και όχι να κόβεις τα δέντρα απλά».
«Πρώτα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα δέντρα ως ζωντανούς οργανισμούς, κάτι που δεν κάνουμε. Η προσφορά τους μέσα στην πόλη είναι πάρα πολύ μεγάλη. Εάν θέλουμε μια άλλη πόλη, εάν έχουμε ένα όραμα για μια άλλη Θεσσαλονίκη, πιο φιλική στους κατοίκους της, πιο βιώσιμη, πιο ανθρώπινη και θέλουμε να έχουμε δέντρα, μια ανθεκτική πόλη στους καύσωνες, στα προβλήματα, στην αλλαγή, πρέπει να σκύψουμε και να ασχοληθούμε, δουλεύοντας με ανθρώπους ειδικούς. Αλλά δεν υπάρχει συνεργασία και επομένως η γνώση του ενός και του άλλου δεν σμίγει και έτσι δεν γίνεται σωστή δουλειά», καταλήγει.
Καταγγελία κατοίκου: «Δέντρα θα μπορούσαν να σωθούν»
Η Ε.Κ., κάτοικος της Χαριλάου τα τελευταία πενήντα χρόνια, περιγράφει πως τα δέντρα που έπεσαν στη γειτονιά της, υπήρχαν εκεί πολύ καιρό, πριν ακόμη εμφανιστούν στο μέρος οι τελευταίοι κάτοικοι.
«Από τις αρχές του χρόνου, άρχισα και έστελνα αιτήματα στο δήμο, για να κάνουν κλαδεύσεις. Είχα δει και καταγράψει τα δέντρα που είχαν βγει οι ρίζες τους απέξω και αυτά που είχαν καταστρέψει τα πεζοδρόμια. Μου είπανε πως πριν κάποια χρόνια, βγήκε μια υπουργική απόφαση η οποία λέει πως τα πεζοδρόμια και τα δέντρα τους, έως ένα σημείο είναι προκήπια των πολυκατοικιών και επομένως ευθύνη των δημοτών η συντήρησή τους», υποστηρίζει και έπειτα σχολιάζει:
«Δίνω αρκετά μεγάλη σημασία στο μικροκλίμα της πόλης. Αντιλαμβάνομαι πως αν δεν υπάρχει πράσινο, είναι αυξημένη και η θερμοκρασία και ό,τι αναφέρω, είναι καθαρά για την ασφάλεια των πολιτών. Είχα κάνει τα αιτήματα και μου είχαν απαντήσει πως θα δρομολογηθούν.
Το καλοκαίρι σταματήσανε οι κλαδεύσεις, για να φουντώσουν τα δέντρα λίγο, γιατί από την προηγούμενη διοίκηση τα είχαν κουρέψει και κόψει. Υπάρχουν δέντρα που έχουν περάσει το ύψος των πολυκατοικιών, πέφτουν επάνω στα καλώδια. “Κάνε υπομονή” μου είπαν συγκεκριμένα, “τώρα ξεκινά η κλαδευτική περίοδος”. Εγώ προειδοποίησα πως σε μια επόμενη κακοκαιρία, θα έχουμε προβλήματα, γιατί ήδη τα δέντρα είχαν υποστεί κακουχίες.
Οι ρίζες έχουν ξεκουνηθεί περισσότερο, τα βλέπεις αν περπατήσεις, δεν είναι κάτι που χρειάζεται και ιδιαίτερη έρευνα. Κάποια δέντρα στην τελική, όντως κλαδεύτηκαν και δεν έπαθαν τίποτα. Πλέον, περπατάς στην Πλαστήρα και κλαις. Δέντρα θα μπορούσαν να σωθούν, αλλά και οι περιουσίες αυτών που έπαθαν κάποια ζημιά από τις πτώσεις. Δεν μου έδωσαν σημασία».
