Η Θεσσαλονίκη μέσα από τον φωτογραφικό φακό δύο αιώνων
Από τα πρώτα φωτογραφικά στιγμιότυπα του 19ου αιώνα ως σήμερα – η Θεσσαλονίκη γιορτάζει την Παγκόσμια Ημέρα Φωτογραφίας
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη που κοιτάχτηκε πολλές φορές στον καθρέφτη της ιστορίας.
Πριν από τον φακό, ήταν τα σκίτσα των περιηγητών που την αποτύπωναν με μελάνι και φαντασία. Ύστερα, ήρθε η φωτογραφία να δώσει σχήμα και φως σε αυτή την εικόνα. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι πρώτες φωτογραφικές μηχανές στράφηκαν προς το λιμάνι, τις αγορές, τις αυλές και τα μνημεία της, δημιουργώντας ένα αρχείο που αποκάλυπτε στον κόσμο το πρόσωπο της πόλης. Κάθε φωτογραφία δεν ήταν μόνο ένα ντοκουμέντο, αλλά κι ένας τρόπος να παρουσιαστεί η Θεσσαλονίκη αλλού – σε άλμπουμ ταξιδιωτών, σε καρτ ποστάλ που ταξίδευαν στα πέρατα της Ευρώπης, σε οικογενειακά κάδρα που στόλιζαν τα σπίτια.
Η φωτογραφία δεν είναι απλώς τεκμήριο – είναι ο τρόπος που η πόλη θυμάται.
Οι εντυπώσεις των πρώτων περιηγητών μέχρι τα πρώτα «κλικ»
Πριν από τη φωτογραφία, η Θεσσαλονίκη «κυκλοφορούσε» στον κόσμο σαν ιδέα και εικόνα κυρίως μέσω κειμένων και σχεδίων: ταξιδιωτικά λευκώματα, χαλκογραφίες, υδατογραφίες. Ο αναγνώστης του 19ου αιώνα γνώριζε μια «Σαλονίκη» με τείχη και μιναρέδες, όχι από φωτογραφίες αλλά από τις ματιές περιηγητών που σταματούσαν στην πόλη καθ’ οδόν για την «Ανατολή». Οι ταξιδιώτες αυτοί συχνά έδιναν στις απεικονίσεις τους εθνογραφικά και εξωτικά χαρακτηριστικά, εντάσσοντας στις γκραβούρες τους θαλάσσια τέρατα και δράκους.
Αυτά τα βιβλία που κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη διαμόρφωσαν ένα πρώτο εικονογραφικό στερεότυπο: η Θεσσαλονίκη ως μια μυθική μεταιχμιακή πόλη του οθωμανικού κόσμου.
Η εφεύρεση της φωτογραφίας έφερε ένα ριζικό άλμα: από το «σχεδιάζω ό,τι βλέπω» στο «αποτυπώνω ό,τι συμβαίνει». Στη Θεσσαλονίκη, μία από τις πρωιμότερες σωζόμενες φωτογραφίες αποδίδεται στους Abdullah Frères, το περίφημο δίδυμο της Κωνσταντινούπολης, γύρω στο 1860. Ανάμεσά στις πρώτες λήψεις του 19ου αιώνα ξεχωρίζει μια ιστορική φωτογραφία της παραλίας πριν από την κατεδάφιση του παραθαλάσσιου τείχους, που αναδείχθηκε τα τελευταία χρόνια μέσα από ερευνητική δουλειά συλλεκτών και ομάδων τοπικής ιστορίας.

Ακόμη, ενδεικτικό είναι το τύπωμα «Vues de Salonique», που τεκμηριώνει τη διακίνηση φωτογραφιών της πόλης σε διεθνείς αγορές.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1863, ο Ούγγρος Josef Székely φωτογραφίζει πανοραμικά τη Θεσσαλονίκη, ενώ τη δεκαετία του 1870 περιηγητές φωτογράφοι όπως ο Rubellin και ο Herbert Sayce τράβηξαν από τα δυτικά προάστια προς το κέντρο, απαθανατίζοντας πολύτιμες όψεις του λιμανιού και των τειχών.

Αυτές οι φωτογραφίες δεν είναι απλώς εικόνες, είναι μαρτυρίες: μας δείχνουν τη γεωγραφία, τα συγκροτήματα κτιρίων, το λιμάνι και μια καθημερινότητα που αλλιώς θα είχε χαθεί.
Στα τέλη του 19ου αιώνα η φωτογραφία παύει να είναι μόνο υπόθεση ξένων περιηγητών. Γίνεται επάγγελμα, στήνονται στούντιο, χτίζεται «αγορά». Στη Θεσσαλονίκη της ύστερης οθωμανικής περιόδου δραστηριοποιούνται στούντιο που φωτογραφίζουν «κατά παραγγελία» πορτραίτα, οικογενειακές σκηνές, εμπορικούς χώρους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο Αρμένιος Paul Zepdji με τις περίφημες καρτ-ποστάλ του που φέρουν τον τίτλο «Souvenir de Salonique» – ενδεικτικό του πώς το επαγγελματικό φωτογραφικό βλέμμα συνέβαλε στην παραγωγή και κυκλοφορία εικόνων της πόλης.


Από τις πρώτες λήψεις στις καρτ ποστάλ και τα γραμματόσημα
Γύρω στο 1900, η φωτογραφία συναντά τη βιομηχανία του ταχυδρομείου και συντελείται η έκρηξη των καρτ-ποστάλ. Οι μικρογραφίες της «Salonique» γίνονται μαζικό προϊόν και ταξιδεύουν παντού: Παρίσι, Βιέννη, Νέα Υόρκη. Οι εκδότες τυπώνουν πλάνα της προκυμαίας, της Λευκού Πύργου, των μαχαλάδων, θρησκευτικών τελετών και της καθημερινότητας. Μέσω αυτών των μικρών χάρτινων εκτυπώσεων η εικόνα της Θεσσαλονίκης ταξίδευε γρήγορα, φθηνά και – για πρώτη φορά – σε τεράστια κλίμακα.

Αυτή η «μαζική» εικόνα δεν ήταν αθώα, συγκροτούσε μια ευρωπαϊκή φαντασίωση της πόλης ως «πύλης προς την Ανατολή», αλλά ταυτόχρονα παρήγαγε και ένα τοπικό αρχείο. Όταν σήμερα κοιτάμε αυτές τις κάρτες, βλέπουμε τόσο τη Θεσσαλονίκη, όσο και το βλέμμα που την «σκηνοθέτησε» για να φτάσει στον κόσμο.
Η ιστορία της πόλης μέσα από τον φακό
Ήδη από το 1915, με την άφιξη των συμμαχικών στρατευμάτων της Αντάντ, η Θεσσαλονίκη έγινε αντικείμενο φωτογραφικής καταγραφής. Οι στρατιωτικές υπηρεσίες των Γάλλων, Βρετανών και Σέρβων δεν έφεραν μόνο όπλα, αλλά και φωτογραφικές μηχανές, οργανώνοντας ολόκληρες μονάδες για την φωτογραφική αποτύπωση του Μακεδονικού Μετώπου. Ανάμεσά τους ξεχώριζε η Section Photographique de l’Armée d’Orient (SFAO), που εγκαταστάθηκε στην πόλη και αποτύπωσε με μεθοδικότητα την καθημερινότητα στρατιωτών και πολιτών, την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία, αλλά και τις κρίσιμες καμπές της ιστορίας της. Στα αρχεία του ECPAD (Établissement de communication et de production audiovisuelle de la Défense) σώζονται εκατοντάδες λήψεις από δρόμους, πλατείες και μιναρέδες, πανόραμα της προπολεμικής πόλης που αλλιώς θα είχε χαθεί.

Η παρουσία αυτών των υπηρεσιών εξηγεί και γιατί η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 αποτυπώθηκε τόσο συστηματικά: οι Γάλλοι και οι Βρετανοί στρατιωτικοί φωτογράφοι βρέθηκαν ήδη εκεί και γύρισαν τους φακούς τους στα ερείπια, αφήνοντας εικόνες που προβλήθηκαν στον ευρωπαϊκό Τύπο. Παράλληλα, διεθνή πρακτορεία, όπως το Agence Rol, μετέφεραν αυτές τις εικόνες εκτός συνόρων, κάνοντας τη Θεσσαλονίκη σημείο αναφοράς της παγκόσμιας ειδησεογραφίας. Σήμερα, φωτογραφίες που φυλάσσονται στο Imperial War Museum και στο ECPAD δεν είναι απλώς τεκμήρια στρατιωτικής παρουσίας, αποτελούν τα πρώτα «παράθυρα» μέσα από τα οποία η πόλη προβλήθηκε διεθνώς στον 20ό αιώνα.


Εδώ η φωτογραφία λειτουργεί διπλά: ως ντοκουμέντο που αποτυπώνει με ακρίβεια το τοπίο και την χρονική συγκυρία αλλά και ως διαμορφωτικό στοιχείο της ίδιας της ιστορικής μνήμης.
Από την πόλη στα οικογενειακά άλμπουμ
Κατά τον Μεσοπόλεμο και τις επόμενες δεκαετίες, η φωτογραφία της Θεσσαλονίκης ακολουθεί τις μεταμορφώσεις της πόλης: την ανοικοδόμηση, τις μετακινήσεις πληθυσμών, τον νέο λιμένα, τη βιομηχανική ανάπτυξη, το Πανεπιστήμιο, τα προσφυγικά. Τα στούντιο συνεχίζουν να παράγουν πορτραίτα και εμπορικές φωτογραφίες, ενώ ο Τύπος και τα περιοδικά ενσωματώνουν όλο και περισσότερο φωτογραφικό υλικό. Η φωτογραφία γίνεται καθημερινή – από το οικογενειακό άλμπουμ μέχρι το φωτορεπορτάζ, η εικόνα λειτουργεί σαν αστικό ημερολόγιο.

Για τις οικογένειες της πόλης, το να «πάμε στο φωτογραφείο» υπήρξε για δεκαετίες ένα μικρό κοινωνικό γεγονός. Τα καλά ρούχα, η τυπική στάση, το σκηνικό: όλα αυτά δεν ήταν τυχαία. Το στούντιο λειτουργούσε ως χώρος αυτοπαρουσίασης – μια δήλωση κοινωνικού κύρους και «εκσυγχρονισμού». Με την εξάπλωση του cabinet portrait στην Ευρώπη, οι οικογενειακές φωτογραφίες αρχίζουν να γεμίζουν άλμπουμ, να ανταλλάσσονται με συγγενείς και φίλους, να κοσμούν σαλόνια ως κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο.
Οι «στιγμητζήδες» της Θεσσαλονίκης
Προτού η φωτογραφία γίνει μαζικό μέσο και οι επαγγελματίες φωτογράφοι εγκατασταθούν σε μόνιμα στούντιο, η Θεσσαλονίκη γνώρισε τη φιγούρα των πλανόδιων φωτογράφων, των λεγόμενων «στιγμητζήδων». Με τον τρίποδα και τη φωτογραφική μηχανή τους, στήνονταν σε πολυσύχναστα σημεία της πόλης – όπως ο Λευκός Πύργος και η πλατεία Αριστοτέλους – για να προσφέρουν ένα ενθύμιο σε περαστικούς και επισκέπτες. Η εργασία τους ήταν μεροκάματο και τέχνη ταυτόχρονα: κάθε φωτογραφία αποτελούσε αναμνηστικό της στιγμής και ταυτόχρονα καταγραφή της κοινωνικής ζωής της πόλης.


Η παρουσία των πλανόδιων φωτογράφων δεν ήταν μόνο εμπορική· άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στη μνήμη της πόλης. Οι στιγμές που αποτύπωναν με τον φακό τους καταγράφουν μια κοινωνική ιστορία, καθώς και την καθημερινότητα των ανθρώπων που αναζητούσαν να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη τους μέσα από μια εικόνα. Το επάγγελμα άρχισε να φθίνει στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν οι υπαίθριοι φωτογράφοι έδωσαν τη θέση τους στις νέες τεχνολογίες και τα σύγχρονα φωτογραφικά στούντιο.
Από τα άλμπουμ στα αρχεία
Σήμερα, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης νοσταλγούν αυτή την εποχή μέσα από τις παλιές φωτογραφίες που ανακαλύπτουν σε οικογενειακά άλμπουμ, σε αρχεία ή σε παλαιοπωλεία. Η αναζήτηση και η δημοσίευση αυτών των εικόνων στο διαδίκτυο έχει δημιουργήσει έναν ζωντανό διάλογο μεταξύ των κατοίκων, που ανταλλάσσουν πληροφορίες, μοιράζονται ιστορίες και ανακαλύπτουν λεπτομέρειες για πρόσωπα και τόπους που πλέον ανήκουν στο παρελθόν. Μέσα από αυτή τη συλλογική μνήμη, η πόλη αποκτά έναν συνεκτικό ιστό που ενώνει τις γενιές και τις εποχές, ενώ η εικόνα της Θεσσαλονίκης του 20ού αιώνα ξαναζωντανεύει στα μάτια των σημερινών κατοίκων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ομάδα «Παλιές Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης», όπου χιλιάδες μέλη του Facebook αναζητούν, μοιράζονται, σχολιάζουν και τεκμηριώνουν εικόνες του παρελθόντος. Μέσα από αυτή τη διαδικτυακή δραστηριότητα, οι κάτοικοι όχι μόνο ξαναθυμούνται την πόλη όπως ήταν, αλλά ανοίγουν και διαλόγους για πρόσωπα, τόπους και γεγονότα που συνδέουν γενιές. Κάθε νέα ανάρτηση γίνεται αφορμή για ιστορίες, πληροφορίες και ανακαλύψεις, δημιουργώντας έναν ζωντανό ιστό που ενώνει τους κατοίκους του σήμερα με την ιστορία της πόλης. Με αυτόν τον τρόπο, η Θεσσαλονίκη δεν «βλέπει» μόνο τον εαυτό της αλλά ξαναγράφει τη μνήμη της, με τον καθένα να γίνεται ένας μικρός φύλακας και αφηγητής του παρελθόντος.
Η φωτογραφία δεν είναι μόνο τεκμήριο – είναι φωνή, μνήμη και αφήγηση. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Φωτογραφίας, η ιστορία της Θεσσαλονίκης μέσα από τον φακό μας θυμίζει ότι κάθε εικόνα φέρει μια στιγμή, μια ιστορία που δεν πρέπει να χαθεί. Και όπως οι παλιές φωτογραφίες της πόλης συνεχίζουν να ταξιδεύουν και να συγκινούν, έτσι και οι σημερινές λήψεις διαμορφώνουν την εικόνα του αύριο.
Πηγή κεντρικής εικόνας: Παλιές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης (Κοινότητα Facebook)