Parallax View

Η επανατακτικότητα της Θεσσαλονίκης: Μια ανοιχτή συζήτηση

Η Θεσσαλονίκη μπροστά στη νέα συνθήκη της κλιματικής κρίσης - Γράφει ο Γιάννης Ξενίδης

Parallaxi
η-επανατακτικότητα-της-θεσσαλονίκης-1145748
Parallaxi

Λέξεις: Γιάννης Ξενίδης

Σε ένα προηγούμενο σημείωμα στην parallaxi, περίπου έναν χρόνο πριν (10/03/2023), με τίτλο “Πρέπει να ζητάμε την επανατακτικότητα και όχι μόνο την ανθεκτικότητα πόλεων και υποδομών”  παρουσιάστηκε η εννοιολογική διάκριση μεταξύ του καθιερωμένου όρου της “ανθεκτικότητας” και του όρου “επανατακτικότητα” που έχει προτείνει – ήδη από το 2014 – η Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ) για την απόδοση στην ελληνική γλώσσα του όρου “resilience”.  

Το κίνητρο εκείνης της αναφοράς ήταν η ανάδειξη του κυρίαρχου ζητήματος μετά την εκδήλωση ενός ακραίου φυσικού φαινομένου που στην εποχή της κλιματικής κρίσης έχει τέτοια ένταση που συχνά καθιστά αναπόφευκτη την αστοχία υποδομών ή ενός συστήματος αυτών. Το κυρίαρχο αυτό ζήτημα είναι ο σχεδιασμός και η διαχείριση των συστημάτων υποδομών με όρους αύξησης της επανατακτικότητάς τους, δηλαδή αύξησης της ιδιότητάς τους πέρα από το να αντέχουν, να μπορούν να αναταχθούν, να προσαρμοστούν, να ανακάμψουν, και, εν τέλει, να ορίσουν νέα επίπεδα, δομές και διεργασίες λειτουργικότητας

Η επίτευξη αυτού του σχεδιασμού προϋποθέτει την καλύτερη δυνατή αντίληψη του αντικειμένου μελέτης. Η σύγχρονη βιβλιογραφία διερευνά εξαντλητικά τον όρο και το περιεχόμενο της επανατακτικότητας και τα συνδέει, μεταξύ άλλων, και με όλους τους υπόλοιπους σύγχρονους όρους του σχεδιασμού των αστικών συστημάτων, όπως, π.χ., τη βιωσιμότητα και την ευφυή πόλη. Εκείνη, όμως, η ερμηνευτική τάση που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τόσο από θεωρητική άποψη, όσο και ως προς την επιχειρησιακή εφαρμογή της είναι η θεώρηση της επανατακτικότητας ως αναδυόμενης ιδιότητας (emergent property) του συστήματος. Η θεώρηση αυτή ορίζει την επανατακτικότητα όχι ως μία στατική ιδιότητα που το σύστημα διαθέτει σε κάποιον βαθμό, αλλά ως τη δυναμική ιδιότητα διαμόρφωσης διαφορετικών οντοτήτων, σε διαφορετικές συνθήκες, στη βάση των προϋφιστάμενων, αλλά και των διατηρούμενων κατά το πλήγμα, αλληλεξαρτήσεων και διασυνδέσεων ροών πληροφοριών, υπηρεσιών και πόρων μεταξύ των ανεξάρτητων μερών του συστήματος που αντανακλούν τη συνολική του λειτουργία και επίδοση. Αυτό το πλαίσιο αναδεικνύει την πολυπλοκότητα στην αναζήτηση της αύξησης της επανατακτικότητας ενός αστικού συστήματος και αιτιολογεί την ολοένα και μεγαλύτερη σημασία που αποδίδεται στην κοινωνιολογική διάσταση του ζητήματος. Έτσι τα συστήματα υποδομών δεν είναι πλέον μόνο «τεχνικά», αλλά «κοινωνικο-τεχνικά».  

Η πρακτική σημασία των ανωτέρω για τον σχεδιασμό έγκειται, καταρχάς, στην ορθή αναγνώριση της υφιστάμενης κατάστασης του αστικού συστήματος, αλλά και των δυνατοτήτων ανάκαμψης και προσαρμοστικότητάς του σε νέα επίπεδα λειτουργικότητας μετά την παρέλευση του πλήγματος. Η αναγνώριση αυτή μπορεί να επιτευχθεί κυρίως με τη μοντελοποίηση του συστήματος, π.χ. με τη χρήση ευφυών πρακτόρων όπου οι συνιστώσες του συστήματος προσομοιώνονται ως πράκτορες που αλληλεπιδρούν σε μια δικτυακή αναπαράσταση του φυσικού λειτουργικού τους περιβάλλοντος.

Μια πρώιμη τέτοια μελέτη για το αστικό σύστημα της Θεσσαλονίκης εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών “Διοίκηση και Διαχείριση Τεχνικών Έργων” ήδη από το 2016. Χρησιμοποιώντας ως βάση αναφοράς την έκθεση αξιολόγησης που εξέδωσε εκείνη τη χρονιά το Γραφείο Αστικής Ανθεκτικότητας και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων του Δήμου Θεσσαλονίκης αντλήθηκαν οι βασικές περιγραφές των παραγόντων που επηρεάζουν τον σχεδιασμό της επανατακτικότητας της πόλης. Από αυτές προκύπτει σαφώς ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι εκτεθειμένη σε ένα σημαντικό πλήθος κινδύνων ίσως μεγαλύτερο, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, από το ανάλογο που αντιμετωπίζουν όλες οι σύγχρονες πόλεις μητροπολιτικού χαρακτήρα. Η ίδια η ιστορία της πόλης έχει να επιδείξει πλήγματα από πυρκαγιές, πλημμύρες, παγετούς και σεισμό, ενώ στην εποχή της κλιματικής κρίσης δεν μπορούν να αποκλειστούν τα ενδεχόμενα εκδήλωσης τυφώνων. Ταυτόχρονα, η δημοτική αρχή της εποχής ιεραρχούσε ως σημαντικότερες εκ των κρίσιμων υποδομών της Θεσσαλονίκης τους βασικούς οδικούς άξονες και τα νοσοκομεία, ενώ την ίδια κρισιμότητα απέδιδε και στην προστασία και διαφύλαξη των ανοιχτών δημόσιων χώρων. Ειδικότερα, στην έκθεση αξιολόγησης τονίζονταν η ιδιαίτερη σημασία της περιφερειακής οδού και των βασικών οδικών αξόνων της πόλης, τόσο για τη διευκόλυνση της εκκένωσης σε περίπτωση ακραίου φαινομένου (π.χ. σεισμός), όσο και για την πρόσβαση στα μεγάλα νοσοκομεία που βρίσκονται περιφερειακά της πόλης. 

Η μελέτη εκπονήθηκε για σενάρια εκδήλωσης των φυσικών καταστροφών, μεμονωμένα και συνδυαστικά, του σεισμού, της πλημμύρας, του καύσωνα και της πυρκαγιάς του περιαστικού δάσους του Σέιχ Σου και για τις επιπτώσεις τους στις κρίσιμες υποδομές των νοσοκομείων, του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας, του δικτύου τηλεπικοινωνιών, του δικτύου ύδρευσης και των κρίσιμων οδικών αρτηριών και της περιφερειακής οδού της Θεσσαλονίκης. Τα δεδομένα για τις συνέπειες των προαναφερθέντων πληγμάτων για το δίκτυο υποδομών της Θεσσαλονίκης αντλήθηκαν κατά τη διάρκεια ανοικτού εργαστηρίου που διοργανώθηκε στα πλαίσια του προγράμματος Αστικής Ανθεκτικότητας του Δήμου Θεσσαλονίκης από εμπειρογνώμονες των φορέων διαχείρισης των υποδομών μέσω συνεντεύξεων και χρήσης από πλευράς τους ποιοτικών κλιμάκων εκτίμησης συνεπειών σε σχέση με την τρωτότητα των υποδομών της Θεσσαλονίκης. 

Τα βασικότερα συμπεράσματα της μελέτης των σεναρίων επανατακτικότητας των υποδομών για τα εξεταζόμενα πλήγματα που αξίζει να αναφερθούν στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος είναι συνοπτικά τα ακόλουθα δύο:

  1. Η υποδομή που πλήττονταν σταθερά περισσότερο λόγω έμμεσων συνεπειών ήταν τα νοσοκομεία αναδεικνύοντας επιτακτικά την ανάγκη ενίσχυσης των εφεδρικών μέσων που υπάρχουν για αυτήν.
  2. Η εκδήλωση των συνεπειών του πλήγματος ξεκινούσε πάντα από την στιγμή της εμφάνισής του, χωρίς χρονική υστέρηση αναδεικνύοντας την έλλειψη ικανού χρόνου για τη λήψη δυναμικών μέτρων στο συγκαταστροφικό στάδιο. Αυτό που μεταβάλλονταν από υποδομή σε υποδομή ήταν ο χρόνος λήξης της δράσης του πλήγματος και η έναρξη της επιστροφής τους σε λειτουργία.

