Η ιέρεια της μουσικής από την Κολομβία που έκανε τη Θεσσαλονίκη σπίτι της!
Μια συνέντευξη με την Κολομβιανή ερμηνεύτρια Fallom Jimenez για την τέχνη, τον έρωτα και την ομορφιά.
Αέρινο γαλάζιο πουκάμισο και κόκκινα λουλούδια στερεωμένα στα μαλλιά. Η ερμηνεύτρια Fallom Jimenez, γεννημένη στην πόλη Καρταχένα της Κολομβίας, ζει και εργάζεται τα τελευταία δέκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη.
Στο διάστημα αυτό έχει δημιουργήσει δικά της μουσικά σχήματα και έχει συνεργαστεί με Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες. Εμείς βρεθήκαμε μαζί της στο Naima Drumhouse και μιλήσαμε για τους λόγους που επέλεξε να αφήσει την πατρίδα της και να έρθει στη Θεσσαλονίκη, για την τέχνη της και για όλα όσα την εμπνέουν.
Γνωρίστε την!
Πότε ανακάλυψες την αγάπη σας για το τραγούδι; Πώς ξεκίνησε όλο αυτό;
Από τότε που θυμάμαι βάζω έναν καθρέφτη από μικρή στο δωμάτιό μου, περιμένω να φύγει η μαμά μου για να φορέσω ρούχα και τα παπούτσια της και να κάνω το show μου εκεί στο σπίτι μόνη.
Πότε ήταν η πρώτη φορά που τραγούδησες μπροστά σε κοινό;
Όταν ήμουν στο σχολείο σε έναν διαγωνισμό που υπήρχε στην πόλη, στην Cartagena της Κολομβίας όπου γεννήθηκα. Κάπως έτσι ξεκίνησε το θέμα με το τραγούδι, όμως εγώ δεν είμαι τραγουδίστρια, είμαι ηθοποιός. Αυτό σπούδασα, αυτό είναι το επάγγελμά μου. Εδώ στην Ελλάδα λόγω γλώσσας δεν μπόρεσα να συμμετέχω στο θεατρικό κομμάτι στην αρχή, δέκα χρόνια πριν, όταν ήρθα.
Πώς αποφάσισες να έρθεις στην Ελλάδα;
Ερωτεύτηκα. Ερωτική μετανάστρια. Ερωτεύτηκα, κι αυτός ο έρωτας μας κάνει να κάνουμε όλες τις τρέλες, τις αξιοπρεπείς τρέλες της ζωής. Και όχι μόνο όταν ερωτεύεσαι έναν άνθρωπο, όταν ζεις με τον έρωτα μέσα σου όπου και να κοιτάξεις από το λουλουδάκι μέχρι τον ουρανό… Βασικά πιστεύω ότι είναι μέσα σου. Η ομορφιά είναι στα μάτια εκείνου που τη βλέπει. Έτσι ήρθα στην Ελλάδα.
Ήρθες στη Θεσσαλονίκη αρχικά ή κάπου αλλού;
Στη Θεσσαλονίκη ήρθα αρχικά, έφτασα όμως και μέχρι την Αθήνα. Όταν είδα τον Παρθενώνα και όλη την περιοχή εκεί δεν το πίστευα, ήταν δύο μέρες περίπου που ήμουν σε σοκ. Και γιατί έπαθα τόσο μεγάλο σοκ; Γιατί λόγω θεάτρου ήμουν πολύ συνδεδεμένη με την Ελλάδα, άσχετο που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που γνώρισα. Ο πρώτος χρόνος στο πανεπιστήμιο είναι ancient greek theater, ιστορία και διάφορα οπότε από εκεί το ένιωσα δικό μου, οικείο.
Πώς ήταν τον πρώτο καιρό στην Ελλάδα; Προσπάθησες να ασχοληθείς με το θέατρο;
Το έψαξα λίγο. Δεν γνώριζα και κανέναν, ήμουν εντελώς μόνη, δεν μιλούσα και ελληνικά ακόμα. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου να πάει να δει κάποιο θεατρικό έργο αλλά θυμάμαι ότι άκουγα τους ανθρώπους να μιλάνε, άνοιγα την τηλεόραση και δεν καταλάβαινα τίποτα. Μετά λέω δεν πειράζει να μην καταλαβαίνεις γιατί και η εικόνα έχει πολύ μεγάλο αντίκτυπο κι ας μην καταλαβαίνεις τη γλώσσα. Είναι υπέροχο όταν η γλώσσα δεν στέκεται εμπόδιο για να καταλάβεις αυτό που κάνει ο άλλος γιατί είναι θέμα αισθήσεων πιο πολύ. Μετά από πέντε χρόνια περίπου άρχισα να πηγαίνω στο θέατρο, τα πρώτα πέντε χρόνια τίποτα, δεν πήγαινα, δεν ήμουν έτοιμη μάλλον.
Και με το τραγούδι πώς ασχολήθηκες;
Με το τραγούδι αμέσως. Μόλις ήρθα, λόγω κάποιων λατίνων που υπήρχαν στην πόλη έκανα κάποιες φιλίες και ο ένας μου γνώρισε τον άλλο. Κάποια στιγμή θυμάμαι κάποιος είπε ότι θέλει να κάνει μια μπάντα και χρειάζεται τραγουδίστρια. Ήμουν σε μια σχολή χορού τότε και με άκουσε κάποιος να τραγουδάω και μου είπε “Θέλεις να τραγουδήσεις; Θέλω να κάνω λάτιν μπάντα” και λέω “γιατί όχι;”. Αρχίσαμε πρόβες κι έτσι άρχισα να τραγουδάω. Και το ένα έφερε το άλλο.
Πώς σου φαίνεται η Θεσσαλονίκη σαν πόλη; Είναι ανοιχτή σε ανθρώπους που έχουν έρθει από το εξωτερικό και σε καλλιτέχνες;
Η Θεσσαλονίκη πιστεύω ότι έχει πολύ ταλέντο και λίγη υποστήριξη, και από τους ανθρώπους, τους ίδιους τους πολίτες, αλλά και από τα ιδρύματα που θα έπρεπε να υποστηρίζουν την τέχνη. Είναι μία πανέμορφη πόλη, την αγαπώ πάρα πολύ γι’ αυτό και αποφάσισα να μείνω εδώ. Πολλά ταλέντα και λίγη υποστήριξη, δυσκολευόμαστε πολύ εμείς οι καλλιτέχνες αλλά αφού είμαστε καλλιτέχνες και αυτό μας τραβάει παντού δεν σταματάμε.
Πώς είναι να μένεις σε μια χώρα με τελείως διαφορετική κουλτούρα; Είναι γενικά φιλόξενη πόλη η Θεσσαλονίκη;
Προσωπικά μπορώ να σου πω ότι δεν έχω αισθανθεί ποτέ ξένη σε αυτή την πόλη. Όμως έχω δει ανθρώπους από τη Λατινική Αμερική που τους έχουν συμπεριφερθεί περίεργα. Τώρα, επειδή είμαι γυναίκα, επειδή δεν είναι τόσο σκούρο το δέρμα μου, δεν ξέρω. Πάντως δεν μπορώ να σου πω, δεν έχω καμία κακή εμπειρία με αυτό το θέμα εκτός από μία φορά σε ένα λεωφορείο που με σταμάτησε κάποιος και όταν έμαθε ότι είμαι από την Κολομβία με έκανε να νιώσω πολύ άσχημα. Τότε δεν μιλούσα και ελληνικά.
Θα ήθελα να μου πεις λίγα λόγια σχετικά με τα πρότζεκτ που έχεις κάνει. Πώς επιλέγεις τα τραγούδια σου, τι θέλεις να βγάλεις;
Το Canciones de Corazon γεννήθηκε από την επιθυμία μου να κάνω μόνο αυτό που θέλω. Να μην ξαναπώ ένα τραγούδι που δεν θέλω να λέω γιατί δεν λένε τίποτα για ‘μένα ούτε οι στίχοι ούτε η μουσική, γιατί κουράστηκα από το ανούσιο. Αυτό που θέλω να πω και τα τραγούδια που λέω και το πώς τα λέω έχει ένα νόημα, έχει ένα στίχο από πίσω και υποστηρίζει μία φιλοσοφία δική μου προσωπική και αυτό εμφανίζεται σε όλα τα πρότζεκτ που κάνω και που έχουν πολύ μεγάλη σχέση με το θηλυκό. Ξεκίνησε σαν ένα αφιέρωμα που ήθελα να κάνω στην Chavela Vargas και στην πορεία κατάλαβα ότι είναι αρκετά τολμηρό, εντελώς ξένο, δεν είναι κάτι διασκεδαστικό οπότε κάπως πρέπει να βρω την ισορροπία ώστε να μπορεί ο κόσμος να το χωνέψει. Οπότε έβαλα και άλλα κομμάτια, από άλλες τραγουδίστριες κι έκανα τα Canciones del Corazon, τα Τραγούδια της Καρδιάς και ήταν και η ευκαιρία μου για να είμαι στη σκηνή όπως θέλω να είμαι, να μη μου λέει κανείς ότι πρέπει να κάνεις αυτό.
Έτσι με το Canciones, ο Mike Βλαχοδήμος μου έφερε τον Σταύρο Καχριμάνη. Αυτά τα παιδιά ήταν 18 ο ένας και 19 ο άλλος όταν γνωριστήκαμε και ήταν μεταλλάδες, δεν είχαν καμία σχέση με το λάτιν, ειδικά με αυτό που κάνω εγώ. Από την πρώτη φορά που κάναμε πρόβα είχαν μάθει όλα τα τραγούδια, τα έπαιξαν χωρίς παρτιτούρα, τους ερωτεύτηκα αμέσως και είπα παιδιά πάμε. Έτσι έστησα το πρόγραμμα πάρα πολύ γρήγορα κι αρχίσαμε να παίζουμε.
Τώρα έχουμε άλλο σχήμα που παίζουμε μαζί με τα κορίτσια, τρεις γυναίκες. Το τρεις γυναίκες γεννήθηκε πέρσι. Πριν τέσσερα χρόνια είχα δημιουργήσει ένα σχήμα που λεγόταν Honey, I’m Home και πάλι ήταν με δύο κορίτσια, πολύ πετυχημένο. Ήταν η ευκαιρία μου για να τραγουδήσω τα κομμάτια που γράφω στίχους, είναι πολύ ωραίο να απελευθερώνεσαι. Και είχα πει πάρα πολλά με τα κορίτσια, Βάλια Καραγιαννίδου και Βρισηίδα Κοκκινάκη, γράφαμε και δικά μας τραγούδια…
Τέσσερα χρόνια πέρασαν, ήθελα να το ξανακάνω, πάντα ήθελα να το κάνω αυτό, ένα γκρουπ μόνο με κορίτσια. Και είχα την ιδέα πέρσι, κάτι σε σχέση με την Ευρώπη, ας φύγουμε λίγο από τα λάτιν. Επίσης κατάλαβα στην πορεία στη δουλειά ότι μετράει πολύ το Μεσογειακό θέμα. Μου αρέσουν πολύ οι γλώσσες και όλη αυτή η κουλτούρα γύρω από τη Μεσόγειο που δεν είναι και πολύ διαφορετική από κάποιες περιοχές στη Λατινική Αμερική. Εδώ, με την πόλη που γεννήθηκα κάνουμε τα ίδια πράγματα πάνω κάτω. Και βρήκα τη μία κιθάρα, Αναστασία Γιαμούζη, μετά η Αναστασία μου έφερε τη Νίκη Βαραβάκη, εξαιρετική, και μέσα σε ένα μήνα αρχίσαμε να παίζουμε. Αν μας δεις τώρα είναι λες και είμαστε κολλητές χρόνια, περνάμε τόσο υπέροχα μεταξύ μας. Και οι τρεις αγαπάμε πάρα πολύ, με το ίδιο πάθος, με την ίδια τρέλα και αγνότητα και όταν υπάρχουν αυτά τα στοιχεία βγαίνει ένα πράγμα μαγικό, παιδικό με την αίσθηση αυτή, με την αγνότητα που είναι εντελώς αδιάφθορη.
Έτσι δημιουργήθηκε το 3 γυναίκες και πάμε πολύ καλά, και παίζουμε πολύ συχνά και στον κόσμο αρέσει πολύ. Παίζουμε τα αγαπημένα μας κομμάτια της Μεσογείου, ας πούμε Jacques Brel, Edith Piaf, Χατζιδάκη που μου αρέσει πάρα πολύ. Τα τελευταία χρόνια άρχισα να ακούω αυτό το κομμάτι της ελληνικής μουσικής, δεν το ήξερα και δεν με είχε τραβήξει πολύ αυτό που άκουγα, αλλά δεν το είχα ψάξει πολύ. Ίσως δεν είχα δίπλα μου και ανθρώπους να με καθοδηγούν προς τα εκεί, δεν ήταν η ώρα. Και ευκαιρία για να πω επιτέλους ελληνικά τραγούδια, δεν είχα τραγουδήσει στα ελληνικά ποτέ και ήθελα.
Ποια είναι αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία που έχει η δική σου performance;
Είναι το θέατρο. Το φόρτε μου είναι το σωματικό θέατρο, που είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που βλέπω ότι κάνουν εδώ στην Ελλάδα. Είναι τσίρκο, ακροβατικά, χορός, όλα αυτά. Οπότε όπως μπορώ να χρησιμοποιώ το σώμα, είναι χορός, είναι κίνηση, είναι ακροβατικά. Και μετά, εσύ το οδηγείς, όπως σου βγαίνει, όπως είναι αρμονικό με όλο το υπόλοιπο performance που κάνω.
Είπες πριν ότι γράφεις κιόλας κάποια κομμάτια. Σε έχει επηρεάσει η ελληνική μουσική σε αυτό; Έχεις γράψει κάποιο κομμάτι στα ελληνικά;
Όχι. Η καλύτερη γλώσσα για μένα να γράψω είναι τα ισπανικά. Αυτό που έχω κάνει όμως είναι ένας μονόλογος που θέλω να παίξω, θα είναι στα ελληνικά και το μετέφρασα εγώ με τη βοήθεια κάποιων φίλων. Θα πρέπει να ξέρεις πάρα πολύ καλά τη γλώσσα, δηλαδή να τη βιώνεις.
Έχεις συνεργαστεί με τους ΕΚΜΕΚ και τους Nouvelle Vague. Πώς προέκυψαν αυτές οι συνεργασίες;
Με τους ΕΚΜΕΚ ήταν μία πάρα πολύ όμορφη ιστορία. Είχαμε παίξει στο Πικ Νικ Festival με τους Honey I’m Home και παίξαμε πριν τους ΕΚΜΕΚ. Μόλις τελείωσαν έρχεται ο Άλκης και μου λέει “ποια είσαι εσύ; τραγουδάς ισπανικά; από πού είσαι;”. Αυτός επίσης ξέρει ισπανικά και γράφει στίχους στα ισπανικά και μου λέει θέλω τη φωνή σου σε ένα κομμάτι μου. Το κομμάτι λέει ότι αν δεν πονέσεις δεν μπορείς να δημιουργήσεις αυτό που πραγματικά θέλεις, δηλαδή από τον πόνο, και μην εγκλωβίζεσαι μόνο στον πόνο σαν λέξη, είναι και όλο αυτό που υπάρχει γύρω σου, άμα δεν το αισθάνεσαι, άμα δεν το βιώνεις…
Με τους Nouvelle Vague ανοίξαμε συναυλία τους στο Βόλο πάλι με τους Honey I’m Home. Και πήγε πάρα πολύ καλά και αφού είχαμε τόσο καλό feedback από τον κόσμο όταν το αισθάνομαι εγώ στη σκηνή αυτό δίνω ακόμα περισσότερο. Έρχεται ο Marc Collin και με ρωτάει “ποια είσαι εσύ;”. Και μου πρότεινε να συνεργαζόμαστε, να πάω στο Παρίσι για να δούμε τη δουλειά τους και τα κορίτσια τους γιατί ήθελαν να είμαι μέρος του σχήματος. Αλλά εγώ εδώ έμενα, δεν μπορούσα να πάω στο Παρίσι να μείνω, δεν είχα την οικονομική άνεση. Πήγα όμως και τους γνώρισα, είδα την όλη φάση, πολύ ωραία… Εκεί γίνεται αυτό που δε γίνεται εδώ, αυτή η υποστήριξη στους καλλιτέχνες, που δεν παραπονιέμαι, αλλά λέω τι κρίμα κι ότι αυτό πρέπει να το παλέψουμε για να υπάρχει. Τέλος πάντων γύρισα, αυτός όμως μου είπε “ξέρω έναν σκηνοθέτη στη Θεσσαλονίκη που κάνει δουλειές συνέχεια, δηλαδή είναι πολύ ενεργός”. Γιατί έτσι είμαι κι εγώ, όλη την ώρα κάτι κάνω, δεν μπορώ να μη δημιουργήσω κάτι, πεθαίνω κάπως. Έτσι γνώρισα το Γρηγόρη και με τη βοήθεια του άρχισα να δίνω περισσότερο αυτή τη φόρμα που ήθελα να έχουν οι παραστάσεις μου, το σκηνοθετικό, το θεατρικό το κομμάτι. Ό,τι υπάρχει στη σκηνή δικαιολογείται,δεν υπάρχει τίποτα μόνο για να είναι, όλα τα πράγματα στη σκηνή έχουν ένα ρόλο. Έτσι έγινε η γνωριμία με τους Nouvelle Vague και σήμερα ακόμα μιλάμε, γίναμε πολύ καλοί φίλοι και με τον Marc και με τον Άλκη.
Άρα είναι συνειδητή επιλογή να μείνεις στην Ελλάδα ή είναι και θέμα συνθηκών;
Όχι είναι επιλογή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να αλλάξω την επιλογή μου. Δεν παντρεύομαι τις ιδέες, σήμερα είμαι εδώ, οι άνθρωποι που αγαπώ είναι εδώ, γιατί ουσιαστικά είναι οι άνθρωποι που σου ζωγραφίζουν το δρόμο σου. Οι άνθρωποι που αγαπώ είναι εδώ, η ζωή μου είναι εδώ, τώρα και δέκα χρόνια. Πήγα στην Κολομβία πέρσι γιατί είχα πάθει μια κατάθλιψη και μετά από τόσα χρόνια που δεν είχα πάει στη χώρα μου σκέφτηκα ότι μάλλον πρέπει να πάω, να ξαναφάω το φαγητό μου, να ξανακούσω τη γλώσσα μου, να ξαναδώ τους φίλους μου, να ξαναβρώ τις ρίζες μου. Πήγα εκεί και κατάλαβα ότι η ζωή μου είναι εδώ και είναι υπέροχη και όσες δυσκολίες και όσα προβλήματα φέρνει η χώρα σε όλους μας δεν δικαιολογείται να γκρινιάζουμε και να παραπονιόμαστε, όχι, με αυτό που έχεις κι αυτό που είσαι κι εκεί που είσαι κάνε ό,τι καλύτερο μπορείς στο τώρα σου και θα δείξει. Κι άμα έχεις εμπιστοσύνη στη ζωή και στον εαυτό σου και κάνεις με την καρδιά σου τα πράγματα και ξέρεις και με τη ψυχή σου, είσαι καλά, δεν υπάρχει λόγος να αγχωθείς. Τώρα το λέω εγώ που δεν έχω παιδιά, δεν έχω πολλές ευθύνες ίσως. Έχω όμως ευθύνες, τις δικές μου ευθύνες, που δεν είναι ούτε περισσότερες ούτε λιγότερες από των άλλων. Αν αύριο έχω μια πολύ καλή πρόταση στη δουλειά θα φύγω, γιατί ουσιαστικά εμένα με οδηγεί η δουλειά μου. Και λόγω δουλειάς παρεμπιπτόντως αυτός ο έρωτας που με έφερε εδώ τελείωσε. Γιατί ανακάλυψα ότι ο μεγαλύτερός μου έρωτας είναι όλο αυτό, η δημιουργία.
Έχεις ένα σχήμα που τραγουδάς ελληνικά έντεχνα κομμάτια.
Αυτό το πρόγραμμα δεν είναι έτοιμο ακόμα, το δουλεύουμε. Κατάλαβα φέτος τι σημαίνει έντεχνα τραγούδια και μου είχαν αρέσει πάρα πολύ στο αυτί μου, τα άκουγα και λέω τι ωραίο κομμάτι αυτό! Τέτοιου είδους ελληνική μουσική διάλεξα να κάνω με το Γρηγόρη Νατσούδη, στο πρότζεκτ Μια βόλτα στο φεγγάρι. Θέλω να πω αυτά τα κομμάτια με όλο το σεβασμό που έχω στην κουλτούρα σας και στη χώρα και στη μουσική και στην τέχνη, όμως είναι η Fallom που θα τα πει. Ούτε Ελληνίδα είμαι, ούτε προσπαθώ να είμαι, ούτε θέλω να κολλήσω με τεχνικά πράγματα που σκοτώνουν ψυχικά το τι πάω να κάνω.
Αλλά για να συνεννοηθώ με τον πιανίστα που είναι Έλληνας, που ξέρει πολύ καλά αυτά τα κομμάτια, τα έχει παίξει τόσα χρόνια με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει πάρει χρόνο να μπορώ να του μεταδώσω αυτό που θέλω να γίνει και που ίσως κάποιες φορές εκείνου δεν του κολλάει πολύ. Θέλω κι εγώ να δώσω το χρώμα μου, να το κάνω με τον τρόπο μου. Θέλω να είναι η Fallom που το λέει και βγαίνει έτσι γιατί είναι αυτή, που το λέει έτσι, που είναι από την τάδε χώρα, που έχει ζήσει αυτό που έχει ζήσει, που έχει αυτή την αισθητική.
Έχεις κάποιον αγαπημένο Έλληνα καλλιτέχνη; Κάποιον που θα ήθελες να τραγουδήσεις κομμάτια του;
Μου αρέσει πολύ ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Γιάννης Αγγελάκας, ειδικά αυτά τα περίεργα που έχει κάνει μόνος του. Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Δεν γνωρίζω πολύ τα κομμάτια του αλλά έχω διαβάσει συνεντεύξεις και τον έχω γνωρίσει πιο πολύ σαν άνθρωπο. Ό,τι λέει στις συνεντεύξεις του δηλαδή, προσωπικά δεν τον έχω γνωρίσει ποτέ. Και τι ωραίος τύπος, αυτά που λέει, πώς βλέπει τον κόσμο, η νοοτροπία του. Η Τσανακλίδου μου αρέσει πάρα πολύ.
Ποια είναι τα μέρη στη Θεσσαλονίκη που σε εμπνέουν;
Η παραλία. Κάθε πρωί, εκτός από το χειμώνα, μου αρέσει πάρα πολύ ή να πάω για τρέξιμο, περπάτημα, ποδήλατο Νομίζω ότι όποιος μένει σε αυτή την πόλη κι έχει αυτό το ηλιοβασίλεμα κάθε μέρα δωρεάν, αυτή τη θάλασσα κι αυτόν τον ουρανό… Ό,τι πρόβλημα και να έχεις πήγαινε κάθισε στην παραλία και ξέχνα τα πάντα, πέντε λεπτά να το κάνεις αυτό ηρεμεί η ψυχή σου. Αυτό το πράγμα δεν το έχουν άλλες πόλεις, οπότε είμαστε πάρα πολύ τυχεροί, όποιος ζει εδώ.