«Κι από ‘κει στο Μπεχτσινάρι, σε φίνο ακρογιάλι» – Εκεί όπου κολυμπούσε κάποτε η πόλη
Αναμνήσεις από έναν μικρό παράδεισο της πόλης - Η... απαγορευμένη μέρα για μπάνιο και η μετατόπιση προς δυτικά εκεί όπου άνθρωποι και ζώα έκαναν μαζί μπάνιο
Εικόνες: Αλέκος Βαλμάς
«Κι από ‘κει στο Μπεχτσινάρι, σε φίνο ακρογιάλι» τραγουδούσε ο Βασίλης Τσιτσάνης στο «Μπαξέ Τσιφλίκι» οι στίχοι του οποίου, μαζί με τις όποιες φωτογραφίες έχουν διασωθεί από την εποχή εκείνη, μας μεταφέρουν σε μια Θεσσαλονίκη, που όσο περίεργο και αν μας φαίνεται σήμερα, είναι η πόλη στην οποία ζούσαν, ερωτεύονταν, διασκέδαζαν, εργάζονταν οι πρόγονοι μας.
Ένα χιλιόμετρο δυτικά του φρουρίου του Τοπ Χανέ (περιοχή ΙΚΑ-Δικαστήρια), βρισκόταν πάνω στη θάλασσα ο κήπος του Μπες Τσινάρ.
Ένας μικρός παράδεισος για την πόλη της Θεσσαλονίκης που δεν είχε μεγάλους χώρους πρασίνου.
Τρεχούμενα νερά και πλατάνια (άλλωστε και η ονομασία του κήπου σημαίνει Πέντε [beş] Πλατάνια [çınar]) δημιουργούσαν ένα ειδυλλιακό παραδεισένιο περιβάλλον που το χαίρονταν όλοι οι Θεσσαλονικείς ανεξαρτήτως βαλαντίου.
Η θέση του σηματοδοτείται σήμερα μεταξύ 3ης και 4ης Προβλήτας του Λιμανιού. Ο δρόμος, που σήμερα περνά μπροστά από τον ΟΤΕ και τα Δικαστήρια και συνεχίζει στην 26ης Οκτωβρίου, κατέληγε στο Μπες Τσινάρ.
Το πάρκο δημιουργήθηκε το 1836 από τον Βαλή Σαμπρί Πασά στο ύψος της τρίτης και τέταρτης προβλήτας του σημερινού λιμανιού.
Ο χώρος περιφράχτηκε, ορίστηκε ελεγχόμενη είσοδος , έγιναν νέες φυτεύσεις δέντρων, πρασιών, παρτεριών και κήπων και κτίστηκαν ελαφριά κιόσκια για να προσφέρουν σκίαση στους επισκέπτες.
Το 1873, ο επόμενος Βαλής Μιτχάτ Πασά όρισε ότι οι πρόσοδοι από από τον κήπο θα πήγαιναν ως ενίσχυση στο ορφανοτροφείο του Ισλαχανέ, που περιελάμβανε και την τεχνική σχολή Χαμιντιέ με σκοπό την εκμάθηση τέχνης στα ορφανά που θα τους επέτρεπε να “πορευθούν μια έντιμη ζωή”.
Το καλοκαίρι του 1893 το Μπες Τσινάρ συνδέθηκε με την πόλη με ιππήλατο τραμ και έγινε αγαπημένος τόπος αναψυχής των Θεσσαλονικέων, που τώρα πια είχαν και ευκολότερη πρόσβαση.
Οι βασικές γραμμές των ιππηλατών τραμ αφορούσαν τις διαδρομές: 1. Τελωνείο (Πλατεία Ελευθερίας) – Νίκης – Λευκός Πύργος – Αποθήκη και 2. Σιδηροδρομικός Σταθμός Ανατολικών Σιδηροδρόμων ή Μπεστσινάρ – Εγνατία – Λευκός Πύργος – Αποθήκη, υπήρχε η γραμμή σύνδεσης Εγνατίας με Νίκης και η γραμμή Τελωνείου με 26ης Οκτωβρίου της γραμμής Ντεπώ – Μπεχτσινάρι (και «Χαριλάου – Κήπος των Πριγκίπων» μετά την απελευθέρωση).
Στον Κήπο, που ήταν χωρισμένος σε περιοχές ανδρών και γυναικών, γίνονταν τα μπάνια του λαού.
Εστιατόρια, ουζερί, ορχήστρες, πολιτικές εκδηλώσεις, γιορτές συλλόγων, δεξιώσεις, κούνιες και «αλογάκια» για μικρά παιδιά, συνέθεταν το σκηνικό.
Γενιές Θεσσαλονικέων λιάστηκαν, περπάτησαν και διασκέδασαν στον δημοτικό κήπο. Εκεί καλούσε η Φεντερασιόν τους εργάτες στις αρχές του αιώνα για να εορτάσουν την Πρωτομαγιά. Εκεί αμέτρητος κόσμος ερχόταν για μπάνιο στην όμορφη ακρογιαλιά. Μάλιστα στον Παλιό Σταθμό υπήρχε μια γέφυρα που την χρησιμοποιούσε ο κόσμος για να κόβει δρόμο για τα Μπάνια του Μπες Τσινάρ.
Στη μια άκρη ήταν οι καμπίνες των ανδρών και στην άλλη άκρη των γυναικών, που έκαναν το μπάνιο τους με τις ομπρέλες για να μην τις δει ο ήλιος και να διατηρήσουν τη λευκότητα του δέρματός τους. Ανάμεσά τους πηγαινοερχόταν ένας ναύτης με βάρκα για τη διαφύλαξη της ηθικής.
Μετά την απελευθέρωση το πάρκο ονομάστηκε κήπος των πριγκίπων προς τιμήν των παιδιών του Γεωργίου Α΄. Αργότερα ο κήπος μετατράπηκε σε πάρκο με καφενείο, μπυραρία, εστιατόριο, καμπαρέ, θεατρική σκηνή, Ιππικό Όμιλο και πίστα πατινάζ.
Τα Σφαγεία και η Νέα Ιχθυόσκαλα, όμως, υποβάθμισαν την περιοχή με τις κάθε άλλο παρά ευχάριστες οσμές τους. Μετά το 1920 το πάρκο πήρε πιο λαϊκή μορφή.
«Το ακρογιάλι το θυμάμαι σαν όνειρο. Ήταν το καλντερίμι που χώριζε την άμμο με τους μπαξέδες του Σίλα του Γκάτση, αν θυμάμαι καλά τα ονόματα. Τα καφενεία, το σφαγείο, πιο εκεί το ναυπηγείο του Παπαγεωργίου. Και το νησάκι δίπλα που κάναμε μπάνιο εκτός από τις Πέμπτες που έχει σφαγείο και η θάλασσα ήταν κόκκινη. Έπλεναν τα κόκκινα τσιμέντα από το αίμα και μαζί με τα λίπη από τους πατσάδες κατέληγαν στη θάλασσα» αναφέρει στην parallaxi ο κ. Αλέκος Βαλμάς.
Το 1926 λειτούργησε εκεί στρατόπεδο γυμνιστών από το γιατρό Ντουάρτε που εφάρμοζε μια νέα για την εποχή σωματική αγωγή. Πενήντα νέοι και νέες είχαν αρχίσει να παίρνουν μέρος στο σύλλογο αυτό πριν τα συντηρητικά ήθη των Θεσσαλονικέων ενεργοποιήσουν εκκλησιαστικές και αστυνομικές αρχές και τον διαλύσουν.
Όλα αυτά μέχρι το 1927, οπότε περιέρχεται στην ιδιοκτησία της Αεροπορικής Άμυνας και τότε άρχισε στην περιοχή και η εγκατάσταση βιομηχανιών, βυρσοδεψίων και αργότερα πετρελειοαποθηκών.
Έως το 1930 υπήρχε αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ ανδρικών και γυναικείων θαλάσσιων λουτρών, με τα μικτά μπάνια να θεωρούνται ως απαράδεκτα περιστατικά παρεκτροπής.
