Ο Γιώργος Χουλιάρας αφηγείται την ιστορία της Όμορφης Νύχτας
Η θρυλική μουσική σκηνή της Τούμπας που έγραψε Ιστορία
Ο σπουδαίος μουσικός Γιώργος Χουλιάρας, αφηγείται στο Γιώργο Τούλα την ιστορία του και την ιστορία της θρυλικής μουσικής σκηνής της οδού Παπάφη στην Κάτω Τούμπα, Όμορφη Νύχτα.
-Η καταγωγή μου είναι από τη Θράκη, το Διδυμότειχο. Από ένα χωριό διπλανό που λέγεται Θυρέα. Γεννήθηκα στα μέσα του αιώνα, στο 51′, του 20ου. Και πρόλαβα το χωριό στην τέλεια του φυσική κατάσταση διότι δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε ύδρευση, ούτε δρόμος για λεωφορείο για να πηγαίνουμε στο Διδυμότειχο που ήταν η πιο σημαντική κωμόπολη. Και από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι στο χωριό τη μουσική. Διότι μετά έγινα μουσικός. Στο χωριό έμεινα μέχρι δεκατρία χρονών, τελείωσα το δημοτικό σχολείο στο χωριό. Και γράφτηκα πρώτη τάξη στο γυμνάσιο στο Διδυμότειχο.
-Μετά η οικογένεια μας λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης και της φτώχειας που υπήρχε στις αρχές του εξήντα. Έφυγε και πήγαμε στην Ξάνθη. Εγκατασταθήκαμε στην Ξάνθη όπου συνέχισα εκεί την δεύτερη τάξη του γυμνασίου και τη τρίτη τάξη του γυμνασίου στην Ξάνθη. Από τη Ξάνθη, σε δύο χρόνια περίπου εγκαταστάθηκαμε μόνιμα πια στην Θεσσαλονίκη. Όλη η οικογένεια έκανε το ταξίδι, Διδυμότειχο- Ξάνθη, Θεσσαλονίκη φτάσαμε το 1966 και μείναμε στην περιοχή και από τότε ακόμα η μητέρα μου που είναι 95 χρονών μένει στην ίδια περιοχή. Εγκατασταθήκαμε στην περιοχή Ανθέων- Μαρτίου.
-Ο πατέρας μου ήταν κτίστης κάλφας, από τους καλύτερους χτιστάδες στο επάγγελμα του. Και όταν ήρθαμε εδώ στην Θεσσαλονίκη, εγώ δεν συνέχισα την τέταρτη τάξη του γυμνασίου άλλα γράφτηκα στην τεχνική σχολή Δημόκριτος και τελείωσα, πήρα πτυχίο σε τέσσερα χρόνια εργοδηγός ηλεκτρολόγος. Το πτυχίο βέβαια, έμεινε στο συρτάρι μου διότι ποτέ δεν ακολούθησα αυτό το επάγγελμα. Σχεδόν μόλις, και τώρα θα πω για την μουσική. Ας πούμε πάλι, μόλις ήρθα στην Θεσσαλονίκη αγόρασα την πρώτη μου κιθάρα.
-Λοιπόν, πριν τη κιθάρα όμως, από μικρός στο χωριό που όπως είπαμε ήταν εντελώς η κατάσταση φυσική. Η μουσική κυριαρχούσε στα χωριά της Ελλάδος όπως ξέρουμε. Όχι μόνο σε πανηγύρια, σε γάμους, σε αρραβώνες οτιδήποτε, που κυριαρχούσε. Αλλά και κάθε Κυριακή ήταν σταθερά ο χορός στην πλατεία του χωρίου έπρεπε να γίνει και μάλιστα επίσημα. Έπρεπε να καθίσουν οι μεγάλες γιαγιές, η μπάμπω που τις λέγανε, στο πεζουλάκι. Έπρεπε να παραταχθούν οι γυναίκες, εγώ τα πρόλαβα όλα αυτά, με όλες τις παραδοσιακές στρατιωτικές φορεσιές. Να παραταχθούν στη σειρά στην πλατεία. Ο γκαϊτατζής, που έπαιζε την γκάιντα ήταν από το χωριό μας και ήταν ο καλύτερος στην περιοχή όλη. Μαζί με έναν άλλο που ήταν στην Ορεστιάδα από άλλο χωριό. Δηλαδή πήγαινε και σε άλλα χωριά, ήταν μεγάλος μουσικός, τεράστιος μουσικός. Καταγόταν από το χωριό μου.
-Ερχόταν στο χωριό μας κάθε Κυριακή ο Δοιτσίδης, ένας θρακίωτης τραγουδιστής λίγο πιο μικρός από τον Αιδωνίδη σε ηλικία. Αλλά έχει πολλούς δίσκους, μεγάλος μουσικός και αυτός. Και ερχόταν και έπαιζε. Οι γυναίκες λοιπόν παρατασσόταν κανονικά επίσημα και άρχισαν πριν αρχίσει η γκάιντα και τα όργανα τα ούτια, αυτές έπρεπε να τραγουδήσουν μόνες τους ακαπέλα, όλες μαζί ένα τραγούδια σαν εισαγωγή. ήταν όρθιες και μετά άρχιζε η γκάιντα, το ούτι, το βιολί, το τουμπελέκι, αυτά ήταν τα όργανα της Θράκης και το κλαρίνο. Ερχόταν από ένα άλλο χωριό ένας μεγάλος κλαρινιτζής, τεράστιος μουσικός. Υπ Όψιν και ο Αιδωνίδης, ο Χρόνης είναι από το χωριό μας, το διπλανό χωριό, Καροτή λέγεται. Είναι πέντε χιλιόμετρα δηλαδή. Και εκείνο το χωριό είχε μεγάλη πλούσια παράδοση.
-Ο παππούς μου από την μάνα μου, ήταν γκαϊτατζής. Και αυτός γυρνούσε στα χωριά και το έκανε επαγγελματικά, ήταν μεγάλο ταλέντο και αυτός και έκανε επάγγελμα αυτό το πράγμα. Αν και δεν ήταν καθαρό επάγγελμα η μουσική των χωριών, δηλαδή ο μουσικός τότε του χωριού έκανε και αγροτικές εργασίες ως γεωργός στα χωράφια του. Αλλά πληρωνόταν και από τους γάμους, στα πανηγύρια, τις Κυριακές που έπρεπε να γίνει ο χορός και στα καφενεία τα γλέντια που τους έπαιρναν προσωπικά οι Θρακιώτες άνδρες οι οποίοι έπιναν και μεθούσαν πολύ οι Θρακιώτες. Και έπαιρναν την γκάιντα στο καφενείο, πέντε- έξι γλεντοκόποι και όλη τη νύχτα τραγούδια- κρασί- τραγούδια. Μερικοί έπαιρναν και τον γκαϊτατζή όταν τελείωναν από το καφενείο και σουρωμένοι και ωραίοι και γεμάτοι μουσική και τραγούδι το κεφάλι του. Έπαιρνε τον γκαϊτατζή ένας άλλος παππούς που είχα, από το καφενείο και τον συνόδευε ο γκαϊτατζής μέχρι το σπίτι του παίζοντας την γκάιντα. Σιγά όμως, γιατί κοιμόταν όλο το χωριό, τρεις η ώρα τη νύχτα και τον συνόδευε κανονικά. Πίσω ο γκαϊτατζής, αυτός μπροστά και πήγαινε σπίτι του για να κοιμηθεί.
-Η μουσική της Θράκης με στιγμάτισε μέσα μου. Αν δεν άκουγα τα Θρακιώτικα τραγούδια δεν θα ήμουν αυτός που είμαι τώρα. Που είμαι ένας επαγγελματίας μουσικός, που έγινα μετά και το κάνω περίπου σαράντα χρόνια. Ήρθαμε στην Θεσσαλονίκη και αγόρασα την κιθάρα μου σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Πήγα σε ένα πολύ- πολύ καλό δάσκαλο, κιθαρίστα παππού και πήρα τα πρώτα μου μαθήματα από αυτόν. Αυτός ο παππούς λεγόταν Μουτσόπουλος και είχε το ωδείο του στην Ιασωνίδου και Εγνατίας γωνία, στον πρώτο όροφο. Μετά έγινε ωδείο βορείου Ελλάδος, αν θυμάμαι καλά. Δηλαδή η κόρη του το συνέχισε, αυτός όμως ο παππούς με έκανε στην κιθάρα τα μαθήματα περίπου ένα εξάμηνο.
Και μετά σταμάτησα και από εκεί και πέρα άρχισα να παίζω κιθάρα μόνος ακούγοντας. Αγοράσαμε και φυσικά, τότε την δεκαετία του εξήντα και τα ωραία πικάπ, ένα Philips. Όποτε άρχισα να αγοράζω δίσκους των 45 και 33 στροφών. Διότι οι δίσκοι των 78 γραμμοφώνων ήδη είχαν καταργηθεί πριν από δέκα χρόνια. Αρχές του πενήντα καταργήθηκαν οι δίσκοι, οπότε άκουγα. Η οικογένεια είχε και δίσκους του Τσιτσάνη, του Μητσάκη, του Παπαιωάνου, Χιώτη, όχι τόσο Βαμβακάρη. Τότε κυριαρχούσαν, Ο Βαμβακάρης στις αρχές του εξήντα σαν μια αποχώρηση. Αλλά αμέσως τον βρήκε ξανά ο Ξαρχάκος και τον αγκάλιασε ξανά όλη η Ελλάδα. Η κιθάρα που παίρνω εγώ, συνεχίζω παίζω όχι επαγγελματικά. Σε παρέες, μαθαίνω τραγούδια και επαγγελματικά «μπαίνω» στην μουσική το 1979. Εκεί αρχίζει η επαγγελματική μου πορεία, σε ηλικία 28 ετών. Και τώρα εκεί είναι ένα άλλο κεφάλαιο.
-Η Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του 70 ήταν.Το μπουζούκι πήγαινε μια χαρά, υπήρχαν ωραιότατα μαγαζιά, ταβέρνες όμως. Και άλλες είχαν ένα τρίο μπουζούκι- κιθάρα- δύο μπουζούκια, άλλες είχαν ντουέτο. Αυτές ήταν, και ο κόσμος δεν ήταν πολλές την δεκαετία του 70. Κυριαρχούσε η μουσική πιο πολύ του Θεοδωράκη, του Χατζηδάκι, μεταπολίτευση ήταν. Επίσης η Θεσσαλονίκη είχε ωραιότατα κέντρα, δηλαδή τότε είχαν αρχίσει και γινόντουσαν, δεν μπορούμε να τα πούμε σκυλάδικα είναι κέντρα λαϊκά. ήδη από πιο πριν από το 68 έγινε η «Βεντέτα» το κέντρο απέναντι από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Αλλά ήταν κέντρα νυχτερινά, κανονικά με ένα τρόπο λειτουργίας πολύ αυστηρό και τελετουργικό. Ήρθε και έπαιξε ο Βαμβακάρης μαζί με τον Λάφκα, τον Παπαιωάνου και τον Στράτο Πάγιουμτζη. Φέρνανε δηλαδή ονόματα και μουσικούς και ρεμπέτες μουσικούς τεράστιους. Ήταν η «Φαρίντα», το «ΛΟΥΞ» στην Ηλιούπολη, Εύοσμο. Εγώ πήγαινα όχι ως θαμώνας αλλά πήγαινα από περιέργεια για να περάσω μια ωραία βραδιά και να ακούσω.
-Πήγαινα στη «Φαρίντα», μετά ήταν από την Σταυρούπολη, Λαγκαδά πιο πέρα ο γνωστός «Ζυγός». Πιο πέρα ήταν η «Καζμπα». Άρχισαν να γίνονται πάλι στην Νεάπολη ωραία κέντρα νυχτερινά που παιζόντουσαν λαϊκά τραγούδια γνήσια. Παλιά δηλαδή και Καζαντζίδη και Γαβαλά. Είδα τον Γαβαλά στα «ξημερώματα» στην Νεάπολη με την Ρία Κούρτη. Πολύ ωραία προγράμματα, μπουζούκια, εξαιρετική παίκτες οι ορχήστρες όλες.
