Η Λέοντος Σοφού είναι οι ιστορίες της, τα κτίρια της, οι άνθρωποι της
Από το «εκρηκτικό» 1903, στις οβίδες του 22 - Από κομμάτι του ιστορικού εμπορικού άξονα της πόλης, σε δρόμο που ισορροπεί μεταξύ του χτες και του σήμερα
Κορναρίσματα, το χέρι μόνιμα έτοιμο σε θέση να πατήσει τα αλάρμ αν βρεθεί θέση για πάρκινγκ, άνθρωποι που περπατάνε με γρήγορο ρυθμό και άλλοι σκυφτοί με τα κινητά τους στα χέρια, ήχοι τηλεφώνων από τις επιχειρήσεις, έναν καφέ και μια μπουγάτσα στα γρήγορα και ξαφνικά νότες.
Αυτό είναι λίγο πολύ ένα τυπικό πρωινό καθημερινής στη Λέοντος Σοφού. Ή μάλλον ήταν μέχρι πριν λίγες ημέρες, καθώς στο «σκηνικό» του δρόμου τις τελευταίες ημέρες έχουν προστεθεί οι στρατιώτες, τα στρατιωτικά οχήματα, η Αστυνομία, οι κορδέλες.
Η Λέοντος Σοφού βρέθηκε στο επίκεντρο των μέσων ενημέρωσης τις τελευταίες ημέρες για το οικόπεδο των… οβίδων. Εκεί, δίπλα από τις φοιτητικές εστίες που το πάρκινγκ αποτελεί πλέον παρελθόν και είχαν ξεκινήσει οι εργασίες για την ανέγερση ενός ξενοδοχείου, χωρίς κανείς να φανταστεί ότι από κάτω θα κρύβεται ένα ολόκληρο οπλοστάσιο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και ποιος ξέρει τις μας κρύβουν ακόμα τα έγκατα του οικοπέδου, εκεί όπου μέχρι το 2004 υπήρχε μια τριώροφη πολυκατοικία που είχε ανεγερθεί το 1954.
Άλλωστε, ο δρόμος αυτός ιστορικά είχε να επιδείξει κάτι το «εκρηκτικό». Και το κτίριο που φιλοξενεί τα τελευταία χρόνια το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης έχει να μας πει τέτοιες ιστορίες από το παρελθόν του.
Χτίστηκε το 1840 ως κατοικία του Jake Abbott, το 1863 πέρασε στην εταιρεία Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα ώστε να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστημα της Οθωμανικής Τραπέζης στη Θεσσαλονίκη, μιας και ο Abbott λόγω σπάταλης ζωής καταστρέφεται οικονομικά. Το 1890 ανασχεδιάζεται από τους μηχανικούς Baruch and Amar.
Αντέχοντας μια πυρκαγιά και παρά τις ζημιές από τον σεισμό του 1902, το 1903 καταστρέφεται από έκρηξη δυναμίτιδας, μετά από τρομοκρατική ενέργεια των Βούλγαρων «βαρκάρηδων» που σχεδίαζαν μεθοδικά το συγκεκριμένο «χτύπημα» επί τρία χρόνια.
Σύμφωνα με το βιβλίο «Οι βαρκάρηδες της Θεσσαλονίκης» εκδόσεις Τροχαλία, 1994 του Γιάννη Μέγα, οι Βούλγαροι είχαν νοικιάσει το 1900 ένα μικρό μαγαζί στην Λέοντος Σοφού απέναντι ακριβώς από την είσοδο του ξενοδοχείου Colompo που είχε μεσοτοιχία με το κτήριο της Οθωμανικής Τράπεζας. Στόχος να ανοίξουν σήραγγα από την πίσω πλευρά του κτηρίου που να οδηγεί στα θεμέλια της τράπεζας. Το μαγαζί λειτουργούσε ως «βιτρίνα» κουρείο, προσέλαβαν ακόμα και επαγγελματία κουρέα που να γνωρίζει καλά τουρκικά και ελληνικά για να μην δώσουν στόχο.
