Ιστορία

100+1 χρόνια Κατασκήνωση Χ.Α.Ν. Πηλίου: Η ιστορία μέσα από τους ανθρώπους της

Λίγο πριν τη μεγάλη γιορτή για τα 101 γενέθλια της κατασκήνωσης, ανακαλύπτουμε την ιστορία της μέσα από τις αφηγήσεις των παλιών κατασκηνωτών της

Μαριαλένα Κουσιδώνη
1001-χρόνια-κατασκήνωση-χ-α-ν-πηλίου-η-ιστ-1348847
Μαριαλένα Κουσιδώνη

Πριν από έναν αιώνα, στο καταπράσινο καταφύγιο του Άη-Γιάννη στο Πήλιο, γεννιόταν κάτι περισσότερο από μια απλή παιδική κατασκήνωση: γεννιόταν μια κοινότητα, μια παράδοση, ένας θεσμός.

Η κατασκήνωση της Χ.Α.Ν. στο Πήλιο, ιδρυμένη το 1924, αποτελεί την πρώτη οργανωμένη κατασκήνωση στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πρώτες δέκα κατασκηνώσεις παγκοσμίως, ενώ είναι η παλαιότερη κατασκήνωση στην Ευρώπη με διαρκή λειτουργία μέχρι σήμερα.

Λειτουργώντας ως φυσική προέκταση της ευρύτερης αποστολής της Χ.Α.Ν.Θ, που από το 1921 υπηρετεί την ισόρροπη ανάπτυξη ψυχής, πνεύματος και σώματος των νέων, η κατασκήνωση του Πηλίου εξελίχθηκε σε έναν τόπο όπου το παιχνίδι, η συνεργασία, η αλληλεγγύη και η επαφή με τη φύση αποτέλεσαν βασικά εργαλεία διαπαιδαγώγησης.

Μέσα σε μια κατάφυτη έκταση 17 περίπου στρεμμάτων, λίγα μόλις μέτρα από την παραλία Παπά Νερό, τα παιδιά φιλοξενούνται σε σκηνές και ξύλινα σπιτάκια, κοιμούνται χωρίς ηλεκτρικό, τρώνε μαζί σε μεγάλα τραπέζια, τραγουδούν με κιθάρες γύρω από την πυρά και ξυπνούν κάθε πρωί με τον ήχο της σάλπιγγας.

Η ιστορία πίσω από την κατασκήνωση

Η κατασκήνωση της Χ.Α.Ν. στο Πήλιο ξεκίνησε τη λειτουργία της το καλοκαίρι του 1924 όταν ο βιομήχανος Νικόλαος Πανάς, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Χ.Α.Ν.Θ. με καταγωγή από τον Κισσό Πηλίου, υπέδειξε ως κατάλληλη περιοχή για τη δημιουργία της πρώτης οργανωμένης παιδικής κατασκήνωσης αγοριών στην Ελλάδα τον Άη-Γιάννη.

Ήταν μια εποχή που η ιδέα της οργανωμένης παιδικής εξόδου από την πόλη δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Η Χ.Α.Ν.Θ, με τη διορατικότητά της, κατάλαβε πως η ισόρροπη διαπαιδαγώγηση των παιδιών απαιτούσε αέρα, φύση και παιχνίδι.

Η κατασκηνωτική ομάδα του 1936.

Κατά την πρώτη περίοδό της, η κατασκήνωση λειτούργησε στο χώρο της πλατείας που υπάρχει μπροστά από την εκκλησία του Άη-Γιάννη του Προδρόμου, ο οποίος αργότερα ονομάστηκε πλατεία Κανισκερείου. Εκεί, στήθηκαν 5 σκηνές στα πρότυπα των αμερικανικών Χ.Α.Ν. και 2 μεγάλα αντίσκηνα για τις ανάγκες της τραπεζαρίας και της διοίκησης, ενώ ξύλινες κατασκευές εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του μαγειρείου και της αποθήκης προμηθειών.

Στο τέλος του καλοκαιριού του 1924, προτάθηκε από τη Χ.Α.Ν.Θ. η κατασκήνωση του Άη-Γιάννη να λειτουργήσει ως εθνική κατασκήνωση, αίτημα που ικανοποιήθηκε. Όταν, το επόμενο καλοκαίρι, ανανεώθηκε για 10 χρόνια το συμβόλαιο ενοικίου του χώρου λειτουργίας της κατασκήνωσης, η Χ.Α.Ν. Αθηνών συμμετείχε οικονομικά και διοικητικά στη μετατροπή της κατασκήνωσης από τοπική (της Θεσσαλονίκης) σε εθνική, γι’ αυτό και η κατασκήνωση ονομάσθηκε «Κατασκήνωση Χ.Α.Ν. Ελλάδος».

