η-απαραίτητη-προσαρμογή-της-θεσσαλον-1112915

Θεσσαλονίκη

Η απαραίτητη προσαρμογή της Θεσσαλονίκης σε καύσωνες και πλημμύρες – Οι δύο μεγάλες προκλήσεις

«Aυτά που έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα δεν είναι τίποτα σε σχέση με αυτά που θα συμβούν τα επόμενα πέντε χρόνια» - Η προειδοποίηση για άμεση αλλαγή ατζέντας στην πόλη και τον πλανήτη

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

«Ο φόβος για την κλιματική κατάρρευση δεν είναι πια στο κατώφλι. Είναι μέσα στο σπίτι μας». Με αυτή τη φράση ξεκινά ο Περικλής Χατζηνάκος, ιδρυτής της περιβαλλοντικής οργάνωσης Mamagea και υπεύθυνος του Γραφείου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, μια ειλικρινή και καθόλου εφησυχαστική συζήτηση για τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στον πλανήτη και ειδικότερα στις πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη.

Οι πόλεις συγκεντρώνουν ήδη πάνω από τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό, ενώ ως το 2050 αναμένεται να φιλοξενούν 7 στους 10 ανθρώπους. Αυτή η πληθυσμιακή και οικονομική πυκνότητα τις καθιστά βασικούς παράγοντες τόσο της κλιματικής αλλαγής όσο και της αντιμετώπισής της. Με το 60% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου να προέρχεται από τις πόλεις, η ανάγκη για δράση είναι επιτακτική.

Ακραία καιρικά φαινόμενα, καύσωνες, πλημμύρες, απειλές για την επισιτιστική ασφάλεια και αυξημένες κοινωνικές ανισότητες πλήττουν τα αστικά κέντρα ήδη και οι εικόνες που περνούν μπριοστά από τα μάτια μας είναι σοκαριστικές. Παράλληλα, όμως, αυτά τα αστικά κέντρα, αποτελούν κοιτίδες καινοτομίας και μπορούν να πρωτοστατήσουν στη βιώσιμη μετάβαση, με πράσινες υποδομές, λιγότερα αυτοκίνητα, ενεργειακά αποδοτικά κτίρια και ισχυρά σχέδια προσαρμογής και ανθεκτικότητας. Το μέλλον των πόλεων είναι κρίσιμο για το μέλλον του πλανήτη και δεν είναι λόγια για να λέμε ή γραφικότητες από κάποιους που υποστηρίζουν πως απαιτείται πια περισσότερο πράσινο.

Η επιστημονική κοινότητα, λέει ο Χατζηνάκος, προειδοποιεί εδώ και δεκαετίες. Πλέον όμως, οι προειδοποιήσεις γίνονται καθημερινή εμπειρία: από καύσωνες μέχρι πλημμύρες, η βιοποικιλότητα καταρρέει και η φύση αδυνατεί να προσαρμοστεί στους φρενήρεις ρυθμούς της αλλαγής.

«Μέχρι το 2030, αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν “κλιματική κατάρρευση” θα είναι γεγονός. Aυτά που έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα δεν είναι τίποτα σε σχέση με αυτά που πολύ αυξητικά θα συμβούνε τα επόμενα λίγα χρόνια» αναφέρει στην Parallaxi, προκαλώντας τουλάχιστον ταραχή αν σκεφτεί κάποιος πως αυτό που αναφέρει δεν είναι κάτι μακρινό, αλλά πρόκειται για την επόμενη πενταετία.

Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; «Ο περίπλοκος τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το κλίμα θα αυξηθεί, όπου τα φαινόμενα θα ενταθούν πολύ περισσότερο και δεν θα υπάρχουν σταθερές, όπως υπήρχαν, οι εποχές παλιότερα που τις γνωρίζαμε τέσσερις. Αυτές θα είναι περίπου δύο και μάλιστα θα έχουν τέτοιες εναλλαγές στα φαινόμενα και στις εντάσεις που πραγματικά θα είναι πολύ μικρά τα περιθώρια της αντίδρασης όχι της φύσης, αλλά πλέον των ανθρώπων»

Σε αυτό το πλαίσιο, οι πόλεις ως συμπυκνωμένες μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας, έχουν τεράστια ευθύνη αλλά και τη δυνατότητα να αποτελέσουν κέντρα αντίστασης και προσαρμογής.

(ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ/ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ)

Η Θεσσαλονίκη απέναντι σε δύο μεγάλες περιβαλλοντικές προκλήσεις

Σύμφωνα με τον κ. Χατζηνάκο, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται ενώπιον δύο κρίσιμων φαινομένων: Την Αστική θερμική νησίδα όπου η πόλη εγκλωβίζει θερμότητα εξαιτίας της εκτεταμένης τσιμεντοποίησης. «Ενώ στη Χαλκιδική μπορεί να έχει 29-30 βαθμούς, στη Θεσσαλονίκη η θερμοκρασία φτάνει τους 40» λέει.

Και να αποκαλύψουμε τους δρόμους του νερού, όπου η πόλη είναι χτισμένη πάνω σε καλυμμένα ρέματα και η αποκάλυψη των φυσικών δρόμων του νερού, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα από τα εργαλεία διαχείρισης της υπερχείλισης και της λειψυδρίας. «Στην κάτω γωνία της Ρωμαϊκής Αγοράς, αν πας ένα βράδυ που έχει ησυχία θα ακούσεις το χείμαρρο να κυλάει και η φυσική του κατάληξη είναι στη θάλασσα. Άρα είναι σημαντικό να αποκαλύψουμε τέτοιου τύπου διαδρομές και όχι απλά να αφήνουμε το νερό να φεύγει. γιατί υπάρχει και το φαινόμενο της λειψυδρίας» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Η λύση; Περισσότερες μη σφραγισμένες επιφάνειες, «σφουγγαροπόλεις», φυτεμένα δώματα, φυτεμένοι τοίχοι και πράσινες παρεμβάσεις από το επίπεδο του οικοδομικού τετραγώνου μέχρι τις μεγάλες αστικές εκτάσεις, όπως η ΔΕΘ και τα πρώην στρατόπεδα.

«Στις αστικές αναπλάσεις θα πρέπει να γίνει υποχρεωτικός ο σχεδιασμός να μην γίνεται απλά με βιοκλιματικά υλικά αλλά όσο το δυνατόν περισσότερο να ελευθερώνει το χώμα. Ουσιαστικά αυτό που λέει η επιστημονική κοινότητα, είναι ότι η υγεία του εδάφους μπορεί να επιτελέσει πολύ σημαντικό ρόλο στην υγεία του ανθρώπου αλλά και του περιβάλλοντος. Άρα στις πόλεις θα έπρεπε σιγά-σιγά να βλέπουμε περισσότερες μη δομημένες, μη σφραγισμένες επιφάνειες. Μάλιστα κάτι πολύ σημαντικό για τη Θεσσαλονίκη, είναι να αναγνωρίσουμε τη μνήμη και τους δρόμους του νερού. Διότι η Θεσσαλονίκη εκτός από τους καύσωνες τους θερινούς μήνες, έναν δεύτερο μεγάλο κίνδυνο που καλείται να αντιμετωπίσει είναι αυτός των έκτακτων και πολύ έντονων και πολύ άμεσων πλημμυρικών φαινομένων. Έχουμε δει τις πόλεις σφουγγάρια στην Ασία, όπου δημιουργούνται ολόκληρες εκτάσεις που ουσιαστικά αποτελούν δοχεία όλου αυτού του νερού με φυτά τα οποία παίρνουν το νερό, το μειώνουν, το φιλτράρουν και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις αυτό το νερό μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τις αστικές λειτουργίες, όπως τον καθαρισμό των δρόμων και το πότισμα των φυτών»

Ενώ για την αναλογία τσιμέντου και πράσινου στη Θεσσαλονίκη, η άποψη του κ. Χατζηνάκου είναι πως πρέπει να γίνουν κι άλλοι χώροι πρασίνου «Επειδή ασχολούμαστε τώρα με το θέμα της ΔΕΘ και τη διεκδίκηση ενός Μητροπολιτικού Πάρκου, έχουμε ακούσει πολλούς ανθρώπους να λένε ότι τι θέλετε κι άλλο πράσινο αφού το πάρκο του Ξαρχάκου είναι αρκετό. Όχι, δεν είναι καθόλου αρκετό. Μόνο και μόνο να δεις την αναλογία πρασίνου και τσιμέντου στην πόλη, τρομάζεις. Οπότε σε κάθε περίπτωση από το μικρό οικοδομικό τετράγωνο μέχρι μια πολύ μεγάλη έκταση όπως είναι η ΔΕΘ ή τα πρώην στρατόπεδα, πρέπει πάντα να μπαίνει σε προτεραιότητα η ανάπτυξη του πρασίνου, η απελευθέρωση του εδάφους και η ενίσχυση της βιοποικιλότητας. Γιατί όλα αυτά είναι αποδεδειγμένα σωτήριες λύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, όχι μόνο στο αστικό περιβάλλον αλλά ευρύτερα»

Πράσινες επεμβάσεις με κριτήρια

Η έννοια του πράσινου κτιρίου δεν πρέπει να ιδωθεί αφελώς. «Δεν είναι απαραίτητα πράσινο ένα κτίριο που χτίζεται από την αρχή, ακόμα κι αν έχει net zero αποτύπωμα. Αντίθετα, η επανάχρηση παλαιών βιομηχανικών ή αρχιτεκτονικών κελυφών, όπως η Αλυσίδα ή κτίρια της ΔΕΘ, είναι μια προσέγγιση με σαφώς χαμηλότερο περιβαλλοντικό κόστος», τονίζει.

Το πρόβλημα, όπως λέει, είναι ότι «συχνά επικρατεί ένας “πρασινισμός”, δηλαδή μια ρηχή επίκληση του περιβάλλοντος χωρίς να εξετάζονται τα κοινωνικά, οικονομικά και οικολογικά κριτήρια κάθε παρέμβασης».

Ακόμα και η καλύτερη πολεοδομική πολιτική είναι κενή, αν δεν συνοδεύεται από την περιβαλλοντική παιδεία των πολιτών. «Πόσοι γνωρίζουν ότι η αναλογία πρασίνου/τσιμέντου στη Θεσσαλονίκη είναι απελπιστική; Πόσοι ξέρουν ότι ο δρόμος του νερού κάτω από τη Φιλίππου κυλά ακόμη; Ή ότι μόνο δύο Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης εξυπηρετούν όλο τον νομό Θεσσαλονίκης – το ένα μάλιστα χωρίς στέγη;» διερωτάται ο Χατζηνάκος.

Η απουσία μιας ουσιαστικής και βιωματικής περιβαλλοντικής εκπαίδευσης έχει σοβαρές συνέπειες. «Δεν μπορούμε να ζητούμε από τον πολίτη να σεβαστεί το οικοσύστημα, όταν δεν του το έχουμε διδάξει. Το hardware –τα πάρκα, τα φυτά, το πράσινο– χωρίς το software, δηλαδή την κατανόηση, δεν αρκεί».

Η ελπίδα δεν είναι στην ανάκαμψη, αλλά στην προσαρμογή

Ο ιδρυτής της περιβαλλοντικής οργάνωσης Mamagea και υπεύθυνος του Γραφείου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Μακεδονίας είναι ρεαλιστής όταν τον ρωτάμε αν όλα αυτά θα φέρουν τη Θεσσαλονίκη σε μία προηγούμενη κατάσταση κι όπως χαρακτηριστικά λέει, δεν υπόσχεται μια “επιστροφή” στην προβιομηχανική εποχή: «Αυτό το στάδιο έχει περάσει. Το ερώτημα δεν είναι πια πώς θα διορθώσουμε την κατάσταση, αλλά πώς θα προσαρμοστούμε».

Θεσσαλονίκη, κατοικία

Η Θεσσαλονίκη αλλά και κάθε πόλη, οφείλει να επενδύσει στην κλιματική ασφάλεια μέσα από πολιτικές που θα ενισχύουν τη βιοποικιλότητα, θα αναδεικνύουν τους φυσικούς πόρους, θα μειώνουν τις κοινωνικές ανισότητες και θα δίνουν στους πολίτες τα μέσα να συμμετέχουν ενεργά.

Γιατί, όπως λέει κλείνοντας, «δεν είμαστε κυρίαρχοι του οικοσυστήματος. Είμαστε μέρος του. Και αν δεν το καταλάβουμε έγκαιρα, τότε η φύση θα μας το θυμίζει ξανά και ξανά – με τρόπο πολύ πιο βίαιο από ό, τι φανταζόμαστε».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα