Επανομή: Ιστορίες από το καλοκαιρινό σπίτι της Θεσσαλονίκης
Μία ευλογημένη περιοχή που αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί παραθεριστικό προορισμό για τους Θεσσαλονικείς και τους Βαλκάνιους
Αίσθηση χωριού με πληθυσμό προαστίου, αγροτική παραγωγή με αλιευτική παράδοση, μεγάλη ιστορία με πλούσια βιοποικιλότητα. Μισή ώρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, η Επανομή αποκαλύπτει σταθερά τα μυστικά της σε επισκέπτες από Ελλάδα και εξωτερικό. Εδώ και δεκαετίες, χιλιάδες οικογένειες την επιλέγουν ως τόπο παραθερισμού, κάποτε σε παράγκες πλάι στη θάλασσα, μετά σε κάμπινγκ και πλέον σε Airbnb και beach bar.
Μιλήσαμε με ανθρώπους που μετρούν πολλά καλοκαίρια στην Επανομή και σας μεταφέρουμε όσα τους δελεάζουν σε αυτήν και όσα περιμένουν από το μέλλον της.
Η πανέμορφη «μύτη» στο Θερμαϊκό που προσέλκυσε κατοίκους —και πειρατές
Η ευρύτερη τοποθεσία, μαζί με το χαρακτηριστικό ακρωτήρι του Μύτικα στο Θερμαϊκό, αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο ως «Άκρα Γιγωνίς». Όσον αφορά την ετυμολογία του σημερινού ονόματος, υπήρχαν δύο εκδοχές. Η πρώτη ήθελε το όνομα να προέρχεται από τη φράση «Επάνω μη», με την οποία οι κάτοικοι ξορκίζαν τους πειρατές που βγαίναν στην ακτή να μην ανέβουν μέχρι το χωριό. Η δεύτερη, που τελικά κυριάρχησε, προέκρινε τη φράση «επάνω νομή» ή αλλιώς «τα ψηλά βοσκοτόπια». Για αυτό και πλέον η επίσημη γραφή είναι με όμικρον και όχι με ωμέγα.
Ήδη από την Προϊστορική Περίοδο, η περιοχή ήταν αρκετά πυκνοκατοικημένη με διάσπαρτους οικισμούς πάνω στους λόφους. Σταδιακά, πολλοί οικισμοί φτιάχτηκαν και κοντά στην ακροθαλασσιά. Όμως, ο φόβος των πειρατών οδήγησε τελικά τους κατοίκους πιο μέσα στο ακρωτήρι.

Ακόμα και το μετόχι της Μονής της Αγίας Αναστασίας, ένα σημαντικό μνημείο της περιοχής, χτίστηκε έτσι που να μην το βλέπουν οι πειρατές από τη θάλασσα. Ιδρύθηκε το 1530 και είναι το μοναδικό απομεινάρι από το μεσαιωνικό οικισμό Κριτσιανά. Είναι πιθανότατα το παλαιότερο και καλύτερα διατηρημένο μοναστηριακό μετόχι στη Βόρεια Ελλάδα. Είναι επισκέψιμο συγκεκριμένες μέρες και ώρες της εβδομάδας.
Δώρα επιβίωσης από τη γη και τη θάλασσα
Ανέκαθεν οι Επανομίτες βάσιζαν το βιοπορισμό τους στη γη και τη θάλασσα.
Ο Πατέρας Βησσαρίων Καντούνης είναι πάνω από 10 χρόνια εφημέριος και προϊστάμενος στον Ιερό Ναό της Παναγίας στην Επανομή. Στη συνάντησή μας, επιβεβαιώνει ότι «οι Επανομίτες ήταν και είναι πρωτίστως ψαράδες και αγρότες. Η Επανομή τροφοδοτεί με σιτάρι και κριθάρι όλη την Ελλάδα και μέρος της Ευρώπης. Μεγάλες ζυθοποιίες συνεργάζονται με τοπικούς παραγωγούς. Είμαστε εύφορος τόπος».
Η κ. Αργυρώ, γέννημα θρέμμα Επανομίτισσα, θυμάται τον πατέρα της να αγωνία τι ψαριά θα βγάλει, όποτε έβγαινε στα ανοιχτά: «Εκείνα τα χρόνια, αν οι ψαράδες έβγαζαν καλή ψαριά, είχαμε κι εμείς να φάμε. Πουλούσε ο πατέρας τα ψάρια, έπαιρνε ψωμί και λάδι. Το χειμώνα, όμως, με τους Βαρδάρηδες και τα κρύα, δεν μπορούσε ο πατέρας να βγει για ψάρεμα. Τι είχαμε τότε να φάμε; Ένα αυγό και λίγο γάλα. Τίποτα άλλο. Ευτυχώς ο πατέρας μου είχε φίλους από τη Θεσσαλονίκη γιατρούς, τραπεζικούς, δικηγόρους. Όταν τον επισκέπτονταν, τους έπαιρνε με τη βάρκα και πήγαιναν για ψάρεμα. Σαν ανταπόδοση, αυτοί πάντα μας έστελναν κάτι να βάλουμε στο τραπέζι τις γιορτές. Ήξεραν πως ήμασταν φτωχοί και ήθελαν να βοηθήσουν».
