Η Θεσσαλονίκη σε κρίσιμο σταυροδρόμι
Η ΔΕΘ και το μέλλον της Θεσσαλονίκης: ανάμεσα στην κληρονομιά και στη βιώσιμη πόλη - Γράφει ο Λέανδρος Ζωίδης
Λέξεις: Λέανδρος Ζωίδης
Κεντρική εικόνα: Το σχέδιο Εμπράρ και το όραμα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης (Πηγή: alterthess.gr)
Το ζήτημα της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης και του περιβαλλοντικά και κοινωνικά βιώσιμου μέλλοντος της πόλης είναι ένα θέμα με το οποίο είναι δύσκολο να καταπιαστεί κανείς σε ένα σύντομο δοκίμιο καθώς αναδεικνύει πολυεπίπεδες παθογένειες που αφορούν κυρίως το πολιτικό προσωπικό και την κοινωνία της πόλης αλλά αγγίζει επίσης και τον ρόλο των αρχιτεκτόνων στη διαμόρφωση του μέλλοντος της πόλης, καθώς και την ίδια τους την παιδεία.
Η διεθνής επιτροπή νέου σχεδίου της Θεσσαλονίκης υπό τον Γάλλο πολεοδόμο Ερνέστ Εμπράρ καταρτίζει το νέο πολεοδομικό σχέδιο για την πόλη το 1919. Στο σχέδιο βασίζεται στα πολεοδομικά σχέδια των ευρωπαϊκών πόλεων του τέλους του 19ου αιώνα που είχαν ως στόχο τον εξορθολογισμό και τον εκσυγχρονισμό των ευρωπαϊκών πόλεων και αποτέλεσαν τη βάση που διαμόρφωσαν το αστικό περιβάλλον συναντούμε σήμερα στο Παρίσι, τη Βαρκελώνη και άλλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Με κάποιες δεκαετίες καθυστέρηση, το νέο πολεοδομικό σχέδιο της Θεσσαλονίκης, προτείνει ένα μεγάλο αστικό πάρκο ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική Θεσσαλονίκη, κάτω από το πανεπιστήμιο της πόλης μέχρι τη θάλασσα.
Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης αρχίζει να λειτουργεί το 1926 στο Πεδίο του Άρεως, τον χώρο κάτω από το Γ΄ Σώμα Στρατού. Ο Εμπράρ σε μια επιστολή του προς τις αρχές της πόλης εκφράζει τη διαφωνία του με τη λειτουργία της έκθεσης τόσο κοντά στην έκταση που προορίζεται για το κεντρικό πάρκο της πόλης (Χριστοδούλου, 2025). Το 1937, επί δικτατορίας Μεταξά, η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης εγκαθίσταται στο χώρο που βρίσκεται σήμερα (Την περίοδο του μεσοπολέμου η σημερινή θέση της Δ.Ε.Θ. ήταν εκτός της πόλης), με βασικές εγκαταστάσεις τα περίπτερα Α, Β και Εθνικής Γεωργικής Παραγωγής, σχεδιασμένα από τους Κ. Δοξιάδη και Κ. Κοκκορόπουλου που υλοποιούνται εν όψει της έκθεσης του 1940 (Κολώνας, 2025), και αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα «συμβιβασμού» (Ο όρος «συμβιβασμός» δανεισμένος από το κεφάλαιο 16 του Leonardo Benevolo, στο: Benevolo, L. (1960/1971), History of Modern Architecture, Vol.2, Λονδίνο: Routledge, σ. 540-585) των αρχών του μοντερνισμού με το αυταρχικό καθεστώς αλλά και τον συντηρητισμό της κοινωνίας.
Μεταπολεμικά, στη δεκαετία του 1950, μια δεκαετία όπου η αρχιτεκτονική παραγωγή στη χώρα είναι κατά κανόνα συντηρητική, σε αντίθεση με την υπόλοιπη δυτική Ευρώπη, ο χώρος της Δ.Ε.Θ. αποτελεί ένα πεδίο πειραματισμού για τους αρχιτέκτονες που υλοποιούν έργα πρωτοποριακής αρχιτεκτονικής. Το περίπτερο του ΕΟΤ του Άρη Κωνσταντινίδη, της Εθνικής Τράπεζας του Νίκου Βαλσαμάκη, το περίπτερο του Εθνικού Οργανισμού Καπνού των Κ. Καψαμπέλη και Ι. Βικέλα είναι μόνο ορισμένα χαρακτηριστικά δείγματα, τα οποία σήμερα έχουν κατεδαφιστεί (Κολώνας, 2012).

