Μέγαρο Σπύρου: Η οικογένεια, το κτίριο, η ιστορία
Έν αακόμη διατηρητέο της πόλης που σηκώνει σχεδόν ένα αιώνα ιστορίας της οικογένειας που το κατοικούσε. 'Ενα απ΄τα τυχερά που ορθώνονται καλοδιατηρημένα και λαμπερά.
Εικόνες του σήμερα: Άγγελος Τσεκούρας
Στο ιστορικό κέντρο της πόλης, ένας αρκετά μεγάλος αριθμών κτιρίων από την δεκαετία του 20, διατηρούν δυστυχώς αποσπασματικά τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της πόλης μετά την μεγάλη Πυρκαγιά του 1917. Μεταξύ 1920 και 1927, χάρις σε διάφορες δευκολύνσεςι της κρατικής μηχανής όσον αφορά σε δάνεια και αδειοδότηση, ανεγέρθηκαν 1384 οικοδομές σε οικόπεδα συνολικής επιφάνειας 215.000 τ.μ. Τα μέγαρα ανεγείρονται με ταχείς ρυθμούς βάσει μιας αρχιτεκτονικής τυπολογίας που διαρκεί σε όλη την περίοδο του μεσοπολέμου: Το μέγαρο αναπτύσσεται γύρω από έναν εσωτερικό υαλοσκεπή συνήθως χώρο, ο οποίος μέσω κλιμακοστάσιου, ανελκυστήρων και περιμετρικών διαδρόμων συγκεντρώνει και διανέμει τις κινήσεις στο εσωτερικό του. Το 1924 το επιτρεπόμενο ύψος των οικοδομών ανέρχεται από 3 σε 5 ορόφους και συνήθως κτίζονται από μια οικογένεια για δική τους χρήση.
Το Μέγαρο Σπύρου, στη συμβολή των οδών Ι. Δραγούμη και Βαλαωρίτου ανοικοδομήθηκε το 1927 με οικοδομική άδεια που εκδόθηκε στο όνομα των Θωμά Μελλή και Ιωάννη Τσαπάνου. Τα σχέδια υπογράφονται από τους Σ.Μ. Μυλωνά, Κ.Μ. Γιωτόπουλο και Ε.Σ. Κοτζαμπασούλη, Αρχιτέκτονες – Εργολάβους. Οι αρχιτέκτονες Σ.Σ.Μ. Μυλωνάς και Ε.Σ. Κοτζαμπασούλης είναι υπαύθυνοι και για το Μέγαρο Αλέγρα Εργάς (με τον γνωστό τρούλο) στη συμβολή των οδών Βαλαωρίτου και Βενιζέλου.
Το 1934 το κτήριο αγοράζεται από την οικογένεια Σπύρου που προβαίνουν σε ριζικές ανακατασκευές και εγκαθίστανται εδώ. Ένα από τα ισόγεια μαγαζιά αποτελεί το κέντρο της επιχείρησής τους. Στα διαμερίσματα κατοικούν με τις οικογένειές τους ή τα ενοικιάζουν. Το κτήριο σφίζει από ζωή.
Το 1940 κρίνεται από αρμόδια επιτροπή ώς το πλέον ασφαλές κτήριο της ευρύτερης περιοχής και το υπόγειό του χρησιμοποιείται κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών ώς καταφύγιο για τους περιοίκους. Το 1941 ορισμένοι χώροι επιτάσσονται από τους Γερμανούς για διαμονή των αξιωματικών τους.
Μετά το 1950 αρχίζουν να εγκαθίστανται τα πρώτα γραφεία και η τελευταία οικογένεια εγκαταλείπει το κτήριο το 1957. Από τότε ακολούθησε μία αργή διαδικασία φθοράς και εγκατάλειψης που έφεραν το κτήριο στα όρια της ερήμωσης και της κατάρρευσης. Πρόσφατα, το κτήριο αποκαταστάθηκε με την επιστασία του αρχιτέκτονα – αναστηλωτή Δημήτρη Αμπόνη, μέλους της οικογένειας Σπύρου.
Τα ισόγεια μαγαζιά αναπτύσσονται στις κεντρικές οδούς αλλά και στην εμπορική «Βυζαντινή στοά Σπυράκη» που διατρέχει το κτήριο μέχρι την Εγνατία. Στα μαγαζιά επί της Ίωνος Δραγούμη είναι εγκατεστημένες δύο από τις παλαιότερες επιχειρήσεις της πόλης. Η επιχείρηση υφασμάτων «Νικόλαος Παπαδόπουλος» από το 1927 και η επιχείρηση κλωστικών και νημάτων «Λέανδρος Βασίλογλου» από το 1936.
Η οικογένεια Σπύρου
Η οικογένεια Σπύρου υπήρξε μία από τις εκλεκτές οικογένειες της ακμάζουσας ελληνικής κοινότητας του Μοναστηρίου. Έλκει την καταγωγή της από τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου. Τα μέλη της δραστηριοποιούνται ώς έμποροι στην ευρύτερη βαλκανική ενώ οι οικογένειες ζούν στην Ήπειρο. Τον 19ο αιώνα ο Λάζαρος Σπύρου βρίσκεται εγκατεστημένος στο Μοναστήρι. Κατέχει πανδοχείο, εμπορεύεται σιτηρά και είναι χρηματιστής. Έχει 10 παιδιά, με πρώτο στην σειρά τον Σπύρο Σπύρου.
Το 1916, αφού βεβαιώθηκαν ότι το Μοναστήρι θα παραμείνει έξω από τα σύνορα της Ελλάδας που τότε χαράζονταν, εγκαταλείπουν την περιουσία τους και μετεγκαθίστανται στην Φλώρινα. Ο Σπύρος Σπύρου εγκαθίσταται και εμπορεύεται στην Αμερική. Αρκετές αδελφές του τον ακολουθούν εκεί, όπου και δημιουργούν οικογένειες.
Το 1922 ο Σπύρος Σπύρου επιστρέφει στην Φλώρινα και παντρεύεται. Ιδρύει με τον αδελφό και τους γαμπρούς του οικογενειακή επιχείρηση με αντιπροσωπείες αυτοκινήτων από την Ευρώπη, εκμετάλλευση ασβεστοκαμίνων στην Βέβη, εμπορεία ασφάλτου από την Αλβανία, κλπ.
Το 1934 αγοράζουν το νεόδμητο κτήριο στην γωνία των οδών Ίωνος Δραγούμη και Μεγάλου Αλεξάνδρου (σημερινή Βαλαωρίτου). Το κτήριο αυτό, γνωστό ώς «Μέγαρο Σπύρου» αποτελεί πλέον το κέντρο της οικονομικής τους δραστηριότητας και της ζωής της πολυμελούς οικογενείας τους. Κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, η οικογενειακή επιχείρηση δοκιμάστηκε σκληρά και το 1946 διαλύθηκε. Το Μέγαρο διανεμήθηκε στα μέλη τριών οικογενειών Σπύρου και μέχρι σήμερα βρίσκεται στην κατοχή των απογόνων τους. Ο πιο γνωστός απόγονος της οικογένειας είναι και ο εκλιπών διάσημος καρδιοχειρούργος, Παναγιώτης Σπύρου, ο οποίος γεννήθηκε σε ένα χωριο έξω απ΄τη Φλώρινα και ήρθε για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, η οποία έγινε δεύτερη πατρίδα του. Σ΄αυτήν επέστρεψε το 1983 από την Αμερική για να αλλάξει τον χάρτη της Ιατρικής στην πόλη, ανοίγοντας μια από τις πιο προηγμένες καρδιοχειρουργικές μονάδες στο Παπανικολάου.
Το Κτίριο του Μεγάρου
Αποτελείται από ισόγειο, πατάρι και τρεις ορόφους. Έχει δύο κύριες όψεις επί της οδού Ίωνος Δραγούμη και επί της οδού Βαλαωρίτου.
Οι τρείς όροφοι του κτηρίου φαίνεται ότι αρχικά προορίζονταν για χρήση ξενοδοχείου. Τα δωμάτια είναι παραταγμένα στη σειρά κατά μήκος των όψεων, ενώ ένας φαρδύς διάδρομος περιβάλλει το κεντρικό κλιμακοστάσιο και τους χώρους υγιεινής. Στη συνέχεια, ή ακόμη και από την περίοδο της ανέγερσης, οι όροφοι διαμορφώθηκαν σε δύο αυτοτελή διαμερίσματα.
Η αρχιτεκτονική σύνθεση των όψεων χαρακτηρίζεται από τον τονισμό της γωνίας του κτηρίου επί των οδών Βαλαωρίτου και Ίωνος Δραγούμη, τον τονισμό της κύριας εισόδου και του άξονα της εμπορικής στοάς, ως προέκταση της οδού Καποδιστρίου μέχρι την Εγνατία. Η στοά είναι γνωστή ως «Βυζαντινή στοά Σπυράκη». Ο τονισμός επιτυγχάνεται με την οργάνωση των ανοιγμάτων σε στήλες μέσα σε έντονα προεξέχον πλαίσιο που καταλήγει σε στέψη και κοσμείται πλευρικά με συνεχή διακοσμητική ταινία με «αυγά», ενώ τα ανοίγματα πλαισιώνονται με ταινίες και οργανώνονται σε στήλες. Η στέψη του κτιρίου διαμορφώνεται με τον τονισμό των ανοιγμάτων του τρίτου ορόφου με τη διαμόρφωση στέψης επάνω από αυτά και το ελαφρά προεξέχον γείσο που υποστηρίζεται από γεισίποδες (φουρούσια) γεωμετρικής μορφής.
Το ισόγειο εμφανίζεται διάτρητο με τις μεγάλες τζαμαρίες των καταστημάτων και σε πολλά καταστήματα διατηρούνται τα αρχικά ξύλινα κουφώματα. Πάνω από τα καταστήματα διασώζεται το μεταλλικό στέγαστρο και πιο πάνω οι φεγγίτες των καταστημάτων.
Ενδιαφέρουσα είναι η διαμόρφωση του χώρου της εισόδου με τις γύψινες διακοσμήσεις, το κλιμακοστάσιο με επένδυση μαρμάρου και τις διακοσμήσεις που έχουν αποκαλυφθεί. Αξιόλογα είναι και επιμέρους στοιχεία όπως τα κιγκλιδώματα των εξωστών, τα φυτικά κοσμήματα ως στέψη των ανοιγμάτων του ισογείου, τα παλιά εσωτερικά κουφώματα, τα αρχικά ξύλινα κουφώματα και παντζούρια, το μεταλλικό στέγαστρο πάνω από τα καταστήματα του ισογείου.
Το κτήριο έχει μορφολογικές επιδράσεις του πρώιμου Art Deco αναμεμειγμένες με εκλεκιστικές λεπτομέρειες. Το κλιμακοστάσιο και οι βάσεις των πεσών της προσόψεως είναι επενδεδυμένα με Ιταλικό μάρμαρο Carara. Οι εσωτερικοί τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι με έντονη σταμπωτή φυτική διακόσμηση, ενώ τα πασαμέντα είχαν ζωγραφιστή απομίμηση μαρμάρου. Οι οροφές είναι στολισμένες με βαριές γύψινες διακοσμήσεις. Οι εσωτερικοί του χώροι είναι επιβλητικοί, άνετοι και φωτεινοί. Ιδιαίτερα επιβλητικό είναι το κεντρικό κλιμακοστάσιο με τον φανό στην κορυφή του.
Στο ισόγειο του κτιρίου, στη στοά που οδηγεί στην Εγνατία φιλοξενείται εδώ και χρόνια το Coq Au Zen. Γνωρίστε το εδώ.