Θεσσαλονίκη

Μετόχι Επανομής: Ιχνηλατώντας την ιστορία του

Ποιο είναι το παρελθόν που κρύβει αυτό το εμβληματικό μεσαιωνικό μνημείο της περιοχής

Parallaxi
μετόχι-επανομής-ιχνηλατώντας-την-ιστ-1348545
Parallaxi

Λέξεις: Γρηγόρης Σαρβάνης, Χρυσόστομος Πίνδης

Η είδηση ότι το Μετόχι των Κριτσιανών στην Επανομή Θεσσαλονίκης ανοίγει και είναι πλέον επισκέψιμο για το κοινό, προκάλεσε πολύ θετικά συναισθήματα σε όλους τους κάτοικους της περιοχής.

Ταυτόχρονα, όμως προκάλεσε και έναν γόνιμο προβληματισμό σε όσους από εμάς αγαπάμε την τοπική μας ιστορία.

Ποιο είναι άραγε το παρελθόν που κρύβει αυτό το εμβληματικό μεσαιωνικό μνημείο της περιοχής μας;

Σε αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στις επόμενες γραμμές, κάνοντας μια συνοπτική επισκόπηση της σπουδαιότερης διαθέσιμης βιβλιογραφίας, αλλά και παρουσιάζοντας μερικές νέες πηγές.

Γυρνώντας τον χρόνο χιλιετίες πίσω, γνωρίζουμε από την επιστημονική  έρευνα ότι η περιοχή της Επανομής κατοικούνταν ήδη από την νεότερη νεολιθική περίοδο (5.300-3.200 π.Χ.), ενώ στους ιστορικούς χρόνους  ανήκε στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Κρουσίδας γης (1).

Πιο  συγκεκριμένα, πληθώρα πηγών, κυρίως ξένων περιηγητών, ταυτίζουν  την Επανομή (την επονομαζόμενη Apanomi ή Aponomi στην  συγκεκριμένη βιβλιογραφία του 19ου και 20ου αιώνα) και το ακρωτήριο  της, με την αρχαία πόλη Γίγωνο (2), υπόθεση η οποία όμως δεν έχει  αποδειχτεί εξ ολοκλήρου από τους αρχαιολόγους. Επρόκειτο πάντως  για περιοχή καίριας σημασίας τόσο κατά τη διάρκεια των Περσικών όσο και του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως μας αναφέρουν ο Ηρόδοτος  και ο Θουκυδίδης. Οικισμοί της Κρουσίδας, των οποίων η θέση δεν έχει  ταυτιστεί εξ ολοκλήρου από την αρχαιολογική σκαπάνη, αποτελούσαν  επίσης η Σμίλα, η Κάμψα, η Λίπαξος, η Κώμβρεια, η Αίνεια και η Λίσαια.  Όλοι αυτοί οι οικισμοί-πόλεις βρίσκονταν ως επί το πλείστον στις ακτές  του Θερμαϊκού κόλπου ως την σημερινή Νέα Καλλικράτεια (3)

Η ανάπτυξη του τόπου υπήρξε μεγάλη και στα ρωμαϊκά χρόνια, όπως  φανερώνει η ύπαρξη τάφων και άλλων συναφών ευρημάτων στο  παραλιακό μέτωπο της περιοχής (4).

Ωστόσο, η πρώτη καθ’ αυτή αναφορά  του οικισμού με το σημερινό του όνομα εμφανίζεται στη βυζαντινή  περίοδο και ειδικότερα στα 1302 μ.Χ. , όπου σε έγγραφο του αρχείου  της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους γίνεται λόγος για δύο  αμπέλια που βρίσκονταν στην Πανομή (5).

Προϊόντος του χρόνου, το  χωριό, με την ονομασία Απανομή, εμφανίζεται στα οθωμανικά  φορολογικά έγγραφα του 1568 ως κατοικημένη περιοχή και έκτοτε το  όνομα του απαντάται συχνά στις πηγές (6)

Μελετώντας τις πληροφορίες από τη βυζαντινή περίοδο, διαπιστώνεται ότι «η περιφέρεια της Επανομής υπάγεται γεωγραφικά και διοικητικά  στο Κατεπανίκιον της Καλαμαρίας, όπου ξεχωρίζουν τα χωριά Λωρωτόν,  η γη της Ενωράχεως και τα Κριτζιανά» (7.)