Σήμερα σώζονται στη βόρεια πλευρά της έκθεσης τα εμβληματικά μακρόστενα περίπτερα που σχεδιάζονται στη δεκαετία του 1950: Το περίπτερο 5 από τους αρχιτέκτονες Α. Συμεών και Ν. Εφέσιο (1955-56) και το περίπτερο της Βαριάς Βιομηχανίας (1955) σε σχέδια του Δημήτρη Τριποδάκη. Το τελευταίο αποτελεί ίσως το πιο ενδιαφέρον σωζόμενο περίπτερο της Δ.Ε.Θ.
Ο Δημήτρης Τριποδάκης (1907-1988) είναι ένας αρχιτέκτονας που έχει ήδη από το μεσοπόλεμο διακριθεί σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, με προτάσεις ακαδημαϊκές και μνημειακές, όπως το Περίπτερο των Εθνών στη Δ.Ε.Θ. που κατασκευάζεται το 1954. Το περίπτερο της Βαριάς Βιομηχανίας αποτελεί τομή στην πορεία του Τριποδάκη (Κολώνας, 2025): έχοντας ως αφετηρία την κλασικιστική μνημειακότητα και συμμετρία των γειτονικών περιπτέρων των Δοξιάδη και Κοκκορόπουλου (1938-1940) συνεχίζει την καμπυλοειδή ευθεία του περιπτέρου της Εθνικής Γεωργικής Παραγωγής, όπως και τη συμμετρική οργάνωση της όψης του.
Η επιμήκης μορφή του νέου περιπτέρου της Βαριάς Βιομηχανίας, η διαφάνεια, η ειλικρίνεια της κατασκευαστικής δομής και των δομικών υλικών όπως και η χαρακτηριστική ράμπα του «αρχιτεκτονικού περιπάτου» συνθέτουν μια δυναμική έκφραση του «Διεθνούς Στιλ», μοναδική στην ελληνική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1950 και πολύ μακριά από τις κλασικίζουσες καταβολές του δημιουργού του (και ταυτόχρονα κοντά σε αυτές).


Πιο κάτω από το ιστορικό “Palais des Sports” (ή Αλεξάνδρειο), συνδεδεμένο με την ιστορία του μπάσκετ στη Θεσσαλονίκη και τις μνήμες των κατοίκων της πόλης ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1980, βρίσκονται το Εμπορικό Κέντρο της Δ.Ε.Θ. και το περίπτερο 7, σχεδιασμένα από τους αρχιτέκτονες Ν. Μουτσόπουλο, Χ. Κουλουκούρη και Γ. Κονταξάκη, και Χ. Τσιλαλή και Γ. Κονταξάκη αντίστοιχα. Το πρώτο, έργο του 1968, με μορφή από εμφανές μπετόν και ιαπωνικές μορφολογικές επιρροές και το δεύτερο, έργο του 1969, με απλή δομή και μορφή και εμφανή τον κατασκευαστικό κάναβο. Εκτός από τα παραπάνω περίπτερα σώζεται και το εντυπωσιακό περίπτερο της Esso Pappas του αρχιτέκτονα Θύμιου Παπαγιάννη (1963).
Από τη δεκαετία του 1960 και την κατάρτιση του χωροταξικού σχεδίου της Θεσσαλονίκης συζητιέται η μετακίνηση της ΔΕΘ σε μεγάλο οικόπεδο της περιοχής της Σίνδου και η μετατροπή του σημερινού χώρου της ΔΕΘ σε ένα μεγάλο αστικό πάρκο, όπου τα περίπτερα που θα διατηρηθούν θα προσφέρουν κάποιες ήπιες και υποστηρικτικές χρήσεις σε αυτό. Οι κατασκευές των τελευταίων δεκαετιών, όπως το Βελλίδειο Πολιτιστικό Κέντρο αλλά και τα πιο πρόσφατα μεγάλα περίπτερα είναι ατυχείς επεμβάσεις που υπερβαίνουν την κλίμακα της περιοχής, που εκτός από τον αρχικό της προορισμό για πάρκο γειτνιάζει άμεσα με κορυφαία έργα της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα όπως το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης του Πάτροκλου Καραντινού (1962) και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού του Κυριάκου Κρόκου (1977-1993).
Το 2019 ανακοινώθηκε από τη Δ.Ε.Θ. και το Δήμο Θεσσαλονίκης η υποστήριξη σχεδίου για την παραμονή της Διεθνούς Εκθέσεως στο Κέντρο της πόλης και την εφαρμογή σχεδίου ανάπλασής της στο μέρος που βρίσκεται σήμερα. Ήδη από την προγραμματική φάση έγινε φανερό πως η ανάπλαση προβλέπει ιδιαίτερα μεγάλους κτιριακούς όγκους που υπερισχύουν του πρασίνου και ο υπολειπόμενος χώρος που αποδίδεται στο πράσινο είναι «μητροπολιτικό πάρκο» μόνο κατ’ όνομα. Αυτό που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι η έλλειψη ρεαλισμού στον σχεδιασμό τόσο από τα επιχειρηματικά συμφέροντα που προωθούσαν την ανάπλαση όσο και από έγκριτους αρχιτέκτονες της πόλης. (Σε δηλώσεις στις εφημερίδες είχαν υποστηρίξει πως ένας αρχιτεκτονικός διαγωνισμός κάτω από τους συγκεκριμένους όρους δόμησης μπορεί να φέρει ικανοποιητικές λύσεις). (Το 2019 στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης για την ανάπλαση της Δ.Ε.Θ. οι εφημερίδα Μακεδονία είχε φιλοξενήσει τοποθετήσεις από πολιτικά πρόσωπα αλλά και διακεκριμένους αρχιτέκτονες της πόλης).
Η αντίληψη ωστόσο ότι ο αρχιτέκτονας είναι κάτι σαν μάγος που προσφέρει μια ικανοποιητική λύση κάτω από οποιονδήποτε προγραμματισμό που έχει προηγηθεί στερείται ρεαλισμού και φανερώνει και μια γραφικότητα στον τρόπο που αντιλαμβάνονται η τοπική πολιτική εξουσία αλλά και μέρος της ελίτ των αρχιτεκτόνων τον σχεδιασμό. (Ευτυχώς το μεγαλύτερο μέρος των πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων αλλά και των κατοίκων του κέντρου έχει συνειδητοποιήσει τις αρνητικές επιπτώσεις της παραμονής της Δ.Ε.Θ. στο κέντρο της πόλης όπως αποδεικνύει και η δραστηριοποίησή τους στις κινήσεις πολιτών που διεκδικούν μητροπολιτικό πάρκο στο χώρο της Δ.Ε.Θ)
Βλέπουν με δέος ό,τι προέρχεται από μεγάλα ονόματα αρχιτεκτόνων του εξωτερικού χωρίς να αντιλαμβάνονται την αξία και τη σημασία τόσο του προγραμματισμού όσο και της ρεαλιστικής κριτικής αποτίμησης του κάθε project.

Στο διαγωνισμό που πραγματοποιήθηκε το 2021 διακρίθηκε η πρόταση του αρχιτεκτονικού γραφείου Μ. Sauerbruch-L. Hutton με έδρα το Βερολίνο, που έχει να επιδείξει σημαντικά έργα κυρίως στη Γερμανία. Η λύση μπορεί να είναι τεχνολογικά και κατασκευαστικά άρτια, και ίσως από αυτή τη σκοπιά πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδομένα. Ωστόσο οι όγκοι των νέων περιπτέρων επιβάλλονται βίαια στο τοπίο, πλήρως εκτός κλίμακας και χωρίς καμία οργανική σχέση με την ιστορική συνέχεια της πόλης και το παρακείμενο αστικό περιβάλλον: με τους γεωμετρικά απλούς κτιριακούς όγκους του συγκροτήματος του Α.Π.Θ. των Κ. Παπαϊωάννου-Κ. Φινέ (1960-1976) που «πλέουν» στο φυσικό τοπίο και τα αριστουργήματα της μεσογειακής αρχιτεκτονικής του Πάτροκλου Καραντινού και του Κυριάκου Κρόκου που γειτνιάζουν στα νότια με τη Δ.Ε.Θ.
Η πολιτιστική κληρονομιά του μοντερνισμού, τόσο η «πανεπιστημιούπολη», όσο τα διατηρούμενα κτίρια του ΜΜΣΤ και της ESSO Pappas όσο και τα πολύ αξιόλογα μουσεία υπονομεύεται σοβαρά από τη γειτνίαση με τα προτεινόμενα κτίρια. Η πρόθεση μάλιστα για τη διατήρηση του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης αλλά και του περιπτέρου της ESSO Pappas μαζί με τα νέα γιγάντια περίπτερα είναι τουλάχιστον γελοία καθώς ισοπεδώνονται από την κλίμακα των νέων κτιρίων. Άλλες βραβευμένες προτάσεις του διαγωνισμού (π.χ. η πρόταση των UN Studio) καλύπτουν τη νέα δόμηση με φυτεμένα δώματα κάτι όμως που δημιουργεί τον ίδιο κυκλοφοριακό φόρτο και την ίδια πυκνότητα με την πιο φανερή μεγάλης κλίμακας δόμηση των Sauerbruch-Hutton.

Οι διάφορες άλλες εκδοχές που πρότεινε ο δήμος Θεσσαλονίκης όπως η συμπερίληψη του χώρου της Αγίας Φωτεινής στον υπαίθριο χώρο της νέας Δ.Ε.Θ. στερούνται ευστοχίας καθώς ένα αστικό πάρκο δεν είναι άθροισμα τετραγωνικών μέτρων αλλά πρέπει να έχει και τα χαρακτηριστικά ενός ενιαίου χώρου. Η πρόσφατη υπαναχώρηση της κυβέρνησης καταλήγει στην πρόταση κατασκευής ενός από τα περίπτερα των Sauerbruch και Hutton κατεδαφίζοντας και ό,τι αξιόλογο έχουμε αναφέρει από τον μεταπολεμικό μοντερνισμό στο χώρο της Δ.Ε.Θ. Και αυτή η πρόταση στερείται σοβαρότητας καθώς προτείνεται η κατασκευή ενός κτιρίου που δεν έχει καμία σχέση με το πολιτιστικό του περιβάλλον ενώ καταστρέφεται αξιόλογο κομμάτι της νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ένα άλλο παράδοξο επιχείρημα που χρησιμοποιείται από τη διοίκηση της Δ.Ε.Θ. είναι η γνώμη εμπειρογνωμόνων από το εξωτερικό για την παραμονή της Δ.Ε.Θ. στο κέντρο της πόλης. Έχει γίνει μάλιστα αναφορά πως η σύγκριση της Θεσσαλονίκης με τη Ρώμη έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη γνωμοδότηση. Η εγκυρότητα τέτοιων ερευνών επιδέχεται αμφισβήτησης καθώς δεν είναι απίθανο να εξυπηρετούν συγκεκριμένους σκοπούς και ίσως συντεχνιακά συμφέροντα των παραγγελιοδοτών τους. Το παράδοξο έγκειται στη χρήση της Ρώμης ως προτύπου και όχι του Μιλάνου, την πιο επιτυχημένη «εκθεσιακή» πόλη της Ευρώπης.
Στο Μιλάνο οι κύριες εκθεσιακές εγκαταστάσεις βρίσκονται στο προάστιο του Rho, που απέχει 20 και 30 χιλιόμετρα –σε ευθεία απόσταση− από τα αεροδρόμια Linate και Malpensa αντίστοιχα. Σε μεγάλες εκθέσεις όπως στο Fashion Week και το Design Week, οι κύριες εκθέσεις λαμβάνουν χώρα στις εγκαταστάσεις του Rho ενώ οι πολύ ενδιαφέρουσες υποστηρικτικές εκθέσεις και δράσεις μέσα στην πόλη (κυρίως στις παροπλισμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Via Tortona) που σφύζει από ζωή και ενέργεια χωρίς να δημιουργείται κυκλοφοριακή συμφόρηση ούτε υπέρβαση της φέρουσας ικανότητάς της. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει και στη Θεσσαλονίκη: Η κύρια έκθεση να πραγματοποιείται στη Σίνδο και υποστηρικτικές ή πιο «ελαφριές» εκθέσεις όπως αυτή του βιβλίου να πραγματοποιούνται στα περίπτερα που θα διατηρηθούν στο κέντρο ή σε εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά κελύφη, από τα οποία υπάρχουν άφθονα. Η Σίνδος απέχει 20-30 χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο (σε ευθεία και ακολουθώντας τις οδικές αρτηρίες αντίστοιχα). Σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει τη Σίνδο με την πόλη υπάρχει ήδη ενώ σύνδεση σταθερής τροχιάς της πόλης με το αεροδρόμιο επιβάλλεται να υπάρξει άμεσα σε κάθε περίπτωση.
Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο είναι αναγκαία η μεταφορά της Δ.Ε.Θ. εκτός κέντρου της πόλης είναι οι ασφυκτικές για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη περιβαλλοντικές συνθήκες που βιώνει το κέντρο της πόλης τόσο από άποψη πράσινων χώρων όσο και λόγω του λειτουργικού black out που συμβαίνει κατά τη διάρκεια των μεγάλων εκθέσεων της Δ.Ε.Θ. Το πράσινο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι απολύτως αναγκαίο να αυξηθεί σημαντικά καθώς είναι ίσως η μόνη ευρωπαϊκή πόλη αυτού του μεγέθους που δεν διαθέτει ένα αστικό μητροπολιτικό πάρκο παρότι αυτό έχει προβλεφθεί πάνω από 100 χρόνια πριν. Η Θεσσαλονίκη λόγω της προνομιακής της θέσης και του μεγάλου της πληθυσμού οφείλει να είναι μια σύγχρονη και περιβαλλοντικά βιώσιμη ευρωπαϊκή μεγαλούπολη.
Πρόχειρες λύσεις όπως η κατασκευή ενός περιπτέρου από τη μελέτη των Sauerbruch-Hutton δεν αρμόζουν σε μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη. Η πολιτιστική κληρονομιά του μοντερνισμού στο χώρο της Δ.Ε.Θ. είναι σημαντικό να διατηρηθεί και τα να αποφεύγονται νέα κτίρια που −άσχετα με την τεχνολογική τους αιχμή− δεν σχετίζονται με το περιβάλλον τους. Παράλληλα, ο θεσμός της Δ.Ε.Θ. οφείλει να εκσυγχρονιστεί και να αποκτήσει νέες προοπτικές κάτι στο οποίο θα βοηθούσε η εγκατάστασή του στη Σίνδο, συνοδευόμενη από μια γενναία επένδυση που θα συμβάλει στην ανάπτυξη των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης. Είναι σημαντικό η πόλη της Θεσσαλονίκης να συνδεθεί περισσότερο μεταξύ της, αξιοποιώντας τις πολύ σημαντικές δυνατότητες που προσφέρει το μετρό, και να γνωρίσει μια ισόρροπη ανάπτυξη της μητροπολιτικής της περιοχής, φιλοδοξώντας, μέσω του ανανεωμένου θεσμού της Δ.Ε.Θ. να γίνει το σημαντικότερο εμπορικό και εκθεσιακό κέντρο των Βαλκανίων.

*Ο Λέανδρος Ζωίδης είναι Αρχιτέκτων-Μηχανικός Msc.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
Alterthess, 08/01/2025, Ξενάγηση στη ΔΕΘ: Από το όραμα του Εμπράρ στην αβεβαιότητα του αύριο, Σύμπραξη- Όλη η ΔΕΘ ένα πάρκο, Διαθέσιμο στο: https://alterthess.gr/xenagisi-sti-deth-apo-to-orama-toy-emprar-stin-avevaiotita-toy-ayrio/
Benevolo, L. (1960/1971), History of Modern Architecture, Vol.2: The Modern Movement, Λονδίνο: Routledge & Kegan Paul
Frampton, K. (1980/2023), Μοντέρνα Αρχιτεκτονική, Κριτική Ιστορία, Αθήνα: Θεμέλιο
Parallaxi, 21/3/2025, Διαθέσιμο στο: https://parallaximag.gr/thessaloniki-news/aitima-na-kirychthei-i-deth-istorikos-topos-apo-omada-politon
Γιακουμακάτος, Α. (2004), Στοιχεία για τη Νεώτερη Ελληνική Αρχιτεκτονική: Πάτροκλος Καραντινός, Αθήνα: ΜΙΕΤ
Εξαρχόπουλος, Π. (2019), ΔΕΘ Ώρα 0 (και ένα «επίκαιρο» αρχιτεκτονικό ταξίδι), Archetype-15/03/2019, Διαθέσιμο στο: https://www.archetype.gr/blog/arthro/deth-ra-0-kai-ena-epikairo-architektoniko-taxidi
Καραδήμου-Γερόλυμπου, Α. (1985/1995), Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την Πυρκαγιά του 1917, Θεσσαλονίκη: University Studio Press
Κολώνας, Β. (2012), Θεσσαλονίκη 1912-2012: Η αρχιτεκτονική μιας 100ετίας, Θεσσαλονίκη: University Studio Press
Κολώνας, Ν. (2025), Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης: Μια αρχιτεκτονική κληρονομιά σε κίνδυνο, parallaxi, 21/02/2025, Διαθέσιμο στο: https://parallaximag.gr/thessaloniki-news/diethnis-ekthesi-thessalonikis-mia-architektoniki-klironomia-se-kindyno
Τριποδάκης, Δ. (1954, Νοέμβριος-Δεκέμβριος), Το περίπτερον των Εθνών της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, Τεχνικά Χρονιά, 365-366 (111-112), 275-281, Διαθέσιμο στο: http://library.tee.gr/digital/techr/1954/1954_scied/techr_1954_31_365_366_275.pdf.
Φιλιππίδης, Δ. (1984), Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Αθήνα: Μέλισσα