«Πρέπει να γίνει σωστή διαχείριση του αστικού πρασίνου»
«Η Θεσσαλονίκη δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει πολύ πράσινο. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές, για τη βιωσιμότητα των πόλεων χρειάζονται οχτώ με δέκα τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά άτομο. Εμείς δεν φτάνουμε ούτε τα τρία», επισημαίνει η Θέκλα Τσιτσώνη, ομότιμη καθηγήτρια Δασολογίας στο ΑΠΘ.
Σύμφωνα με τα όσα η ίδια παραθέτει, μέσα σε ψηφιακό μητρώο που είναι διαθέσιμο στο δήμο Θεσσαλονίκης και έγινε στο πλαίσιο του προγράμματος Green Tree, τα δέντρα της πόλης, που καταγράφηκαν το 2015, είναι κατηγοριοποιημένα σε υγιή και ασταθή. Όπως έδειξαν τα στοιχεία μάλιστα, από τα 40.000 -περίπου- δέντρα, τα μισά κρίθηκαν πως πρέπει να απομακρυνθούν.
«Τα δέντρα είναι ζωντανοί οργανισμοί, όπως είναι οι άνθρωποι και τα ζώα. Υφίστανται όλες τις ταλαιπωρίες που τραβάνε και οι άνθρωποι των πόλεων και για αυτό δεν ξέρουμε την κατάσταση της υγείας τους. Οτιδήποτε ζωντανό έχει μια εξέλιξη και αυτό δεν ξέρουμε προς τα που πάει η εξέλιξη αυτή. Για αυτό τον λόγο χρειάζεται η επικαιροποίηση του μητρώου, γιατί η υγεία των δέντρων μπορεί να αλλάξει από χρόνο σε χρόνο και σε μια επόμενη κακοκαιρία να πέσουν και άλλα δέντρα. Υπάρχουν ειδικοί τρόποι που ελέγχεται η κατάσταση της υγείας τους, για να μην έχουμε αντίστοιχα περιστατικά σε μελλοντικά έντονα καιρικά φαινόμενα», υπογραμμίζει.
Η κ.Τσιτσώνη, στη συνέχεια, αναλύει το λόγο που οι κλαδεύσεις δεν μπορούν να αποτελούν την ιδανική λύση. «Είναι το έσχατο μέσον. Αυτές οι βαθιές κλαδέψεις πληγώνουν τα δέντρα, γίνονται εστίες μολύνσεων, όποτε αρχίζουν και σαπίζουν και μειώνεται το προσδόκιμο της ηλικίας τους. Τα περισσότερα είδη εξαρτώνται από την πλήρη αύξηση τους. Δεν πρέπει να κλαδεύονται -βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις, σπάνια όμως, χρειάζεται- αλλά αν επιλεχθεί το κατάλληλο είδος για την κάθε θέση, δεν θα χρειαστεί».
«Η λύση είναι να χαρακτηριστεί κάθε δέντρο ανάλογα με την επικινδυνότητά του. Και βέβαια οι καινούργιες δενδροφυτεύσεις, να γίνονται με τα κατάλληλα είδη. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να βάζουμε ένα Πλατάνι, που είναι ένα μεγάλο δέντρο, σε μικρά πεζοδρόμια. Πρέπει ανάλογα με το πεζοδρόμιο και τον αυξητικό χώρο να επιλέγεται το κάθε δέντρο, ώστε να μην χρειαστεί να κλαδευτεί.
Επίσης, πρέπει να είναι είδη που δεν θα είναι ταχυαυξή. Οι Λευκές ας πούμε στην παραλιακή, έχουμε πει πως πρέπει να απομακρυνθούν το συντομότερο -όχι βέβαια άπαξ και αδειάσουν όλες οι δεντροστοιχίες- τουλάχιστον να τοποθετούνται μία παρά μία. Επίσης, είναι σημαντικό τα δέντρα που φυτεύονται, να τηρούν ορισμένες προδιαγραφές. Να είναι δηλαδή ελληνικά είδη για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Πρέπει να γίνει σωστή διαχειριστή του αστικού πρασίνου. Τώρα, για κάποιους λόγους που έχουν γίνει λάθος φυτεύσεις, αναγκάζονται και προχωρούν σε κλάδευση και έχουμε αυτό το θλιβερό φαινόμενο. Αυτά τα εξαιρετικά δέντρα στην Τσιμισκή, που είναι ολλανδικές φτέλιες, βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση. Δεν θα έπρεπε να κλαδεύεται, αλλά να ελέγχεται το κάθε δέντρο και η κατάσταση της υγείας του. Κάθε δέντρο έχει τις δικιές του απαιτήσεις, πρέπει να ξέρεις για να γίνει η σωστή επιλογή», προσθέτει.
«Τα είδη που φυτεύονται διαφοροποιούνται καταρχάς, από το γεωγραφικό πλάτος της πόλης. Δεν μπορούμε να φυτεύσουμε είδη για μεγαλύτερα υψόμετρα, γιατί θα δεινοπαθήσουν το καλοκαίρι. Πρέπει να επιλέγονται είδη για τις κλιματικές συνθήκες της πόλης μας, ανάλογα με τη θέση, το υψόμετρο της κάθε πόλης και έπειτα ανάλογα με τον αυξητικό χώρο. Αν θα είναι μεγάλο, μεσαίο ή μικρού μεγέθους δέντρο. Δεν είναι δηλαδή κάτι γενικό που μπορούμε να πούμε. Υπάρχουν κανόνες. Αναπτύχθηκε ειδικός κλάδος της επιστήμης αυτής για να μπορέσει να διαχειριστεί τα δέντρα στον αστικό χώρο», υπογραμμίζει.
Στο ερώτημα για το ποια δέντρα μπορούν να επιβιώσουν στη Θεσσαλονίκη, η κ.Τσιτσώνη απαντά: «Στις έρευνες που κάναμε, βρήκαμε μεταξύ άλλων πως η Κερκίδα, που υπάρχει στην Εγνατία, είναι ένα είδος που αντέχει στη ρύπανση των δρόμων. Το Πλατάνι, επίσης η Κερλετέρια -αν και είναι είδος ξενικό- έχουν προσαρμοστεί στη Θεσσαλονίκη. Ο Φράξος, κάποια σφενδάμια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ανάλογα πάλι με το χώρο που διατίθεται. Το κύριο θέμα όμως, είναι η αποφυγή των κλαδεύσεων και αν χρειαστεί να γίνει κάποια, ειδικοί πρέπει να δείξουν τον τρόπο. Εδώ περνούν κάτι συνεργεία εργατών και κλαδεύουν, ενώ υπάρχουν ολόκληρες μελέτες που δείχνουν τον τρόπο», καταλήγει.
Πρ. Νικηφορίδης: «Τα δέντρα που έπεσαν δεν ήταν επικίνδυνα»
Ο Αντιδήμαρχος Τεχνικών Έργων, Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Κινητικότητας, Πρόδρομος Νικηφορίδης, λίγες ημέρες νωρίτερα, γνωστοποίησε πως από την κακοκαιρία η Θεσσαλονίκη έχασε περίπου το 1% των δέντρων της. Ο ίδιος αναφέρει στην parallaxi για την επόμενη ημέρα:
«Προφανώς, θα συνεχίσουμε το έργο που είχαμε ξεκινήσει· Να φυτεύουμε συνεχώς νέα δέντρα -θα εντατικοποιήσουμε εννοείται, τους ρυθμούς. Σε οποιαδήποτε περίπτωση όμως, ήταν ένα πολύ ανησυχητικό φαινόμενο, διότι μέχρι τώρα είχαμε πτώσεις δέντρων, κυρίως σε δενδροδόχους και δρόμους. Τώρα όμως, σημειώθηκαν πτώσεις και σε πάρκα, ενώ έπεσαν και Κυπαρίσσια, που φυτεύονται σαν ανεμοφράχτες και συνήθως δεν πέφτουν.
Εμείς ωστόσο, συγκαλούμε μια σύσκεψη όλων των αρμόδιων φορέων, γιατί θέλουμε να μιλήσουμε για την επόμενη ημέρα, που θεωρούμε ότι είναι κρίσιμο να δούμε πιθανόν ότι πρέπει να κάνουμε κάποιες κινήσεις ή θα πρέπει να επιδείξουμε συγκεκριμένα δέντρα για αυτό που χρειαζόμαστε και να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε όσο καλύτερα γίνεται σε αυτές τις ανάγκες».
Ο κ. Νικηφορίδης δηλώνει πως υπάρχουν σχετικές έρευνες, ενώ πριν από δύο μήνες πραγματοποιήθηκε σύσκεψη με περίπου δέκα φορείς οι οποίοι ασχολούνται με το πράσινο. «Το τι κάνουμε από εδώ και πέρα είναι ένα θέμα. Τι έγινε όμως μέχρι σήμερα είναι ένα άλλο θέμα: Δηλαδή το γεγονός ότι φυτεύτηκαν ακατάλληλα δέντρα σε κάποια σημεία, αυτό είναι δεδομένο. Όμως σήμερα, δεν μπορούμε να κάνουμε σπουδαία πράγματα. Να τα κόψουμε; Δεν γίνεται. Αν γίνει επικίνδυνο κάποιο δέντρο, θα το κόψουμε, όσο όμως δεν είναι δεν χρειάζεται. Τα δέντρα που έπεσαν δεν ήταν επικίνδυνα, κανείς δεν είχε πει ότι έπρεπε να κοπούν και εμείς δεν το κάναμε. Μάλιστα, τα δέντρα τα οποία είχε αποφασίσει η προηγούμενη διοίκηση να κόψει, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, με την οποία εμείς ήμασταν υπό συζήτηση, διαπιστώσαμε πως κανένα από αυτά δεν έπεσαν. Δηλαδή τα “επικίνδυνα” της προηγούμενης διοίκησης αντιστάθηκαν σε αυτήν τη θεομηνία, ενώ άλλα δέντρα που ήταν χαρακτηρισμένα ως υγιή και ασφαλή έπεσαν. Άρα, είναι πάρα πολύ δύσκολο, δεν ξέρει κανείς ποιο δέντρο θα πέσει στην επόμενη κακοκαιρία».
Ο Αντιδήμαρχος Τεχνικών Έργων, Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Κινητικότητας καταληκτικά εξηγεί: «Τίποτα δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά, όπως και τίποτα δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά για ένα κτίριο σε ένα σεισμό. Είναι πράγματα που είναι δύσκολο από πριν να προβλέψουμε. Τα δέντρα που έπεσαν ας πούμε, δεν υπήρχε καμία σκέψη ότι θα μπορούσαν να πέσουν. Υπήρχαν τρεις λόγοι που είδαμε μεγάλα και υγιή δέντρα να “ξαπλώνουν”: Ο ένας λόγος είναι ότι υπήρξε παρατεταμένη καλοκαιρία και ανομβρία το Νοέμβρη, με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, εμποδίζοντας την πτώση των φύλλων. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η μεγάλης διαρκείας ποτιστική βροχή, μια βροχή διαρκείας, που ουσιαστικά μαλάκωσε πολύ το έδαφος, το οποίο πριν ήταν τελείως στεγνό και δεν μπόρεσαν οι ρίζες και τα δέντρα να προσαρμοστούν. Μετά έρχεται ο αέρας των 10 και 11 μποφόρ, με δυνατές ριπές, και αυτό ήταν το χειρότερο, δεν ήταν δηλαδή η δύναμη του αέρα, ήταν το γεγονός ότι έφευγε και ερχόταν ξανά, και ουσιαστικά εκείνη τη στιγμή ο άνεμος σχεδόν βομβάρδισε τα δέντρα, με αποτέλεσμα σε κάποια φάση να υποκύψουν και να ξαπλώσουν, γιατί πραγματικά δεν άντεχαν αυτήν τη διαρκή επίθεση των ριπών του αέρα».