Το βασίλειό μου για ένα σπίτι στα κάστρα
Αν ζεις στα Κάστρα, ανοίγεις το παράθυρο το πρωί και βλέπεις κάτω να απλώνεται όλος ο κόσμος, όλη η Θεσσαλονίκη.
Λέξεις-εικόνες: Ιωάννα Βαλσαμάρα
Είχα ένα φίλο που πάντα ήθελε ένα σπίτι στα κάστρα. Ήθελε, λέει να ανοίγει το παράθυρο το πρωί να καπνίσει και να βλέπει κάτω να απλώνεται όλος ο κόσμος, όλη η Θεσσαλονίκη, το κέντρο, το Καλοχώρι, η Καλαμαριά, ο Λευκός Πύργος, να βλέπει τη θάλασσα και η ματιά του να μην σταματά πουθενά. Να μπαίνουν μετά στο δωμάτιο του οι πρωινές ομίχλες της πόλης και οι πρώτοι αέρηδες που έρχονται από τον Βορρά. Τις μέρες που θα χε ήλιο, πότε πότε θα κοιτούσε τον Όλυμπο και τις σκιές των μεγάλων βουνών καθώς έπινε γουλιές από το φραπέ του. Θα περπατούσε στα πλακόστρωτα δρομάκια και θα ένιωθε την παλιά Θεσσαλονίκη και την ιστορία να πάλλεται κάτω από τα πόδια του και τα βράδια θα γινόταν ένα με τον κόσμο. Από εκεί θα κοιτούσε και θα θυμόταν κάθε ανατολή και κάθε δύση, θα κοίταζε, λέει πως ζούνε όλοι εκείνοι εκεί κάτω. Πώς τρέχουν να προλάβουν το λεωφορείο στη Αριστοτέλους, πώς κάνουν τα Σάββατα τα ψώνια τους στη Τσιμισκή, πώς ξημερώνουν τις Κύριακές τους στη Βαλαωρίτου, πώς χάνουν το δρόμο τους και πώς καθυστερούν στα φανάρια της Εγνατίας, πώς αγναντεύουν το Θερμαΐκό στο λιμάνι, πώς κάνουν ποδήλατο στην Παραλία. Θα μάθαινε, λέει, με τον καιρό πως ο κόσμος είναι ατέλειωτος, δεν έχει όρια και τέλος, και πως αν ήθελε και η ζωή του θα ‘ταν έτσι και αυτή. Όλα αυτά θα ξεκινούσαν από εκείνο το παράθυρο με τη λευκή κουρτίνα να ανεμίζει, σε εκείνο το σπιτάκι με την κόκκινη σκεπή στο Επταπύργιο και θα έφτιαχνε, λέει μια ζωή υπέροχη.