Έναν χρόνο μετά, το 1932, η κατασκήνωση μεταφέρεται δυτικότερα – στη θέση που βρίσκεται σήμερα – και κατασκευάζονται οι 10 πρώτες σκηνές που θα φιλοξενήσουν έως και το 1939 παιδιά από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Άξίζει να σημειωθεί ότι η κατασκήνωση έδειξε ήδη από τα πρώτα χρόναι λειτουργίας της τον κοινωνικό χαρακτήρα της, φιλοξενώντας παιδιά από προσφυγικούς πληθυσμούς ή σεισμόπληκτες περιοχές, αποτελώντας για αυτά ένα διασκεδαστικό διάλειμμα.

Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η κατασκήνωση θα αναγκαστεί να αναστείλει προσωρινά τη δραστηριότητά της. Το 1946, με πρόταση του Υπουργείου Πρόνοιας, θα λειτουργήσει μοναχά για ένα καλοκαίρι, σε μια προσπάθεια να απομακρύνει τα παιδιά της Θεσσαλίας από τον ζόφο του πολέμου.

Δυστυχώς, η Κατοχή και ο Εμφύλιος που ακολούθησαν οδήγησαν στην αδρανοποίησή της κατασκήνωσης για περίπου δύο δεκαετίες. Ουσιαστικά, η κατασκήνωση θα επαναλειτουργήσει για πρώτη φορά μεταπολεμικά το 1951, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή γεμάτη χαρά και ξεγνοιασιά για τα παιδιά που διαρκεί έως και σήμερα.

Εκείνα τα χρόνια το ταξίδι προς την κατασκήνωση δεν ήταν απλή υπόθεση. Κατασκηνωτές και επισκέπτες έπαιρναν το θρυλικό τρενάκι του Πηλίου μέχρι τις Μηλιές και συνέχιζαν με μουλάρια ως τον Άη-Γιάννη. Αργότερα, όταν φτιάχτηκε ο πρώτος χωμάτινος δρόμος, έφταναν με αυτοκίνητο ως το Μούρεσι και από εκεί πάλι με ζώα μέχρι την κατασκήνωση. Άλλοι πάλι επέλεγαν να φτάσουν στην κατασκήνωση μέσω θαλάσσης. Επιβιβάζονταν στο ναυλωμένο ατμόπλοιο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ και μετά την αποβίβαση στον Άη-Γιάννη έφθαναν με τα πόδια στην κατασκήνωση.

Οι κατασκηνωτές φθάνουν με τα μουλάρια στον Άη-Γιάννη.

Το 1961, η ΜΟΜΑ – ύστερα από εντολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή – κατασκεύασε τον δρόμο Νεοχώρι-Ξενία Τσαγκαράδας, ενώ δύο χρόνια αργότερα, το 1963, ο εργολάβος Κοτοπουλέας ολοκλήρωσε τη σύνδεση μέχρι τον Άη-Δημήτρη και τον Άη-Γιάννη. Μια ολόκληρη εποχή εκσυγχρονισμού, συνδέσεων και ανοίγματος στον κόσμο, όπως θυμάται χαρακτηριστικά ο Κώστας Λεβέντης, πρώην κοινοτάρχης Αγίου Δημητρίου και δήμαρχος Μουρεσίου.

Ακόμη μία ημερομηνία-σταθμός για την κατασκήνωση είναι το 1994. Τη χρονιά αυτή, σε μια μεγάλη γιορτή για τα 70 χρόνια λειτουργίας της κατασκήνωσης, φιλοξενείται για πρώτη φορά στο Πήλιο η πανευρωπαϊκή κατασκήνωση των Χ.Α.Ν, προσελκύοντας νέους από κάθε άκρη της γης. Ενώ, έναν χρόνο πριν, το 1993, τα κορίτσια πάτησαν το άβατο της κατασκήνωσης και οι πρώτες κατασκηνώτριες έφτασαν στον Άη-Γιάννη.

Μέσα στην επόμενη τριακονταετία η κατασκήνωση της Χ.Α.Ν. εξελίσσεται σε ένα πραγματικό φαινόμενο: οι κατασκηνωτές σχεδόν πενταπλασιάζονται, οι εγκαταστάσεις και οι δραστηριότητες εξελίσσονται και όλα δείχνουν πως τίποτα ποτέ ξανά δεν θα μπορέσει να σταθεί εμπόδιο στη λειτουργία της.

Το καλοκαίρι του 2023 δοκίμασε σκληρά την κατασκήνωση της Χ.Α.Ν.Θ. στο Πήλιο. Η κακοκαιρία Ντάνιελ άφησε πίσω της ζημιές που ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο ευρώ, παρασύροντας μονοπάτια, καταστρέφοντας υποδομές και αφήνοντας ένα τοπίο πληγωμένο. Κι όμως, σαν να ακολουθεί τη δική της άγραφη παράδοση ανθεκτικότητας, η κατασκήνωση ξαναστάθηκε στα πόδια της χάρη στη συνεισφορά και τις δωρεές κατασκηνωτών και φίλων της κατασκήνωσης και συνεχίζει να υποδέχεται παιδιά, όπως κάθε χρόνο, με την ίδια αγάπη και φροντίδα.

Η σημερινή της μορφή συνδυάζει την παράδοση με τη σύγχρονη παιδαγωγική προσέγγιση. Τα παιδιά εξακολουθούν να κοιμούνται σε πάνινες σκηνές και οικίσκους χωρίς ηλεκτρικό – όχι γιατί λείπει η υποδομή, αλλά γιατί εκεί καλλιεργείται το «μαζί». Η καθημερινότητα συνεχίζει να δομείται γύρω από ομαδικές δραστηριότητες, παιχνίδια, αθλητισμό, δημιουργική έκφραση και φυσικά, τις βραδινές πυρές.

Οι άνθρωποι πίσω από την ιστορία

Στην κατασκήνωση του Άη-Γιάννη δεν πήγαινες απλώς για να περάσεις καλά. Πήγαινες για να γίνεις μέρος μιας μεγάλης οικογένειας. Όσοι φόρεσαν ποτέ το χαρακτηριστικό μπλουζάκι με το έμβλημα της Χ.Α.Ν, είτε ως κατασκηνωτές είτε ως στελέχη, ξέρουν καλά τι σημαίνει αυτό: μια κοινότητα με άγραφους κανόνες, με παραδόσεις που μεταδίδονται από στόμα σε στόμα, και με δεσμούς που κρατούν μια ζωή.

Από την κατασκήνωση αυτή πέρασαν πέντε γενιές. Ονόματα γνωστά από τον πολιτικό, αθλητικό ή επιχειρηματικό κόσμο, αλλά και χιλιάδες «ανώνυμοι» κατασκηνωτές, που έβγαλαν το πρώτο τους δόντι εκεί, ερωτεύτηκαν για πρώτη φορά ή έμαθαν να σηκώνουν στις πλάτες τους ολόκληρη ομάδα με ενσυναίσθηση και ενθουσιασμό. Γιατί στο τέλος της ημέρας, αυτό είναι που έμενε: μια ιστορία για να διηγηθείς και μια υπόσχεση πως θα επιστρέψεις.

Από κατασκηνωτές… διευθυντές και πρόεδροι κατέληξαν οι Γιάννης Σωσσίδης και Σπύρος Πέγκας!

Παραμερίζοντας για λίγο την πολιτική του ιδιότητα, ο Σπύρος Πέγκας ανατρέχει στις καλοκαιρινές κατασκηνωτικές του αναμνήσεις. Το ραντεβού του με κατασκήνωση της Χ.Α.Ν. ήταν σταθερό για μια οκταετία, από το ’79 έως και το ’86, περίοδο κατά την οποία πέρασε από όλα τα πιθανά πόστα: κατασκηνωτής, υπαρχηγός, αρχηγός… για να επιστρέψει το ’94 ως βοηθός προσωπικού πια. Το 2000, μάλιστα, του ανατίθεται το έργο «αναβίωσης» της κατασκήνωσης μαζί με τον Θανάση Καλαφάτη, ενώ αργότερα θα διατελέσει υπεύθυνος προγράμματος για τρία χρόνια και διευθυντής για άλλα δύο, μέχρι το 2016.

Μακρά κατασκηνωτική καριέρα διαθέτει στο ενεργητικό του και ο νυν πρόεδρος της Χ.Α.Ν.Θ. Γιάννης Σωσσίδης. Επί 14 συναπτά έτη, από το ’77 μέχρι το ’90, βρέθηκε ως κατασκηνωτής στο Πήλιο, δημιουργώντας ισχυρές φιλίες που κρατούν μέχρι σήμερα. Άλλωστε, παραδέχεται ότι «δεν επιστρέφεις μόνος σου, επιστρέφεις γιατί όλη μαζί η παρέα και οι άνθρωποι με τους οποίους έχεις συνδεθεί θέλουν να γυρίσουν και, έτσι, ο ένας παρασέρνει τον άλλον».

Επιστρέφοντας στη δεκαετία του ‘80-‘90, όταν διευθυντές ήταν ο Τσικίνας και ο Παραράς, και η κατασκήνωση ήταν ακόμη μόνο για αγόρια, ο Σπ. Πέγκας θυμάται: «Σηκωνόμασταν το πρωί και κάναμε πρωινή γυμναστική με τα φανελάκια. Πλέναμε τα πρόσωπά μας με κρύο νερό. Υπήρχε μια δήθεν περισσότερη αγριάδα, ας πούμε, που σιγά σιγά εξαφανίστηκε φυσικά – και σωστά έφυγε από στοιχείο της κατασκήνωσης. Γιατί η κατασκήνωση, όντως από τότε που πήγα εγώ, είχε περιοριστεί, δεν είχε σύγχρονες καταστάσεις, ήταν πολύ απλή, πολύ λιτή. Και αυτό που την κρατούσε και την κράτησε τόσα χρόνια ήταν περισσότερο αυτό το πνεύμα που διαμορφώθηκε και οι σχέσεις που χτίζονταν μεταξύ των παιδιών. Και, φυσικά, η άμεση σχέση με τη φύση. Δηλαδή, ήμασταν βυθισμένοι μέσα στη φύση, μακριά από τις πόλεις, τη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και τον Βόλο».

Όλα αυτά, φυσικά, πριν το ’93 και την επίσημη είσοδο των κοριτσιών στην κατασκήνωση.

«Μετά έγιναν όλα λίγο πιο προσεκτικά: πώς ντυνόμαστε, πώς φερόμαστε… Αλλά οι συνθήκες είχαν ωριμάσει για να γίνει αυτό το πράγμα, δηλαδή ήταν παράταιρο το να μείνει μια κατασκήνωση μόνο για αγόρια. Οπότε, σωστά – ίσως άργησε κιόλας δηλαδή – έγινε και για αγόρια και για κορίτσια» παρατηρεί ο Σπ. Πέγκας.

Η μετάβαση σε μεικτή κατασκήνωση συνοδεύτηκε από ενθουσιασμό: «Για μένα ήταν η πρώτη, ουσιαστικά, φορά που πήγα σε μεικτή κατασκήνωση. Και ήταν ένα θετικό σοκ, ας το πούμε! Εγώ έχω γνωρίσει και την γυναίκα μου στην κατασκήνωση!» παραδέχεται ο Σπ. Πέγκας.

Λίγα λόγια μίας από τις πρώτες κατασκηνώτριες…

Η Μαντώ Γαβριηλίδου, κατασκηνώτρια στην μεικτή κατασκήνωση της Χ.Α.Ν. του Αγίου Νικολάου από το ’86 αλλά και μία από τις πρώτες κατασκηνώτριες του Πηλίου είναι η πρώτη γυναίκα παρά τω Διευθυντή στο Πήλιο που διετέλεσε Υπεύθυνη Προγράμματος. Επιστρέφοντας για λίγο πίσω σ’ εκείνα τα χρόνια, θυμάται τα καλοκαίρια που παραθέριζε με την οικογένειά της στον Άη-Γιάννη και περίμενε με προσμονή τη μέρα που θα μπορούσε και η ίδια να «εισβάλει» στην κατασκήνωση του Πηλίου.

«Η κατασκήνωση ήταν ανέκαθεν μέρος της καθημερινότητας του χωριού. Παιχνίδια θησαυρού, διανυκτερεύσεις στις παραλίες Παπά Νερό και Πλάκα, χιουμοριστικά δρώμενα και παρελάσεις, ο… “γάμος της Κλεοπάτρας” στο δρόμο που διασχίζει το χωριό με τη συμμετοχή ταλαντούχων στελεχών ερασιτεχνών κωμικών, αλλά και οι διαγωνισμοί τραγουδιού, κραυγής, μασκαράτα, ινδιάνικη βραδιά, τα παρακολουθούσαμε με ενδιαφέρον οι παραθεριστές. Κάθε μεσημέρι αναμέναμε τον ψυχαγωγό της κατασκήνωσης να αναρτήσει έξω από το ξενοδοχείο “ΑΛΟΗ” τη χειρόγραφη αφίσα της βραδιάς, για να σπεύσουμε στο θεατράκι στις 9 το βράδυ να παρακολουθήσουμε το εκάστοτε δρώμενο και να τραγουδήσουμε μαζί με τους κατασκηνωτές “Εμπρός παιδιά να ψάλλουμε του Πήλιου τις ομορφιές!”. Αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία να εισέλθουμε επίσημα στον χώρο της κατασκήνωσης… γιατί άτυπα μας επέτρεπε ο διευθυντής και τρυπώναμε τα απογεύματα με την παρέα μου να παίξουμε μπάσκετ στο γήπεδο, ενόσω οι κατασκηνωτές βρίσκονταν στη θάλασσα!»

Το μεγάλο μπουγέλο του 1968.

«Τα καλλιστεία μεταμφιεσμένων ανδρών σε καλλονές με παρουσιαστή τον θρυλικό Άλκη Στέα και τα μπουγέλα στο εμβληματικό ξενοδοχείο “ΑΙΓΑΙΟΝ”, η καζούρα στην παραλία, οι πλάκες μεταξύ τους σε ανύποπτο χρόνο, το καθιερωμένο τουρνουά τάβλι, οι χοροί στην ντισκοτέκ του Τόνυ Βαβάτσικου, το χιούμορ κυριολεκτικά αιωρούνταν στον αέρα που αναπνέαμε! Είναι οι πρώτες αναμνήσεις που έχω από πολύ μικρή, αναφορές που τις παρακολουθούσα ως φαντασμαγορία! Νιώθω τυχερή και ευγνώμων που χόρτασα γέλια, έζησα μοναδικά σκηνικά χαράς, βρέθηκα σε παρέες με πηγαίο χιούμορ και μεγάλωσα σε περιβάλλον χαρισματικών ανθρώπων!»