-Στη «Φαρίντα» που ήταν Ο Μανώλης Χιώτης είχε έρθει και έπαιξε. Αν δεν κάνω λάθος ήταν το τελευταίο του παίξιμο ζωντανό στη «Φαρίντα». Εγώ λοιπόν αρχίζω το 79 και κάνω με άλλους δύο μουσικούς ένα τρίο και το πρώτο μου μεροκάματο δεν ήταν στην Θεσσαλονίκη αλλά στην Κω. Εκεί βρεθήκαμε σε μια μεγάλη ταβέρνα και παίζαμε. Εκεί ήταν η αρχή μου και μετά από λίγο τον επόμενο χρόνο, πάλι παίζω με σχήμα σε ταβέρνα. Μετά από λίγο, το 82 ο αγαπητός μου φίλος, ο Χρήστος Χατζηδιάκος παίρνει το «Μπαλκονάκι» μια ταβέρνα, η οποία έγραψε ιστορία. Πολύ σημαντική, αρκετά χρόνια. Και εκεί έπαιξα για πρώτη φορά με το σχήμα που είχα εγώ, κυρίως εγώ ήμουνα, πέντε άτομα ήμασταν αλλά εγώ ήμουν που συνεννοήθηκα με τον Χρήστο. Αυτό το σχήμα ήταν που ξεκίνησε το «Μπαλκονάκι», η πρώτη ορχήστρα. Μετά από δύο χρόνια περίπου που έπαιξα εκεί, ενάμιση- δύο χρόνια έρχεται η ιστορία της Όμορφης Νύχτας.
-Η ιστορία ξεκίνησε, άρχισε το μαγαζί, έκανε εγκαίνια 19 Δεκεμβρίου 1984. Η ιδέα ξεκίνησε λίγους μήνες πριν, να ανοίξουμε ένα χώρο. Να μην έχει φαγητά, μπριζόλες και όλα αυτά τα παραλειπόμενα που δυσκολεύουν τη ζωντανή μουσική. Και είπαμε να ανοίξουμε ένα χώρο που να έχει μόνο ένα κρύο πιάτο και κυρίως ποτά για να μπορεί αν ακούει ο κόσμος άνετα και να μην τρώει μπροστά σου και μασουλάει.
-Αυτό το πρόβλημα το είχαν και οι παλιοί μουσικοί, όλοι δηλαδή. Και ο Τσιτσάνης το έχει πει σε συνεντεύξεις, πόσο δύσκολο πράγμα είναι έλεγε εγώ να παίζω εκείνη την στιγμή κάτι ωραίο και απέναντι μου ο άλλος να το βλέπω να έχει το κόκκαλο της μπριζόλας και τα δόντια του. Πρόβλημα, έτσι η όμορφη νύχτα ξεκίνησε. Δεν θα μπορούσε να γίνει η «όμορφη νύχτα» ποτέ δηλαδή οφείλω μια πολύ πολύ βαθιά, βαθύτατη ευγνωμοσύνη στους γονείς μου και στα αδέρφια μου. Διότι τα χρήματα που μπήκαν όλα ήταν από το εφάπαξ που πήρε ο πατέρας μου. Όλα τα λεφτά πήγαν εκεί. Ο ίδιος δούλεψε μέσα.
-Η μητέρα μου έκανε κεφτεδάκια στο σπίτι και τα πηγαίναμε από το σπίτι για χρόνια μες στην «Όμορφη Νύχτα». Και οι πελάτες τόσο πολύ τους άρεσαν, τα τρώγανε τα κεφτεδάκια που είχαν τρελαθεί. Δεν μας άφηναν ήσυχους, τα κεφτεδάκια, τα κεφτεδάκια… Το ανοίξαμε το μαγαζί και το πρώτο σχήμα που παίξαμε μουσικά ήταν εκτός από εμένα, ο αδερφός μου ο Μανώλης, Χουλιάρας, ο Χρήστος Μιτρέντζης, η Ελένη Τσαλιγοπούλου και ο Σάκης Πελοσλόγλου. Ένας ωραιότατος τραγουδιστής, πολύ γνήσιος λαϊκός. Τον θυμάμαι, έπαιζε και μπαγλαμαδάκι και ωραίο αλλά η φωνή του ήταν υπέροχη, το κάτι άλλο. Και έτσι ξεκινάμε αυτό το σχήμα και παίζουμε τον χειμώνα γιατί ανοίξαμε Δεκέμβριο. «Βγαίνει» ο χειμώνας και σιγά- σιγά έγινε, άγνωστο το κέντρο και το μαγαζί, τίποτα. Και ο κόσμος σιγά- σιγά ερχόταν.
