Η μπουάτ του Λευκού Πύργου, η χούντα, ο Άσιμος και τα άλλα παιδιά
Αξέχαστα χρόνια με πολύ ωραίους ανθρώπους οι οποίοι όχι μόνο σφράγισαν με την καλλιτεχνική τους δημιουργία τη μουσική πορεία του τόπου, αλλά άφησαν και βαθύ το αποτύπωμά τους.
Λέξεις: Σπύρος Κουζινόπουλος
Θύμησες μισού αιώνα, ξύπνησε μια φωτογραφία που είδα στη διαδίκτυο να δείχνει την καφετέρια η οποία για ένα διάστημα στα χρόνια της χούντας είχε δημιουργηθεί στο δώμα του Λευκού Πύργου. Καθώς δεν ήταν μόνο το καφέ που λειτουργούσε στην ταράτσα του κάστρου-συμβόλου της Θεσσαλονίκης και το οποίο ήταν σχεδόν πάντα γεμάτο τις ηλιόλουστες ημέρες όλο το χρόνο, μια και ο εξώστης ακόμη και τώρα προσφέρει εξαιρετική θέα του γύρω τοπίου της πόλης και της θάλασσας.
Ελάχιστα σκαλιά πιο κάτω, στην κυκλική αίθουσα του 6ου και τελευταίου ορόφου του Πύργου, όπου καταλήγει και το εσωτερικό κλιμακοστάσιο, είχε διαμορφωθεί ο χώρος και λειτουργούσε γύρω στο 1972 ως μπουάτ με αξιόλογους νεοεμφανιζόμενους τότε καλλιτέχνες όπως ήταν ο Κοζανίτης την καταγωγή φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, ο αξέχαστος Νικόλας Άσιμος, που εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα ως μουσικός και τραγουδοποιός, κι εκεί ερμήνευσε κάποιο βράδυ με επιτυχία το μονόπρακτο “Το Πανηγύρι” του Ζαν Κοκτώ. Ενώ επίσης εμφανίζονταν συνέχεια και οι εξαιρετικοί τραγουδοποιοί και ερμηνευτές αδελφοί Νίκος και Τίμων Μωραϊτόπουλος, με τον Νίκο να παρουσιάζει κάθε τόσο τις νέες του συνθετικές δημιουργίες, καθώς ακόμη ο πολύ καλός τραγουδιστής Κώστας Πρατσινάκης, ο σημαντικός αργότερα τραγουδοποιός Γιώργος Αραπάκης κ.α.
Σε μία συνέντευξη που είχε δώσει ο Γ. Αραπάκης στις 23 Αυγούστου 2016 στο πλαίσιο του φεστιβάλ της Βόνιτσας “Όπως παλιά” θα πει για τη μπουάτ του Λευκού Πύργου: “Στο πυργάκι επάνω στο Λευκό Πύργο, μια παρέα φοιτητές με επικεφαλής τον φοιτητή τότε της Φιλοσοφικής Σχολής Νικόλα Άσιμο είχαν κάνει μια ορχήστρα κι εγώ, σπουδαστής τότε στη Σχολή Αξιωματικών Εμπορικού Ναυτικού ήμουν ένας από τους μουσικούς. Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι του Άσιμου “Σπόρια, τσίχλες πουλώ, καραμέλες σωρό, τρέξτε πάρτε παιδιά να χαρείτε”.
Ήταν η εποχή που ανθούσαν οι μπουάτ στη Θεσσαλονίκη, με πρώτη και καλύτερη την “107” (από τον αριθμό των καθισμάτων που διέθετε) του Γιάννη Στεφανίδη στην περιοχή της Καμάρας και όπου έβρισκαν διέξοδο οι νέοι ιδιαίτερα της πόλης από την καταπίεση και την καταχνιά που είχε επιβάλει το δικτατορικό καθεστώς της χούντας. Ενώ λίγο αργότερα δημιουργήθηκαν οι παρεμφερείς αίθουσες “Κατμαντού” στην οδό Δαγκλή και “Λιόγερμα” στην οδό Λώρη Μαργαρίτη. Και στη συνέχεια, εκεί γύρω στη μεταπολίτευση, προέκυψαν οι μπουάτ “Ηλιοτρόπιο” στην οδό Νικηφόρου Φωκά, “Μπουλούκι” στην οδό Παπάφη, “Δέκα βήματα στην άμμο” στην Φλέμιγκ, “Μπαλκονάκι” στη στροφή Τριανδρίας, “Πανδώρα” απέναντι από τον Ευκλείδη κ.α.
Υπεύθυνος της μπουάτ του Λευκού Πύργου είχε αναλάβει για ένα διάστημα ο υποφαινόμενος, καθότι άνεργος δημοσιογράφος μετά το κλείσιμο της εφημερίδας “Νέα Αλήθεια” στην οποία εργαζόμουν πριν. Με τον επιχειρηματία που είχε αναλάβει την εκμετάλλευση του χώρου να με καλεί κάθε τόσο στο γραφείο του και να διαμαρτύρεται: “Θα με κάψετε με τα καμώματά σας”, για τα άσματα που ακούγονταν εκεί. Και την Εθνική Ασφάλεια να ειδοποιεί κάθε τόσο να προσέλθω στο άντρο της, στην οδό Βαλαωρίτου “δι υπόθεσίν σας” κι εκεί να στήνεται ένας χορός απειλών για συλλήψεις όλων των καλλιτεχνών που εμφανίζονταν εκεί “αν δεν αφήσετε κατά μέρος αυτά τα κομμουνιστικά που ξέρετε”.
Απειλές μαζί με συχνές εφόδους της Ασφάλειας στη μπουάτ, καθώς γύρω στα μεσάνυχτα οι μουσικοί άρχιζαν να παίζουν τα απαγορευμένα εκείνη την εποχή τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, με χίλιες προφυλάξεις εννοείται και τον σερβιτόρο του μαγαζιού, τον κυρ-Αλέκο να στήνεται κάποιες φορές στις πολεμίστρες του μνημείου, κρατώντας τσίλιες μήπως φανεί η αστυνομία. Και φυσικά, κατόπιν όλων αυτών, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι ο φοιτητόκοσμος , που ήταν η βασική πελατεία, είχε αρχίσει να βρίσκεται στον αναβρασμό που οδήγησε αργότερα στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, οι αρχές δεν άργησαν να επιβάλλουν το κλείσιμο της μπουάτ. Με αποτέλεσμα έκτοτε τόσο το καφέ όσο και η εσωτερική αίθουσα να ερημώσουν από κόσμο.
Εκεί στη μπουάτ του Λευκού Πύργου έτυχε μια μέρα να γνωρίσω τον Αγάθωνα, ο οποίος από κάποια στιγμή και μετά άρχισε να τραγουδάει ρεμπέτικα. Σε μία του συνέντευξη στον Άγγελο Τύλλιο που δημοσιεύθηκε στο Music Corner στις 14 Νοεμβρίου 2002 θα πει ο Αγάθωνας: “Έφυγα από το χωριό στην επαρχία Λαγκαδά, παράτησα το γυμνάσιο, κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη και πήγα να δουλέψω με κάποιο θείο μου σε μια βιοτεχνία. Τότε ξεκίνησα να πηγαίνω στις μπουάτ της Θεσσαλονίκης. Υπήρχε μια μπουάτ στο Λευκό Πύργο, όπου άρχισα να πηγαίνω σαν ακροατής. Τραγουδούσα κι εγώ από κάτω με τον υπόλοιπο κόσμο. Κάποια στιγμή άρχισαν οι μουσικοί να με καλούν πάνω στη σκηνή να τραγουδάω μαζί τους. Λίγο καιρό αργότερα μου έκαναν πρόταση να τραγουδάω σε σταθερή βάση μαζί τους. Έτσι ξεκίνησα, πήρα μάλιστα και μια κιθάρα και άρχισα μόνος μου να μαθαίνω να παίζω. Έμαθα πολύ γρήγορα κάποια ακόρντα και μπορούσα να παίξω ορισμένα απλά τραγούδια”.
Αξέχαστα χρόνια με πολύ ωραίους ανθρώπους οι οποίοι όχι μόνο σφράγισαν με την καλλιτεχνική τους δημιουργία τη μουσική πορεία του τόπου, αλλά άφησαν και βαθύ το αποτύπωμά τους στις καρδιές μας. Ήταν πολλά χρόνια τώρα που ήθελα να τα γράψω όλα αυτά και το αμελούσα. Ευτυχώς ήρθε η φωτογραφία για να ερεθίσει τη μνήμη μου και να με τσιγκλίσει να τα αραδιάσω στο χαρτί.
* Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 31 Οκτωβρίου 2021