Σχετικά με τα Κριτζιανά, τα  οποία συνιστούσαν ένα διακριτό οικισμό (περίπου 3 χλμ. νότια του  μετοχιού εξετάζουμε στο παρόν κείμενο) , αρχαιολογικά ευρήματα από  ανασκαφές του Heurtley και από την Βρετανική αρχαιολογική σχολή  τον 20ο αιώνα αποδεικνύουν την ύπαρξη έξι διαφορετικών στρωμάτων  οικοδόμησης του οικισμού που το πρώτο εξ αυτών χρονολογείται ήδη  από την τελική νεολιθική εποχή (4500 – 3200 π.Χ.).

Αξιοσημείωτα ευρήματα αποτελούν η ύπαρξη πυρκαγιάς στο τρίτο και τέταρτο οικοδομικό στρώμα, καθώς και εργαλεία της εποχής, αλλά και ψήγματα  σιδήρου και οψιδιανού (8).

Αξίζει να βέβαια διευκρινιστεί πως, σύμφωνα  με τον ακάματο ερευνητή της ιστορίας της Επανομής Θεοχάρη Παζαρά,  ο Heurtley πιθανότατα αποδίδει με το όνομα «Κριτσιανά» την, γειτονική  στο μετόχι της Αγίας Αναστασίας, «Μεσημεριανή» Τούμπα και τον οικισμό της, επηρεασμένος από το γεγονός ότι στον δρόμο προς την  ανασκαφή συναντούσε το μετόχι που εξετάζουμε στο παρόν άρθρο. 

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η υπόθεση που κάνει ο Hammond στο  έργο του πως τα Κριτσιανά ή Κριτζιανά ίσως είναι αποικία λαών της  θάλασσας ή περιπλανώμενων του Αιγαίου πελάγους, κάτι τέτοιο όμως  δε δύναται να αποδειχθεί λόγω της απουσίας πηγών (9)

Ο οικισμός αναφέρεται με το όνομα «Κριτζιανά» για πρώτη φορά το  1.100 μ.Χ. σε μια πράξη διανομής περιουσίας τριών αδερφών από τη  Θεσσαλονίκη.

Τον συναντάμε ξανά σε χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β’  Παλαιολόγου το 1.321 μ.Χ., με το οποίο παραχωρείται ως ιδιοκτησία  στην αγιορείτικη Ιερά Μονή Χιλανδαρίου. Αν και οι αναφορές σχετικά  με το συγκεκριμένο χωριό είναι αρκετές κυρίως μέχρι και τα μέσα του  14ου αιώνα, εντούτοις δεν είναι γνωστή ούτε η έκταση ούτε ο  πληθυσμός του (10)

Επόμενος σταθμός στην ιστορία των Κριτζιανών είναι το έτος 1530, όταν  και ιδρύεται το ομώνυμο μετόχι. Ως μετόχι στη θρησκευτική ορολογία  νοείται «έκταση γης, συνήθως εφοδιασμένη με διάφορες  εγκαταστάσεις, που ανήκει σε μοναστήρι και βρίσκεται έξω από την  περιοχή του» (ii).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση το μετόχι ανήκει στην Ιερή  Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονής Αγίας Αναστασίας της  Φαρμακολύτριας, που βρίσκεται κοντά στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης  στον δρόμο προς τη Χαλκιδική. Μάλιστα, πρόκειται για το μοναδικό  μετόχι στη μακραίωνη ιστορία της συγκεκριμένης μονής έως και  σήμερα. (iii)

Αν και δεν είναι ακριβώς γνωστό πώς η ιδιοκτησία των Κριτζιανών  μεταφέρθηκε από το Χιλανδάρι στη Μονή της Αγίας Αναστασίας,  εντούτοις η ιστορία του μετοχιού είναι συνυφασμένη με τον δεύτερο  κτήτορα της Μονής Αγίας Αναστασίας και μετέπειτα Μητροπολίτη 

