«Κλείνουμε»: Τα μικρά καταστήματα δεν επιβιώνουν πια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης
Τα αβάσταχτα ενοίκια, τα εμπορικά κέντρα, οι τεράστιες αλυσίδες, η φρενίτιδα του online shopping και η αποκέντρωση της αγοράς κάνουν αγνώριστο το κέντρο της πόλης
Το κέντρο της Θεσσαλονίκης κάποτε έσφυζε από ζωή, με τους κατοίκους του να βολτάρουν από νωρίς το πρωί, από μαγαζί σε μαγαζί για να κάνουν τα ψώνια τους από ανθρώπους των οποίων τα καταστήματα γνώριζαν, καλλιεργώντας και σχέσεις, πιο προσωπικές.
Σήμερα αυτή η εικόνα του κέντρου έχει χαθεί σε σημαντικό βαθμό. Ένα κομμάτι του ιστορικού κέντρου δεν έχει πια την ταυτότητά του.
Οι μεγάλες αλυσίδες και τα εμπορικά κέντρα έχουν πάρει τη θέση των μικρών εμπόρων, των οποίων τα καταστήματα, το ένα μετά το άλλο, εγκαταλείπουν το κέντρο της πόλης και μεταφέρονται στις συνοικίες, ή στη χειρότερη, κλείνουν οριστικά. Παράλληλα, όσα από αυτά παραμένουν στο κέντρο, παλεύουν καθημερινά για την πολύ δύσκολη επιβίωσή τους.
Τα ενοίκια έχουν γίνει αβάσταχτα και η έναρξη λειτουργίας του Μετρό έφτασε σε σημείο να αυξήσει τις τιμές των καταστημάτων που βρίσκονται κοντά στους σταθμούς, έως και στο 100%.
Η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών δεν είναι η ίδια με παλιά. Ο κόσμος χαζεύει τις βιτρίνες, κοιτάει μία, δύο και τρεις φορές για ένα πράγμα που σκέφτεται ότι ίσως θα αγοράσει.
Το κέντρο έχει χάσει τους παλιούς του κάτοικους, έχει γεμίσει με φοιτητές και νέους, οι οποίοι προτιμούν την ευκολία των τεράστιων αλυσίδων, το online shopping, την απρόσωπη αγορά. Ταυτόχρονα, πολλοί είναι αυτοί που στρέφονται στις συνοικιακές αγορές. Οι πολίτες που μένουν ανατολικά και δυτικά της Θεσσαλονίκης, συνηθίζουν να ψωνίζουν κάπου κοντά τους, χωρίς να χρειαστεί να ψάχνουν ατελείωτες ώρες για parking στην «ψυχή» της πόλης.
Το μουντό κλίμα είναι φανερό στην αγορά του κέντρου, με τα μαγαζιά στα οποία κάποτε δεν χωρούσε ο κόσμος, τώρα να είναι άδεια, οι τζαμαρίες τους γεμάτες σκόνες, καλυμμένες με γκράφιτι, κατεβασμένα ρολά και τεράστια αυτοκόλλητα «ΠΩΛΕΙΤΑΙ».
H Parallaxi έκανε βόλτες πέρα για πέρα στο κέντρο της πόλης, παρατήρησε τα «ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ», «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» και «ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ», κολλημένα στα σκονισμένα τζάμια των έρημων μαγαζιών και συζήτησε με τους καταστηματάρχες μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τα χρόνια προβλήματα της αγοράς του κέντρου.
Στη γειτονιά πάνω από την Εγνατία, ένα κατάστημα με μελισσοκομικά, κρατάει τις ρίζες του για περισσότερα από 80 χρόνια. Η 3ης γενιάς ιδιοκτήτριά του, αναλύει στην Parallaxi το πώς έχει αλλάξει η αγορά του κέντρου τα τελευταία χρόνια:
«Το κέντρο, ακόμα και πριν τον κορωνοϊό, είχε ερημώσει από ανθρώπους που κατέβαιναν για τα ψώνια τους. Λόγω της κίνησης στους δρόμους αλλά και των πορειών, που πλέον γίνονται όλο και συχνότερα, έπαψε πια να προτιμά το κέντρο για τις αγορές του. Μεγάλη ζημιά έκανε και η πανδημία, καθώς επειδή δεν επιτρεπόταν η κίνηση μεταξύ των δήμων, οι άνθρωποι έμαθαν να κινούνται στις γειτονιές τους και να κάνουν τις αγορές τους από τα συνοικιακά καταστήματα.
Οι κάτοικοι του κέντρου έχουν αλλάξει ολοκληρωτικά. Οι παλαιότερες γενιές, οι μεγαλύτεροι άνθρωποι που προτιμούσαν τα μικρά τοπικά καταστήματα, έχουν φύγει από το κέντρο και έχουν αντικατασταθεί από νέα άτομα και φοιτητές, οι οποίοι στρέφονται στα πολυκαταστήματα, στα μεγάλα εμπορικά με τα αυτοματοποιημένα ταμεία και στην απρόσωπη αγορά.
Λίγοι είναι οι νέοι πιστοί πελάτες που ακολουθούν τα παραδοσιακά ψώνια της οικογένειάς τους και επιλέγουν ακόμα το κατάστημα από το 1931, όπως εξηγεί η ίδια:
«Οι πιστοί πελάτες που έρχονται και μας στηρίζουν ακόμα, είναι παλιάς γενιάς. Λίγοι είναι οι νέοι άνθρωποι που θα έρθουν και θα ψωνίσουν από εμάς, επειδή ψώνιζε από εδώ η γιαγιά, η μαμά, ο παππούς τους… Υπάρχουν όμως και αυτοί. Αλλά οι περισσότεροι προτιμούν τα μεγάλα σούπερ μάρκετ και τα εμπορικά καταστήματα, όπου υπάρχει περισσότερη ποικιλία, φθηνότερα προϊόντα και ευκολία με το αυτοκίνητο».
«Ελπίζουμε να βελτιωθεί η κίνηση του κέντρου με το Μετρό, αλλά η αγοραστική δύναμη του καταναλωτή έχει μειωθεί. Ο κόσμος δεν έχει λεφτά», καταλήγει:
«Θέλουμε να ελπίζουμε ότι θα βελτιωθούν τα πράγματα στην κίνηση του κέντρου, με το Μετρό. Αλλά ταυτόχρονα είναι δίκοπο μαχαίρι. Γιατί ο κόσμος δεν έχει πλέον λεφτά και το Μετρό έχει φέρει μεγάλες αυξήσεις στα ενοίκια των καταστημάτων που το περικλείουν. Έχει μειωθεί η αγοραστική δύναμη του καταναλωτή, οι άνθρωποι αγοράζουν πλέον τα απολύτως απαραίτητα.
Εμείς άλλες χρονιές, τέτοια εποχή δεν προλαβαίναμε να πουλάμε τα μέλια, γιατί τα ζητούσαν για να φτιάξουν μελομακάρονα. Τώρα αγοράζουν τα μελομακάρονα μέχρι και από το σούπερ μάρκετ γιατί δεν μπορούν να τα αγοράσουν ούτε από τα ζαχαροπλαστεία. Ο κόσμος δεν κοιτάει πλέον την ποιότητα, κοιτάει μόνο την τιμή».
Ένας εκδοτικός οίκος υπάρχει πάνω από την Εγνατία για περισσότερα από 20 χρόνια. Στο ίδιο στενό, το ένα κατάστημα μετά το άλλο, έχουν κατεβάσει ρολά και οι επιγραφές των «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» και «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» έχουν καλυφθεί με γκράφιτι.
Ο κ. Λευτέρης, ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου, λέει ότι «αυτό το μέρος παλιά έσφυζε από ζωή»:
«Δεν μπορούσες να βρεις μαγαζί για να το νοικιάσεις. Σήμερα βλέπεις όλα είναι έρημα, όλα είναι με ρολά. Είναι το μεγάλο κατάντημα, από τη στιγμή που η κυβέρνηση χτυπά τη μεσαία τάξη και τα φορτώνει όλα στους “μεγαλοκαρχαρίες”. Όταν ήρθαμε εδώ το 1965, η αγορά ευημερούσε, ο κόσμος δεν ήξερε τι ξόδευε. Πλέον, βρίσκεται σε μεγάλη αγανάκτηση.
Όποιος περάσει από εδώ, για να πάρει ένα βιβλίο “το φυσάει και δεν κρυώνει”. Πριν από το 2007, κάθε μέρα έστελνα 15 – 17 κιβώτια, το καθένα χωρούσε από 25 βιβλία. Σήμερα, αν πουληθεί ένα κιβώτιο, λες “είμαι τυχερός”.
Τα ενοίκια πλέον είναι πανάκριβα, δεν μπορούν οι καταστηματάρχες να επιβιώσουν όταν και ο κόσμος δεν αγοράζει όπως αγόραζε κάποτε. Για αυτό και πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις μεταφέρονται ανατολικά και δυτικά, γιατί εκτός από το χαμηλότερο ενοίκιο, επωφελείται και ο άνθρωπος που έχει το μαγαζί, το οποίο μπορεί πλέον να είναι πιο κοντά στο σπίτι του, να μη χρειάζεται να κατεβαίνει στο κέντρο και να επωφεληθεί από τους γνωστούς που έχει στη γειτονιά για πελατεία».
«ΟΛΑ ΜΙΣΗ ΤΙΜΗ» φωνάζει το αυτοκόλλητο που είναι κολλημένο έξω από ένα μαγαζί με είδη διακόσμησης σπιτιού στην Αλ. Σβώλου, με την ελπίδα ο κόσμος να μπει μέσα.
«Οι μεγάλες εταιρείες και τα πολυκαταστήματα μας έχουν “βάλει μέσα” και τα μικρά καταστήματα πάμε αναγκαστικά για κλείσιμο», εξηγεί η ιδιοκτήτριά του, που είναι εκεί από το 1990:
«Άλλαξαν οι συνθήκες γιατί ο κόσμος πλέον δεν έχει λεφτά. Οι μεγάλες εταιρείες και τα πολυκαταστήματα μας έχουν “βάλει μέσα” και έτσι πάμε για κλείσιμο.
Κλείνουν πολλά τοπικά καταστήματα και στη θέση τους ανοίγουν μόνο καφετέριες.
Επίσης, αποκεντρώνεται η αγορά της πόλης. Εγώ είχα πελάτες από Πανόραμα και πολλές περιοχές εκτός κέντρου και με το που άνοιξαν τα εμπορικά, όλοι έχουν στραφεί εκεί. Ακόμα και καινούργια μαγαζιά που ανοίγουν και προσπαθούν να επιβιώσουν, δεν μπορούν, πόσο μάλλον οι παλαιότεροι. Οι πιστοί μας πελάτες δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή και αυτοί που ζούνε πλέον επειδή είναι μεγάλοι, δεν ενδιαφέρονται να διακοσμήσουν το σπίτι τους. Όσο για τους νέους, τα έχουν απλοποιήσει τα πράγματα, πάνε στο πιο εύκολο, στο εμπορικό ή στο online».
Το μικρό χαρτοπωλείο του Δημήτρη, βρισκόταν στην Άθωνος από το 1995 και εξυπηρετούσε τους πελάτες που ο ίδιος, με τα χρόνια, έμαθε, γνώρισε και αγάπησε.
Φέτος, ο Δημήτρης αναγκάστηκε να μεταφέρει το κατάστημά του από το κέντρο της πόλης, στα δυτικά, συγκεκριμένα σε μια αποθήκη στον Λαγκαδά, 20 χιλιόμετρα μακριά. Δεν χωρούσε πια στο μαγαζί των λίγων τετραγωνικών και τα υψηλά ενοίκια δεν του επέτρεψαν να μεταφερθεί κάπου πιο κοντά.
«Το πρόβλημα μου ήταν λειτουργικό. Δεν χωρούσα πλέον στο μαγαζί και έπρεπε να μετακομίσω. Εκτός από τον χώρο μέσα, είχα μεγάλο θέμα και με την φορτοεκφόρτωση, όπου δεν υπήρχε χώρος για τα οχήματα. Για όσους δουλεύουν στο κέντρο, η λειτουργία της αγοράς είναι μεγάλο πλήγμα, ειδικά η φορτοεκφόρτωση για μαγαζιά με καθημερινή τροφοδοσία, καθώς δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε. Τώρα που έχω μεταφερθεί στον Λαγκαδά, δουλεύω εντελώς διαφορετικά, μέσα σε ένα μήνα έχω «ανεβάσει» όλη τη δουλειά. Γιατί μπορώ και δουλεύω, εξυπηρετώ τον κόσμο».
«Το κέντρο έχει γίνει μία καφεδούπολη. Ό,τι κλείνει ανοίγει καφέ, fast food και Airbnb», λέει ο Δημήτρης
Οι καταστηματάρχες του κέντρου και ειδικότερα αυτοί γύρω από τις στάσεις του Μετρό, όλοι γνώριζαν για τον όρο που υπήρχε εδώ και χρόνια στα συμβόλαιά τους. Ο όρος αυτός τόνιζε ότι όταν ξεκινούσε τη λειτουργία του το Μετρό, το ενοίκιο των καταστημάτων θα μπορούσε να αυξηθεί έως και 100%.
«Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος που έκαναν στην πόλη, όχι μόνο για τα μαγαζιά, αλλά και για τα σπίτια. Θα έπρεπε να περάσουν 1 με 2 χρόνια, να φανούν τα αποτελέσματα του Μετρό στην αγορά του κέντρου και από εκεί και πέρα να προχωρήσουν σε αυξήσεις ενοικίων. Αν και προσωπικά πιστεύω ότι ακόμα και με το Μετρό, δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι στην αγορά. Ο κόσμος μπορεί να κατεβαίνει περισσότερο στο κέντρο για βόλτα, αλλά όχι για να κάνει τα ψώνια του. Θα κατέβει κάποιος να κάνει βαριά ψώνια και θα τα κουβαλήσει σπίτι με το Μετρό; Όχι φυσικά. Θα έρθει με το αυτοκίνητό του, το οποίο δεν μπορεί να βρει μέρος για να παρκάρει.
Ο κόσμος πλέον θέλει να πηγαίνει στα μεγάλα εμπορικά, χωρίς να μπορώ να καταλάβω γιατί. Γιατί αντί να αγοράσει κάτι φθηνότερα από εμένα, μέσα σε δευτερόλεπτα, να μπει στην ουρά ενός πολυκαταστήματος και να περιμένει για να αγοράσει το ίδιο πράγμα και μάλιστα ακριβότερα;», καταλήγει ο ίδιος.
Στη τζαμαρία του μικρού καταστήματος με ανδρικά είδη στην Αλ. Σβώλου, είναι κολλημένο ένα μεγάλο «ΚΛΕΙΝΟΥΜΕ». Μέσα, οι γραβάτες, τα κασκόλ και πουκάμισα πωλούνται σε τιμές φθηνότερες από τα μισά της αρχικής τους.
Ο Νίκος, ιδιοκτήτης του, εξηγεί πώς έφτασε στην απόφαση να κλείσει το μαγαζί, που κρατά εδώ και 30 χρόνια στην «καρδιά» της πόλης:
«Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν πλέον καμία προστασία από το κράτος, έχουν αφεθεί στο έλεος της αγοράς, η οποία είναι σκληρή και με αθέμιτα μέσα προσπαθούμε να επιβιώσουμε. Εμείς είμαστε 30 χρόνια εδώ. Για να φτάσουμε στο σημείο να κλείσουμε, τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα, δεν τα βγάζουμε πια πέρα, ειδικά με τη φορολογία.
«Οι πιστοί μας πελάτες δεν υπάρχουν πλέον», ομολογεί ο Νίκος:
«Οι πελάτες μας κατέληξαν να είναι οι τουρίστες που έρχονταν το καλοκαίρι, οι οποίοι έκαναν βόλτες για να δούνε τα αρχαία και σταματούσαν για ψώνια σε διάφορα μαγαζιά του κέντρου. Η νέα γενιά, στρέφεται εκτός από τα πολυκαταστήματα και στην ηλεκτρονική αγορά, κάτι που επίσης πλήττει την εγχώρια αγορά.
Ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα είναι το parking στο κέντρο, το οποίο είναι ανύπαρκτο. Ο κόσμος δεν μπορεί να μετακινείται ούτε με το αυτοκίνητό του γιατί δεν βρίσκει parking και φυσικά δυσκολεύεται να μετακινηθεί με τα μέσα μεταφοράς που υπάρχουν, πόσο μάλλον για να κάνει τα ψώνια του. Έχει αλλοιωθεί η αγορά του κέντρου. Πολλά καταστήματα έχουν μεταφερθεί ανατολικά και δυτικά και στη θέση τους έχουν μπει airbnb και καταστήματα εστίασης. Είναι δυνατόν σε κάθε μαγαζί που κλείνει να ανοίγει μία καφετέρια;», καταλήγει ο ίδιος.