Από το καλάμι ψαρέματος στις καλαμωτές ομπρέλες και τα beach bar
Η θάλασσα είναι συνυφασμένη με την Επανομή, όχι μόνο στο ψάρεμα αλλά και στο κολύμπι. Εκτός από την εύφορη γη, η Επανομή έχει την τύχη να συνορεύει με συνολικά 40 χλμ. παραλιών με Γαλάζιες Σημαίες. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που προσελκύει διαχρονικά τόσους επισκέπτες.
Σήμερα, η δημοφιλέστερη από αυτές είναι ο Ποταμός. Η Γεωργία, Επανομίτισσα και αυτή, έκανε τα πρώτα της μπάνια με τον παππού της εκεί τη δεκαετία του ‘90: «Όταν ήμουν μικρή, πήγαινα με τον παππού μου για μπάνιο στον Ποταμό. Παίρναμε μια ομπρέλα και ένα σετ καρεκλάκια και πηγαίναμε. Ψαρεύαμε κιόλας με καλάμια! Ήταν πολύ πιο ήρεμα και ξένοιαστα από σήμερα. Όταν πήγαινα σχολείο, είχαν δημιουργηθεί κάποια αναψυκτήρια που νοίκιαζαν και θαλάσσια ποδήλατα. Συχνά πηγαίναμε και για φαγητό».
Πλέον οι περισσότεροι λουόμενοι δεν μεταφέρουν ούτε ομπρέλες ούτε καρεκλάκια. Προτιμούν τις καλαμωτές ομπρέλες που είναι ήδη στημένες στα πολλά beach bar του Ποταμού. Η Γεωργία αναγνωρίζει την προστιθέμενη αξία που αυτά έφεραν στο τουριστικό προϊόν του τόπου της, όμως δεν παύει να νοσταλγεί την αίσθηση ανοιχτωσιάς και ησυχίας που είχε ο Ποταμός όταν πήγαινε παιδί με τους φίλους της —τότε που ένα μπάνιο στη θάλασσα ήταν και αισθητά φθηνότερο. Παρόλα αυτά, και με τις νέες συνθήκες τα Σαββατοκύριακα η παραλία βγαίνει… sold out, με χιλιάδες λουόμενους που έρχονται για ένα γρήγορο μπάνιο ή για να περάσουν μερικές μέρες στην περιοχή.
Πάντως, αυτό που φαίνεται να μένει σταθερό στο χρόνο είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπων, που γεννά σχέσεις της μίας μέρας ή και πολύ περισσότερων. Ειδικά τις περασμένες δεκαετίες, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο να νοικιάζουν οι Επανομίτες οικόπεδα σε κατασκηνωτές, μπροστά στην παραλία. Εκεί κάθονταν βδομάδες ίσως και πάνω από μήνα και μέσα από αυτή τη διαδικασία γεννήθηκαν πολλές γνωριμίες, που με τη σειρά τους γέννησαν φιλίες και έρωτες.
Ένα ναυάγιο-αξιοθέατο και ένα που ελάχιστοι γνωρίζουν
Φεύγοντας από τον Ποταμό, στην κορυφή του Μύτικα, συναντάμε την παραλία Φανάρι, με το γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου και τα κεφάτα πανηγύρια του.
Κάπου εκεί βρίσκουμε και το περίφημο Ναυάγιο. Το τοπωνύμιο προέρχεται από το σκαρί ενός πλοίου που κείται σκουριασμένο πάνω από μισό αιώνα, επιτρέποντας στους λουόμενους να εξερευνήσουν ένα πραγματικό ναυάγιο χωρίς να ξεμακρύνουν στα βαθιά.

Το πλοίο βυθίστηκε το 1970. Οι παλιότεροι λένε πως μετέφερε χώμα για να μπαζώσει τον υγροβιότοπο στην περιοχή του Μύτικα, ώστε να… παραχωρηθεί μετά ως ακίνητο-φιλέτο. Το ναυάγιο, λένε οι παλιοί, έγινε ανήμερα του Αγίου Αντωνίου, για αυτό και θεωρείται ότι ήταν θέλημά του να σωθεί ο υγροβιότοπος. Το πλοίο δεν ανασύρθηκε ποτέ.
Κάτι που δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι στις ακτές της Επανομής υπάρχει και ένα δεύτερο ναυάγιο, αυτό του ατμόπλοιου Παναγής. Το ατμόπλοιο βυθίστηκε το Φεβρουάριο του 1936 λόγω πολύ σφοδρής κακοκαιρίας και θαλασσοταραχής και είχε πολλούς νεκρούς. Το μόνο που απομένει να θυμίζει το πλοίο σήμερα είναι ο παλιός του λέβητας, που ξεπροβάλλει λίγο από την επιφάνεια της θάλασσας.
Τα καλοκαίρια όλη η Επανομή κατέβαινε Παραλία
Και αν ο Ποταμός και το Φανάρι γνωρίζουν σήμερα μεγάλες δόξες, τις περασμένες δεκαετίες τα “must” μέρη για θαλάσσιες εξορμήσεις βρίσκονταν από την άλλη πλευρά του Μύτικα, πηγαίνοντας προς Νέα Μηχανιώνα. Πρόκειται για την Παραλία Επανομής, με τη σκάλα που δένουν οι βάρκες, και τον Πάλιουρα, όπου βρισκόταν το θέρετρο Κτήμα του Καραγκιόζη.

Η Γεωργία έχει πολλές αναμνήσεις από την Παραλία: «Στα εκκλησάκια της Αγίας Μαρίνας και της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος έχω να θυμάμαι πολλά πανηγύρια και συναυλίες. Είχε πάρα πολλά υπαίθρια μαγαζιά. Πλέον έχουν μείνει λιγότερα. Και εκεί ήταν ωραία. Μας αφήναν οι γονείς ελεύθερα να παίζουμε, όταν ήμασταν παιδιά. Στην τοποθεσία Γκρέμια υπήρχε και μία κατασκήνωση της Γ.Γ. Απόδημου Ελληνισμού, για τα παιδιά Ελλήνων μεταναστών που έρχονταν τα καλοκαίρια. Δούλευαν παιδιά από το χωριό ως ομαδάρχες και όποτε έρχονταν οι γονείς να δουν τα παιδιά θα άφηναν κάποια χρήματα στην περιοχή. Πλέον έχει κλείσει».
Η κ. Αργυρώ μάς μεταφέρει σε καλοκαίρια ακόμα πιο μακρινά: «Από τον Ιούνιο, που τέλειωναν τα σχολεία, ως τον Αύγουστο, φεύγαμε από το χωριό και πηγαίναμε στην Παραλία. Εκεί είχε ο πατέρας τη βάρκα, τα δίχτυα, τα παραγάδια του. Κατεβαίναμε με τα πόδια ή με το γαϊδουράκι μας. Θυμάμαι και κάτι φαντάρους από μια στρατιωτική κατασκήνωση εκεί κοντά. Μας ξυπνούσαν πρωί-πρωί με την ντουντούκα τους.
» Δεν ήμασταν μόνο εμείς στη θάλασσα. Είχε κι άλλους ψαράδες αλλά και παραθεριστές. Από τη Θεσσαλονίκη κυρίως, οι πιο ευκατάστατοι. Στήνανε σκηνές και καθόντουσαν. Εμείς είχαμε φτιάξει παραπήγματα από νοβοπάν, με τσίγκο για σκεπή, χωρίς ρεύμα. Ούτε καν πόρτα κανονική δεν είχε! Καθόμασταν με τη λάμπα έξω τα βράδια, και πολλές φορές κοιμόμασταν και έξω. Κανένας φόβος τότε, ούτε να σε πειράξει κανείς, ούτε να σε κλέψει.
» Η παράγκα μας ήταν όμορφη. Πάνω στο κύμα σχεδόν. Πολύς κόσμος που ερχόταν για μπάνιο νόμιζε πως ήταν ταβέρνα! Ο πατέρας μου, κιμπάρης! Κέρναγε όλον τον κόσμο. “Τι σερβίρει το… ταβερνάκι σήμερα;”, ρωτούσαν. Κι έλεγε ο πατέρας μου: “Μόνο ψάρι και ψωμί σήμερα, παιδιά. Αν θέλετε, καθίστε”».
Ο Μανώλης, κάτοικος Επανομής από τα 8 του χρόνια, θυμάται ότι τις δεκαετίες του ‘80 και του ’90: «Ο κεντρικός δρόμος στην Παραλία έκλεινε τα βράδια. Ήταν γεμάτος πεύκα και ιτιές. Κόσμος πολύς περπατούσε. Η σκάλα δεν υπήρχε ακόμα, όμως και πάλι είχε βάρκες δεμένες. Παραδίπλα λειτουργούσε και ο Ναυτικός Όμιλος Επανομής, που πηγαίναμε για ιστιοπλοΐα. Από μαγαζιά, είχε κάποια μανάβικα, ένα περίπτερο που το λέγανε Παπαρίκα και την ντίσκο Κεντρί, όπου γινόταν χαμός. Πάρα πολύ κόσμο μάζευε και στα πανηγύρια της Αγίας Μαρίνας και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Η παραλιακή γέμιζε».
Στο Κτήμα του Καραγκιόζη και στον Πάλιουρα: Η πλαζ που κέρδισε μέχρι και αστέρες του παλιού ελληνικού σινεμά
Αφήνοντας πίσω μας την Παραλία, φτάνουμε στον Πάλιουρα και το Κτήμα του Καραγκιόζη. Εδώ γίνονταν παλιά τα περίφημα «μπάνια του λαού», από τέλη Ιούνη μέχρι Δεκαπενταύγουστο. Οι αναμνήσεις άπειρες, αλλά λίγες από αυτές σωσμένες σε φωτογραφίες —ας όψεται το κόστος του φιλμ.
Ο Γιώργος χαρακτηρίζει το μέρος «το θερινό σπίτι της πόλης», τουλάχιστον για τους ανθρώπους που βλέπαν τη Χαλκιδική σαν άπιαστο όνειρο, για αυτούς «που το “πάπλωμα” του οικογενειακού προϋπολογισμού απλώνονταν μέσα στο Θερμαϊκό το καλοκαίρι».
Η αρχή, βέβαια, γινόταν ήδη από τα τέλη της άνοιξης, με μαθητές της Θεσσαλονίκης να πιάνουν την αύρα της θάλασσας πριν καλοκαιριάσει. Ο Γιώργος έχει να θυμάται πολλές εμπειρίες από τέτοιες ολοήμερες εκδρομές: «Μια βδομάδα προετοιμαζόμασταν με προμήθειες, τάπερ, μπάλες, κιθάρες, ρακέτες —αλλά όχι μαγιό. Το μπάνιο απαγορευόταν δια ροπάλου στις σχολικές εκδρομές, για ευνόητους λόγους».
Ο Νίκος Σακκάς, Πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Επανομής, θυμάται επίσης: «Όταν ήμουν παιδί, στον Πάλιουρα έφταναν καθημερινά μέχρι και 70 πούλμαν με λουόμενους από Θεσσαλονίκη. Αντίθετα, τον Ποταμό δεν τον ήξερε κανείς. Μόνο γελάδια βοσκάγαν εκεί!».
Πόλος έλξης για όλον αυτόν τον κόσμο ήταν η δημοτική πλαζ στο Κτήμα του Καραγκιόζη, μαζί με μια σειρά από ταβέρνες, όπως του Σόλωνα και του Μήττα. «Όλοι οι παραθεριστές εδώ έρχονταν για μπάνιο και φαγητό. Μέχρι και η Βουγιουκλάκη και ο Βουτσάς πέρασαν από τα μέρη μας! Όμως, και οι ντόπιοι ερχόμασταν πολύ συχνά. Σε αυτές τις ταβέρνες πρέπει να ‘γιναν τα μισά γαμήλια γλέντια του χωριού», μοιράζεται ο κ. Σακκάς.
«Ξεκινούσαν πούλμαν από τις συνοικίες νωρίς το πρωί, πριν πιάσει η ζέστη, μεταφέροντας κυρίως ηλικιωμένους και γυναικόπαιδα, όταν πια κλείναν τα σχολεία. Οι άντρες παρέμεναν στα… μετόπισθεν. Τα μπάνια έπρεπε να θυσιαστούν, γιατί προείχε το μεροκάματο», λέει ο Γιώργος. «Απαραίτητη συνοδεία, φυσικά, τα τάπερ, που ήταν πολύ στη μόδα τότε με τις περίφημες επιδείξεις στα σπίτια. Γέμιζαν με κεφτεδάκια και πίτες σπιτικές και η εξόρμηση ξεκινούσε! Όταν τα πούλμαν έφταναν στο Κτήμα, έτρεχε ο κόσμος να πιάσει πόστο κάτω από τη σκιά των δέντρων πλάι στη θάλασσα. Μια κουβέρτα στρωματσάδα και ένας υπνάκος μεσημεριανός μετά τη βουτιά και τη ρετσίνα και πίσω πριν το απόγευμα».
Πριν αναχωρήσουν, οι λουόμενοι έκαναν τα ψώνια τους από τους υπαίθριους μικροπωλητές της περιοχής. «Ζούσαν 10 οικογένειες και βάλε από αυτούς τους πάγκους στο Κτήμα του Καραγκιόζη», προσθέτει ο κ. Σακκάς.
Η περιοχή έχει χάσει την πρότερη αίγλη της αλλά διατηρεί ακόμα καθαρά νερά, που τα απολαμβάνουν κυρίως όσοι θέλουν κάτι διαφορετικό από τον πολύβουο Ποταμό ή το πιο δυσπρόσιτο Φανάρι.
Κτήμα Γεροβασιλείου: Οινοτουρισμός στην Επανομή
Στην εύφορη γη της Επανομής, λίγα χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, το Κτήμα Γεροβασιλείου αποτελεί σημείο αναφοράς για τον ελληνικό οινοτουρισμό από το 1981. Περιτριγυρισμένο από τον ιδιόκτητο αμπελώνα, που σήμερα εκτείνεται σε 1.000 στρέμματα, και με θέα προς τη θάλασσα και τον Όλυμπο, το Κτήμα προσφέρει μια ολιστική εμπειρία που συνδυάζει το κρασί με τον πολιτισμό, τη φύση και τη γαστρονομία.
Οινόφιλοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό συμμετέχουν σε ξεναγήσεις στον αμπελώνα, στο οινοποιείο και στο μουσείο οίνου, αλλά και σε διάφορες πολιτιστικές δράσεις όπως διαλέξεις, παραστάσεις, προβολές και εκθέσεις. Οι γευστικές δοκιμές συνδυάζονται με πρώτες ύλες και τοπικά προϊόντα της Επανομής, αναδεικνύοντας τον πλούτο της τοπικής γαστρονομίας. Παράλληλα, πολλοί επισκέπτες ολοκληρώνουν την εμπειρία τους με ένα γεύμα στις παραδοσιακές ταβέρνες του χωριού.
Στο πλαίσιο της εκδοτικής του δραστηριότητας, το Κτήμα έχει δημιουργήσει τη σειρά Από Στόμα σε Στόμα, που είναι αφιερωμένη στην Επανομή. Κάθε έκδοση επικεντρώνεται σε διαφορετική θεματική και αναδεικνύει την ιστορία, την παράδοση και τη φύση του τόπου.
Ο οινοτουρισμός, παγκοσμίως, είναι άρρηκτα δεμένος με τον τόπο όπου καλλιεργείται το αμπέλι και παράγεται το κρασί. Το ίδιο συμβαίνει και με το Κτήμα Γεροβασιλείου. Η Επανομή προσφέρει απλόχερα ένα μοναδικό μικροκλίμα, ιδανικό για την καλλιέργεια του αμπελιού, ενώ το Κτήμα, με τη σειρά του, έχει ανοίξει τις πόρτες σε έναν διαφορετικό, βιωματικό τουρισμό. Εδώ, ο επισκέπτης δεν έρχεται απλώς για να δοκιμάσει κρασί, αλλά για να γνωρίσει τον τόπο, τη φύση, τον πολιτισμό, τη γαστρονομία, αλλά και τους ανθρώπους του.
Ένα πλούσιο οικοσύστημα αντιμέτωπο με τις κακές νοοτροπίες μας
Μπορεί ο υγροβιότοπος της Επανομής να έμεινε παρθένος, παρά τις προσπάθειες για το αντίθετο το 1970, ωστόσο η αυξημένη επισκεψιμότητα στην Επανομή δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο. Είναι ενταγμένος στο δίκτυο Natura 2000 και το παράκτιο μήκος του φτάνει τα 6,5 χλμ. Περιλαμβάνει τη Ζώνη Ειδικής προστασίας «Λιμνοθάλασσα Επανομής» και την Ειδική Ζώνη Διατήρησης «Λιμνοθάλασσα Επανομής και Θαλάσσια Παράκτια Ζώνη». Η Ζώνη Ειδικής Προστασίας αφορά συγκεκριμένα την προστασία της ορνιθοπανίδας, ενώ η Ειδική Ζώνη Διατήρησης αφορά τους οικοτόπους εντός της έκτασης και τα υπόλοιπα είδη πανίδας που μπορεί να συναντήσει κανείς εκεί.
Η Λυδία Αλβανού είναι βιολόγος και εργάζεται στον ΟΦΥΠΕΚΑ ως υπεύθυνη στη Μονάδα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Κεντρικής Μακεδονίας, συγκεκριμένα στο παράρτημα της Χαλάστρας, όπου ανήκει και η αρμοδιότητα για τη συγκεκριμένη έκταση.
Όπως εξηγεί, ο υγροβιότοπος «είναι περιοχή με αυξημένη οικολογική σημασία, γιατί από τη μία έχουμε έναν υγρότοπο με λιμνοθάλασσα, στην οποία τρέφεται, διαβιεί και ξεκουράζεται σημαντικός πληθυσμός πουλιών πριν τη μετανάστευσή τους. Από την άλλη, έχουμε το γενικό υγρότοπο με τα λεγόμενα αλόφυτα, που κατακλύζεται από νερό το χειμώνα, έχοντας όψη έλους. Έπειτα, έχουμε μία ζώνη με αμμοθίνες. Ανάμεσα στα είδη πανίδας που συναντούμε είναι η μεσογειακή χελώνα, ο Πηλοβάτης, που είναι ένα είδος φρύνου, και το πουλί Θαλασσοσφυριχτής.

» Ερχόμενοι στη θάλασσα, στην Επανομή φιλοξενούνται λιβάδια Ποσειδωνίας, δηλαδή ανώτερα φυτά που είναι γνωστά και ως “χορτάρι της θάλασσας”. Τα λιβάδια είναι υπερπολύτιμα για το οικοσύστημα και κρατάνε την ακτή από τις διαβρώσεις. Το χειμώνα, η Ποσειδωνία βγαίνει και στην ακτή. Είναι αυτά τα ξερά φύλλα που μπορεί να δει κανείς σε ακτές. Όπως προστατεύεται αυστηρά η Ποσειδωνία μέσα στο νερό, έτσι και αυτά».
Καθόλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά κυρίως τα καλοκαίρια, ο υγροβιότοπος καταπατείται συστηματικά από περαστικούς, είτε λόγω άγνοιας είτε λόγω αδιαφορίας. Μετατρέπεται καθημερινά σε πάρκινγκ για τους λουόμενους και σε πίστα για λάτρεις του motocross, γεμίζει σκουπίδια και απογυμνώνεται από τη βλάστησή του και από τις μορφές ζωής που φιλοξενεί.
«Το κομμάτι με τις αμμοθίνες κάτω στο ακρωτήρι διατηρείται ακόμα κάπως καλά. Η υπόλοιπη ζώνη έχει δυστυχώς καταπατηθεί από τα τροχοφόρα. Αλλά και σε ό,τι αφορά την Ποσειδωνία, οι πρακτικές δεν είναι πάντα οι βέλτιστες. Μπαίνουν μηχανήματα, ξεριζώνουν τα φύλλα στην ακτή και τα πετάνε. Ο δε Θαλασσοσφυριχτής χάνει πολύ συχνά τα αβγά του, γιατί συνηθίζει να φωλιάζει και να τα εκκολάπτει πάνω στην άμμο, εκεί που οι άνθρωποι απλώνουμε τις ομπρέλες μας», ενημερώνει η κ. Αλβανού και συμπληρώνει: «Από την πλευρά του ΟΦΥΠΕΚΑ, η διαχείριση του οικοσυστήματος γίνεται πάντα συνολικά. Ο Οργανισμός έχει γνωμοδοτικό ρόλο για οποιαδήποτε δραστηριότητα γίνεται εντός της συγκεκριμένης έκτασης. Επίσης, φτιάχνουμε περιφράξεις, για να προστατεύσουμε τις χελώνες, ή τεχνητές φωλιές, όταν κάποια είδη τις χρειάζονται. Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι είναι η επικοινωνία, μέσα από ημερίδες, δράσεις, δημοσιεύσεις στα social media. Αυτήν την περίοδο, είμαστε στη διαδικασία υπογραφής ενός μνημονίου συνεργασίας με το Δήμο Θερμαϊκού, ώστε να διαχειριζόμαστε ακόμα πιο αποτελεσματικά το οικοσύστημα».

«Στη συγκεκριμένη παραλία πας μόνο μέσω θαλάσσης ή περνώντας από το οικοσύστημα. Πρέπει να είσαι προσεκτικός πού πας, αφενός για να μην πατήσεις καμιά χελώνα, αφετέρου γιατί σε κάποια βαλτώδη σημεία μπορεί να κολλήσει το αυτοκίνητο. Πάμε εκεί γιατί θέλουμε την ηρεμία μας. Στην υπόλοιπη ακτή έχουν απλωθεί πάρα πολύ τα beach bar. Κανονικά δεν έπρεπε να μπαίνει κανείς, αλλά είναι ωραία η παραλία… Είναι το κλασικό δίλημμα: “Πρέπει να καταπατώ τη φύση για να ευχαριστηθώ εγώ;”», παραδέχεται η Γεωργία.
Από την πλευρά της, η κ. Αλβανού σχολιάζει: «Η αλλαγή νοοτροπίας θέλει χρόνο. Πρέπει ο κόσμος να καταλάβει ότι δεν πρέπει να μπαίνει με το αυτοκίνητο ή τις μοτοσυκλέτες μέσα στον υγροβιότοπο και να κάνει αγώνες. Εμείς παλεύουμε ακριβώς με αυτήν τη νοοτροπία και το έλλειμμα πληροφορίας των ανθρώπων. Πρέπει ο κόσμος να αντιληφθεί ότι, αν δεν σεβαστούμε το οικοσύστημα, θα έχουμε μια παραλία κατεστραμμένη και κανείς πια δεν θα θέλει να πάει σ’ αυτήν».
Το κάμπινγκ-κόσμημα που περιμένει ξανά τις δόξες του
Πίσω στην Παραλία Επανομής, συναντούμε τα απομεινάρια ενός κάμπινγκ με ιστορία που κυμαίνεται από την απόλυτη ακμή στην απόλυτη εγκατάλειψη. Δημιουργήθηκε αρχές της δεκαετίας του 1970 σε έκταση άνω των 400 στρεμμάτων, που πούλησε η κοινότητα Επανομής στον ΕΟΤ. Οι «χρυσές» του μέρες διήρκεσαν μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ‘90.
Ο κ. Σακκάς το χαρακτηρίζει «ένα δεύτερο χωριό πλάι στο χωριό μας, το ωραιότερο και πιο περιποιημένο των Βαλκανίων». Θυμάται τις άνετες εγκαταστάσεις, τα γεμάτα αθλούμενους γήπεδα, το μεγάλο μίνι μάρκετ, την ντίσκο και το ανοιχτό μπαρ όπου διοργανώθηκαν δεκάδες αξέχαστες συναυλίες. Ανάμεσά τους και μία και με το Λουκιανό Κηλαηδόνη, ανάλογη με τη θρυλική συναυλία της Βουλιαγμένης.
Όπως αναφέρει ο κ. Σακκάς: «Το κάμπινγκ τροφοδοτούσε την οικονομία ολόκληρου του χωριού και των μαγαζιών στην Παραλία. Ο διευθυντής ταξίδευε το χειμώνα σε όλη την Ευρώπη για να το προωθεί και να φέρνει κόσμο. Είχε τουρίστες από Ολλανδία, Γερμανία, Σουηδία, Αυστρία και φυσικά Γιουγκοσλαβία. Όμως, είχε και πολλούς Θεσσαλονικείς που αφήναν την οικογένεια να παραθερίσει με το τροχόσπιτο, πηγαίναν στη δουλειά τους και ερχόντουσαν το απόγευμα να τη βρουν».
Και ο Μανώλης έχει ζωντανές αναμνήσεις από τα χρόνια του κάμπινγκ: «Λειτουργούσε από αρχές Μαΐου μέχρι και τέλη Σεπτεμβρίου. Έρχονταν τουρίστες με τροχόσπιτα από Ρουμανία και Πολωνία και έστηναν μικροπάζαρα, προσπαθώντας να πουλήσουν στους ντόπιους ό,τι δεν έβρισκαν εύκολα στην Ελλάδα: εργαλεία, ρούχα, είδη προικός κ.α. Η αστυνομία άλλοτε τους κυνηγούσε, άλλοτε μπορεί να έκανε τα στραβά μάτια… Εμείς, πάλι, ενδιαφερόμασταν περισσότερο για το κλαμπ που λειτουργούσε μέσα στην ντίσκο του κάμπινγκ. Μπαίναμμε κρυφά πού και πού, μας κυνηγούσαν οι φύλακες, αλλά γλιτώναμε…».
Η παρακμή του κάμπινγκ είχε αρχίσει ήδη μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όμως η γραφειοκρατία και η οικονομική κρίση έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα. Το 2003 το ακίνητο μεταβιβάστηκε στην εταιρεία Τουριστικά Ακίνητα, πρόγονο της σημερινής ΕΤΑΔ, η οποία με τη σειρά της εντάσσεται κάτω από την «ομπρέλα» του Υπερταμείου. Σε αντίθεση με το κάμπινγκ Αγίας Τριάδας, για το οποίο κυοφορούνται κάποια σχέδια αξιοποίησης, στο κάμπινγκ Επανομής όλα μοιάζουν παγωμένα στο χρόνο.
Ένα βασικό «αγκάθι» είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Επικοινωνήσαμε με τον Απόστολο Οικονομίδη, πρώην δήμαρχο Επανομής, προκειμένου να μάθουμε περισσότερα: «Ως δημοτική αρχή είχαμε προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προκειμένου το κάμπινγκ να περιέλθει στο φυσικό του δικαιούχο, το Δήμο. Ήδη εδώ και πάνω από 15 χρόνια έχουν εκδοθεί οι τελεσίδικες αποφάσεις υπέρ του Δήμου. Όμως, δεν έχουμε τίτλο ιδιοκτησίας. Αυτό συνέβη γιατί όταν απαλλοτριώθηκε το κάμπινγκ το 1971, ο Δήμος πήρε αποζημίωση. Τώρα, θα πρέπει η αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου Οικονομικών να επιδικάσει στο Δήμο κάποιο ποσό, να το επιστρέψει, να γίνει η μεταγραφή στο Υποθηκοφυλακείο και να εκδοθεί ο τίτλος κυριότητας».
Εν έτει 2025, αυτή η εκκρεμότητα ακόμα δεν έχει διευθετηθεί. Στο μεταξύ, το κάμπινγκ ρημάζει όλο και περισσότερο. Κουφώματα, καλώδια, εξοπλισμός έχουν όλα λεηλατηθεί και ό,τι έχει απομείνει είναι εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης. Πολλά από τα δέντρα είναι πεσμένα ή κομμένα μέσα στην έκταση. Από τους οικίσκους έχει απομείνει μόνο το γυμνό μπετόν.
«Μπαίνουμε μέσα και κλαίμε από το πώς έχουν ρημάξει όλα», ομολογεί ο κ. Σακκάς.
Ο Αστέρης Μπαλασάς, πρόεδρος του Τουριστικού Συλλόγου Δήμου Θερμαϊκού, προσθέτει: «Το κάμπινγκ είναι υπό τη διαχείριση του Υπερταμείου. Για να αξιοποιηθεί, πρέπει αφενός να λυθεί το ιδιοκτησιακό, αφετέρου να βρεθεί ενδιαφέρον από κάποιον επενδυτή να το υπενοικιάσει. Ακόμα δεν υπάρχει κάτι χειροπιαστό. Το ζήτημα απασχολεί και τη σημερινή δημοτική αρχή, που πραγματοποιεί συναντήσεις σε κυβερνητικό επίπεδο, ώστε να βρεθεί κάποτε λύση».
Καλύτερες μέρες περιμένει και η δημοτική πλαζ στο Κτήμα του Καραγκιόζη, που εδώ και πολλά χρόνια δεν έχει εκμισθωθεί. Ο κ. Σακκάς διαβεβαιώνει ότι το σημείο καθαρίζεται όσο το δυνατόν από σκουπίδια και ξερά χόρτα. Προκειμένου να δοθεί πάλι προς εκμετάλλευση σε μισθωτή, θα πρέπει πρώτα να γίνει αλλαγή χρήσης στην έκταση. Σε αναμονή της γραφειοκρατίας και εδώ, λοιπόν.
Το σήμερα ενός τουριστικά αναπτυσσόμενου τόπου
Παρά την απώλεια του κάμπινγκ, η Επανομή συνεχίζει να αναπτύσσεται τουριστικά. Ειδικά τα καλοκαίρια, ο πληθυσμός της τριπλασιάζεται λόγω τουρισμού. Σύμφωνα με τους κατοίκους, τα τελευταία χρόνια αγοράζονται συνεχώς σπίτια από Βαλκάνιους, για να αξιοποιηθούν ως εξοχικά ή Airbnb.

Ο κ. Μπαλασάς μεταφέρει ότι μεγαλύτερη τουριστική ανάπτυξη γνωρίζει η Περαία, όμως τα τελευταία χρόνια η Επανομή και η Νέα Μηχανιώνα ανεβαίνουν επίσης. Προσδοκά ότι τα επόμενα χρόνια η ολοκλήρωση του επιχειρηματικού πάρκου Thess Intec πλάι στην Περαία θα συμπαρασύρει και αυτές τις περιοχές.
«Όσον αφορά τις εθνικότητες, υποδεχόμαστε κυρίως τουρίστες από το Βαλκάνια, όμως δεν περιοριζόμαστε σε αυτούς, καθώς έχουμε επισκέπτες και από τη Βόρεια Ευρώπη, ακόμα και από την Κίνα», αναφέρει. «Μάλιστα, οι μετρήσεις μας δείχνουν ότι ο μέσος αριθμός διανυκτερεύσεων ανέρχεται σε εφτά-οχτώ μέρες, αριθμός που ξεπερνά πολύ πιο δημοφιλείς προορισμούς».
Τα δύο μεγάλα στοιχήματα, σύμφωνα με τον κ. Μπαλασά, είναι το συγκροτημένο τουριστικό branding όλου του Δήμου και η ενίσχυση των υποδομών, κυρίως του οδικού δικτύου, της καθαριότητας και της ύδρευσης.

Η Γεωργία πιστεύει ότι γενικά οι παραλίες της Επανομής χρήζουν καλύτερης οργάνωσης, ιδίως σε ό,τι αφορά τις υποδομές υγιεινής και το οδικό δίκτυο, που τα Σαββατοκύριακα καλείται να εξυπηρετήσει πολλαπλάσια αυτοκίνητα. Σύμφωνα με το Μανώλη, σημαντική ανάσα θα δώσει η περιφερειακή οδός Επανομής, η οποία θα οδηγεί στη δημοφιλή παραλία και ήδη μέρος της έχει δοθεί σε κυκλοφορία.
Πολλοί είναι οι τόποι που αλλοιώθηκαν όταν η πρόσβαση σε αυτούς έγινε ευκολότερη. Άραγε οι Επανομίτες φοβούνται ότι θα γίνει το ίδιο και με τον δικό τους; Ο πατέρας Καντούνης απαντά: «Προσωπικά, δεν το πιστεύω. Ναι μεν δεχόμαστε το νέο, αλλά δεν αλλάζουμε ούτε την τοπική προφορά, ούτε τις κύριες επαγγελματικές μας ασχολίες, ούτε τα ήθη και τα έθιμά μας».
«Λένε κάποιοι περιπαιχτικά ότι στους Επανομίτες δεν μας αρέσει να εξελισσόμαστε, ότι μας αρέσει που παραμένουμε χωριό. Δεν πειράζει. Και η ζωή στο χωριό έχει την ομορφιά της», συγκατανεύει ο κ. Σακκάς.
Τελικά, αυτός ο αυθεντικός χαρακτήρας είναι από μόνος του ένα καλό κίνητρο για να επισκεφθούμε την Επανομή. Ο πατέρας Καντούνης λέει με νόημα: «Μπορεί η Επανομή να είναι λίγο “κρυμμένη” πίσω από την Περαία και τη Μηχανιώνα, αλλά δεν πειράζει. Ξέρετε τι λένε: “Τα μεγαλύτερα διαμάντια είναι συνήθως τα πιο καλά κρυμμένα”. Σας προσκαλούμε να μας ανακαλύψετε!».