Θεσσαλονίκη

Κιβωτός και Ουτοπία: Δυο θρυλικά ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης

Αναμνήσεις και μαρτυρίες από τα χρόνια που όλοι οι νέοι ακούγανε δυο εναλλακτικά ραδιόφωνα

Γιώργος Σταυρακίδης
κιβωτός-και-ουτοπία-δυο-θρυλικά-ραδιό-972791
Γιώργος Σταυρακίδης

Όσοι έχουν ζήσει στη Θεσσαλονίκη το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 αλλά και την δεκαετία των ‘90s, θα θυμούνται σίγουρα δύο συλλογικά ραδιόφωνα της πόλης που ξεχώρισαν και άφησαν τη δική τους ιστορία στην κοινωνία αλλά και στην μουσική σχολή των επόμενων χρόνων.

Από το 1988, τα ραδιόφωνα περνάνε σε μία νέα εποχή. Το ΠΑΣΟΚ, προωθεί τον νόμο της ελεύθερης ραδιοφωνίας και ένα καθεστώς ημιμονιμότητας «σβήνει» σταδιακά τα πειρατικά ραδιόφωνα που μέχρι τότε ακούν όλοι στα σπίτια τους, λίγο κρυφά και λίγο παράνομα, ενώ προσπαθούν να πιάσουν γραμμή για να ζητήσουν το αγαπημένο τους τραγούδι.

Όλοι εκείνοι οι παλιοί ραδιοπειρατές, προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση και μεταξύ αυτών και οι άνθρωποι που δημιούργησαν τα δύο πιο επιδραστικά ραδιόφωνα εκείνης της δεκαετίας για τη Θεσσαλονίκη.

Είναι η εποχή των αλλαγών σε όλα. Αλλάζουν τα ραδιόφωνα τότε. Αλλάζει ο τρόπος που ακούμε μουσική και μία ολόκληρη κοινωνία προσαρμόζεται σε μία νέα εποχή για τη χώρα που σε ένα σωρό τομείς δείχνει να απολαμβάνει το καινούριο. Οι νέοι αντιμετωπίζουν τα κοινωνικά θέματα της εποχής. Συζητούν για αυτά, τους προβληματίζουν. Οι φοιτητές της Θεσσαλονίκης αντιδρούν. Κάνουν καταλήψεις. Θέλουν να μιλήσουν για όσα τους απασχολούν και βρίσκουν βήμα κάποιοι από αυτούς στον ραδιοφωνικό αέρα της πόλης.

Είναι και η εποχή που οι κεραίες των ραδιοφώνων πρέπει να φύγουν μέσα από την πόλη και να μεταφερθούν όλες στο πάρκο του Χορτιάτη. Αυτό για κάποια ραδιόφωνα φαινόταν τεράστιο και εξαιρετικά δαπανηρό. Κάποιοι προσαρμόστηκαν. Κάποιοι άλλοι παρέμειναν μέσα στη πόλη μέχρι να τους «ξηλώσει» η αστυνομία. Κυνηγητά από τα ΜΑΤ και επεισόδια εντός και εκτός ραδιοφωνικών σταθμών.

Το Ράδιο Κιβωτός και το Ράδιο Ουτοπία αφήνουν το δικό τους στίγμα στην πόλη εκείνα τα χρόνια, δίνοντας βήμα σε δεκάδες ανθρώπους που ήθελαν να εκφραστούν μέσα από τον αέρα ενός ραδιοφώνου. Άνθρωποι που αγαπούσαν να παίζουν μουσική, άλλοι που ήθελαν να μιλήσουν για θέματα κοινωνικά και πολιτικά και άλλοι που αγαπούσαν άλλες τέχνες, συνυπήρχαν σε ένα πρόγραμμα που μπορούσε και το κατάφερε, να αφορά ένα μεγάλο κοινό της πόλης – κυρίως νέων ανθρώπων που «καίγονταν» για όλα αυτά.

Βινύλια και κασέτες που πάνε κι έρχονται στις πλάτες των παραγωγών των ραδιοφώνων, μουσικές που σπάνια ακούς αλλού, καινούρια συγκροτήματα που ξεκινούν τότε στην ροκ σκηνή της πόλης και της χώρας και τα επόμενα χρόνια κάνουν ένα ολόκληρο δικό τους ρεύμα που οφείλουν πολλά σε τέτοια ραδιόφωνα που μέσα στην ελευθερία της έκφρασης τους, τολμούν και επιδιώκουν να συστήσουν καινούρια μουσικά πράγματα.

Σποτάκια που μέχρι και σήμερα θυμούνται πολλοί. Συναυλίες στο πάρκο των σκύλων. Συλλογές στα πανεπιστήμια από ακυκλοφόρητα τραγούδια. Τα κουρέλια.

Τι έχει μείνει από εκείνη την εποχή του πιο αθώου ραδιοφώνου; Ίσως και τίποτα όπως εξελίχθηκε το ραδιόφωνο τα επόμενα χρόνια και τις πιο πρόσφατες δεκαετίες.

Τα δύο ραδιόφωνα έκλεισαν, κυρίως όταν δε μπορούσαν πλέον να ανταπεξέλθουν στα πολλά έξοδα και την πίεση του ανταγωνισμού, την περίοδο που όλα έπαιρναν μία πιο «επιχειρηματική» μορφή και έπρεπε να επιλέξουν πως για να επιβιώσουν θα έπρεπε να αλλάξουν χαρακτήρα. Κάτι που άλλαζε για αυτούς, όλη την φιλοσοφία και τη μαγεία του ραδιοφώνου τους και τον λόγο που έναναν ραδιόφωνο.

Κάποιοι που βρέθηκαν στα δύο ραδιόφωνα της πόλης, θυμούνται σήμερα την εποχή και, όπως αναφέρουν, νοσταλγούν την ελευθερία εκείνων των ημερών…

Ράδιο Ουτοπία 107.7

“Γεια σας, είμαι ο Αερόφυλλος Μεταβλητός κι αυτός είναι ο Εφιάλτης στο Δρόμο με τις Κεραίες…” – θυμάται πώς ξεκινούσε ο Αντώνης Βλαβογελάκης από την εποχή που έκανε εκπομπές στο Ράδιο Ουτοπία.

«Ράδιο Ουτοπία 107.7 λοιπόν… η αλήθεια είναι ότι αν καταδυθώ στο ημιυπόγειο του εγκεφάλου μου που φυλάω τις αναμνήσεις από τα δύο ημιυπόγεια του Ράδιο Ουτοπία στα Κάστρα θα μείνω πολύ ώρα. Από την ώρα που πρωτοπήγα εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 80, γνώρισα τον Νίκο Στεφανίδη και όλον εκείνο τον υπέροχο κόσμο, έγινε η καθημερινότητα μου για πολλά χρόνια. Δεν ήταν φάση “κάνω μια εκπομπή” κι έφυγα, ήταν τρόπος ζωής για πολλούς από εμάς. Ζούσαμε, επικοινωνούσαμε, περνούσαμε όλο μας τον ελεύθερο χρόνο εκεί. Μέχρι και η έξοδος μας πολλά βράδια ήταν εκεί, στην λεγόμενη “Βραδινή Ζώνη Τυχαίων Γεγονότων”, όπου οι εκπομπές παίρνανε πολλές φορές απροσδόκητη τροπή και γινόταν υπέροχα ξενύχτια. Ο ερασιτεχνισμός με την καλυτερότερη έννοια του.

Ζυμώσεις, γλέντια, συνελεύσεις, συλλογικότητες, συμπεριληπτικότητα και δικαιωματισμός δεκαετίες πριν γίνει must και trend και cool, συναυλίες για χρηματοδότηση και φυσικά εκπομπές και πειραματισμοί που φαντάζουν αδιανόητα με τα σημερινά δεδομένα.

Εκεί τα πρώτα μου σατιρικά κείμενα, εκεί οι πιο γαμάτες μουσικές, όλων των ειδών και για να μην μακρυγορώ εκεί μερικοί από τους ωραιότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, δεν θα γράψω ονόματα μη τυχόν και ξεχάσω κάποιον, αλλά θα μνημονεύσω μόνο την στενή μας ομάδα, τον Ναπολέοντα Κύκλοτρο, τον Μήτσο Χάιτεκνο, τον Γιώργο Πολυμήχανο και τον Εντρόπιο Αδιαβατικό με τις εκπομπές μας “Πωπω τι μεγάλο που είναι” και “Τρία πουλάκια κάθονται επάνω στο κομπιούτερ” με τους οποίους και με τη συμμετοχή του Αλίκου Νικολαϊδη (Κύριο Ρύκιο ή κατά κόσμο Γιάννη Πλόχωρα) συνεχίσαμε τις σατιρικές εκπομπές στον μετέπειτα 88μισό. Α να μην ξεχάσω και το φοβερό μας ραδιοσήριαλ την ΣΗΨΗ, το οποίο μεταδίδαμε ζωντανά, παίζαμε δηλαδή εκείνη την ώρα (κάποια στιγμή έκανα 5-6 φωνές) και με μηδαμινά μέσα και εφφέ, πχ εξομοίωση τακουνιών με στυλο μπικ στο τραπέζι…).

Αυτά τα λίγα για τώρα, ευελπιστώ κάποια στιγμή να κάνω ένα podcast με περισσότερα… Αναμφισβήτητα από τα καλύτερα χρόνια μου και νομίζω ότι είμαστε εξαιρετικά τυχεροί όσοι το ζήσαμε.»

Τα φεστιβάλ στο πάρκο των σκύλων

Τις δικές της αναμνήσεις, μοιράζεται μαζί μας και η Χριστίνα Κυδώνα, το διάστημα που βρέθηκε στο Ράδιο Ουτοπία.

«Εγώ ήμουν εκεί το διάστημα ‘91 με ‘92. Επειδή έφυγα για αγροτικό στην Κρήτη, σταμάτησα αλλά ήταν εκεί όλοι οι φίλοι μου και ήταν μία περίοδος πού οργάνωναν και τα φεστιβάλ στην παραλία με μεγάλα ονόματα. Πώς είναι τώρα το αντιρατσιστικό φεστιβάλ, τότε κάτι ανάλογο έκαναν τα δύο ραδιόφωνα.

Βασικά είχαμε εμπλακεί πολλοί από το αυτόνομο στέκι της φιλοσοφικής, που είχε πολλές ομάδες. Εγώ ήμουν σε μία ομάδα περί ιατρικής και κάναμε κάτι εκπομπές περί κριτικής στο δυτικό μοντέλο ιατρικής, για την φαρμακοβιομηχανία, τα ναρκωτικά, το κίνημα της αντιψυχιατρικης. Εκπομπές λόγου δηλαδή. Ήταν όμως και η ομάδα με τα σκυλάκια του παβλόφ από τη φιλοσοφική, από το ψυχολογικό. Ήταν η ομάδα της αναπηρίας με τον Βουλγαρόπουλο, πολύ σημαντική μορφή της αναπηρίας.

Τότε που έγινε ο νόμος και ανοίγει η ραδιοφωνία, έγιναν πολλές προσπάθειες από τα δύο αυτά ραδιόφωνα (Ουτοπία και Κιβωτός) να πάρουμε άδειες. Είχαμε θυμάμαι και δικηγόρους δικούς μας και κάναμε ό,τι χρειαζόταν. Αλλά δεν ευοδώθηκαν αυτές οι προσπάθειες γιατί ήθελαν και πολλά λεφτά, και αρκετό προσωπικό και αυτά τα ραδιόφωνα ήταν αυτοδιαχειριζόμενα τότε.

Τα ραδιόφωνα αυτά, κάποια στιγμή, άρχισαν να ενοχλούν, γιατί συνδέθηκαν και με τις καταλήψεις της εποχής. Το πιο σοβαρό θυμάμαι επεισόδιο καταστολής ήταν όταν μπήκανε μέσα στο ράδιο Κιβωτός και σχεδόν τους χτυπήσανε. Στην ουτοπία δεν μας είχαν χτυπήσει, αλλά υπήρχαν κλήσεις του τύπου ποιος είναι υπεύθυνος, να έρθει από το τμήμα και πολλές φορές που έριχναν την κεραία στο Χορτιάτη. Οπότε αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα για το σήμα στην πόλη, το κόστος για την κεραία στο Χορτιάτη ήταν τεράστιο για εμάς.

Ένας από τους τρόπους χρηματοδότησης, ήταν κασέτες που βγάζαμε τότε. Ένας τύπος που λεγόταν Γιώργος Σιχ και είχε την εκπομπή τα κουρέλια, έφτιαχνε κασέτες τις οποίες πουλούσαμε στα πανεπιστήμια, με επιλογές τραγουδιών που όμως δεν είχαν βγει στη δισκογραφία και αφορούσαν την εναλλακτική σκηνή. Ο δεύτερος τρόπος ήταν κάτι πάρτι που κάναμε στο πανεπιστήμιο, βασικά φιλοσοφική και Πολυτεχνείο, και ο τρίτος ήταν τα μεγάλα φεστιβάλ του καλοκαιριού που διοργανώνουμε κάθε Ιούνιο και ήταν ας πούμε, με έναν τρόπο αυτή η τεχνογνωσία, που γέμισε τα επόμενα χρόνια τα αντιρατσιστικά φεστιβάλ στην παραλία. Γιατί γινόταν στον ίδιο τόπο στο πάρκο των σκύλων. Τα φεστιβάλ τότε ήταν τριήμερα, ερχόταν και πολύς κόσμος από την Αθήνα και είχαν μεγάλα σημερινά ονόματα. Πολλούς δηλαδή που τότε ήταν ανερχόμενοι όπως ας πούμε οι Τρύπες. Υπήρχαν τα απογεύματα συζήτησης και το βράδυ μουσική. Αυτό λοιπόν ουσιαστικά το έφεραν στην πόλη τα δύο αυτά ραδιόφωνα.»

“Ενοχλούσαμε…”

«Ο σταθμός ξεκίνησε ως ιδέα σε κάτι συζητήσεις στο στέκι στην Ικτίνου. Βέβαια δεν ευοδώθηκε τότε, πέρασε αρκετά στάδια και κάποια στιγμή μιλώντας με τον Νίκο τον Στεφανίδη και άλλους φίλους, στο τέλος του 88 ξεκινήσαμε.» αναφέρει στη συζήτηση μας, ο Δημοσθένης Παπαδήμος που ήταν στο Ράδιο Ουτοπία από το ξεκίνημα του.

«Άδειες τότε ακόμα δεν δίνανε. Θυμάμαι σε ένα στούντιο εκεί στην Βλατάδων που είχαμε φτιάξει, κλείναμε τα μικρόφωνα γιατί είχε δίπλα παγώνια και φωνάζανε και δεν θέλαμε να καταλάβουν που βρισκόμαστε.

Στην αρχή ήμασταν λίγα άτομα, περίπου 10. Προσπαθούσαμε να δώσουμε βήμα σε ομάδες οικολογικές, σε ανθρώπους που είχανε προβλήματα αναπηρίας, μάλιστα είχαμε και κάποιον που ήταν τυφλός και έκανε εκπομπές. Στην αρχή τον βοηθήσαμε μέχρι να μάθει την κονσόλα και μετά μόνος του έκανε τις εκπομπές του, με θέμα τα προβλήματα των τυφλών.

Οι εποχές άλλαζαν κατά καιρούς και άλλες είχαμε περισσότερο λόγο ενώ άλλες είχαμε περισσότερο εκπομπές μουσικής. Κάποια στιγμή επειδή είχαμε και όλοι τις δουλειές μας και κουραστήκαμε, το ανοίξαμε όλο αυτό λίγο περισσότερο. Φτιάξαμε καλύτερα στούντιο, ράμπα για τους ανάπηρους, ήταν όλα πιο επαγγελματικά. Οι εκπομπές τότε ήταν που πήραν έναν άλλο χαρακτήρα, πιο πολιτικό, εξέφραζαν δηλαδή τις ομάδες που συμμετείχαν και θίγονταν θέματα κοινωνικά. Οι δικές μου εκπομπές ήταν κυρίως μουσικές, γιατί από τη στιγμή που υπήρχαν τόσες ομάδες λόγου μες στο ραδιόφωνο έπρεπε κάπως αυτό να ρυθμιστεί. Γενικά στο ραδιόφωνο προωθήσαμε το ελληνικό ροκ, αλλά μπορούσες να ακούσεις τα πάντα μέχρι και κλασική μουσική.

Τις αποφάσεις τις παίρναμε στη γενική συνέλευση που κάναμε κάθε Κυριακή. Οι συναυλίες μας ήταν στην παλιά παραλία, στο πάρκο των σκύλων. Αυτές βοηθούσαν στα έξοδα του σταθμού. Τότε είχαμε αναγκαστεί να πάμε και την κεραία στο Χορτιάτη. Έτσι και τα λειτουργικά έξοδα ανέβηκαν κατακόρυφα.

Εκτός από το κυνηγητό της αστυνομίας, είχαμε παρεμβολές και έπρεπε συνέχεια να αλλάζουμε συχνότητες. Ο λόγος που είχαμε στο ραδιόφωνο, μάλλον δεν έπρεπε τότε να ακούγεται και για αυτό γινόταν όλα αυτά. Ενοχλούσαμε.

Δεν ήμουν μέχρι το τέλος του σταθμού, κάποια στιγμή λόγω δουλειάς και έλλειψης χρόνου πήρα την απόφαση να σταματήσω. Παρέμεινα βέβαια κοντά στα παιδιά, άλλωστε μετά από τόσα χρόνια είχαμε γίνει και φίλοι. Ερχόταν και έφευγε συχνά κόσμος στο ραδιόφωνο, κυρίως φοιτητές που τελείωναν τη σχολή τους και έφευγαν στις πόλεις τους. Μέχρι το 1998 λειτουργούσε σίγουρα το Ράδιο Ουτοπία, δηλαδή ήταν σίγουρα μία ωραία δεκαετία.

Ο σταθμός πρέπει να σου πω ότι σε κάποια μέτρηση που είχε γίνει είχε φτάσει κάπου στο 6% ακροαματικότητα που είναι σημαντικό για ένα ραδιόφωνο στην πόλη. Ήταν περίοδος που γενικά το ραδιόφωνο ανθούσε στην πόλη. Και ο κόσμος άκουγε πολύ ραδιόφωνο τότε.»

Ράδιο Κιβωτός 92.5

Από εκείνους που μέχρι και σήμερα γράφουν ιστορία στη μουσική της πόλης – και όχι μόνο – είναι ο Πάκης Τζιλής του δισκοπωλείου «Λωτός» που κάπου στις αρχές του 1988, ξεκινάει να κάνει εκπομπές στο Ράδιο Κιβωτός και μοιράζεται τις δικές του αναμνήσεις από εκείνη την εποχή.

«Την δεύτερη πενταετία της δεκαετίας του 80 που η πόλη ήταν αρκετά ενεργή, διάφορα πράγματα σκιρτούσαν και έπαιρναν ζωή και ανάμεσα στα διάφορα πράγματα, τα οποία έγιναν εκείνη την περίοδο, προέκυψε και το Ράδιο Κιβωτός καθώς και το Ράδιο Ουτοπία με μία παράλληλη αλλά διαφορετική πορεία.

Το Ράδιο Κιβωτός ουσιαστικά ξεκινάει το 1987, ενώ εγώ έχω συμμετοχή στο σταθμό από τον Φλεβάρη του 1988. Η αλήθεια είναι, σχετικά με τα ερτζιανά, ότι υπήρχε μία χαώδης κατάσταση εκείνη την περίοδο, με την έννοια ότι προετοιμαζόταν το έδαφος προς την ιδιωτική τηλεόραση που ερχόταν. Στο ραδιόφωνο υπήρχε ένα πολύ ασαφές τοπίο σε σχέση με τις άδειες, και υπήρχε αν θυμάμαι καλά και ένα στάδιο προσωρινής άδειας που το Ράδιο Κιβωτός είχε πάρει.

Οι λεγόμενοι ερασιτεχνικοί σταθμοί, ουσιαστικά εκείνη την περίοδο έσβηναν εντελώς και τη θέση τους έπαιρναν ιδιωτικοί σταθμοί. Υπήρχε ακόμα χώρος για να μπορέσει να υπάρξει ένα σχετικά μικρό και συλλογικό ραδιόφωνο, όπως το Ράδιο Κιβωτός. Δεν ήταν εύκολο αλλά δεν ήταν και αδύνατο τότε.

Ουσιαστικά είχαμε μία κοινή ευθύνη όσον αφορά το σταθμό, η οποία μπορεί να κατέληγε στις εκπομπές του καθένα, αλλά πριν από αυτό υπήρχε ο χώρος , το στήσιμο του, η κεραία, τα υπόλοιπα λειτουργικά έξοδα.

Εμείς ουσιαστικά είχαμε μία μεγάλη κόντρα με την τότε κυβέρνηση και επαγωγικά και με την αστυνομία, όταν ουσιαστικά γινόταν αυτή η μεταφορά της κεραίας από την  Άνω Πόλη προς στον Χορτιάτη, όπου κατά κάποιο τρόπο εμείς είχαμε συνειδητοποιήσει ότι αυτού του είδους η μεταφορά θα σήμαινε νομοτελειακά κάποια στιγμή και το κλείσιμο του σταθμού, με την έννοια ότι έβαζε κάποιους όρους που σύντομα θα εξαντλούσαν το σταθμό και τελικά έτσι έγινε.  Οπότε κατά κάποιο τρόπο εμείς προσπαθήσαμε εκείνη την περίοδο να μείνουμε στην Άνω Πόλη. Όπου από εκεί τελικά, μας έβγαλε έξω η αστυνομία.

Όταν λοιπόν η κεραία μεταφέρθηκε στο Χορτιάτη έγιναν πολύ πιο δύσκολα τα θέματα της εκπομπής και της κεραίας. Μία μικρή ομάδα ανθρώπων με σχετικά περιορισμένα οικονομικά μέσα και χωρίς να υπάρχει από πίσω κάποιος που δίνει το κεφάλαιο και χρηματοδοτεί, θα έπρεπε να ανταπεξέλθει και σε αυτό. Όσον αφορά τις τεχνικές προϋποθέσεις, αλλά και όσον αφορά το οικονομικό σκέλος το οποίο ήτανε πιο απαιτητικό πλέον.

Υπήρχε λοιπόν μία συνδρομή που δίναμε όλοι μηνιαία και υπήρχαν στο σταθμό και κάποια έσοδα από εκδηλώσεις που διοργανώναμε, κάποιες συναυλίες.

Εγώ είχα δύο εκπομπές, η μία ήταν βραδινή και η άλλη μεσημεριανή, κατά βάση μουσικές αλλά υπήρχε και λόγος περί τέχνης ή μία πιο κοινωνικοπολιτική κατεύθυνση. Εγώ εκεί ήμουν μέχρι και του 1995 και περίπου ενάμιση χρόνο μετά κλείνει ο σταθμός, αφού δεν μπορούσε πια να αντέξει τις συνθήκες που επικρατούσαν πλέον στα ερτζιανά.

Ήταν χρόνια όμορφα έντονα, πολύ δημιουργικά, εν μέρει συγκρουσιακά, αλλά ήταν σίγουρα ένα εγχείρημα που πέτυχε. Είχε δημοφιλία μες στην πόλη και μάλιστα είχε και επιρροή.

“Εμείς θέλαμε να κάνουμε το μεράκι μας”

Τη δική του εμπειρία από εκείνη την εποχή, καταθέτει ο Σπήλιος Γεωργιάδης μιλώντας για ένα πρωτοφανές καθεστώς ελευθερίας.

«Αυτό που έγινε τότε ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Ήτανπρωτοποριακό. Όπως ξέρεις παλιά υπήρχε το λεγόμενο πειρατικό ραδιόφωνο, όπου υπήρχαν άτομα τα οποία βγαίνανε σε κάποιες συχνότητες με τον κίνδυνο μάλιστα να συλληφθούν από την αστυνομία και έπαιζαν συνήθως μουσική. Συγκεκριμένα πράγματα πάντα, άλλος έπαιζε λαϊκά, άλλος έπαιζε ροκ, σε διάφορες ώρες, ο καθένας όποτε επιθυμούσε. Τους ακούγανε τότε φανατικά, γιατί το ραδιόφωνο τότε δεν είχε και πολλά πράγματα, όπως και στην τηλεόραση υπήρχαν τότε λίγες συχνότητες και δεν είχες εύκολα την ευκαιρία να ακούσεις ούτε την αγαπημένη σου μουσική όσο συχνά ήθελες. Τότε, στα χρόνια του ΠΑΣΟΚ είχε βγει η απόφαση για ελεύθερη ραδιοφωνία και νομοθετήθηκε αυτό. Ήμασταν στο μεταίχμιο πού συχνότητες ήταν ακόμα αναλογικές, δεν υπήρχαν ακόμα οι ψηφιακές συχνότητες.

Κασέτα με σατυρικά αποσπάσματα, σποτάκια και τραγουδάκια του αυτοδαχειριζόμενου κοινωνικού ραδιοφώνου Ράδιο Κιβωτός 92,5 που είχε κυκλοφορήσει σε 50 αντίτυπα λόγω έλλειψης χρημάτων. 

Εγώ έμαθα για το Ράδιο Κιβωτός από έναν κουμπάρο μου, τον Γιώργο τον Ρουμελιώτη. Είχα εκείνο τον καιρό μεγάλη τρέλα με τη μουσική και άκουγα κυρίως ροκ, την ανεξάρτητη σκηνή. Ήταν και μία εποχή που είχες πολύ λίγες πιθανότητες να το ακούσεις αυτό το πράγμα στο ραδιόφωνο.  Πήγα λοιπόν εγώ και τους συνάντησα. Θυμάμαι ότι σε εκείνο το πρώτο ραντεβού δεν γνώριζα κανέναν εκεί μέσα, είχαμε μαζευτεί για να δούμε πόσοι είμαστε και να επιλέξουμε εκπομπές που θέλει ο καθένας να κάνει. Το επόμενο ραντεβού ήταν στην Άνω Πόλη, εκεί όπου ήταν και σταθμός. Ένα υπόγειο ήταν.

Ήταν στημένος με δύο κονσόλες, με το πικάπ και το κασετόφωνο, είχε θυμάμαι ένα δωματιάκι και έναν προθάλαμο. Εκεί στον προθάλαμο ήταν που βρεθήκαμε. Είπαμε ότι θα πληρώνουμε ένα μικρό τίμημα ο καθένας για τα έξοδα, τα οποία ήταν το ρεύμα και το ενοίκιο και κάναμε μία πρώτη συζήτηση για το πρόγραμμα, που ήταν εντελώς ελεύθερο. Απλά διαλέξαμε ώρες που μας ενδιέφεραν και ημέρες εκείνη τη μέρα.

Τώρα που το σκέφτομαι ήταν κάτι μοναδικό αυτό που συνέβαινε τότε. Τόση Ελευθερία σε μέσο μαζικής επικοινωνίας δεν πιστεύω ότι μπορεί να έχει ξαναγίνει. Γιατί πραγματικά δεν σε ρωτούσε κανένας τι πρεσβεύεις, τι είσαι, πώς είσαι, τι θέλεις να πεις και τι θέλεις να παίξεις. Υπήρχε μία πλήρης Ελευθερία.

Τότε που έκανα εκπομπές, θυμάμαι μου άρεσε πάρα πολύ να κάνω νύχτα. Και ανάλογα τη διάθεση, υπήρχαν φορές που καθόμασταν και μέχρι το πρωί. Έφερνα φίλους και βάζαμε μαζί μουσικές και πίναμε και κανένα ουίσκι. Εν τω μεταξύ στις εκπομπές πηγαίναμε με δικούς μας δίσκους. Εκεί υπήρχαν κάποιες κασέτες, υπήρχαν πράγματα ενδιαφέροντα που μπορούσαμε να βρούμε αλλά φέρναμε και τα δικά μας. Εγώ για να ετοιμάσω μία εκπομπή θυμάμαι έπαιρνα και δίσκους από φίλους. Συνήθως είχα κάποια θέματα, κυρίως μουσικά στις εκπομπές. Είχα κάνει ας πούμε ένα πολύ μεγάλο αφιέρωμα στην ψυχεδέλεια και μέχρι και σήμερα είμαι πολύ ικανοποιημένος που το έκανα, γιατί ήταν πολύ δύσκολο εκείνη την εποχή. Είχα βρει και ντοκουμέντα πολλά αλλά και σπάνιους δίσκους και είχα παίξει πολύ πρωτοποριακά πράγματα που δεν παίζονταν στο ραδιόφωνο εκείνη την εποχή. Τελειώναμε τις εκπομπές στις δύο ή στις τρεις και τέσσερις το πρωί και γυρνούσα μετά με τους δίσκους στον ώμο με τα πόδια, για να πάω σπίτι μου και ήμουν χαρούμενος, πετούσα γιατί νωρίτερα είχαμε μιλήσει με κόσμο, είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο, είχαμε παίξει μουσικές!

Ήξερα ότι όταν έπαιζα εγώ το βράδυ έκανα συντροφιά σε φοιτητές που διάβαζαν. Το ραδιόφωνο τότε ήταν συντροφιά. Μας έπαιρναν το βράδυ και μας έλεγαν να παίξουμε λίγο ακόμα μέχρι να κοιμηθούν, γιατί μην ξεχνάς ότι εκείνη την εποχή οι τηλεοράσεις στις 12:00 κλείνανε. Δεν είχε τίποτα να δούνε. Έψαχνε λοιπόν παρέα ο κόσμος.

Δεν είχαμε κανέναν εμπορικό σκοπό τότε στο ραδιόφωνο εμείς. Προφανώς και δεν υπήρχαν διαφημίσεις στο ραδιόφωνο. Εμείς θέλαμε να κάνουμε το μεράκι μας. Δεν θέλαμε να βγάλουμε λεφτά από αυτό. Ήμασταν γεμάτοι από όσα κάναμε.

Για μένα εκείνα τα χρόνια ήταν τρομερά. Το ράδιο Κιβωτός ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω κάνει στη ζωή μου. Με γέμιζε απόλυτα αυτό που ζούσα εκεί. Ήταν η πιο όμορφη ελεύθερη μορφή έκφρασης που έχω βιώσει. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι μπορεί να ξαναγίνει κάτι τέτοιο…»

Φαξ προς την ΑΕΠΙ για τα πνευματικά δικαιώματα αναπαραγωγής των μουσικών κομματιών

*Πηγή για το φωτογραφικό υλικό του Ράδιο Ουτοπία: Αντώνης Βλαβογελάκης | takourelia.espivblogs.net

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα