«Η Θεσσαλονίκη καίεται» – Πώς ζούσε η πόλη τον καύσωνα πριν από ακριβώς 90 χρόνια
Το κλίμα των ημερών από μία εποχή που τα κλιματιστικά και η φράση «Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει» ήταν έννοιες άγνωστες
Άλλη μια «καυτή» εβδομάδα για τη Θεσσαλονίκη με τον υδράργυρο στο κέντρο να «φλερτάρει» με τους 40 βαθμούς και ανάσες δροσιάς να μη φαίνονται στον ορίζοντα για τουλάχιστον το επόμενο δεκαήμερο.
Και αν στο σήμερα έχουμε «σύμμαχο» μας τη τεχνολογία και με ένα απλό πάτημα του κλιματιστικού μετατρέπουμε το σπίτι μας σε… Αλάσκα ή παίρνουμε το αυτοκίνητο και πηγαίνουμε για μια βουτιά στη Χαλκιδική, πώς ζούσαν οι άνθρωποι σε ανάλογες συνθήκες πριν από πολλές δεκαετίες;
Ας γυρίσουμε το χρόνο πίσω, 90 χρόνια, και ας κάνουμε μια «στάση» στο «καυτό» καλοκαίρι της Θεσσαλονίκης του 1934.
Τότε, που σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, η πόλη «ψηνόταν» κατά το τρίτο δεκαήμερο του Ιουλίου και το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου, με τη θερμοκρασία να φτάνει στους 50 βαθμούς στον ήλιο και στους 43 υπό σκιά.
«Καιγόμαστε! Ο έως τα σήμερα φοβιτσιάρικος υδράργυρος του θερμομέτρου, αναζωογονείται και ανεβαίνει ακράτητος», έγραφε χαρακτηριστικά η εφημερίδα Ταχυδρόμος της Βορείου Ελλάδος
«Τίποτα δεν υπάρχει να μας δροσίση – Η Θεσσαλονίκη καίεται»
Ανατρέχοντας στα ρεπορτάζ των ημερών εκείνων διαβάζουμε χαρακτηριστικά τη φράση: «Κοντεύουμε να σκάσουμε κυριολεκτικώς».
«Η τουριστική ακτή παρουσιάζεται ως ασφυκτικά γεμάτη από υποψήφιες…. μαμάδες και υποψήφιους… κρατούμενους. Για εμάς δεν υπάρχει θέση» αναφέρει ο αρθρογράφος που στη συνέχεια προσθέτει:
«Η παραλία της Θεσσαλονίκης; Αλλά δεν υπάρχει παραλία διότι τη μισή την έχουν αγκαζάρει τα διάφορα βαρέλια των καραβιών που ολοένα ξεφορτώνουν, την άλλη μισή οι γιγαντιαίοι σωλήνες των υπό κατασκευή συλλεκτήρων και υπονόμων.
Εδώ δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να απολαύσει ποτέ τα αγαθά της φύσης. […] Υπάρχουν τα “ιδιαίτερα δι’ οικογένειας” διαμερίσματα που σημαίνει όμως παχύ πορτοφόλι».
Περαία, Νέοι Επιβάτες, Αγία Τριάδα, Νέα Μηχανιώνα συγκεντρώνουν τους Θεσσαλονικείς που έχουν τη δυνατότητα να πάνε για βουτιές παίρνοντας τις απαραίτητες ανάσας δροσιάς.
«Τα καραβάκια αρμενίζουν επάνω της, φέρνοντες τους πανηγυριστάς της πλαζ. Τα γλύφει, τα νανουρίζει στα φουσκωμένα κυματάκια της, λες και τα χαϊδεύει ίσως γιατί και η ίδια καταλαβαίνει πως μας είναι τελείως απαραίτητος, που ίσως η έλλειψις της θαναι για μας κόλασις, κόλασις τέτοια που ούτε ασφαλώς ο Δάντε σκέφθηκε ποτέ με τη φαντασία του να συλλάβη» αναφέρει άλλο ρεπορτάζ της εποχής.
Στο καράβι επάνω έβλεπες κάθε φιγούρα που μπορείς να φανταστείς. Ανθρώπους που έπαιρναν έναν υπνάκο, άλλους που μόλις ξυπνούσαν, ζευγαράκια να μοιράζονται τα όνειρά τους δίπλα στο κύμα, γιαγιάδες που βλέπουν τα εγγόνια τους και από μπροστά τους περνούσαν τα χρόνια της νιότης τους.
Τις νύχτες οι Θεσσαλονικείς αναζητούσαν ανάσες δροσιάς στις εξόδους τους προς τη θάλασσα, τα κέντρα ή τους δρόμους της πόλης, με τις εφημερίδες της εποχής να κάνουν προτάσεις για επίσκεψη σε ρομαντικά μαγαζιά της εποχής.
*με πληροφορίες από
αρχείο εφημερίδας Μακεδονία
αρχείο εφημερίδας Ταχυδρόμος της Β. Ελλάδας