-Γιατί είπαμε το όνομα «Όμορφη Νύχτα» αυτό είναι πάρα πολύ απλό να το πω. Δεν βγάλαμε εμείς το όνομα όμορφη νύχτα διότι ο χώρος αυτός λειτουργούσε ως ταβέρνα που τη είχε κάποιος άλλος. Ο οποίος είχε γράψει το όνομα της ταβέρνας του «Όμορφη Νύχτα». Αφού έγιναν οι συνεννοήσεις, το αγοράσαμε από αυτόν, τις καρέκλες, τα τραπέζια που είχε όλα, τα ψυγεία. Λέμε γιατί να σκεφτούμε όνομα; Υπάρχει ωραιότερο όνομα από αυτό; Και έτσι κρατήσαμε το όνομα και είχαμε πάρα πολύ δίκιο. Η σκέψη μας ήταν τελείως σωστή. Διότι μετά, αυτό κράτησε είκοσι ολόκληρα χρόνια. Το ωραίο που το αγάπησε ο κόσμος.
-Παίζουμε την πρώτη χρονιά και την επόμενη χρονιά κάνουμε άλλο σχήμα. Αλλά όλα αυτά τα είκοσι χρόνια που κράτησε η «όμορφη νύχτα» μέχρι το 2004, εγώ και ο Μανώλης είμαστε οι σταθεροί της ορχήστρας. Απλώς, άλλες φορές κάθε χρόνο ερχόταν κάποιος άλλος μπουζουκτσής ή ακορντεονίστας ή τραγουδίστρια. Κάνουμε το σχήμα τον επόμενο χρόνο και άρχισε να μαζεύεται ο κόσμος και εργαζόμασταν έξι μέρες την εβδομάδα. Άρχισε και ερχόταν, ερχόταν, ερχόταν. Εμείς είχαμε ένα ρεπερτόριο, η ορχήστρα κυρίως ρεμπέτικο με πολύ λίγο λαϊκό του 50′ τραγούδια, αλλά όλους τους συνθέτες τους ρεμπέτες. Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Μπαγιαντέρα, Μητσάκη, Καλδάρα, Χίωτη κλπ.
Ήταν πάρα πολύ ωραίο το ρεπερτόριο μας, κάλυπτε όλη την γκάμα του ρεμπέτικου, του αρχαίου ρεμπέτικου. Από το αρχαίο ρεμπέτικο μέχρι την εποχή που έγραφαν τα τελευταία ρεμπέτικα δηλαδή ο Τσιτσάνης και οι άλλοι συνθέτες. Γύρω στο 50′ με 55′ γράφτηκαν τα τελευταία ρεμπέτικα τραγούδια και μετά αρχίζει η ωραία εποχή, η χρυσή εποχή του λαϊκού τραγουδιού με το Καζαντζίδη , Γαβαλά, Αγγελόπουλο κλπ. Τα ωραία τραγούδια και τις τραγουδίστριες, τις λαϊκές. Τα ιερά τέρατα τις λέγανε. Εμείς πάμε καλά συνεχίζουμε και την επόμενη χρονιά και την μεθεπόμενη χρονιά πάει ο κόσμος. Αρχίζουν να γίνονται και άλλα μαγαζιά στην Θεσσαλονίκη.
-Ήδη είχε γίνει το «Μινουί» που έκανε την μεγάλη του πορεία και ήταν ένα θρυλικό μαγαζί και αυτό. Το οποίο ήταν ακόμα πιο θρυλικό διότι είχε ακόμα πιο παλιούς μουσικούς από εμάς στην «Όμορφη νύχτα». Είχε τον Καμπουρέλο, τη Λιλή, Σωκράτη κλπ. Το «Μινουί» λειτουργούσε στη Δαγκλή. Από εμάς τώρα πέρασαν ως μουσικοί ο Χαριτίδης ο Λάρης και η Αγγελική Λεμονή τραγουδίστρια και είχαμε έναν ακορντεονίστα μεγάλο σε ηλικία αλλά είχε παίξει με την Γκρείγ, με τραγουδίστριες πολύ γνήσιο μουσικό, παλιό μουσικό, κάτοχο της τέχνης του λαϊκού τραγουδιού και του ρεμπέτικου.
Αυτόν τον είχαμε για χρόνια συνέχεια στην ορχήστρα. Μετά πέρασε επειδή κάναμε μια συναυλία πιο πριν, όταν ήμασταν στο «μπαλκονάκι». Κάναμε μια συναυλία για την περίφημη τραγουδίστρια, την Σεβάνς Χανούμ, την ρεμπέτισσα. Στην Νομική στο πανεπιστήμιο και έμεινε αυτή η συναυλία ως ιστορική. Και μετά αφού γνωρίστηκα με τη Σεβάς και έτσι ήρθε και στο μαγαζί μας. Μας έκανε την τιμή. Μερικές βραδιές την «ανεβάσαμε» και έπαιξε μαζί μας. Δηλαδή τραγούδησε νεότερα τραγούδια. Και μου είναι μια πάρα πολύ ωραία ανάμνηση με την Σεβάς.
-Μετά ήρθε αργότερα ακόμα μία τραγουδίστρια ρεμπέτισσα, θρύλος και είδωλο μου που την είχα εγώ ως μαθητευόμενος. Και άκουγα ας πούμα να μαθαίνω να τραγουδάω. Η Σωτηρία Μπέλλου ήρθε στην όμορφη νύχτα. Την έφερε ο Πλασταράς, που είχε την ωραία ταβέρνα πάνω στα κάστρα μια νύχτα. Και κάθισε, άκουσε μουσική και μάλιστα χόρεψε ένα ωραίο χορό τσάμικο. Και σώζεται η φωτογραφία της μέσα από την «όμορφη νύχτα» να χορεύει ένα ωραίο τσάμικο. Δεν τραγούδησε στο πάλκο άλλα χόρεψε. Ήταν ακόμα πιο σπάνιο.
-Η «Όμορφη Νύχτα» κράτησε είκοσι ολόκληρα χρόνια και κατά την διάρκεια αυτών των ετών έγιναν και ορισμένες ειδικές βραδιές για τον Βασίλη Τσιτσάνη, που τις διοργάνωσε ο μεγάλος μας ποιητής, Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ο οποίος έχει κάνει και μελέτες για τον Τσιτσάνη και το Ρεμπέτικο εξαιρετικές. Μα, εξαιρετικές μελέτες! Και αυτό το θεωρώ μεγάλη μου τιμή που έγιναν αυτά τα πράγματα. Εκεί ήρε και η κόρη του Τσιτσάνη, Βικτωρία και ο γιος του Τσιτσάνη. Για μένα ήταν μεγάλο πράγμα, η παρέα του Τσιτσάνη που δημιουργήσαμε που λεγόταν αυτό το σχήμα.
-Από τότε αυτές οι βραδιές που γίνανε ήταν και σιγά- σιγά προς το τέλος της ιστορίας της «όμορφης νύχτας». Διότι μετά από τρία χρόνια περίπου, έκλεισε οριστικά. Και από τότε βλέπω τα πράγματα τώρα, από την μουσική δηλαδή για την κατάσταση στην πόλη. Μπορώ να πω ότι το ρεμπέτικο τραγούδι πάλι παίζεται στην Θεσσαλονίκη για πολύ ζωντανά από νέους σε στέκια, σε μαγαζιά. Βέβαια πολύ λιγότερο αλλά όμως, θα συμβούλευα τον κόσμο να πηγαίνει στα στέκια τα ρεμπέτικα, που έχει νέους που παίζουν. Και μάλιστα πολύ ωραία μερικού μπουζουκτσήδες και κιθαρίστες. Αυτό θα έλεγα στον κόσμο, να πηγαίνει πιο πολύ για να ακούει ζωντανά μουσική στα στέκια της ωραίας πόλης μας.
*Η αφήγηση έγινε για την εκπομπή Ξενοδοχείο 958, του 958fm της ΕΡΤ3.