“Στο Μπεχτσινάρ οι λουόμενοι περνούν αλληλοδιαδόχως τα σύνορα και κολυμπούν ανάμικτα. Αν συνεχιστεί το πράγμα θα καταντήσει να λούονται μόνο ιερόδουλες της Βαρδαρίου περιοχής και στρατιώται.” γράφει η Εφημερίς των Βαλκανίων τον Ιούλιο του 1930.
Η επέκταση των εγκαταστάσεων του λιμανιού πάνω στο σώμα του Κήπου των Πριγκίπων, μετά τον πόλεμο, η κατασκευή των προβλητών 3,4,5 και 6 και η ανέγερση πετρελαιοδεξαμενών έδιωξαν οριστικά και τους λουόμενους.
Οι επισκέπτες του Μπες Τσινάρ άρχισαν πλέον να στρέφονται προς τα θέρετρα της ανατολικής πλευράς της πόλης, ενώ υπήρχαν και εκείνοι που μετατοπίστηκαν πιο δεξιά προς το Καλοχώρι.
«Πηγαίναμε εκεί πιτσιρικάδες με τα ποδήλατα. Εκεί βέβαια η Θεσσαλονίκη έριχνε όλα τα σκουπίδια της, ενώ στο χώρο βρισκόταν και τα γουρουνάδικα. Και όμως ο κόσμος έκανε μπάνιο. Άνθρωποι και ζώα μαζί στο νερό» μας λέει ο κ. Βαλμάς.
Τη χαριστική βολή στο Μπες Τσινάρ δίνουν κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί που χρησιμοποιούν το χώρο για να δημιουργήσουν αποθηκευτικούς χώρους πολεμικού υλικού.
Ένας ιστορικός πνεύμονας της πόλης άρχισε να σβήνει, ως που χάθηκε τελείως, με τις καρτ ποστάλ και τις φωτογραφίες να τον θυμίζουν μόνο.
Τα τελευταία χρόνια, η χρήση του ονόματος για εμπορικούς σκοπούς, το μόνο που προσφέρει είναι σύγχυση γύρω από την πραγματική του τοπογραφία.
«Ο Κήπος των Πριγκίπων έμεινε μακρινή εικόνα στους παλιούς και νοσταλγική φαντασίωση στους νεότερους, όπως στο ποίημα του Λέανδρου Βαζάκα» γράφει πολύ εύστοχα ο Χρίστος Ζαφείρης.
Περνώντας βιαστικά ένα βράδυ/ στο χαλασμένο δρόμο μς τις καμινάδες/
πίσω από τον Παλιό Σταθμό, σαν αστραπή/ πετάχτηκε η εικόνα.
Γυαλιστερά κι αγέρωχα -μπροστά/ στα μάτια του παιδιού- γυρνούσαν τ’ αλογάκια/
με τα δυο πόδια στον αέρα, το μικρό/ μπρούντζινο κανόνι ανεβοκατέβαινε,/
πολύχρωμα λαμπιόνια, μουσική, ευωδιές/ από πανσέδες.
Στο βάθος οι δικοί του/ πατέρας και μητέρα στα λευκά/ με φίλους, φλυαρούσαν πίνοντας μπίρα/
σε ψηλόκορμα ποτήρια»μπαλονάκια»./ Στο τραπεζάκι πιάτα με βραστές γαρίδες/ κι αλατισμένα άσπρα αμύγδαλα.
Γλυκιά καλοκαιριάτικη εσπέρα/ πλάι στα φύκια και τα βότσαλα / της παραλίας του Μπέχτσιναρ.
*πληροφορίες:
Ήταν κάποτε μια πόλη: Μπες Τσινάρ (Κύα Τζήμου – Parallaxi)
«Στο Μπεχτσινάρι, σε φίνο ακρογιάλι» – Η ιστορία του Κήπου του Μπες Τσινάρ στη Θεσσαλονίκη. (Εκδόσεις Κυριακίδη, 2019)
Στο Μπεχτσινάρι του Μεσοπολέμου – Θεσσαλονίκη, Χαμένη Πόλη