Το ΟΧΙ που δεν είπε ο Μεταξάς
Γιατί ο δικτάτορας έχει συνδεθεί με μία λέξη που δεν εκστόμισε ποτέ
Είναι γνωστό πως η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940, τη μέρα δηλαδή εκκίνησης του ελληνοϊταλικού πολέμου, που οδήγησε σε μια σημαντική νίκη των Ελλήνων στα βουνά της Πίνδου, έχει συνδεθεί με μια λέξη.
Το ΟΧΙ, που – υποτίθεται πως – είπε ο δικτάτορας της 4ης Αυγούστου, Ιωάννης Μεταξάς στον Εμανουέλε Γκράτσι, Ιταλό πρέσβη, όταν ο τελευταίος του παρέδωσε ιδιοχείρως τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του ιταλικού στρατού από την ελληνοαλβανική μεθόριο. Στόχος των Ιταλών του Μουσολίνι κυρίως ήταν στη συνέχεια να καταλάβει στρατηγικά σημεία της Ελλάδας για τις ανάγκες ανεφοδιασμού, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του (Η Αρχή του Τέλους – Η Επιχείρηση Κατά της Ελλάδος), περιγράφει τη σκηνή και φυσικά σε αυτή δεν αναφέρεται ποτέ η λέξη ΟΧΙ, αλλά η φράση «Alors, c’est la guerre!» (λοιπόν έχουμε πόλεμο).
«Την καθορισμένη ώρα δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελλόπορτα της μικρής βίλλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο comm.De Santo είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβυς της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελλόπορτα. Μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.
Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω.
Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελλόπορτα.
Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Guido Gozzano, με τα κακόγουστα καλά του πράγματα μ’ έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο την Βίλλα Τορλόνια.
Μόλις καθίσαμε, του είπα ότι η κυβέρνησή μου, μού είχε αναθέσει να του κάνω μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια τού έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή φωνή: «Alors, c’est la guerre!» (λοιπόν έχουμε πόλεμο).
Τού απάντησα ότι η ιταλική κυβέρνηση ήλπιζε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα δεχόταν τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα ιταλικά στρατεύματα τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους στις 6 το πρωί. Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πώς θα μπορούσα να σκεφτώ ότι ακόμα και αν είχε πρόθεση να ενδώσει θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του βασιλιά και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων.
Χωρίς καμία πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπάζοντας την τελευταία ελπίδα όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμη και από ένα σανιδάκι, του απάντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον βασιλιά. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές να μην εμποδιστεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να καθορίσω τουλάχιστον ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η ιταλική κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά αναγκάστηκα να του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Ο Μεταξάς απάντησε: “Vous voyez bien que c’ est impossibile (βλέπετε λοιπόν πολύ καλά ότι αυτό είναι αδύνατο). Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση.
H κυβέρνησή σας ήξερε πολύ καλά ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδέτερη, αλλά και ότι είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οποιουδήποτε”.
Του απάντησα ενώ σηκωνόμουν ότι ήλπιζα ακόμη ότι θα λάμβανε υπόψη του τη διαβεβαίωση που του δινόταν στη διακοίνωση σύμφωνα με την οποία η ιταλική κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος και ότι θα γνωστοποιούσε στην πρεσβεία πριν από τις 6 ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα.
Ο Μεταξάς δεν μου απάντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μού είπε: “Vous etes les plus forts… (είσαστε οι πιο δυνατοί)”, χωρίς να αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του, με τη φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά αλλοιωμένη. Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στη βαθιά λύπη που τα δονούσε.
Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του.
Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μία στιγμή κατά την οποία μίσησα το δικό μου, μία στιγμή κατά την οποία το καθήκον του αξιώματος μου μού φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε αυτός ο ηλικιωμένος άνδρας εκείνος που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή αγωνιζόμενος και υποφέροντας για τη χώρα του και τους βασιλείς του και που κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή προτιμούσε να διαλέξει το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατίμωσης. Υποκλίθηκα μπροστά του με το βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του».
Ο ίδιος ο Μεταξάς είχε αναφέρει στο ημερολόγιό του:
«28 Οκτωβρίου, Δευτέρα. Νύκτα στις τρείς με ξυπνούν, ο Τραυλός. Έρχεται ο Grazzi. – Πόλεμος! – Ζητώ αμέσως Νικολούδη, Μαυρουδή. -Αναφέρω Bασιλέα. – Καλώ Πάλαιρετ και ζητώ βοήθειαν Αγγλίας. -Κατεβαίνω 5 Υπουργικόν Συμβούλιον. Όλοι πιστοί και Μαυρουδής. – Όλοι πλην Κύρου. – Βασιλεύς. Περιφορά μαζί του. Φανατισμός του λαού αφάνταστος. – Μάχαι εις σύνορα Ηπείρου. – Βομβαρδισμοί. Σειρήνες. – Αρχίζουμε να τακτοποιούμεθα. Ο Θεός βοηθός !!!».
Ο συγγραφέας και ιστορικός, Σταύρος Παναγιωτίδης, έγραψε στο βιβλίο του «Μύθοι, Παρεξηγήσεις και Άβολες Αλήθειες της Ελληνικής Ιστορίας».
«Μια σειρά από ιστορικές ανορθογραφίες είναι συνδεδεμένη με τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά. Η πιο γνωστή εξ αυτών αφορά το περίφημο ΟΧΙ στους Ιταλούς. Είναι γνωστό ότι ο λόγος για τον οποίο ο Μεταξάς αρνήθηκε την παράδοση της ελληνικής επικράτειας δεν ήταν ο πατριωτισμός του, αλλά το γεγονός ότι το βασικό στήριγμα της εξουσίας του ήταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, που τον είχε χρίσει πρωθυπουργό, προτού εκείνος επιβάλει δικτατορία.
Ο Γεώργιος Β΄ήταν συνδεδεμένος με την Αγγλία, γι΄αυτό η Ελλάδα στο Β΄παγκόσμιο πόλεμο δεν μπορούσε να συνταχθεί άμεσα ή έμμεσα με τις δυνάμεις του Άξονα, με τις οποίες ο Μεταξάς ήταν ιδεολογικά συγγενής.
Επίσης, ο δικτάτορας στην περίφημη συνάντησή του με το Ιταλό πρέσβη Γκράτσι ποτέ δεν εκστόμισε την λέξη «ΟΧΙ», αλλά τη φράση «Alors, c’ est la guerre», δηλαδή «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο» στα γαλλικά, την τότε γλώσσα της διπλωματίας».
Πώς δημιουργήθηκε λοιπόν ο μύθος του ΟΧΙ;
Μάλλον από τις εφημερίδες της εποχής.
Αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας Ελληνικό Μέλλον του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Ακολούθως υιοθετήθηκε ως σύνθημα, και από άλλες εφημερίδες, και για ακόλουθες περιστάσεις, όπως το εξώφυλλο της εφημερίδας Η Βραδυνή, στις 6 Απριλίου 1941 με αφορμή την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα.
Σημειωτέον πως ο εκδότης Ευστρατίου ήταν βασιλικών φρονημάτων και σε κάποια από παλαιότερα άρθρα του είχε καταφερθεί εναντίον των προσφύγων του ’22, τους οποίους αποκαλούσε «Σπιναλόγκα των συνοικισμών».
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης στη συνέντευξη που παραχώρησε στην Parallaxi στις 6 Μαρτίου του 2024 για το βιβλίο του «Οι Δωσίλογοι», είχε αναφέρει:
«Ο Μεταξάς δεν είπε ποτέ τη λέξη ΌΧΙ. Οι εφημερίδες το έγραψαν ως ΟΧΙ. Είχε πει, αυτό σημαίνει πως έχουμε πόλεμο. Φυσικά βλέπουμε την προσωπικότητά του μέσα από αυτό και ξεχνάμε το υπόλοιπο παρελθόν του, που είναι πολύ ενδιαφέρον, ήταν μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Δεν μπορώ να εκφέρω άποψη για το τι θα γινόταν αν δεν πέθαινε σε εκείνη τη φάση ο Μεταξάς. Παρά την ιδεολογική συγγένεια με τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, έβλεπε τη σύνδεση με τη Βρετανία και δεν ξέρω αν θα άλλαζε κάτι».
Φαίνετα πως ηταν βολικό λοιπόν για τον Μεταξά και τις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες της εποχής να επικρατήσει ο μύθος της λέξης ΟΧΙ, όπως και ο πατριωτισμός του δικτάτορα, όμως με βάση τους ιστορικούς η λέξη ΟΧΙ δεν ειπώθηκε, ενώ και η άρνηση στον Γκράτσι σχετίζεται με την «εξάρτησή» του από τον αγγλόφιλο βασιλέα Γεώργιο, ο οποίος τον είχε διορίσει πρωθυπουργό.
*Η κεντρική εικόνα είναι από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ, την 28η Οκτωβρίου 1940.