Κάποτε, στην άκρη της πόλης δυο κορίτσια κολυμπούσαν…
Η εικόνα μοιάζει σήμερα απόκοσμη, εξωπραγματική, αδιανόητη. Εκείνη τη στιγμή όμως που την απαθανάτισε ο φακός είχε την αψάδα του καλοκαιριού.
Κοιτάζω επίμονα αυτή την εικόνα, που ήρθε τυχαία μπροστά μου. Είναι τραβηγμένη έναν αιώνα πριν, το 1933. Στην άκρη της πόλης. Στο δυτικό παράκτιο μέτωπο της. Στον Κήπο των Πριγκίπων. Το παλιό Μπεχτσινάρι.
Δυο κορίτσια κολυμπάνε ξέγνοιαστα. Βρισκόμαστε στη δυτική απόληξη του λιμανιού. Στον κήπο των Πριγκήπων. Σε μια όαση φτιαγμένη από ανθρώπους. Που αγαπούσαν την πόλη τους. Εκεί έφτανε το τραμ που ξεκινούσε από το Ντεπώ στα ανατολικά, ενώνοντας δυο κόσμους, την λεωφόρο των εξοχών με το ακρογιάλι στα δυτικά.
Εκεί κατέληγαν στην προκυμαία τα καραβάκια, ένα είδος πρώιμης θαλάσσιας συγκοινωνίας που ένωναν το Αλατίνι με το Μπες Τσινάρ.
Κάντο λίγο εικόνα: Τραμ και καραβάκια ενώνουν το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης. Αυτό που αργότερα κατακερματίσαμε, απομονώσαμε και παλεύουμε να το ξανακάνουμε, υποτίθεται εννιαίο.
Σε αυτή την κοσμόπολη δυο κορίτσια κολυμπάνε. Πίσω τους φουγάρα και εγκαταστάσεις πετρελαίου της Shell. Οι ίδιες ανυποψίαστες προφανώς για το τι σημαίνει να κολυμπάς πλάι σε δεξαμενές. Να αγνοείς τον κίνδυνο. Πολλά χρόνια αργότερα αυτές οι εγκαταστάσεις που διακρίνονται στο βάθος θα πάρουν φωτιά.
Η εικόνα μοιάζει σήμερα απόκοσμη, εξωπραγματική, αδιανόητη. Εκείνη τη στιγμή όμως που την απαθανάτισε ο φακός είχε την αψάδα του καλοκαιριού. Την ξεγνοιασιά της στιγμής. Τη λαχτάρα. Μια στιγμή ευτυχίας είναι και ας διαφαίνεται πίσω της ο εφιάλτης…