Η φωτιζόμενη επιγραφή του «Λαϊκόν» έσβησε για πάντα
Ναός λατρείας και ηδονής. Από το 1960 γνώρισε δόξες, έρωτες, πάθη. Όλοι έχουν περάσει από το Λαϊκό γιατί όλοι έχουν περάσει από τον Βαρδάρη
Από μικρό παιδί κάτι με γοήτευε κάθε φορά που περνούσαμε από το Βαρδάρη και αντίκριζα από μακριά τον κινηματογράφο Λαϊκόν.
Αργότερα έγινε και για μένα ένας ναός λατρείας και ηδονής. Από το 1960 που πρωτολειτούργησε έχει γνωρίσει δόξες, έρωτες, πάθη. Όλοι έχουν περάσει από το Λαϊκό γιατί όλοι έχουν περάσει από τον Βαρδάρη.
Τα τελευταία χρόνια αρχικά με το βίντεο, αργότερα με το dvd και το διαδίκτυο το Λαικό έχασε την αίγλη και το κοινό του. Κάποιοι φανατικοί θαμώνες κυρίως μεγάλης ηλικίας συνέχισαν να το επισκέπτονται. Όπως και για τα τσοντοσινεμά της Αθήνας ο κορονοιός ήταν το τελειωτικό χτύπημα.
Μετά το πρώτο lockdown και τα περιοριστικά μέτρα κατά της εξάπλωσης του κορονοιού το Λαικόν δεν άνοιξε ξανά.
Παραδομένο στην φθορά, με κατεβασμένα τα κεπέγκια, σκοτεινό και έρημο, με σβηστές τις φωτεινές του επιγραφές αποτελεί και αυτό μια από τις πολλές στάσεις στην ένδοξη ιστορία του Βαρδάρη.
Η αίθουσα που στέγαζε το Λαϊκό ξεκίνησε την λειτουργία της το 1960 σαν κινηματογράφος μιας και από την αρχή σχεδιάστηκε για να γίνει σινεμά.
Έπαιζε ελληνικές ταινίες, περιπέτειες, κωμωδίες. Οι τρεις εργολάβοι που ανέλαβαν να τον χτίσουν οι Πεσματζόγλου, Τσαμπάζης και Νικολαΐδης ξεκίνησαν την εμπορική του εκμετάλλευση και το 1978 όταν δεν μπορούσαν πλέον να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο, το νοικιάσανε στην γνωστή εταιρία ενοικίασης κινηματογραφικών αιθουσών Ζαφειρίου-Ράππος.
Το όνομα του προκύπτει από το είδος θεάματος που ήθελε να προσφέρει στο κοινό.
Ήταν ένα λαϊκό σινεμά για τον λαό, τους απλούς ανθρώπους που μαζευόντουσαν στο Βαρδάρη από όλη την πόλη. Τα πρώτα χρόνια σχηματίζονταν ουρές από τον κόσμο που περίμενε για να κόψει εισιτήριο. Η αίθουσα απλώνονταν σε 3 επίπεδα, αμφιθεατρικά με χωρητικότητα 1000 ατόμων. Αργότερα με τα σκαμπανεβάσματα και την κρίση που πέρασε ο κινηματογράφος επηρεαζόμενος από το βίντεο και την ιδιωτική τηλεόραση οι αίθουσες έγιναν δύο των 100 για να είναι περισσότερο λειτουργικές.
Στην τελευταία ανακαίνιση του και ενώ λειτουργούσε ως κινηματογράφος ερωτικών ταινιών δημιουργήθηκαν στον χώρο της δεύτερης αίθουσας ιδιωτικές καμπίνες προβολής. Τα πρώτα χρόνια ερχόντουσαν εκδρομικά λεωφορεία και άδειαζαν κόσμο από όλη την Β. Ελλάδα για να δούνε πορνό.
Όταν το ενδιαφέρον του κόσμου στράφηκε στην ιδιωτική τηλεόραση και τις βιντεοταινίες άρχισε να μειώνεται η προσέλευση και το Λαικό όπως και άλλοι κινηματογράφοι μετεξελίχθηκαν από θέαμα σε χώρο γνωριμιών όπου η ταινία ήταν απλά η πρόφαση.
Σήμερα στην Θεσσαλονίκη μετά το κλείσιμο και του σινέ Λαικό ο μοναδικός κινηματογράφος ερωτικών ταινιών που έχει παραμείνει είναι η Βίλμα που άντεξε τις δύσκολες δυσχερείς συνθήκες και παρά τα περιοριστικά μέτρα και τα δεκάδες προβλήματα επαναλειτουργεί με το ωράριο να έχει συρρικνωθεί, έναντι αυτού που παλαιότερα ίσχυε στο Λαικό και ήταν 9 το πρωί με 4:30 τα χαράματα με ανθρώπους να περνάνε εντός του σχεδόν όλη τους την ημέρα.
Και το Βίλμα όμως το τελευταίο προπύργιο, έχασε σημαντικό κομμάτι του κοινού του χωρίς να υπάρχει ανανέωση και με δυσκολία πλέον διατηρεί κάτι από την παλιά μαγεία της πλατείας Μαβίλη.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