Ρήμαξέ τα λεβέντη μου. Κανείς δεν θα σε τιμωρήσει.
Αριστοτέλους, πεζόδρομος, εννέα παρά πέντε. Έχουν τοποθετηθεί εδώ και μέρες ειδικά χοντρά κολονάκια για να πάψει ο δρόμος να είναι ένα απέραντο πάρκινγκ. Ένας κύριος ανεβαίνει χαλαρά στον πεζόδρομο, παίρνει σβάρνα ένα από αυτά, το σπάει, το ρίχνει κάτω, ανεβαίνει στον πεζόδρομο, παρκάρει και αρχίζει να μιλά στο κινητό του μέσα στο αυτοκίνητο. Τον πλησιάζω. […]
Αριστοτέλους, πεζόδρομος, εννέα παρά πέντε. Έχουν τοποθετηθεί εδώ και μέρες ειδικά χοντρά κολονάκια για να πάψει ο δρόμος να είναι ένα απέραντο πάρκινγκ. Ένας κύριος ανεβαίνει χαλαρά στον πεζόδρομο, παίρνει σβάρνα ένα από αυτά, το σπάει, το ρίχνει κάτω, ανεβαίνει στον πεζόδρομο, παρκάρει και αρχίζει να μιλά στο κινητό του μέσα στο αυτοκίνητο. Τον πλησιάζω. Του λέω “κύριε είστε σε πεζόδρομο και μόλις σπάσατε ένα κολονάκι”. “Θα το βάλω πάλι”, μου λέει. Τελειώνει το τηλεφώνημα του με την ησυχία του, βγαίνει από το αυτοκίνητο, σηκώνει πρόχειρα το σπασμένο κολονάκι και φεύγει. Ακριβώς απέναντι υπάρχει αστυνομικό τμήμα. Που υποθέτω τον καμάρωσε για τη λεβεντιά του. Τη φθορά δημόσιας περιουσίας. Και τη στάση του ως πολίτη.