Θεσσαλονίκης, Άγιο Θεωνά. Όπως μαθαίνουμε από την κτητορική επιγραφή του μετοχιού, ο κεντρικός πύργος ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του  1530 επί ηγουμενίας Θεωνά. Τότε στο μετόχι υπηρετούσε ως  οικονόμος, δηλαδή ως απεσταλμένος της κυρίαρχης μονής, κάποιος  μοναχός με το όνομα Σωφρόνιος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το  περιεχόμενο της επιγραφής. Σ’ αυτό οι κτήτορες του μετοχιού αφιερώνουν τον πύργο στην Αγία Αναστασία, παρομοιάζοντας την  προσφορά τους με το ευαγγελικό περιστατικό του δίλεπτου της χήρας  και ζητούν τις πρεσβείες της Μεγαλομάρτυρος Αγίας έναντι αισθητών  και πνευματικών εχθρών (11)

 

Εικόνα 2 Η κτητορική πλάκα του Μετοχιού, Πηγή: Χρυσόστομος Πίνδης 

Η θέση του μετοχιού θεωρείται καίριας στρατηγικής σημασίας, καθώς  δεν ήταν ορατό από την θάλασσα, αλλά χτίστηκε ακριβώς επάνω σε μία  πολύ σημαντική οδική αρτηρία που συνέδεε την Χαλκιδική με την  Θεσσαλονίκη. Ο φρουριακός του χαρακτήρας αποτελούσε επιτακτική  ανάγκη των κατοίκων και των μοναχών να προστατεύονται από  επιδρομές. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως ο Χαϊρεντίν  Μπαρμπαρόσα λεηλατούσε την περιοχή στις αρχές του 16ου αιώνα. 

Παράλληλα σχεδόν ενετικές και παπικές γαλέρες, υπό την ηγεσία του  Andrea Doria, το 1532 είχαν ως ορμητήριο τον Θερμαϊκό κόλπο για τις  πειρατικές τους επιχειρήσεις (12). 

Σταδιακά κτίστηκαν και τα υπόλοιπα κτίσματα του μετοχιού, ώστε να  καλύπτουν τις ανάγκες των πατέρων της μονής (στάβλος, μαγειρείο, φούρνος), αλλά και όσων διέμεναν εκεί. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί ότι  τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των κτιρίων ήταν  πηλός, αργοί λίθοι και υπολείμματα με πιθανή προέλευση από κάποια  γειτονική αρχαία πόλη (κίονες, επιτύμβιοι βωμοί και στήλες ρωμαϊκών  χρόνων) (13).

Η κεντρική πύλη βρισκόταν στην βόρεια πλευρά, ενώ μία  δεύτερη έστεκε στη δύση. Ξεχωρίζουν ο μικρών διαστάσεων ναός  (μονόχωρη βασιλική με διαστάσεις 10×6,73μ.) που υπήρχε αριστερά  μετά την είσοδο στο προαύλιο, αλλά και το τριώροφο κεντρικό  πυργόσπιτο, το οποίο λειτουργούσε ως χώρος αποθήκευσης γεωργικών  προϊόντων και ως κατοικία του αντιπροσώπου της μονής. Σταδιακά το  συγκρότημα ενισχύεται με δύο επιπλέον οχυρωματικούς πύργους,  ύψους δέκα μέτρων στο νότιο μέρος του (14). 

Εικόνα 3 Εκτίμηση του Μετοχιού σε ολοκληρωμένη μορφή εμπνευσμένη από την διπλωματική εργασία  ”Μετέχω, μια αρχιτεκτονική ιστορία στο μετόχι των Κριτζιανών”, εξελιγμένη με την βοήθεια της τεχνητής  νοημοσύνης. Πηγή: ΄΄ΜΕΤΕΧΩ΄΄

Κατά την επανάσταση στη Μακεδονία το 1821 και μετέπειτα, υπάρχουν  ενδείξεις για πυρκαγιά στον τελευταίο όροφο του πυργόσπιτου. Γενικότερα, ωστόσο, οι πληροφορίες που αφορούν το μετόχι των Κριτζιανών για τους επόμενους αιώνες της Οθωμανικής περιόδου έως  τον 19οείναι ελάχιστες. 

Σχετικά με τη λειτουργία του συγκροτήματος κατά τον 20ο αιώνα,  εντοπίζονται μαρτυρίες σε βιβλίο λαογραφικό περιεχόμενου για τη  λειτουργία της εκκλησίας μέχρι και τη δεκαετία του 1980 (15). 

Παράλληλα, σύμφωνα με προφορικές καταγραφές μεγαλύτερων σε  ηλικία Επανομιτών, στον χώρο διέμεναν οικογένειες Βλάχων βοσκών.  Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρουσία κατοίκων που εργαζόταν στο μετόχι  και στα κτήματα του, αλλά και μοναχών μάς επιβεβαιώνεται επίσης από  τις Βρετανικές ναυτικές μυστικές υπηρεσίες το 1920 (16).

Λίγο έξω από τα  όρια του συγκροτήματος και κοντά στον πλάτανο υπήρχε πηγάδι, το  οποίο σήμερα δεν μπορεί να εντοπιστείiv. Πάντως οι ακριβείς λόγοι  εγκατάλειψης του μετοχιού από την κυρίαρχη μονή δεν είναι σαφείς  και μένει να διευκρινιστούν σε επόμενες μελέτες.  

Αν και ο χώρος άξιζε να διατηρηθεί ανέπαφος, η άγνοια της ιστορικής  κληρονομιάς του μετοχιού οδήγησε σε μια πρωτοβουλία για ανέγερση  νέου ναού το 1965, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν  αρκετοί χώροι του συγκροτήματος. Τότε συνέβη η ολοκληρωτική  ισοπέδωση του παλιού ναού, αλλά και του τελευταίου ορόφου του πυργόσπιτου. Ευτυχώς, η Αρχαιολογική Υπηρεσία προχώρησε σε  εργασίες αποκατάστασης του χώρου το 1976 και το 1986-1987, όπως η  στερέωση των δύο οχυρωματικών πύργων, οι οποίες συνέβαλαν στην  αποφυγή της ολοκληρωτικής του κατάρρευσης (17)

Το μετόχι των Κριτσιανών, όπως τροποποιήθηκε μερικώς το όνομά του  στις μέρες μας, διέθετε και μια αξιόλογη κτηματική περιουσία στην  ευρύτερη περιοχή. Μάλιστα, το 1919 το Υπουργείο Παιδείας  αποφάσισε την επίταξη του κτήματος του οικισμού υπέρ του Αγροτικού  Συνεταιρισμού της Επανομής, αλλά αυτή η απόφαση δεν εκτελέστηκε  ποτέ μετά από παρέμβαση της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης και του  Πατριαρχείου.

Μέχρι το 1952 η έκταση αυτή ήταν 8.000 στρέμματα.  Μετά τη διάθεση ενός σημαντικού μέρους της έκτασης αυτής στους  ακτήμονες καλλιεργητές της Επανομής, αλλά και την πώληση  ορισμένων αγροτεμαχιών από πλευράς της μονής, η περιουσία του  μετοχίου υπολογίζεται πλέον σε 1.340 στρέμματα, τα οποία βρίσκονται  γύρω από το κτιριακό συγκρότημα, αλλά και στην περιοχή Αγελαδάρικο  («Γιλαδάρκου»). (18) 

Είναι προφανές ότι η ίδρυση του μετοχίου αποτέλεσε σταθμό όχι μόνο  στην αγροτική, αλλά στην εκκλησιαστική ιστορία της Επανομής. Τρανή απόδειξη του γεγονότος αποτελεί η ύπαρξη παλαιών φορητών εικόνων  των Αγίων Αναστασίας και Θεωνά στους δύο ιστορικότερους ναούς της Επανομής, δηλαδή την παλαιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (19) αλλά και  στην εκκλησία της Παναγίας (20) οι οποίες φιλοτεχνήθηκαν κατά τον 19ο αιώνα. 

Επιπλέον, το χωριό ανέπτυξε έναν ισχυρό διαχρονικό πνευματικό  σύνδεσμο με την κυρίαρχη Μονή της Αγίας Αναστασίας. Κάτι τέτοιο  επιβεβαιώνεται καταρχάς από τον κώδικα «Πρόθεσις» της Μονής, όπου  εντοπίζονται τα ονόματα 439 Επανομιτών, τα οποία στάλθηκαν  σταδιακά για μνημόνευση από τον 17ο αιώνα μέχρι και τις αρχές του  19ου αιώνα (21).

Επίσης, από έρευνα στο βιβλία εσόδων και εξόδων της  Μονής κατά τα τέλη του 19ου αιώνα (1893-1894) «προκύπτει πως οι  ιερομόναχοι και οικονόμοι του μετοχιού παρείχαν ιερατικές υπηρεσίες  στην Επανομή τελώντας συστηματικά αγιασμούς» (22).

Όπως μαθαίνουμε  από τον αείμνηστο δάσκαλο Αθανάσιο Τσακνάκη, ο οποίος διέσωσε σε  μεγάλο βαθμό την προφορική παράδοση της Επανομής του  περασμένου αιώνα, οι ιερείς τελούσαν τους αγιασμούς μετά από  αίτημα των γεωργών σε περιόδους ανομβρίας ή των κτηνοτρόφων σε  περιπτώσεις ασθένειας των ζώων.

Προς αγιασμό των καλλιεργειών και  των θρεμμάτων τους, και οι δύο επαγγελματικές ομάδες της Επανομής  ζητούσαν την έλευση και του ιερού λειψάνου της Αγίας Αναστασίας της  Φαρμακολύτριας, γεγονός που κατείχε σημαίνουσα βαρύτητα στη ζωή  του τόπου (23).

Η συνήθεια αυτή φαίνεται ότι ατόνησε τα τελευταία  χρόνια λόγω της κλοπής των λειψάνων της Αγίας Αναστασίας το 2012,  τα οποία έκτοτε δεν έχουν βρεθεί. 

Εικόνα 4 Άποψη του προαύλιου χώρου του Μετοχιού από την ανατολική πλευρά του, Πηγή: Χρυσόστομος  Πίνδης 

Συνοπτικά, το μετόχι των Κριτσιανών αποτελεί ένα από τα λίγα  σωζόμενα μεσαιωνικά βυζαντινά μνημεία της ευρύτερης περιοχής της  Θεσσαλονίκης, το οποίο συνυφαίνει την εκκλησιαστική ιστορία ενός  σημαίνοντος μοναστικού συγκροτήματος της περιοχής, δηλαδή της  μονής της Αγίας Αναστασίας, με την πλούσια αγροτική και  κτηνοτροφική παράδοση της Επανομής. Επίσης, πρόκειται για  τοπόσημο με έντονο φωτογραφικό ενδιαφέρον.

Ευχόμαστε οι νεότερες  εξελίξεις με τη δυνατότητα επίσκεψης στον χώρο να συμβάλλουν  αποφασιστικά τόσο στην καλύτερη συντήρηση του όσο και στην  ανάδειξη της ιστορικότητάς του. Επειδή η γνώση του παρελθόντος είναι  δύναμη και η ιστορία πηγή έμπνευσης για το μέλλον, ελπίζουμε το  άνοιγμα του μετοχιού των Κριτσιανών στο κοινό να σηματοδοτήσει και  το άνοιγμα όλων μας στη μελέτη της τοπικής μας ιστορίας.

*O Γρηγόρης Σαρβάνης είναι δάσκαλος-θεολόγος και ο Χρυσόστομος Πίνδης, ιστορικός

Υποσημειώσεις-Βιβλιογραφία 

  1. Θ. Παζαράς, «Το νεκροταφείο στο Λιμόρι και η παλαιοχριστιανική βασιλική  στο Μπγιαδούδι», στο Θ. Παζαράς (επιμ.) Ιστορία και Μνημεία της  Επανομής, Δήμος Θερμαϊκού, 2019, σ. 67. 
  2. Ενδεικτικά Adolf Hermann Struck, Makedonische Farten, Wien 1907, σ.102). 3. O.Trafali,Τοpographie de Thessalonique , Paris Geuthner 1913, σ. 384). 4. Θ. Παζαράς, Τ’ Απανουμιτ΄κα (Το γλωσσικό ιδίωμα της Επανομής), εκδ.  Γιαχούδη, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 11. 
  3. Ι. Παπάγγελος, «Η βυζαντινή Επανομή», στο Θ. Παζαράς (επιμ.) Ιστορία και  Μνημεία της Επανομής, Δήμος Θερμαϊκού, 2019, σ. 100. 
  4. Ν. Παπαοικονόμου, «Η Επανομή κατά την οθωμανική περίοδο», στο Θ.  Παζαράς (επιμ.) Ιστορία και Μνημεία της Επανομής, Δήμος Θερμαϊκού, 2019,  σ. 103). 
  5. Θ. Παζαράς, Τ’ Απανουμιτ΄κα (Το γλωσσικό ιδίωμα της Επανομής), ό.π., σ.  12. 
  6. J. L. Caskey Greece, Crete and the Aegean Islands in the Early Bronze Age,  Cambridge University Press 1964, p. 8. 
  7. N.G.L. Hammond, A history of Macedonia , Oxford 1972, p. 232. 10. Θ. Παζαράς, Επανομή. Ιστορία-Μνημεία-Τοπογραφία, Μακεδονική  Βιβλιοθήκη, αρ. 79, εκδ. Αθ. Αλτίντζη, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 36-38. 11. Θ. Παζαράς, Η Κτητορική Επιγραφή του Μετοχίου της Αγίας Αναστασίας στα  Κριτζιανά Επανομής, Μακεδονικά, 10, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 145-150 & Θ.  Παζαράς, Επανομή. Ιστορία-Μνημεία-Τοπογραφία, ό.π., σ. 49-50. Για μια πιο  αναλυτική παρουσίαση του βίου του Αγίου, που ξεφεύγει από τους σκοπούς  της παρούσας μελέτης, βλ. Α. Γλαβίνας, Θεωνάς Α’ ο Από Ηγουμένων  Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Μακεδονικά, 12, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 270- 282. Μάλιστα, στη μελέτη αυτή η κτητορική επιγραφή του μετοχίου των  Κριτζιανών παρουσιάζεται ως απόδειξη ότι ο Άγιος Θεωνάς ανέβηκε στον  μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης μετά το 1535 (ό.π., σ. 276-277). 12. Θ. Παζαράς, Επανομή. Ιστορία-Μνημεία-Τοπογραφία, Μακεδονική  Βιβλιοθήκη, ό.π., σ. 40-43. 
  8. Θ. Παζαράς, Η Κτητορική Επιγραφή του Μετοχίου της Αγίας Αναστασίας στα  Κριτζιανά Επανομής,ό.π., σ. 144. 
  9. Χ. Παπαχρήστου, Γέφυρα στο παρελθόν μας. Η λαογραφία, η ιστορία, η ζωή  της Επανωμής, μέρος πρώτο, εκδ. Γραφικές Τέχνες Επανομής, Επανωμή 1997. σ. 28.
  10. Α handbook of Macedonia and surrounding territories, Great Britain Naval  Intelligence Division, University of Michigan 1920, σελ.395. 
  11. Θ. Παζαράς, Επανομή. Ιστορία-Μνημεία-Τοπογραφία, ό.π., σ. 50-51. 17. Θ. Παζαράς, Επανομή. Ιστορία-Μνημεία-Τοπογραφία ό.π., σ. 39-40. 18. Θ. Παζαράς & Ν. Παζαράς, Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου στην Επανομή, εκδ.  Γιαχούδη, Θεσσαλονίκη 2022, σ. 85. 
  12. Αθ. Κατζιγκάς (Πρωτοπρεσβ.), Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου  Επανομής. Η Ενορία μας, εκδ. Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου,  Επανομή 2006, σ. 146, 160. 
  13. Ι. Παπάγγελος, «Η βυζαντινή Επανομή», ό.π., σ. 107-108 
  14. Α. Ίγγλεζης (Αρχιμ.), Επανομή. Ιστορικοεκκλησιαστική Συμβολή (Μέσα 19ου Αρχές 20ου αι.), εκδ. Γραφικές Τέχνες «Μέλισσα», Θεσσαλονίκη 2015, σ. 85 22. Αθ. Τσακνάκης, Χρονικά της Χαλκιδικής. Επανομή. Ιστορία-Λαογραφία,  Περιοδική Έκδοσις Ιστορικής-Λαογραφικής Εταιρείας Χαλκιδικής, τεύχος 17- 18, εκδ. Μ. Τριανταφύλλου, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 109-110. 

ii https://www.greek language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%BC%CE%B5% CF%84%CF%8C%CF%87%CE%B9 

iii https://shorturl.at/jrce4 

iv https://ethermaikos.gr/ta-pigadia-tis-epanomis-meros-g/

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα