Οι καταστροφές των Ναζί κατά την αποχώρησή τους από τη Θεσσαλονίκη
Επί δεκαπέντε ημέρες, ο ουρανός της πρωτεύουσας του μακεδονικού ελληνισμού μαύριζε από τα σύννεφα καπνού που σκέπαζαν την πόλη
Λέξεις: Σπύρος Κουζινόπουλος
Δύο εβδομάδες πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη και μέχρι που αυτή ολοκληρώθηκε, στις 30 Οκτωβρίου 1944, είχαν αρχίσει να επιδίδονται σε ένα όργιο καταστροφών των βασικών υποδομών της πόλης, του στρατιωτικού υλικού, αλλά και των αγαθών που βρίσκονταν στις αποθήκες. Επιδίωξή τους; Να μην αφήσουν τίποτα όρθιο πίσω τους, παρά μόνο συντρίμμια και αποκαίδια. Και όπως έγραφε χαρακτηριστικά τέσσερις ημέρες μετά την απελευθέρωση της πόλης, στις 4 Νοεμβρίου 1944, η τοπική εφημερίδα Ελευθερία:
“Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν από την Ελλάδα και τελευταία από την πόλη μας οι εγκληματίες Ούννοι, έπρεπε πρώτα να την καταστρέψουν, να τη νεκρώσουν. Και άρχισαν να βάζουν φωτιές παντού. Να καίουν και να πυρπολούν. Να ανατινάσσουν και να γκρεμίζουν. Να βουλιάζουν, να ρίχνουν στη θάλασσα, να σπάνε, να διαλύουν και να σκορπούν ότι τέσσερα χρόνια είχαν αρπάξει από τον εθνικό μας πλούτο”. (Εφημερίδα Ελευθερία, 4 Νοεμβρίου 1944) Μαύριζε ο ουρανός από τα σύννεφα καπνού
Επί δεκαπέντε ημέρες, ο ουρανός της πρωτεύουσας του μακεδονικού ελληνισμού μαύριζε από τα σύννεφα καπνού που σκέπαζαν την πόλη, τις τεράστιες φωτιές, τις πύρινες φλόγες που έζωναν από όλα τα σημεία την πόλη. Η μυρωδιά της εύφλεκτης ύλης ήταν διάχυτη παντού στην ατμόσφαιρα. ΟΙ δονήσεις από τις εκρήξεις και τις ανατινάξεις δεν έπαυαν καθόλου. Όπως αφηγούνταν παλιοί Θεσσαλονικείς, ερχόταν στιγμές, λόγω της σφοδρότητας των εκρήξεων, που νόμιζε κανείς πως θα πέσει, ότι θα διαλυθεί το σπίτι του και θα τον σκεπάσει.
ΟΙ Ναζί άρχισαν να πυρπολούν και να καταστρέφουν πρώτα από το κέντρο της πόλης για να επεκταθούν στη συνέχεια στις συνοικίες. Έβαλαν φωτιά στα υπόστεγα και τις αποθήκες, τα παραπήγματα, τα καταφύγια αλλά και γύρω από αυτά. Μέρες καίγανε, ως σύγχρονοι Νέρωνες, ότι επί τέσσερα χρόνια είχαν κατασκευάσει με τον ιδρώτα και το αίμα του ελληνικού λαού. Τώρα τα κατέστρεφαν σπιθαμή προς σπιθαμή, προκειμένου να μην αφήσουν τίποτα όρθιο.
Οι καταστροφές στο Σιδηροδρομικό σταθμό
Για τις καταστροφές που πρόλαβαν να κάνουν οι Γερμανοί κατακτητές κατά την αποχώρησή τους από τη Θεσσαλονίκη, είναι χαρακτηριστικό ένα ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στην τοπική εφημερίδα Ελευθερία τη μεθεπόμενη ημέρα μετά την απελευθέρωση:
“[…] Οι Γερμανοφασίστες κατακτητές αφού επί 3,5 χρόνια χρησιμοποίησαν για τους πολεμικούς τους σκοπούς τους σιδηροδρόμους, το λιμάνι και τα μεταφορικά μας μέσα, , καταδικάζοντας τον ελληνικό λαό σε στερήσεις αφάνταστες και την πείνα, απόφάσισαν φεύγοντας να αφήσουν μονάχα ερείπια και να μεγαλώσουν ακόμη οπερισσότερο τη δυστυχία μας.
Ο Σταθμός παρουσιάζεται σαν ένα πραγματικό νεκροταφείο. Αλλά και αυτή η έκφραση δεν μπορεί να αποδώσει την πραγματικότητα. Οι ράγες είναι ανατιναγμένες κάθε 3-5 μέτρα από τη Θεσσαλονίκη μέχρι το Χαρμάνκιοϊ (Νέο Κορδελιό). Επίσης τα γεφύρια του Δενδροποτάμου και η κύρια σιδηροδρομική γραμμή ως τη στρατιωτική στάση. Συντρίμια και λείψανα βαγονιών είναι ριγμένα πάνω στη γραμμή από τον κεντρικό Σταθμό μέχρι το Χατζή-μπαξε.
Τι κτίριο του κεντρικού Σταθμού έχει ανατιναχτεί. Έχουν καταστρέψει το εργοστάσιο, το μηχανοστάσιο, το λεβητοποιείο καθώς και την περιστροφική πλάκα. Η ύδρευση του Σταθμού για τις ατμάμαξες δεν υπάρχει.
Παντού ερείπια και καταστροφή. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Γκαράζ, αυτοκίνητα, αποθήκες των σιδηροδρόμων, το συνεργείο των γεφυρών, το εργοστάσιο οχημάτων και ατμαμαξών και όλα τα σιδηροδρομικά κτίρια είναι γκρεμισμένα.
Η ίδια κατάσταση στις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις του λιμανιού, της Ελληνικής και Σερβικής Ελεύθερης Ζώνης. Δεν υπάρχει τίποτα και όλα έχουν ανατιναχτεί. Κτίρια, γερανοί, γέφυρα, αποθήκες, ψυγείο της ΕΖΘ, ελεγκτήρια τελωνείου. Όλα παρουσιάζουν την εικόνα της καταστροφικής μανίας των μέχρι χτες κατακτητών μας.
Εκεί όμως που η κτηνώδικη συμπεριφορά τους ξεπερνά κάθε όριο, είναι η καταστροφή των αποθηκών επισιτισμού των σιδηροδρομικών υπαλλήλων, που ήταβν γεμάτες τρόφιμα, προοριζόμενα για τους εργάτες αυτούς που αναγκαστικά τους εξυπηρέτησαν επί 3,5 χρόνια με μισθούς πείνας και χωρίς ουσιαστική επισιτιστική ενίσχυση.
Στο λιμάνι
Τα ίδια συνέβαιναν και στο λιμάνι της πόλης. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα τιου τοπικού τύποου:
“Η κατάσταση στο λιμάνι μας, δεν παρουσιάζεται διόλου διαφορετική από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Όλη η περιοχή γύρω από το λιμάνι έχει μεταβληθεί σε πραγματικό νεκροταφείο πλοίων.
Λίγο πριν γκρεμιστούν από τη Θεσσαλονίκη οι Γερμανοχιτλερικοί, έφραξαν την είσοδο του λιμανιού με 6-8 βουλιαγμένα καράβια. Ένα πλοίο Σουηδικό, ένα Ιταλικό, ένα Ελληνικό και 5-6 ακόμη μικρότερα, είναι τα θύματα της χιτλερικής καταστροφικής μανίας.
Και την τελευταία στιγμή που γκρεμοτσακίζονταν, ανατίναξαν τον κυματοθρύστη, τον προβλήτα και το μώλο, καθώς και όλα τα κτίρια, τις αποθήκες και τους γερανούς, για να μη μας αφήσουν τίποτα από όλα εκείνα τα μηχανικά μέσα που χρειάζονται και για τη στοιχειοδέστερη λειτουργία των φορτοεκφορτωτικών εγκαταστάσεων του λιμανιού μιας μεγαλούπολης όπως η Θεσσαλονίκη. (Εφημερίδα Ελευθερία, 2 Νοεμβρίου 1944).
Σημειώνεται ότι αντίθετα με ότι συνέβη με αυτές τις εγκαταστάσεις της Θεσσαλονίκης, οι υπόλοιπες βασικές υποδομές της πόλης (τα δύο εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, το κεντρικό υδραγωγείο, οι μύλοι Αλλατίνι με τις κεντρικές σιταποθήκες, οι εγκαταστάσεις και τα βαγόνια του τραμ σώθηκαν την τελευταία στιγμή. Κι αυτό, χάρη στις προσπάθειες των δυνάμεων του ΕΛΑΣ που την τελευταία στιγμή, δίνοντας ακόμη και μάχες, απέτρεψαν τις ανατινάξεις, καθώς και αυτά τα σημεία ήταν υπονομευμένα. Γεννιέται βέβαια το ερώτημα γιατί η επέμβαση αυτή δεν υπήρξε για την αποτροπή των υπόλοιπων καταστροφών. Δεν επαρκούσαν οι αποτρεπτικές προς τούτο ομάδες που είχαν δημιουργηθεί από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της πόλης και τις ανταρτικές δυνάμεις; Δεν ήταν πλήρως ενήμεροι για όλα τα σημεία που είχαν υπονομεύσει οι κατακτητές; Άγνωστο.
Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Σπύρου Κουζινόπουλου, τμήμα μιας σειράς φωτογραφιών που δείχνουν τις καταστροφές που προκάλεσαν οι κατακτητές στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τη μέρα της αποχώρησής τους από την πόλη, στις 30 Οκτωβρίου 1944.
