Η ιστορία των μουσικών σκηνών της Θεσσαλονίκης
Ένα μουσικό ταξίδι στη Θεσσαλονίκη του 80 και του 90
Στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα οι νύχτες της πόλης υιοθέτησαν τον ήχο του μπουζουκιού. Σε ένα νοητό τρίγωνο που ξεκινούσε από τη Φλέμινγκ, προχωρούσε μέχρι το Καυτατζόγλειο και τέλειωνε στην Παπάφη, μερικές ιστορικές σκηνές έγραψαν τη μουσική ιστορία της πόλης. Μεγάλα γλέντια, θανάσιμοι έρωτες, ανέμελο κέφι και το τραγούδι μέχρι το χάραμα. Σήμερα εικοσιπέντε χρόνια μετά οι μουσικές σκηνές αναβιώνουν στην πόλη, ξεφυτρώνουν παντού και γίνονται η μόδα της νύχτας ξανά. Με σύνθημα έξω ντέρτια, θυμόμαστε ιστορικές στιγμές, νύχτες αξημέρωτες.
Παρέες φοιτητών που έστηναν μικρά μαγαζιά και μουσικά σχήματα με ένα μπουζούκι και μια κιθάρα, και μεσουράνησαν μέχρι το ’90, αποτέλεσαν το φυτώριο καταξιωμένων καλλιτεχνών. Μαγαζιά θρύλοι που έζησαν την φθορά και την παρακμή και άλλα, όμως, που αντιστέκονται στη μαζικοποίηση των καιρών, λένε τη δική τους ιστορία στις παρακάτω σελίδες.
ΔΕΜΕΣΤΙΧΑ με Coca Cola
Ρετσίνα «ΔΕΜΕΣΤΙΧΑ» αναμεμειγμένη με Coca Cola και καμιά μπύρα ήταν τα ποτά που σέρβιραν οι δίδυμοι αδελφοί Κωνσταντινίδη στη μουσική σκηνή – ταβέρνα ”Δέκα βήματα στην άμμο”, στο στενό της Φλέμινγκ. Ένα ισόγειο, με λιτό έως ανύπαρκτο ντεκόρ, χωρούσε μετά βίας 130 άτομα, τα οποία όμως έδιναν ανελλιπώς το παρόν με αποτέλεσμα το μαγαζί να τιγκάρει κάθε βράδυ. Με περίπου 200 δραχμές έπινες και τσιμπούσες και από κανένα μεζέ. Στη μικρή σκηνή του ανέβαινε από το 1982 και για πέντε σεζόν ο τραγουδιστής Δημήτρης Νικολούδης ακροβατώντας μεταξύ του ρεμπέτικου, του Θεοδωράκη, του Χατζηδάκι και «αυτού που αποκαλούμε έντεχνο».
Μπουάτ και Καφέ – Θέατρα
Η δεκαετία του ’80 για τη μουσική της Θεσσαλονίκης είναι μια ιδιαίτερα γόνιμη περίοδος. Παρατηρείται μια στροφή του κόσμου από τα λεγόμενα «μπουζουξίδικα», στις νέες τότε μουσικές σκηνές. Η μόδα της disco αρχίζει να διαγράφει μια φθίνουσα πορεία, ενώ γεννιούνται και τα πρώτα ροκ και πανκ σχήματα της πόλης. Πρόγονοι των μουσικών σκηνών αποτελούν οι μπουάτ, όπως το Λιόγερμα στο οποίο εμφανίστηκαν οι αδελφοί Πρατσινάκη και όλο το παλαιό Νέο Κύμα, ενώ μερίδιο της μουσικής «αγοράς» διεκδικούσαν τα καφέ – θέατρα: το Καφέ – Θέατρο Καλαμαριάς, η Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης της Ρούλας Πατεράκη, το Θέατρο της Ένατης Μέρας με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη, το Μπουλούκι στην Παπάφη όπου εμφανίζονταν μεταξύ άλλων η Τατιάνα Λίγαρη (σήμερα στο θέατρο Ρουφ, Αθήνα) και ο Δημήτρης Τερζόπουλος ανεβάζοντας Ντάριο Φο και τραγουδώντας Εντίθ Πιαφ. Αλλά και το Μπανάλ του Ηρακλή Δούκα με προγράμματα έκπληξη.
Τα στέκια της έντεχνης και λαϊκής μουσικής
Το κλείσιμο τους στις αρχές του ’80 συμπίπτει με το άνοιγμα των μουσικών σκηνών, με μια μορφή «ερασιτεχνική και αυθόρμητη», όπως θυμάται ο Δημήτρης Νικολούδης. «Στο κέντρο είχαμε το Δέκα βήματα στην άμμο, στη Λαμπράκη ήταν η Τηνέλλα απ’ όπου ξεκίνησε ο Δημήτρης Ζερβουδάκης και τραγουδούσε ο Νίκος Παπάζογλου, ο Σωκράτης Μάλαμας έπαιζε στο Μπαλκονάκι της Τριανδρίας, στο Ραντεβού της Μαρτίου ακούγαμε τη Ρούλα Μανσάνου που αργότερα έγινε μέλος στους Άγαμοι Θύται, στην Παπάφη ήταν το Ουράνιο Τόξο και η Όμορφη Νύχτα όπου τραγούδησαν ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Ζήκας και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ο Μητρέντζης και η παρέα του τραγουδούσαν στην Πανδούρα απέναντι από τον Ευκλείδη, στο Όνειρο πήγαινε ο Πάνος Σιδηρόπουλος, ενώ η Μελίνα Κανά και η Λιζέτα Καλημέρη ξεκίνησαν από το Πλατώ που υπάρχει μέχρι σήμερα. Θυμάμαι ακόμη το Αντ’ αυτού όπου τραγουδούσανε ως Alez retour οι Στάθης Παχίδης, ο Γιώργος Ανδρέου και ο Βαγγέλης Κοντόπουλος. Στη Σαρανταπόρου ήταν η Μουσική Γωνιά, το Σουέζ στην Τούμπα, το Στέκι του Χοντρού στο Βότση με την αξέχαστη Μαριώ και στο Κορδελιό τα Κεπένγκια. Φυσικά δεν μπορώ να ξεχάσω το Παραρλάμα. Διαφορετικό απ’ τα άλλα, ωστόσο θρυλικό καθώς έφερνε μεγάλα ονόματα της τζαζ και τους Blues Wire».
Τραγουδάμε από τις 9
Το πρόγραμμα στις μουσικές σκηνές ξεκινούσε νωρίς, γύρω στις 9μιση με 10 το βράδυ. Φοιτητές και νεολαία ήταν το κοινό που τις προτιμούσε. Θεωρούνταν σχετικά φθηνή διασκέδαση, καθώς τα μαγαζιά δεν επιβαρύνονταν με υψηλά λειτουργικά κόστη. «Ο ερασιτεχνισμός της εποχής ήταν και η ομορφιά της. Ο κόσμος δεν ενδιαφερόταν τόσο για το σέρβις, για το ντεκόρ, τον εξαερισμό ή την ποιότητα του ήχου. Το κλίμα ήταν κατά βάση παρεϊστικο, ακόμα και μεταξύ των τραγουδιστών. Γνωριζόμασταν μεταξύ μας και πηγαίναμε να ακούσουμε ο ένας τον άλλο», τονίζει ο Δημήτρης Νικολούδης.
Το κεφάλαιο Ακρόαμα
Το 1986 ανοίγει στην Αρετσού της Καλαμαριάς το Ακρόαμα, το οποίο γνώρισε μεγάλες δόξες, αλλά και τη φυσιολογική φθορά που οδήγησε στο κλείσιμο του μετά από 14 χρόνια. Το ποιοτικό λαϊκό μαγαζί που άνοιξε η φοιτητοπαρέα του Δημήτρη Φίστα δεν είχε πίστες, φαγητό, λουλούδια και σκυλάδικα τραγούδια. Ο μικρός του χώρος δημιουργούσε αναπόφευκτα στενές σχέσεις μεταξύ των πελατών του, οι οποίοι και μοιράζονταν το μικρόφωνο με τους τραγουδιστές. Το μεγάλο «μπαμ» για το Ακρόαμα έγινε με την επίσκεψη της ομάδας μπάσκετ του ΑΡΗ που γιόρταζαν εκεί τα επινίκια τους. Λάκης Λαζόπουλος, Μαρινέλα, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Κώστας Μακεδόνας, Σταμάτης Κραουνάκης, Άκης Τσοχατζόπουλος, ο νυν πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής γίνονται συχνοί επισκέπτες του Ακροάματος και απογειώνουν το χειμερινό και θερινό μαγαζί που είχε ήδη ανοίξει το 1990 στο αεροδρόμιο. Σταδιακά όμως μπήκε στη μέση ο επαγγελματισμός, τα λουλούδια, το τσιφτετέλι, το Ακρόαμα μετακόμισε σε ένα μεγάλο χώρο στην Αγγελάκη, γράφοντας έτσι την αρχή του τέλους του.
Όμορφη Νύχτα
Ένα από τα μαγαζιά που προκάλεσαν αίσθηση και δυνατές αναμνήσεις σε όσους το έζησαν από κοντά ήταν η Όμορφη Νύχτα, των αδελφών Χουλιάρα, στην οδό Παπάφη 104. Μεσουράνησε τη δεκαετία του ’80 και έγινε γνωστό ως το στέκι του ρεμπέτικου τραγουδιού. Στο πάλκο του ανέβηκαν καταξιωμένοι καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους και ο Χρήστος Μητρέντζης, ο Λάζαρος Χαριτίδης, ο μπουζουξής Καμπουρέλος, ο Ορφέας Περίδης, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Νίκος Στρουθόπουλος. Ο Θωμάς Κοροβίνης, θαμώνας και τραγουδιστής στην Όμορφη Νύχτα αναφέρει στο βιβλίο του «Όμορφη Νύχτα – Χρονογραφία Μυθιστόρημα για 20 χρόνια λαϊκού τραγουδιού στη Θεσσαλονίκη»: «…εδώ μέσα ζήσανε άνθρωποι πολύ δυνατές στιγμές, άγρια πάθη, παρηγόρησαν τη μοναξιά τους, ερωτεύτηκαν, χόρεψαν, γλέντησαν με τη ψυχή τους. Εδώ μέσα ακούστηκαν τα καλύτερα ρεμπέτικα σε ατμόσφαιρα απόλυτης μέθεξης, ιδανικής μυσταγωγίας. Εδώ μέσα κοινωνήσανε ψυχές…».
Το Μπαλκονάκι
Ένα από τα μαγαζιά που θυμούνται οι Θεσσαλονικείς καθώς ο κόσμος περίμενε ουρά για να μπει, από το ξεκίνημα έως το κλείσιμο του, ήταν το Μπαλκονάκι στην Τριανδρία. Ο Χρήστος Χατζηδιάκος ήταν φοιτητής στα ΤΕΙ και ο αδελφός του ο Τάκης στην Κτηνιατρική. Ανοίξανε το Μπαλκονάκι το 1982, στο πατάρι πάνω από το βενζινάδικο που δούλευε ο Χρήστος Χατζηδιάκος. Ψάθινη καρέκλα, καρώ τραπεζομάντηλο, φαγητό και καλή ρεμπέτικη και χορευτική μουσική. «Είχαμε πολύ καλούς μουσικούς. Σ’ εμάς έπαιζε και ο Σωκράτης Μάλαμας. Ο κόσμος δεν είχε πολλές επιλογές στη λαϊκή διασκέδαση. Ή σε σκυλάδικα θα πήγαινε ή θα ερχόταν στο δικό μας το είδος». Το Μπαλκονάκι έκλεισε το 1990 και «μεταφέρθηκε» στη Μυτιλήνη. Το 2000 ο Χρήστος Χατζηδιάκος ζωντανεύει τη Βεντέτα που λειτουργεί μέχρι σήμερα και στηρίζεται σε τοπικά, λαϊκά σχήματα και όχι σε φίρμες: «Το στιλ του κόσμου άλλαξε με τα χρόνια. Το ’90 ήθελε το γκλάμουρ, τις πίστες, τις τραγουδίστριες πιο γκόμενες και πιο γυμνές. Το show, με λίγα λόγια».
Η άλλη χρήση της «αίθουσας»
Στα τέλη του ’80 οι επιχειρηματίες της εποχής «οσμίζονται» την τάση για έντεχνη και λαϊκή μουσική και ξεκινά η μετατροπή παλιών κινηματογράφων σε μουσικές σκηνές και «ρεμπετάδικα». Ήταν η αρχή του τέλους για ορισμένα μικρά μαγαζιά καθώς ήταν η πρώτη φορά που «έπεφτε χρήμα» σε μεγάλους χώρους για να φιλοξενήσουν μουσικά προγράμματα. Έτσι το σινεμά Ιντεάλ γίνεται Αβαντάζ στην Αγίου Δημητρίου. Εκεί, συναντήθηκαν για πρώτη φορά τα μέλη των Άγαμων Θύται χωρίς να το ξέρουν διότι εμφανίζονταν ξεχωριστά ο ένας από τον άλλον. Το Ρεξ στη Μπότσαρη γίνεται αργότερα Άστρα. Παλιός κινηματογράφος ήταν και το σημερινό Παρασκήνιο, όπως και το παλιό Λιόστεμα στη Λαμπράκη, το περίφημο ΑΒΑ, με τον σπουδαίο στο μπουζούκι Βαγγέλη Λιόλιο. Το σινεμά Οσκαρ στην Παπαναστασίου μετατρέπεται σε Τρακ από τον ηθοποιό Δημήτρη Τερζόπουλο και σήμερα έχει μετατραπεί στο γνωστό Γλεντί Κουλέ. «Τη δεκαετία του ’90 η εποχή άλλαξε και ορισμένοι δεν το κατάλαβαν. Η μόδα ήταν τα γλεντάδικα με φαγητό και μουσική».
Τα Music – Halls και το Πλατώ
Στη μετατροπή των κινηματογράφων επενδύονται πολλά χρήματα και σταδιακά ο χώρος αποκτά έναν επαγγελματισμό. Στα τέλη του ’80 δημιουργείται ο Μύλος που προσελκύει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου, ενώ ξεκινά τη λειτουργία του και το Principal Theater με σύγχρονο, για την εποχή, εξοπλισμό: μεγάλη σκηνή με επτά ξεχωριστά μέρη που ανεβοκατέβαιναν με υδραυλικό μηχανισμό, άριστη ηχητική ποιότητα και καμαρίνια με ντουζιέρες για τους καλλιτέχνες. Το 1988 δημιουργείται η μουσική σκηνή Πλατώ από τον Δημήτρη Κεχαγιά, ο οποίος σε πείσμα των καιρών διατηρεί μέχρι σήμερα αναλλοίωτο το ύφος του μαγαζιού: «Η τρέλα μας. Αυτό είναι που μας κρατάει ακόμα. Η τρέλα μας και ένα σπίτι που φάγαμε, ένα εξοχικό, για χάρη του μαγαζιού. Συνεχίζουμε με την αγάπη του κόσμου και τη συμπαράσταση των καλλιτεχνών. Τους ζητάμε βέβαια να ρίξουν λίγο τα κασέ τους για να κρατήσουμε χαμηλές τις τιμές μας. Πώς να έρθει κάποιος που παίρνει 500-600 ευρώ και να κάνει κατανάλωση; Αυτοί είναι που ακούνε και καλή μουσική, οι άλλοι πάνε στα σκυλάδικα».
Τα γούστα αλλάζουν
Στη δεκαετία του ’90 γίνονται ραγδαίες αλλαγές στο χώρο των μουσικών σκηνών. Η πλειοψηφία του κόσμου αφήνει τα μικρά μαγαζιά, ενώ οι μεγάλες αίθουσες στις παρυφές της πόλης είναι στις μεγάλες τους δόξες. Το clubbing έρχεται σαν σίφουνας και παίρνει μια μεγάλη μερίδα νέων, ενώ τα λεγόμενα ρεμπετάδικα, όπως τα Κεπένγκια στο Κορδελιό, στοχεύουν κυρίως στις μάζες των φοιτητών και τους προσφέρουν ειδικές βραδιές με άφθονο και φθηνό χύμα κρασί. Ο Νίκος Τσιλινίκος έκλεισε το Δέκα βήματα στην άμμο το 1993 και αργότερα το μετέφερε σε άλλο χώρο: «Ο κόσμος άλλαξε. Κάποτε ανοίγαμε στις 8 και μέχρι τη 1 τη νύχτα ήμασταν για ύπνο διότι την άλλη μέρα είχαμε δουλειά. Τα μαγαζιά τα είχαμε από μεράκι. Σήμερα ανοίγω μόνο για δύο μέρες και πάλι είναι δύσκολα». Ο Δημήτρης Νικολούδης θυμάται την αμηχανία των τραγουδιστών όταν έκλεισαν τα μαγαζιά και δεν υπήρχε δουλειά: «Όσοι μπορούσαν έφυγαν Αθήνα και έκαναν καριέρα. Σήμερα πολλά από τα μαγαζιά που έμειναν δουλεύουν με τέτοιες αναλαμπές. Με Θεσσαλονικιούς που θα έρθουν από την Αθήνα, ενώ τα νέα παιδιά δεν μπορούν να βρουν δουλειά ή θα τραγουδάνε για την μπίρα τους».