Θέμα – αφιέρωμα της δημοσιογράφου Θ. Καρακιουλάχ στην ιστορία του κτιρίου του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, αναφέρει σχετικά:
«Στις αρχές του Ιουνίου ξεκίνησε το σκάψιμο με κατεύθυνση τα θεμέλια της τράπεζας, όπου μετά από 3 χρόνια συντονισμένων ενεργειών σε Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη για τη συγκέντρωση και μεταφορά δυναμίτη, ανατινάζουν το κτήριο της Οθωμανικής Τράπεζας (29 Απριλίου 1903), το εμπορικό γαλλικό πλοίο Guadalquivir και την Αμαξοστοιχία Αλεξανδρούπολης- Θεσσαλονίκης.
Στις 7 Μαΐου 1903 διαβάζουμε στην έκθεση του Άγγλου προξένου στη Θεσσαλονίκη Α.Biliotti : «Θεωρείται πολύ πιθανό ότι η ανατίναξη της τράπεζας επισπεύστηκε εξαιτίας της εισβολής ποντικιών στο ξενοδοχείο Κολόμπο, που συνορεύει με την τράπεζα, και ανάγκασε τον ιδιοκτήτη να ανοίξει τον αποχετευτικό οχετό με κατεύθυνση προς τη σήραγγα, ανησυχώντας έτσι τους Βουλγάρους. Συγχρόνως ο διευθυντής της τράπεζας είχε αναθέσει σε έναν μηχανικό να ερευνήσει τα θεμέλια που είχαν ταρακουνηθεί από τον σεισμό του περασμένου χρόνου» .
Από καρτ ποστάλ της εποχής βλέπουμε ότι το κτήριο της τράπεζας καταστράφηκε ολοσχερώς εκτός από την πρόσοψη που δεν κατέρρευσε. Σε σκίτσα και φωτογραφίες απαθανατίζεται η προσωρινή τράπεζα που στήθηκε μπροστά από τα συντρίμμια στη γωνιά του κήπου. Η τράπεζα δεν σταμάτησε τη λειτουργία της παρ’ όλη τη σχεδόν ολική καταστροφή».
Η ιστοσελίδα THESSARCHITECTURE στην αναφορά της για το ιστορικό του κτιρίου σημειώνει:
«Ξαναχτίστηκε διατηρώντας μόνο την όψη επί της Φράγκων. Επισκευές και προσθήκες έγιναν σύμφωνα με μελέτες των μηχανικών Pleyber (1921) και Μοδιάνο (1924). To 1949 το ΙΚΑ αποκτά τους τίτλους ιδιοκτησίας και στεγάζει εκεί τις υπηρεσίες του μέχρι το 1978. Τότε η λειτουργία του διακόπτεται λόγω του καλοκαιρινού σεισμού.
Το 1987, με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης μεταφέρεται εκεί όπου και παραμένει μέχρι σήμερα. Στον περίβολο του κτιρίου συναντάμε τα δυο παλαιότερα αστικά αγάλματα της Θεσσαλονίκης, παραγγελίας του ίδιου του Abbott. Στα δεξιά το άγαλμα της Οικονομίας και από την άλλη αυτό της Τραπεζικής Πίστης».
Ένα κτίριο που τα τελευταία χρόνια το έχουμε συνηθίσει με σκαλωσιές και θα μπει σε φάση φάση ριζικής ανακαίνισης μέσα στο 2023 ώστε να παραδοθεί στη νέα του μορφή στα τέλη του 2025.
Το σήμερα, συνδεδεμένο με το χτες
Ένα 9όροφο ξενοδοχείο με ισόγειο κατάστημα, υπόγειο και φυτεμένο δώμα στη Λέοντος Σοφού 9 απέναντι από το Κρατικό Ωδείο, στο παλιό εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, είναι σίγουρα ένα project που θα φέρει αέρα ανανέωσης σε μια γειτονιά που ισορροπεί μεταξύ του χτες και του σήμερα.
Φαίνεται άλλωστε με την πρώτη ματιά από τα είδη των μαγαζιών, τα εσωτερικά τους που σε «ταξιδεύουν» σε άλλες δεκαετίες, από επιχειρήσεις που κάποτε έσφυζαν από πελατεία και τώρα προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, αλλά δεν το βάζουν κάτω.
Σε ανάρτηση της σελίδας στο Facebook «Παλιές Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης» διαβάζουμε:
«Το κτίριο στο 9 της Λέοντος Σοφού βρισκόταν σε ιστορικά ενδιαφέρον σημείο -περίπου στο όριο του με το 11 ήταν πρίν το 1917 το μπακάλικο από ‘όπου άνοιξαν το τούνελ οι Βαρκάρηδες για να ανατινάξουν τον Απρίλη του 1903 την Οθωμανική τράπεζα. Κτίστηκε στη θέση του τριώροφη οικοδομή προς τα μέσα της δεκαετίας του 1920 -πιθανότατα καπνομάγαζο αλλά όχι σίγουρα. Το κτίριο καταστράφηκε από συμμαχικό βομβαρδισμό το Σεπτέμβριο του 1944. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έγινε επί κατοχής -αν δηλαδή χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς κι οι οβίδες μετά την καταστροφή θάφτηκαν στο υπόγειο ή είχαν κρυφτεί κάπου εκεί από κάποιον από τους πολλούς που εντόπιζαν μετά το τέλος της κατοχής τέτοιο υλικό και το περιμάζευαν για να εκμεταλλευθούν το μπαρούτι. Αυτές πάντως είναι οι πιο σοβαρές εκδοχές της προέλευσης τους αφού οβίδες σκασμένες ή άσκαστες δεν έπεσαν ποτέ στη Θεσσαλονίκη».
Ένα «ταξίδι» στο χρόνο προσφέρουν και οι στοές που υπάρχουν κατά μήκος της Λέοντος Σοφού. Μια απόκοσμη ησυχία, με τη βοή του δρόμου λίγα μέτρα πίσω σου και μπροστά σου, ως δια μαγείας να χάνεται.
Στοές βέβαια που κάποτε και αυτές έσφυζαν από ζωή, χρώματα, ήχους, αλλά τώρα βλέπεις κλειστά καταστήματα και κατεβασμένα ρολά.
Η Ολύμπιος Στοά, στέκι και περασιά για ανθρώπους της αγοράς, δικηγόρους, σπουδαστές από γειτονικές σχολές.
Από το 1954. Με τρεις εισόδους- εξόδους. Από την Βαλαωρίτου, τη Λέοντος Σοφού και την Τύπου.
Άνθρωποι που τόσα χρόνια γνωρίζονται με τα μικρά τους ονόματα. Μοιράζονται όνειρα, χαρούμενες στιγμές, δυσκολίες.
Κτίστηκε το 1956 και στέγαζε εμπορικά καταστήματα με είδη ρουχισμού και υφάσματα, καθώς και την πρώην Θ’ ΔΟΥ. Όλα τα εμπορικά έχουν κλείσει, όπως και η εφορία. Η όψη της στοάς οργανώνεται σε οριζόντιες ζώνες, όπου το πλήρες εναλλάσσεται με το κενό, η τοιχοποιΐα με τα ανοίγματα.
Αν δεν ξέρεις τη στοά Αλλαµανή στη Λέοντος Σοφού τότε ίσως την πάρεις χαµπάρι την ώρα που σχολάνε οι µαθητές της σχολής Θεάτρου Ανδρέας Βουτσινάς. Τότε µετατρέπεται στο πιο ενδιαφέρον µέρος της πόλης. Αυτοσχεδιασµοί και γέλια τη µετατρέπουν σε σκηνικό.
Η στοά Αλλαμανή κατασκευάστηκε το 1956-57 από την ομώνυμη καπνεμπορική εταιρεία για να λειτουργήσει ως καπνομάγαζο, καπναποθήκη και χώρος επεξεργασίας καπνού. Στα 1966-67, η καπναποθήκη κλείνει λόγω αδυναμίας ένταξης της λειτουργίας καπναποθήκης στην περιοχή. Εκείνη την περίοδο στην περιοχή του Φραγκομαχαλά αναπτύσσονται χώροι γραφείων, υπηρεσίες και βιοτεχνικοί χώροι. Έπειτα, ο χώρος ενοικιάζεται σε βιοτεχνία ενδυμάτων. Οι όψεις της διαρθρώνονται σε οριζόντιες και κάθετες ζώνες, διαχωριζόμενες από λεπτές ταινίες. Ανάμεσα σε αυτές ορίζονται μικρά ορθογωνικά ανοίγματα. Το μέγεθος αυτό δηλώνει τη χρήση των χώρων ως αποθηκών του καπνού. Ο τελευταίος όροφος διαθέτει φεγγίτες στην οροφή, καθώς εκεί γίνεται η επεξεργασία του καπνού.
Την ιστορία της περιγράφει ο Νίκος Αλλαμανής στην ταινία που ετοιμάστηκε για τις ανάγκες του Φεστιβάλ Κινηματογραφικές Στοές Θεσσαλονίκης, που έγινε στη Θεσσαλονίκη, από 2 έως 4 Μαΐου 2014.
«Είμαι από τη δεκαετία του 80′ διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Γ.Α Αλλαμανής Α.Ε που ιδρύθηκε το 1954 παρά το γεγονός ότι η οικογένεια ασχολείται με τον καπνό από το 1920. Ο Γεώργιος Αλλαμανής είναι ο ιδρυτής, ο άνθρωπος που ξεκίνησε τη δουλειά των καπνών στην οικογένειά μας. Η δουλειά βάσταξε έναν αιώνα περίπου. Σαν καπνεμπορική επιχείρηση πάψαμε να δραστηριοποιούμαστε το 2008 και μετά. Το κτίριο στη Λέοντος Σοφού κτίστηκε από την εταιρεία μας το 1956 και ήταν η πρώτη ιδιόκτητη αποθήκη που είχε η εταιρεία στη Θεσσαλονίκη. Ήταν εξαώροφο. Κάτω στο ισόγειο υπήρχε η στοά και δημιουργήθηκαν καταστήματα δεξιά και αριστερά που ήταν νοικιασμένα όχι σε τράπεζες που είναι σήμερα, αλλά σε άλλα μαγαζιά.
Όλοι οι άλλοι όροφοι ήταν αποθήκες καπνών εκτός από τον πέμπτο όροφο που είναι ψηλότερος από τους άλλους και έχουν φεγγίτες για να περνά το φυσικό φως στο χώρο της επεξεργασίας του καπνού. Λειτούργησε σαν καπνομάγαζο μόνο 10 χρόνια. Ήταν τόσο μεγάλη η ανάπτυξη της πόλης που ήταν δύσκολο να κάνεις αυτή τη δουλειά με μεταφορές, με μεγάλα φορτηγά, και την επεξεργασία σε ένα τέτοιο περιβάλλον.
Η αποθήκη νοικιάστηκε αρκετά γρήγορα μετά το άδειασμά της σε βιοτεχνίες ενδυμάτων. Μετά περνάμε στη δεύτερη της φάση όπου οι βιοτεχνίες άρχισαν να κλείνουν και μπήκαμε στο τρίτο και τελευταίο στάδιο της ενοικίασης των χώρων κυρίως για γραφεία. Η στοά ανακαινίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 90′ στη μορφή που είναι σήμερα».
Αφημένη στο πέρασμα του χρόνου η Στοά Καραπαναγιώτη με την ιστοσελίδα THESSARCHITECTURE να αναφέρει:
«Χτίστηκε το 1925, σε σχέδια του ιδιαίτερα δραστήριου Γ. Μανούσου. Βρίσκεται στο παραδοσιακό κέντρο εμπορίου της πόλης και κατά πάσα πιθανότητα (δεν μπορούμε να το πούμε με σιγουριά καθώς ο χώρος είναι κλειστός εδώ και χρόνια) ανήκει στο είδος ενιαίου κτιρίου με ειδική διαμόρφωση ισογείου, αποκλειστικά για εμπορική χρήση. Το ισόγειο στέγαζε καταστήματα και οι όροφοι γραφεία και βιοτεχνίες.
Την δεκαετία του 1990, με την σταδιακή παρακμή της αγοράς της περιοχής, έκλεισαν τα δυο τελευταία καταστήματα της (Πασσιάς αλλαντικά και Καπετάνιος χαλβάδες) και η στοά σφραγίστηκε. Ανήκει στον Ερυθρό Σταυρό και έχει κηρυχθεί διατηρητέο».
Ίσως οι πιο άγνωστες Φοιτητικές Εστίες της Θεσσαλονίκης
Εκεί, στην καρδιά της πόλης, στην οδό Λέοντος Σοφού, που στεγάζονται οι ζωές και τα όνειρα εκατοντάδων νεαρών φοιτητών που έρχονται από άλλες πόλεις στη Θεσσαλονίκη για τις σπουδές τους.
Οι σχεδόν άγνωστες Δ’ Φοιτητικές Εστίες του ΑΠΘ στεγάζονται σε ένα παλιό ξενοδοχείο, επί της Λέοντος Σοφού. Σε έναν δρόμο με εμπορική ζωή το πρωί – αφού από κάτω της βρίσκεται η Φράγκων – και με πολλή ζωντάνια το βράδυ – η περιοχή της Βαλαωρίτου απέχει δύο τετράγωνα – στο ξενοδοχείο «Εγνατία» που έκλεισε πριν περίπου δεκαπέντε χρόνια αξιοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο.
Η Εστία έχει συνολικά 10 ορόφους, εκ των οποίων οι οκτώ είναι σπίτια. Κάθε όροφος έχει περίπου είκοσι δωμάτια, 19 διπλά κι ένα για ένα άτομο το οποίο συνήθως βρίσκεται δίπλα στο ασανσέρ. Τα δωμάτια μέσα έχουν ένα κρεβάτι για κάθε άτομο, μια ραφιέρα και συνήθως από ένα κομοδίνο για τον καθένα. Το πιο σημαντικό στην Δ’ Εστία, είναι πως κάθε δωμάτιο – σπίτι έχει το δικό του μπάνιο, πράγμα το οποίο την κάνει να ξεχωρίζει από τις άλλες τρεις φοιτητικές εστίες του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Οι χώροι που μοιράζονται μεταξύ τους οι φοιτητές των Δ’ Φ.Ε. είναι οι εξής: Αναγνωστήριο, πλυντήρια, εστιατόριο (στο οποίο ο κάθε οικότροφος μπορεί να παραλάβει φαγητό, με έναν ειδικό κωδικό) και ένας χώρος στον ημιώροφο με καναπέδες και τηλεόραση. Επίσης, υπάρχει ένα μικρό μπαλκόνι που μπορείς να καθίσεις και εκεί.
Δεν είναι βέβαια όλα… αγγελικά πλασμένα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές είναι πολλά. Είχαν καταγραφεί άλλωστε αναλυτικά μέσα από τις μαρτυρίες του στο θέμα που είχε φιλοξενήσει η parallaxi το 2020.
Περπατώντας σήμερα στη Λέοντος Σοφού μεταξύ των πολυώροφων κτιρίων, το μάτι μένει πάντα καρφωμένο σε αυτά που αντικρίζει εύκολα.
Ριχτάρια, μαξιλάρια, βρεφικά είδη, σακούλες νάιλον, πυτζάμες, εσώρουχα, λευκά είδη.
Οι επιγραφές στα μαγαζιά όσο την περπατάς μπαίνοντας από την Εγνατία και πηγαίνοντας προς τη Δωδεκανήσου.
Οι στοές σε κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Είπαμε, άλλωστε, μπαίνεις μέσα και χάνεσαι σε έναν διαφορετικό κόσμο.
Είσαι ξανά στο πεζοδρόμιο, βλέπεις στις εισόδους των κτιρίων τη λέξη «μέγαρο» και δεν ξέρεις γιατί αλλά σε πιάνει ένα δέος. Και ας είναι μια είσοδος σε πολυκατοικία με γραφεία κάθε λογής επιχείρησης και εταιρείας. Λίγο πολύ όλοι έχουμε βρεθεί μέσα σε ένα τέτοιο κτίριο κάποτε. Αρχιτεκτονικά «διαμάντια».
Για να τα δεις, για να τα θαυμάσεις, πρέπει αναγκαστικά να κατέβεις στο δρόμο, να σηκώσεις για λίγο το κεφάλι.
Κορνάρισμα. Κάποιος βιάζεται να περάσει και εσύ του κλείνεις το δρόμο.
Επανέρχεσαι στην πραγματικότητα. Βγάζεις το κινητό, σκύβεις το κεφάλι και γίνεσαι ένα με εκείνους που έβλεπες να περνούν πριν.