Τα καλλιστεία του 1971.

Ώσπου το ’93 τα κορίτσια θα πάψουν να είναι απλώς θεατές στο έργο που λέγεται «Κατασκήνωση Χ.Α.Ν. Πηλίου» και για πρώτη φορά θα γίνουν μέρους του πολύχρωμου θιάσου του.

«Το 1993 οπότε και επήλθε η τομή στην ιστορία της κατασκήνωσης στο Πήλιο, καθώς έγιναν δεκτά για πρώτη φορά τα κορίτσια, ήμουν έτοιμη να συμμετάσχω κι επίσημα στο πρόγραμμα ως υπαρχηγός. Παρόλη την αίσθηση ότι όλες όσες λιγοστές αρχικά “παραβιάσαμε” το άβατο της παραδοσιακής κατασκήνωσης που άνδρωνε “σκληροτράχηλα” στελέχη (γιατί, κακά τα ψέματα, οι κώδικες επικοινωνίας και αμιγούς αγορίστικης διαβίωσης ήταν συγκεκριμένοι και μοιραία παγιωμένοι μετά από 7 δεκαετίες λειτουργίας της κατασκήνωσης) μπήκαμε αμέσως στο ρυθμό και συμβαδίσαμε στις απαιτήσεις του προγράμματος. Αν και άλλαξε η προϋπάρχουσα συστημική δυναμική, τα κορίτσια συνυπήρξαμε εξαρχής επί ίσοις όροις και, θεωρώ, συμβάλλαμε καταλυτικά στην εξέλιξη της κατασκήνωσης στο Πήλιο εν γένει»

«Σαφάρι»: Η κορύφωση της κατασκηνωτικής περιόδου

Η καθημερινότητα ήταν σπαρτιατική αλλά αξέχαστη. Τα παιδιά ζούσαν μέσα στη φύση, μάθαιναν να συνεργάζονται, να μοιράζονται. Και αν κάτι ξεχώριζε από τις αναμνήσεις, ήταν οι μεγάλες πεζοπορίες, τα γνωστά «Σαφάρι».

«Υπήρχαν αυτές οι εκδρομές, τα περίφημα “Σαφάρι”, που υπήρχε ανταγωνισμός πότε θα γίνει κάποιος αρκετά μεγάλος ώστε να πάει. Δηλαδή, εγώ θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα ήταν μια τρομακτική εμπειρία. Ήμουν πιο μικρός και το ζούσα σαν να ήταν κάτι πάρα πολύ μεγάλο και σπουδαίο, γιατί περπατούσαμε τρεις μέρες όλο το Πήλιο, μέσα στο βουνό, με διανυκτερεύσεις στα χωριά και ύπνο στο προαύλιο εκκλησιών… Και όλο αυτό ήταν, φυσικά, μια πρωτόγνωρη και φανταστική εμπειρία για ένα παιδί της πόλης. Και αυτός ο μύθος των «Σαφάρι» συνεχίστηκε και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Προστέθηκαν και άλλες εκδρομές, όπως η «Περιπέτεια», αλλά το να πάει ένα παιδί, είτε είναι αγόρι είτε κορίτσι, στο μεγάλο «Σαφάρι», είναι ένα άθλος, ας πούμε, και ένα κατόρθωμα που το παιδί το θυμάται και το αφηγείται και το ονειρεύεται» εξηγεί ο Σπ. Πέγκας, μύστης των μεγάλων καλοκαιρινών «Σαφάρι».

Κορίτσι μεν, οδηγός του θρυλικού Σαφάρι τρεις φορές δε, η Μ. Γαβριηλίδου θυμάται:

«Το γενικό πρόγραμμα μιας περιόδου προβλέπει 3 πορείες: την πορεία για διανυκτέρευση στην παραλία Άγιοι Σαράντα, μια μονοήμερη διανυκτέρευση στα χωριά Άγιο Δημήτριο, Μούρεσι, Κισσό, Τσαγκαράδα (ανάλογα με την ηλικία), τα Σαφάρια, την “Περιπέτεια”, το σαφάρι στη Σκιάθο. Η κορυφαία πορεία όλων είναι το παραδοσιακό μεγάλο Σαφάρι. Όταν συμμετείχαμε στην κατασκήνωση ήταν πραγματικά τιμητικό να μας επιλέξουν οι υπεύθυνοι στη θρυλική αυτή πορεία, καθώς πρόκειται για τριήμερη πορεία μιας ολιγομελούς ομάδας στο βουνό μέχρι τα Χάνια και πίσω, περίπου 80 χλμ διαδρομής. Η εμπειρία είναι μοναδική καθώς, πέρα από ιδιαίτερα απαιτητική, δίνει τη δυνατότητα να διασχίσει κανείς το μαγικό αυτό βουνό, γνωρίζοντάς το με τον πιο γνήσιο τρόπο, μέσα από το εκτενές και πυκνό δίκτυο μονοπατιών και καλντεριμιών, βαδίζοντας δίπλα στα τρεχούμενα νερά των πηγών, διανυκτερεύοντας στις πλατείες των χωριών και τους αυλόγυρους των σχολείων, ξαποσταίνοντας στα καφενεία με ένα γλυκό του κουταλιού ή την τοπική λεμονάδα, βουτώντας στις γούβες των ποταμιών με τα παγωμένα νερά, δοκιμάζοντας τις αντοχές στην απαιτητική ανηφόρα ή κακοτράχαλη απότομη κατηφόρα, ακολουθώντας το ένστικτο προκειμένου να αποφασιστεί σε ποιο μονοπάτι της διχάλας που συναντάται θα συνεχίσει η πορεία, προσπαθώντας να βρεθεί ο σωστός δρόμος προς τον προορισμό, σε περίπτωση βροχής να υπάρξει μέριμνα για την καλύτερη προστασία και ασφάλεια των παιδιών»

Από «ψαράκια»… ναυαγοσώστες!

Στο πρόγραμμα της κατασήνωσης του Πηλίου εξέχουσα θέση κατείχε το κολύμπι.

«Το κατασκηνωτικό πρόγραμμα προβλέπει υποχρεωτικό μπάνιο στη θάλασσα πρωί και απόγευμα. Η διαβάθμιση των επιπέδων κολύμβησης είναι συνάρτηση ηλικίας και ικανοτήτων. Τα κοινώς αποκαλούμενα «ψαράκια» είναι το πρόγραμμα εκμάθησης και εξάσκησης στην κολύμβηση. Δεν νοείται στέλεχος να αναλάβει υπευθυνότητα σε σκηνή αν δεν καταφέρει να πιστοποιηθεί με ανώτερο επίπεδο κολύμβησης» εξηγεί η Μ. Γαβριηλίδου, ενώ θυμάται τις δικές της πρώτες βουτιές στα νερά του Πηλίου:

«Μαθαίνοντας να κολυμπώ στη θάλασσα που “βρέχει” το ανατολικό Πήλιο, στα κύματα αρκετού ύψους, αντιμετωπίζοντας την ταραχή και τη δύναμη του στροβιλισμού τους, καθόρισε τον τρόπο που στέκομαι και σέβομαι τη θάλασσα, αλλά και την ίδια τη ζωή. Πρόκειται για μια από τις εντονότερες εμπειρίες των παιδικών μου χρόνων».

Ο Γ. Σωσσίδης, δόκιμος ναυαγοσώστης από τα 16 του με δίπλωμα από τη Χ.Α.Ν, επισημαίνει: «Ένα χαρακτηριστικό αυτής της κατασκήνωσης είναι ότι, δεδομένου ότι η θάλασσα στο ανατολικό Πήλιο είναι μια πελαγίσια θάλασσα, βαθιά και όμορφη, αυτή η κατασκήνωση βγάζει κολυμβητές, βγάζει ανθρώπους οι οποίοι δεν φοβούνται τη θάλασσα, τη σέβονται, την αγαπάνε και δένονται με τη φύση μέσω της επαφής με αυτήν».

Η τελετουργική «Πυρά»

Στην ίδια θέση από το 1932 έως και σήμερα, η «Πυρά» αποτελεί το σημείο αναφοράς όλων των κατασκηνωτών, το σήμα κατατεθέν της κατασκήνωσης. Η Μ. Γαβριηλίδου εξηγεί το γιατί:

«Η πυρά ανάβει κατά την πρώτη βραδιά – τη βραδιά γνωριμίας – οπότε και μαζεύονται όλοι οι συμμετέχοντες κάθε περιόδου για να γνωριστούν ένας προς έναν πλάι στην αναμμένη φλόγα, αλλά και την τελευταία – τη βραδιά αποχωρισμού –, οπότε και γίνονται τιμητικές αναφορές σε στελέχη της περιόδου που πέρασε για το ήθος και την προσφορά τους. Αφού βραβευθεί και η καλύτερη σκηνή της περιόδου ακολουθεί μια ιδιαίτερα συγκινητική διαδικασία αποχωρισμού, όπου σταυρωτά χέρι χέρι όλοι μαζί τραγουδούν με κόμπο στο λαιμό και δάκρυα στα μάτια “όχι, δε χωριζόμαστε, μα θα ξανανταμώσουμε“. Οι δύο βραδιές αυτές κατέχουν ξεχωριστή θέση στην καρδιά όλων των “πηλιορειτών”».

Μάλιστα, εκεί, στην «Πυρά», κατέχει την διακεκριμένη, χαραγμένη σε μάρμαρο θέση του καθένας εκ των ιδρυτών, ευεργετών και ανδρών που συνέβαλαν με το ξεχωριστό έργο και την προσφορά τους από το 1924.

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της κατασκήνωσης

Η κατασκήνωση δεν ήταν απλώς ένας θερινός προορισμός. Ήταν ένα σχολείο ζωής: εκεί διδασκόταν η έννοια της κοινότητας, οι αξίες του σεβασμού, της φιλίας και της υπευθυνότητας.

«Η κατασκήνωση του Πηλίου είχε την ιδιομορφία ότι ήταν μια κατασκήνωση κοινωνικά ανοιχτή», επισημαίνει ο Σπ. Πέγκας και εξηγεί: «Όταν εμείς πηγαίναμε μόνο αγόρια, υπήρχε ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτούταν από τη Δ.Ε.Η, ώστε τα παιδιά των εργαζομένων στα εργοστάσια της να μπορούν να συμμετέχουν στο κατασκηνωτικό πρόγραμμα. Αυτή η συναναστροφή είχε έναν εκπαιδευτικό χαρακτήρα πολύ σημαντικό, γιατί δεν ήταν μία κατασκήνωση ελίτ, που μόνο αυτοί που μπορούσαν να την πληρώσουν πηγαίνανε. Και αυτό έφτιαχνε μια πολύ δημοκρατική κατασκήνωση, θα έλεγα».

Ο Γ. Σωσσίδης συμφωνεί ότι «η κατασκήνωση του Πηλίου δεν ήταν ποτέ κατασκήνωση που απευθυνόταν μόνο σε παιδιά αστικών οικογενειών ή στα παιδιά της πόλης. Η κατασκήνωση φιλοξένησε προσφυγόπουλα,  παιδιά από κοινωνικά προγράμματα, παιδιά από παιδικά χωριά, παιδιά από το πρόγραμμα ομογενών από την Αυστραλία, την Γερμανία, τη Λατινική Αμερική και όχι μόνο» και επισημαίνει ότι ακόμη και σήμερα «γίνεται πολύ μεγάλη προσπάθεια να έρχονται παιδιά από όλη την Ελλάδα και να έρχονται παιδιά με ταμεία, μέσω του ΟΑΕΔ. Ήδη από τη δεκαετία του ‘30 δίνονται κάθε χρόνο υποτροφίες σε παιδιά της περιοχής για να συμμετέχουν δωρεάν στο κατασκηνωτικό πρόγραμμα».

Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως η κατασκήνωση του Πηλίου, παρά τη μικρή της έκταση και τις στοιχειώδεις υποδομές, επιλέχθηκε να φιλοξενήσει την ευρωπαϊκή κατασκήνωση το ’94, καλωσορίζοντας δεκάδες παιδιά απ’ όλο τον κόσμο.

Ο Σπ. Πέγκας που βρισκόταν εκείνη τη χρονιά στον Άη-Γιάννη μας πληροφορεί ότι «η ευρωπαϊκή κατασκήνωση είναι ένας διεθνής οργανισμός και έχει ένα τεράστιο παγκόσμιο δίκτυο. Έστελνε πολύ κόσμο και στην Αμερική στις κατασκηνώσεις και στις πανευρωπαϊκές κατασκηνώσεις. Είναι ένας ετήσιος θεσμός. Το ’94 αποφασίστηκε να φιλοξενηθεί στο Πήλιο που ήταν, σε ό,τι αφορούσε τις εγκαταστάσεις, ένα πιο περιορισμένο πλαίσιο. Όμως η κατασκήνωση έχει ένα τρομερό πνεύμα και μια παράδοση και αυτό είναι που την κρατάει. Και εμείς φροντίσαμε πάρα πολύ τότε να το γεμίσουμε με πολύ ουσιαστικό πρόγραμμα δημιουργικής απασχόλησης και περιηγήσεων γνωριμίας με τη φύση και την ιστορία του Πηλίου. Και ήταν μια εξαιρετική εμπειρία! Αποτελεί μέχρι και σήμερα μία στιγμή-ορόσημο για την κατασκήνωση».

Και ίσως εκεί να κρύβεται το μυστικό της: κάθε παιδί που πέρασε ένα καλοκαίρι στην κατασκήνωση της Χ.Α.Ν, πήρε μαζί του μια βαλίτσα γεμάτη γέλια, τραγούδια, μυστικά, πρώτες φιλίες και ανεξίτηλες αναμνήσεις. Γιατί εκεί, κάτω από τα πλατάνια του Πηλίου, δεν μάθαινες μόνο να φτιάχνεις κόμπους ή να βουτάς σωστά στη θάλασσα – μάθαινες πώς είναι να ανήκεις, να συνυπάρχεις, να μοιράζεσαι. Κι αυτό είναι μια κληρονομιά που δεν χωρά σε κανένα καταστατικό ή κανονισμό, παρά μονάχα στις καρδιές όσων πέρασαν από εκεί.

100+1 χρόνια και συνεχίζει…

Ανθεκτική στον χρόνο, παρά τις προκλήσεις και τις αντιξοότητες, η κατασκήνωση του Πηλίου συνεχίζει να γράφει ιστορία με την πένα να αλλάζει χέρια από τον παλαιότερο στον νεότερο κάθε χρόνο που περνά.

«Αυτή η κατασκήνωση είναι κοινωνικό φαινόμενο!», υπογραμμίζει ο Γ. Σωσσίδης και συνεχίζει:

«Δεν είναι μόνο ότι έχει διαρκέσει 10 δεκαετίες, είναι ότι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλο δέσιμο των ενεργών και των παλιών κατασκηνωτών μεταξύ τους αλλά και με την κατασκήνωση. Άλλωστε, παλιοί και νέοι κατασκηνωτές, παππούδες και εγγόνια, συχνά συνυπάρχουν σε προγράμματα που διοργανώνει η κατασκήνωση κάθε 5-10 χρόνια, αλλά και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Και αυτό δημιουργεί μια κουλτούρα. Δηλαδή, ότι είμαστε εμείς οι “πηλιορείτες” της Χ.Α.Ν. Είναι κληρονομιά. Και είναι πάρα πολύ γοητευτικό όταν ο μεγαλύτερος παίρνει τον μικρότερο από το χέρι και κάνουν μαζί όλη τη διαδρομή. Έχει μια γοητεία και μια προσμονή για τον μικρότερο να παίξει τον ρόλο του μεγαλύτερου. Και αυτό όλο, τελικά, τροφοδοτεί και τη Χ.Α.Ν. με στελέχη. Δηλαδή, δημιουργείται μια έντονη εθελοντική συνείδηση μέσω αυτής της διαδικασίας»

Η τσιγγάνα ρίχνει τα χαρτιά στον Σπύρο Βούγια. 2000.

Σύμφωνα με τον Σπύρο Πέγκα, «υπάρχει αυτή η παράδοση της σκυτάλης από γενιά στα γενιά που είναι πάρα πολύ σημαντική. Πήγαμε φέτος την κόρη μας να δει την κατασκήνωση απ’ έξω, παρ’ όλο που είναι δυόμιση χρονών, γιατί εννοείται ότι κάποια στιγμή θα περάσει και εκείνη το κατώφλι της κατασκήνωσης. Υπάρχει αυτό το πνεύμα και είναι αυτό που κρατάει την κατασκήνωση όλα αυτά τα χρόνια! Κάθε χρόνο σχεδόν περνάμε από εκεί. Δηλαδή, αισθανόμαστε ότι πρέπει να το κάνουμε και περνάμε κάποιες μέρες και από τον Άη-Γιάννη και από τον Πήλιο γιατί πια έχει μπει στο DNA μας».

Φέτος, με αφορμή τα 100+1 χρόνια λειτουργίας, το Πήλιο ετοιμάζεται να γεμίσει και πάλι με παλιούς και νέους κατασκηνωτές, σε έναν τετραήμερο εορτασμό, 24–27 Ιουλίου, γεμάτο αναμνήσεις, τραγούδια, συγκινήσεις και υποσχέσεις για το μέλλον. Είναι το είδος της επιστροφής που δεν έχει ηλικία – είτε είσαι δέκα είτε εξήντα, αν πέρασες από την κατασκήνωση της ΧΑΝΘ, ανήκεις για πάντα.

Η Μ. Γαβριηλίδου δίνει ραντεβού στο γνωστό μέρος για να ξανασυναντήσει φίλους από τα παλιά: «Τις ανεξίτηλες εμπειρίες, τις δυνατές φιλίες που “ζυμώθηκαν” για τα καλά και κρατούν μέχρι σήμερα, τα κρατώ μέσα μου σαν φυλακτό.

Ως ετεροθαλείς, μακρόθεν συγγενείς

Ίσως εκ γενετής, για πάντα συγγενείς

θα τραγουδήσουμε μεταξύ άλλων στην επετειακή παράσταση που ετοιμάζουμε να παρουσιάσουμε στο Κανισκέρι του Αη-Γιάννη στις 25 Ιουλίου οι παλαιοί κατασκηνωτές, στο πλαίσιο του εορταστικού τετραημέρου για τα 100+1 χρόνια της κατασκήνωσης της καρδιάς μας».

Ίσως τελικά, η μαγεία της κατασκήνωσης της Χ.Α.Ν. να μην χωρά σε ημερομηνίες και αριθμούς. Δεν είναι μόνο τα 100+1 χρόνια λειτουργίας, ούτε οι χιλιάδες κατασκηνωτές που πέρασαν από τα μονοπάτια του Πηλίου. Είναι ότι η κατασκήνωση αυτή μεγαλώνει μαζί με τους ανθρώπους της, χωρίς ποτέ να τους ξεχνά.

Γιατί η ζωή στην κατασκήνωση δεν είναι απλώς καλοκαιρινές διακοπές. Είναι μια μαθητεία στην ευτυχία. 

* Όλες οι φωτογραφίες έχουν παραχωρηθεί από το αρχείο της Χ.Α.Ν.Θ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κτίρια Εντός: Χ.Α.Ν.Θ.
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα