Η κοινωνική ρυμοτομία της Θεσσαλονίκης: Από τους πρόσφυγες στην αντιπαροχή και την προαστιοποίηση
Πώς η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, τα Airbnb και ο μαζικός ερχομός των προσφύγων ανέτρεψαν την ανθρωπογεωγραφία της πόλης
Κεντρική εικόνα: Γιάννης Παρίσης
Η πόλη μετά τη μεγάλη πυρκαγιά μετατρέπεται από μια συμπαγή οθωμανική πόλη σε ένα ιεραρχημένο ευρωπαϊκό κέντρο. Η άφιξη των προσφύγων δημιουργεί περιφερειακά ζώνες υποδοχής πληθυσμών.
Ο μεσοπόλεμος παγιώνει τους θύλακες προσφυγικής κατοίκησης στα ανατολικά και τα δυτικά και η περίοδος της Κατοχής αφήνει το αποτύπωμά της στην πόλη, αλλά διεισδύει και στον κοινωνικό της ιστό, μέσα από το Ολοκαύτωμα. Χιλιάδες Εβραίοι χάνουν τις περιουσίες τους βίαια.
Αργότερα, η πολυκατοικία και η αντιπαροχή εγκαθιδρύουν μια κάθετη κοινωνική διαστρωμάτωση εντός των ίδιων κτιρίων. Ο κλασικός διαχωρισμός πλουσίων και φτωχών είναι παρελθόν.
Μέχρι να έρθουν τα AirBnB. Η σύγχρονη τάση τουριστικοποίησης εκδιώκει σήμερα τους κατοίκους από το κέντρο, καθώς το κόστος της στέγασης έχει γίνει εκ νέου πολυτέλεια. Αλλάζει την ανθρωπογεωγραφία της.
Η Θεσσαλονίκη ως πολυθρησκευτική μεσογειακή πόλη οργανωνόταν σε μαχαλάδες με στενούς δρόμους και μικτές χρήσεις στο δημόσιο χώρο.
Ο μαζικός ερχομός προσφύγων (1922–24) ανατρέπει τη δημογραφία της πόλης, αλλά και τα γεωγραφικά της όρια. Η επέκταση στα ανατολικά, προς την Καλαμαριά, και στις δυτικές προσφυγικές συνοικίες παγιώνει μια χωρική διάκριση ανατολικών/δυτικών συνοικιών, η οποία επιβιώνει μέχρι σήμερα με διαφοροποιήσεις.
Η περιοχή της Τούμπας κατοικήθηκε μαζικά από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Ο πληθυσμός προερχόταν κυρίως από την περιοχή της Καππαδοκίας και της Ιωνίας. Εγκαταστάθηκαν σε μια κυρίως αδόμητη έκταση πριν το 1922, όπου αρχικά ζούσαν σε παραπήγματα, πλινθόκτιστα σπίτια χωρίς υπο δομές. Τα επόμενα χρόνια η περιοχή οργανώθηκε και απέκτησε ταυτότητα, μέσα από πλήθος εκκλησιών και το σήμα κατατεθέν της: το γήπεδο της Τού μπας, την έδρα του προσφυγικού αθλητικού σωματείου, του ΠΑΟΚ.
Η Νεάπολη αποτελεί σήμερα το πιο πυκνοκατοικημένο δημοτικό διαμέρισμα. Στους πρόποδες του Σέιχ Σου πρόσφυγες από τον Πόντο και την Μικρά Ασία δημιούργησαν μια πυκνή γειτονιά που βίωσε οικιστική έκρηξη το 1950.
Ωστόσο, ένας από τους μεγαλύτερους προσφυγικούς οικισμούς που δημιουργήθηκαν, ήταν η Καλαμαριά, όπου οι περισσότεροι έφτασαν διά θαλάσσης. Οι πρώτοι κάτοικοι έμεναν σε καλύβες και παραπήγματα δίπλα στη θάλασσα. Σήμερα είναι μια από τις πιο πλούσιες γειτονιές της πόλης, με ξεχωριστή ταυτότητα και καθημερινή επαφή με το στοιχείο της θάλασσας.
Η πρώτη περιοχή που δέχθηκε πρόσφυγες το 1922, πιο κοντά από κάθε άλλη στο ιστορικό κέντρο, πάνω στα διεθνή εμπορικά περάσματα της πόλης, αποτελεί και την πιο υποβαθμισμένη.
Η γειτονιά της Ξηροκρήνης είναι μέχρι και σήμερα μια γειτονιά με εργατική ταυτότητα, που στα τέλη του προηγούμενου αιώνα υποδέχθηκε πλήθος μεταναστών από την πρώην ΕΣΣΔ, με ποντιακές ρίζες που είναι ορατές στο ηχόχρωμα της γειτονιάς μέχρι σήμερα. Ελάχιστες από τις βιοτεχνίες που δημιουργούσαν μια προκαθορισμένη κοινωνική ζωή για τους κατοίκους της, επιβιώνουν σήμερα κοντά στις γραμμές των τρένων.
Μετά τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής ακολούθησαν άλλοι δύο πόλεμοι. Ο Β’ Παγκόσμιος και ο Εμφύλιος πέρασαν και άφησαν τα σημάδια τους πάνω στους ανθρώπους, την πόλη και σε ορισμένα σπίτια.
Η εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της πόλης στο Άουσβιτς, οδήγησε στην εξόντωση 46.000 κατοίκων της πόλης. Το Ολοκαύτωμα είχε ως αποτέλεσμα να αφαιρεθούν βίαια οικονομικοί και κοινωνικοί ρόλοι στα πυκνά δίκτυα εμπορίου της πόλης. Αυτό επιφέρει ανακατανομές ακινήτων – κυρίως παράτυπες – αλλαγές χρήσεων και απώλεια άυλης κληρονομιάς, με συνέπειες για δεκαετίες στην κοινωνική γεωγραφία και την εμπορική διάρθρωση του ιστορικού κέντρου.
Αργότερα, η πολυκατοικία γίνεται ο κατεξοχήν τύπος στέγης της μεσαίας τάξης. Ο πληθυσμός ο οποίος διαβιούσε σε ακατάλληλες συνθήκες ή επιδίωκε να κατοικήσει σε ένα σύγχρονο κτίριο μετά τη λήξη του εμφυλίου συνετέλεσε στη μαζική ανέγερση νέων οικοδομών.
Το σύστημα της αντιπαροχής, που προκρίθηκε, οδήγησε σε υπερβολική πυκνότητα δόμησης και περιορισμένο πράσινο. Ελάχιστοι ελεύθεροι χώροι και ανεπαρκής κυκλοφοριακός σχεδιασμός σημάδεψαν το κέντρο της πόλης. Μέσα σε όλα όμως, η αντιπαροχή αποτέλεσε και εργαλείο ανάμειξης νοικοκυριών διαφορετικών εισοδημάτων.
Η Θεσσαλονίκη ανοικοδομήθηκε με ραγδαίους ρυθμούς, με μοναδική εξαίρεση την Άνω Πόλη. Το βλέμμα στράφηκε στο ιστορικό κέντρο, στην περιοχή που ορίζεται από τις οδούς Λεωφόρος Νίκης, Αγγελάκη, Λεωφόρος Ιασωνίδου, Ολύμπου, Διοικητηρίου και Δωδεκανήσου. Η προτεραιότητα αυτή σφράγισε όχι μόνο την εικόνα αλλά και τις ανισορροπίες που εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τον αστικό ιστό.
Από το 1990 και έπειτα ξεκίνησε η περίοδος της προαστιοποίησης. Οι οικογένειες βλέποντας τα εισοδήματά τους να αυξάνονται ξεκίνησαν να επεκτείνονται σε περιοχές εκτός του πολεοδομικού συγκροτήματος.
Η πόλη δεν αναπτύχθηκε με ένα ενιαίο, κεντρικό σχέδιο αλλά με την προσθήκη μικρότερων ρυμοτομικών σχεδίων, που ενσωματώνονταν σταδιακά στο σύνολο. Πρόκειται για ένα τυπικό φαινόμενο της ελληνικής πραγματικότητας, που έχει οδηγήσει σε ένα αστικό μωσαϊκό: αυτόνομα τμήματα που συνδυάζονται για να σχηματίσουν τη ρυμοτομία της πόλης.
Όμως, όταν συγκρίνει κανείς τον χάρτη της «επιθυμητής» ρυμοτομίας με την πραγματικότητα, σε διαφορετικές κλίμακες ανάλυσης, προκύπτουν ασυνέχειες και αποκλίσεις, οι οποίες εξηγούν πολλές από τις δυσλειτουργίες του σημερινού αστικού χώρου.
Έτσι, δεν εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι μέσα στην κρίση, η επέκταση της Θέρμης και του Ευόσμου ακολούθησαν ακριβώς το ίδιο μοντέλο.