Η μελέτη αυτή παρουσιάζει σημαντικούς ουσιαστικούς περιορισμούς τόσο ως προς τις παραδοχές κατά τη μοντελοποίηση, όσο και ως προς τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τις προσομοιώσεις. Για παράδειγμα δεν εξέτασε την πόλη της Θεσσαλονίκης ως κοινωνικο-τεχνικό αστικό σύστημα, ούτε εκτίμησε την επανατακτικότητά της συνολικά ως αναδυόμενη ιδιότητα, αλλά μεμονωμένα στο επίπεδο των δικτύων των υποδομών. Επίσης, δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει δείκτες αποτίμησης της λειτουργίας κάθε δικτύου υποδομών της πόλης, καθώς, τουλάχιστον, κατά τη χρονική περίοδο της μελέτης ανάλογα στοιχεία δεν διέθεταν οι ίδιοι οι φορείς της εκάστοτε υποδομής. Έτσι, τα συμπεράσματά της για την επανατακτικότητα της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να θεωρηθούν μάλλον ενδεικτικά παρά αντιπροσωπευτικά. Ωστόσο, μπορούν να αξιοποιηθούν ως βάση για περαιτέρω διερεύνηση και προβληματισμό. 

Έχοντας την εμπειρία των ετών που μεσολάβησαν έως σήμερα και βλέποντας πλέον πολύ πιο ευδιάκριτα τα διακυβεύματα και τις πιεστικές ανάγκες μπορούμε να πιάσουμε το νήμα από την αρχή και να αναστοχαστούμε τις επιλογές μας στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση των έργων για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η εφαρμογή της γνώσης που αποκτήθηκε έκτοτε, η αξιοποίηση των πολλών ερευνητικών πορισμάτων που προέκυψαν στο μεταξύ, τόσο για την Θεσσαλονίκη, όσο και για ανάλογα αστικά συστήματα διεθνώς, η λύσεων βασισμένων στη φύση (nature-based solutions) ακολουθώντας τη σύγχρονη τάση, και η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων με όφελος για τους και τις πολίτες στο παρόν και στο μέλλον μπορούν με βεβαιότητα να αυξήσουν την επανατακτικότητα της Θεσσαλονίκης στη νέα συνθήκη της κλιματικής κρίσης.

Ο Γιάννης Ξενίδης είναι Καθηγητής Διαχείρισης Κινδύνων στον Κύκλο Ζωής Έργων Πολιτικού Μηχανικο, στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Α.Π.Θ.

Παραπομπές

Tzioutziou A. and Xenidis Y. (2021). “A Study on the Integration of Resilience and Smart City Concepts in Urban Systems”, Infrastructures, Vol.6, No.2, https://doi.org/10.3390/ infrastructures6020024.

Γενικό Επιστημονικό Συμβούλιο (2015). Απολογισμός εργασιών ορολογία για το έτος 2014, ΕΛΕΤΟ.

Γραφείο Αστικής Ανθεκτικότητας και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων του Δήμου Θεσσαλονίκης (2016). Έκθεση Αστικής Αξιολόγησης, Θεσσαλονίκη: Δήμος Θεσσαλονίκης.

Νάσου, Π. (2016). Ανάλυση συστημάτων υποδομών με τη χρήση της δυναμικής ανάλυσης δικτύων για την αντιμετώπιση φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, ΠΜΣ – Διοίκηση και Διαχείριση Τεχνικών Έργων, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Α.Π.Θ.

Ξενίδης, Ι. (2023). “Πρέπει να ζητάμε την επανατακτικότητα και όχι μόνο την ανθεκτικότητα πόλεων και υποδομών”, Ηλεκτρονικό περιοδικό parallaxi, 10 Μαρτίου, 2023, Διαθέσιμο: https://parallaximag.gr/parallax-view/prepei-na-zitame-tin-epanataktikotita-kai-ochi-mono-tin-anthektikotita-poleon-kai-ypodomon 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα