Νυχτώνει στην πόλη
Ο φετινός χειµώνας βρήκε την πόλη ντεκλαρέ. Στις γειτονιές της, τα αγόρια και τα κορίτσια µαζεύονταν νωρίς. Όσο το κρύο έσφιγγε, το ένστικτο της αποµόνωσης θεριεύε. Οι µαγαζάτορες λένε πως κάθε φορά που ένα ρεπορτάζ µιλά για µέτρα, η νύχτα πέφτει εξήντα τις εκατό. Δεν ξέρω πώς το µετράνε …µε µεζούρες ουίσκι υποθέτω. Τις µέρες […]
Ο φετινός χειµώνας βρήκε την πόλη ντεκλαρέ. Στις γειτονιές της, τα αγόρια και τα κορίτσια µαζεύονταν νωρίς. Όσο το κρύο έσφιγγε, το ένστικτο της αποµόνωσης θεριεύε. Οι µαγαζάτορες λένε πως κάθε φορά που ένα ρεπορτάζ µιλά για µέτρα, η νύχτα πέφτει εξήντα τις εκατό. Δεν ξέρω πώς το µετράνε …µε µεζούρες ουίσκι υποθέτω. Τις µέρες από την ∆εύτερα µέχρι την Πέµπτη, την ερηµιά της νύχτας αντικαθιστούν τα ψηφιακά καντηλάκια του ίντερνετ, το µπλε του facebook φωτίζει τα πρόσωπα. Η µοναξιά του µπάρµαν, τα στόρια που κατεβαίνουν γύρω στα µεσάνυχτα, τα ανάθεµα της σερβιτόρας αν τύχει καµιά παρέα και κρατά το µαγαζί ανοιχτό µέχρι τα χαράµατα, τζάµπα και βερεσέ.
Άµα πιάσει Παρασκευή στολίζονται σα νύφες και κατεβαίνουν. Το ξέσκασµα από τη βδοµάδα την ασήκωτη. Στο κέντρο ξανά. Η πεθαµένη Κρήνη, το αργοασθµαίνον Ποσειδώνιο, τα δυτικά που σιγοκαίνε δεν κρατάνε τον κόσµο. Το παιχνίδι παίζεται σε ένα χιλιόµετρο δρόµο φέτος. Ο λαός ξεσκάει στην αρχή της παραλίας, Νίκης, Κουντουριώτου, εκεί που παλιά τα κορίτσια, µέχρι και το τέλος του ογδόντα έκαναν κονσοµασιόν. Η πλατεία ελευθερίας και το Λιµάνι, που φιλοξενούσαν τα ύποπτα µπαρ και το στόλο που κέρναγε µπέρµπον τις κοπέλες, σήµερα είναι η χοάνη της Θεσσαλονικιώτικης νύχτας.
Αν ξεγελαστείς και κατέβεις µε το αυτοκίνητο σου Σαββατόβραδο, ανάµεσα στις ατέλειωτες ουρές των µαταιωµένων ονείρων των ταξιτζήδων που περιµένουν -κάνεις δεν ξέρει πια τι, τα καταργηµένα πεζοδρόµια, τα λαϊκοπόπ σουξέ στην τσίτα και κορίτσια µε δώδεκαποντα, µπορεί και να πιστέψεις έστω για λίγο πως η ζωή εδώ δεν πειράχτηκε. Ανηφορίζοντας τη Συγγρού, λίγο πριν βγεις στη Βαλαωρίτου µε τις πεθαµένες βιοτεχνίες που µεγάλωσαν δέκα γενιές σε έναν αιώνα, τα αιώνια Χριστούγεννα των λαµπιονιών που αναβοσβήνουν χειµώνα καλοκαίρι, τα τραπέζια µε τα σκαµπό στο οδόστρωµα, που διακόπτουν που και που τη συνέχεια τους από κανένα αµάξι που λειτουργεί και ως υπαίθρια µπάρα, µε τις βότκες στον ουρανό να λάµπουν και τα ηχεία σε ένα παράξενο πρωτάθληµα να ξυπνήσουν µε το θόρυβο τη Χριστίνα-Μαρία και τη Ζωή-Έφη, δυο κορίτσια που ξέρω και που προσπαθούν να κλείσουν µάτι µάταια στον τέταρτο όροφο, και µετά η Εγνατία, ένα κέντρο υποδοχής µεθυσµένων το χάραµα, που βιάζονται να γυρίσουν σπίτι για να προλάβουν και το Ελ Ντοράντο του Σάββατου, πριν πέσει πάλι η θλίψη της Κυριακής και τους πλακώσει.
*Οι φωτογραφίες είναι του Γιώργου Κουρτίδη