Ρίκα Μπενβενίστε: «Η Θεσσαλονίκη δεν πρέπει να κρύβει κάτω από το χαλί, αλλά να κοιτάζεται στον καθρέφτη»
Η σπουδαία ιστορικός μιλά στην Parallaxi με αφορμή την σημερινή επέτειο των 81 χρόνων από τη πορεία χιλιάδων Εβραίων προς το κολαστήριο του Άουσβιτς
Ήταν 15 Μαρτίου του 1943 όταν από τον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό της Θεσσαλονίκης αναχώρησε, με Εβραίους πολίτες, ο πρώτος συρμός τρένου, για μία διαδρομή δίχως γυρισμό προς το Άουσβιτς. Μέχρι τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, χιλιάδες Εβραίοι (υπολογίζεται περί τους 45.000) είχαν εκτοπισθεί βίαια από την πόλη με προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Άουσβιτς, του Μπίργκεναου και του Μπέργκεν Μπέλσεν. Το φρικιαστικό έγκλημα των ΝΑΖΙ μόλις είχε αρχίσει.
Ελάχιστοι από όσους αναχώρησαν εκείνη τη χρονιά επέστρεψαν, μα και όσοι τα κατάφεραν, δεν βρήκαν τις περιουσίες και τα σπίτια τους άθικτα και όχι από τους Γερμανούς αυτή τη φορά, αλλά από κάποιους Θεσσαλονικείς.
Μία μέρα όπως η σημερινή δε θα μπορούσε να μην την τιμήσει η Θεσσαλονίκη. Η σιωπηλή πορεία μνήμης από την Πλατεία Ελευθερίας, απ’ όπου ξεκίνησε το μαρτύριο των Εβραίων με τον δημόσιο εξευτελισμό τους, μέχρι τον Παλαιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, θα πραγματοποιηθεί σήμερα στις 11.30 το πρωί.
Για τα γεγονότα εκείνα, αλλά και το σήμερα μιλά στην Parallaxi η Ρίκα Μπενβενίστε, σπουδαία ιστορικός, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, αλλά και σημαντική συγγραφέας.
Ποια συναισθήματα είναι αυτά που σας γεννιούνται περπατώντας τη διαδρομή που πριν 81 χρόνια οι πρόγονοί σας οδηγήθηκαν προς τον μαρτυρικό θάνατο; Η οργή είναι ένα συναίσθημα που με την πάροδο του χρόνου μικραίνει ή αυξάνεται;
«Δεν είναι η ‘οργή’, το συναίσθημα που γεννά στους απογόνους των επιζώντων η επέτειος και η μνημόνευσή της, αλλά θλίψη. Οι αναβιώσεις του αντισημιτισμού και οι εκδηλώσεις οποιασδήποτε μορφής ρατσισμού, σήμερα ακόμη, δίπλα μας, γεννούν θυμό».
«Ανήκουμε στους τάφους σας». Παραμένει ζωντανή η ιστορική μνήμη ή πεθαίνει κι αυτή μαζί με τους τελευταίους επιζώντες από το Άουσβιτς;
«Για πολλούς από τους επιζώντες του Άουσβιτς ήταν τόσο κυρίαρχη η οδύνη για την απώλεια των δικών τους, που τους έκανε να νιώθουν ότι και οι ίδιοι είχαν πεθάνει, ότι ένα κομμάτι τους είχε πεθάνει. Άλλοι κατόρθωσαν να πενθήσουν, διατηρώντας ωστόσο ζωντανή τη μνήμη της οικογένειας και της κοινότητας, και μετά τον πόλεμο κατόρθωσαν να ζήσουν μια δημιουργική ζωή, να αποκτήσουν απογόνους. Για πολλά χρόνια, ακόμη και αν οι ίδιοι επιθυμούσαν να μιλήσουν, όλοι εκείνοι που δεν είχαν ζήσει ή δεν είχαν δει τα βάσανά τους δεν ήθελαν να τους ακούσουν. Ακόμη και μέσα στις οικογένειες οι κουβέντες για το στρατόπεδο ήταν δύσκολες. Καθώς όλοι οι επιζώντες φεύγουν από τη ζωή, εναπόκειται σε μας, απογόνους ή μη, να διατηρήσουμε την ιστορική μνήμη, όχι μόνο με επετειακές εκδηλώσεις, αλλά στην καθημερινή μας ζωή με στοχασμό, με την πολιτική μας στάση και με χειρονομίες που την στηρίζουν».
Ο «διάλογος» συνεχίζεται για τους Δωσίλογους της εποχής, τους ανθρώπους που συνεργάστηκαν με τους ΝΑΖΙ και τους βοήθησαν στο να διαπράξουν τα φρικιαστικά τους εγκλήματα. Θεωρείτε ότι πρέπει να παραμείνει ένα ανοιχτό ζήτημα και ότι δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη, οπότε η ιστορία «πρέπει να ξαναγραφτεί» γι΄αυτό το ζήτημα;
«Η ιστορία των δωσιλόγων, γνωστή σε όσους έζησαν την εποχή εκείνη, δεν ‘γράφτηκε’ για μια σειρά από λόγους, οι οποίοι είναι και αυτοί γνωστοί: οι συνεργάτες των Γερμανών, ξέπλυναν τη δράση τους στον αντικομμουνισμό και συχνά ενσωματώθηκαν με διάφορους τρόπους στον κρατικό μηχανισμό και στην μεταπολεμική κοινωνία. Ανάμεσά τους και αυτοί που κατέδωσαν ή εκμεταλλεύτηκαν τους Εβραίους. Πολλοί λίγοι τιμωρήθηκαν, μεταξύ αυτών και οι ελάχιστοι Εβραίοι προδότες. Για την ιστοριογραφία, το ζήτημα του δωσιλογισμού είναι ανοιχτό εδώ και κάποια χρόνια, και υπό αυτή την έννοια αποδίδεται δικαιοσύνη όχι για να τιμωρηθούν κάποιοι, που άλλωστε δεν βρίσκονται πια στη ζωή, αλλά επειδή είναι καλό μια κοινωνία να μην αποσιωπά, να μην αποκρύπτει πτυχές του παρελθόντος, αλλά να αναμετριέται μαζί τους για να τις ξεπερνά.
Ήταν η έλλειψη ενημέρωσης, η «αφέλεια» ότι μπορεί να μην πεθάνουν, ή η απόγνωση που έκανε τους ανθρώπους αυτούς να μπουν σε εκείνο το τρένο και να μην προσπαθήσουν να γλιτώσουν με όποιον άλλον τρόπο μπορούσαν όπως έκαναν άλλοι Εβραίοι;
«Το ζήτημα των δυνατοτήτων διαφυγής και διάσωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης τίθεται με όρους περισσότερο σύνθετους από αυτούς που αναφέρετε. Οι Γερμανοί απέκρυπταν την αλήθεια των εκτοπίσεων στην Πολωνία και παραπλάνησαν την εβραϊκή κοινότητα που παγιδεύτηκε σε ένα παιχνίδι διαπραγμάτευσης προκειμένου να κερδηθεί χρόνος. Η απόφαση της εκτόπισης ήταν ειλημμένη, ωστόσο κάποιες φήμες θεωρούνταν αδιανόητες, δηλαδή η «πληροφορία» της μαζικής εξόντωσης, ακόμη και αν υπήρχε δεν γινόταν πιστευτή, κατανοητή. Λίγοι, παρόλα αυτά, λίγες οικογένειες κατόρθωσαν να διαφύγουν και να κρυφτούν μακριά από τη Θεσσαλονίκη: έπρεπε να διαθέτουν χρήματα, έπρεπε να τους δοθεί βοήθεια από τους συμπολίτες γνωστούς ή ξένους, να είναι τυχεροί και να μην τους καταδώσουν στους Γερμανούς. Αρκετοί νέοι, άφησαν πίσω την οικογένειά τους και διέφυγαν στο βουνό για να σωθούν πολεμώντας στις τάξεις του ΕΛΑΣ».
Η Θεσσαλονίκη τελικά θεωρείτε ότι είναι περισσότερο ανοιχτή ή μια σκοτεινή πόλη; Κυριαρχεί το «λευκό» ή το «μαύρο»; Με δεδομένο ότι πολλοί Θεσσαλονικείς όχι μόνο δεν βοήθησαν τους Εβραίους, αλλά κατέσχεσαν και τις περιουσίες τους στη συνέχεια;
«Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη ανοιχτή όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη, όταν παύει να αποσιωπά και να κρύβει κάτω από τον χαλί τις «δυσάρεστες» όψεις του παρελθόντος. Τότε, πιστεύω, δικαιούται και να «καμαρώνει» για ένα παρελθόν πλούσιο και δημιουργικό και να αναγνωρίζει αδικίες και εγκληματικές πράξεις, χωρίς τη σκιά μιας γενικευμένης συνενοχής που εντέλει ξεπλένει τους αληθινούς ενόχους».
Είναι και σε ποιον βαθμό και σημερινή αυτή η συνθήκη που περιγράφετε ως «ανώμαλη κανονικότητα»; Φοβάστε ότι μπορεί να γίνει κάτι αντίστοιχο και στο μέλλον;
«Δεν χρειάζεται, νομίζω, να σκεφτόμαστε ‘κάτι αντίστοιχο’ στο μέλλον. Αρκεί να κάνουμε κάτι για τη δική μας σημερινή ‘κανονικότητα’ που διακόπτεται ανησυχητικά συχνά από λόγια ή από ‘επεισόδια’, που μαρτυρούν αντισημιτισμό, ρατσισμό, ομοφοβία, φανατισμό, βία. Σε μια κεντρική πλατεία ή σε ένα στενό δρομάκι, από κάποιον που φοράει γραβάτα και μιλά στην τηλεόραση ή από έναν έφηβο λίγο χαμένο, που δεν ξέρει τι να κάνει με τη ζωή του».
Πόσο εύκολο είναι για έναν ιστορικό να κρατά απ’ ‘εξω το συναίσθημα από όσα μελετά και ερευνά, ειδικά σε ένα τέτοιο ζήτημα;
«Νομίζω πως το ζητούμενο δεν είναι να κρατά κανείς το συναίσθημα ‘απ΄έξω’, αλλά να το αναγνωρίζει και να αντιλαμβάνεται γιατί και πώς τον αφορά. Να συναισθάνεται, χωρίς να ταυτίζεται. Να αναλογίζεται την απόσταση που τον χωρίζει από μια ακραία, οδυνηρή, εμπειρία χωρίς αυτό να τον κάνει να εξορίζει το βίωμα του άλλου από το πεδίο της κατανόησης. Δεν είναι εύκολο, παίρνει χρόνο, αλλά μπορεί να είναι επωφελές για την έρευνα και για την ιστορία που γράφεται».
Πιστεύετε ότι κάποιοι βρίσκουν ευκαιρία ώστε να «αναβιώνουν» τον αντισημιτισμό στις μέρες με αφορμή τα γεγονότα στη Γάζα και πώς πρέπει η εβραϊκή κοινότητα να απαντήσει σε όλα αυτά;
«Μία από τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου του Ισραήλ με τη Χαμάς και της καταστροφής στη Γάζα είναι η φανέρωση, η εκδήλωση, η «νομιμοποίηση» του αντισημιτισμού, σε πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους κύκλους. Η συζήτηση είναι μεγάλη και δύσκολη, δεν υπάρχει μία απάντηση, δεν υπάρχει μία εβραϊκή κοινότητα που «πρέπει» να απαντήσει. Η δική μου απάντηση –όχι επειδή «πρέπει» να τη δώσω ως εβραία- είναι πως εύχομαι ο πόλεμος να σταματήσει άμεσα για να δοθεί ακόμη μία ευκαιρία στην ειρηνική και δίκαιη γειτνίαση, για να μπορούμε να βλέπουμε καθαρά, να συζητούμε και να καταλαβαινόμαστε».
*Η Ρίκα Μπενβενίστε γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1959. Σπούδασε Ιστορία στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και έκανε το διδακτορικό της στη μεσαιωνική ιστορία στη Σορβόννη (Ρaris, Ρantheon-Sorbonne). Δίδαξε στο τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και στο τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Σήμερα είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας της Μεσαιωνικής Ευρώπης στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Μελέτες της για τα δικαστικά αρχεία της μεσαιωνικής Γαλλίας, την ιστορική ανθρωπολογία και τις σχέσεις εβραίων και χριστιανών στη μεσαιωνική Δύση έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται επίσης η εβραϊκή ιστοριογραφία και η ιστορία του Ολοκαυτώματος. Το 2015 τιμήθηκε με το “Κρατικό ειδικό βραβείο σε λογοτέχνη του οποίου το βιβλίο προάγει σημαντικά το διάλογο πάνω σε ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα” για το έργο της “Αυτοί που επέζησαν. Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940”, εκδόσεις Πόλις.
Βιβλία της:
Ναυαγοί (2023, εκδ. Πόλις)
Λούνα (2017, εκδ. Πόλις)
Αυτοί που επέζησαν (2014, εκδ. Πόλις)
Από τους βαρβάρους στους μοντέρνους (2007, εκδ. Πόλις)
Εβραίοι ταξιδιώτες τον Μεσαίωνα (2000, εκδ. Νεφέλη)
Η ποινική καταστολή της νεανικής εγκληματικότητας τον 19ο αιώνα, 1833-1911 (1994, εκδ. Σάκκουλας)
Έχει γράψει σε πολλά συλλογικά έργα και σε μεταφράσεις.