«Μις Θεσσαλονίκη»: από τις πασαρέλες στις… κάλπες!
Σε μια λαμπερή γιορτή – ύμνο στα νιάτα και την ομορφιά, η Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου διαλέγει τις γυναίκες της και τις ρόλους τους.
Αρχές του 20ου αιώνα και μια νέα τάξη πραγμάτων αναδύεται. Οι γυναίκες βγαίνουν από τα σαλόνια και διεκδικούν χώρο: στο δημόσιο λόγο, στην πολιτική, στην τέχνη… ακόμη και στην πασαρέλα. Μέσα σε αυτήν τη νευραλγική περίοδο του Μεσοπολέμου, κάνουν το ντεμπούτο τους τα καλλιστεία «Μις Θεσσαλονίκη», μια τελετουργία προβολής, ευκαιρίας, φαντασίωσης και –γιατί όχι– κοινωνικής ανέλιξης για όμορφες νεαρές. Πίσω όμως από τις κορδέλες, τα λουλούδια και τα χαμόγελα, κρύβονται κοινωνικές εντάσεις και μια ολόκληρη συζήτηση γύρω από τα πρότυπα ομορφιάς και τη θέση της γυναίκας στη δημόσια σφαίρα.
ΖΗΤΕΙΤΑΙ… «ΜΙΣ»
Τα πρώτα τοπικά καλλιστεία στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ακολουθώντας τις ευρωπαϊκές τάσεις που πρόσταζαν άρτον και θεάματα. Τη διοργάνωση ανέλαβε η Ένωση Συντακτών Θεσσαλονίκης, ο πρόγονος της σημερινής ΕΣΗΕΜ-Θ, η οποία έκρινε σώφρον, μέσα στην οικονομική δυσπραγία του Μεσοπολέμου, να στρέψει το βλέμμα του κόσμου σε κάτι πιο… ανάλαφρο.
Μπορεί σήμερα αυτό να μοιάζει αστείο, αλλά τότε οι δημοσιογράφοι είχαν ήδη ικανοποιήσει (ή παραμελήσει) όλα τα εργασιακά τους αιτήματα και αφοσιώνονταν σε κοσμικά γεγονότα με τεράστια απήχηση. Τα καλλιστεία, άλλωστε, λειτουργούσαν και ως ένα μαρκετινίστικο κόλπο για τις ίδιες τις εφημερίδες, αφού με την κάλυψη της διοργάνωσης προσέλκυαν νέους αναγνώστες και χορηγούς. Οι εφημερίδες κάλυπταν αναλυτικά τις συμμετοχές, τα βιογραφικά και τις φωτογραφίες των νεαρών διαγωνιζομένων σαν μια τελετουργία επίσημης αναγνώρισης μέσα από την οποία περνούσαν μηνύματα ομορφιάς, τάξης, ήθους – αλλά και εξουσίας.

Τα καλλιστεία λάμβαναν χώρα στο πολυτελές ξενοδοχείο «Μεντιτερανέ Παλλάς» στην παραλία που αποτελούσε σημείο συνάντησης της κοσμικής Θεσσαλονίκης της εποχής. Εκεί κατέφθαναν οι υποψήφιες «Μις» την ημέρα του διαγωνισμού γεμάτες αγωνία για την απόφαση της κριτικής επιτροπής και του κοινού. Η κριτική επιτροπή αποτελούνταν κάθε χρόνο από καλλιτέχνες, ίσως λόγω της υψηλής αισθητικής τους, ανάμεσα στους οποίους ο συνθέτης Αιμίλιος Ριάδης και οι εικαστικοί Νίκος Κεσανλής, Σπύρος Βικάτος και Καλλιόπη Σήφακα.
Σύμφωνα με τον Αιμίλιο Δημητριάδη, «δεν υπήρχε πασαρέλα και οι υποψήφιες διαγωνίζονταν στην πίστα χορεύοντας στην αρχή με τους καβαλιέρους τους, ένα ένα ζευγάρι και μετά όλες μαζί, ώστε η επιτροπή των καλλιστείων αλλά και το κοινό, που είχε κι αυτό λόγο, να σχηματίσουν γνώμη για την επιλογή τους».
Πληροφορούμαστε από τον Τύπο της εποχής ότι η κριτική επιτροπή εξέταζε λεπτομερώς μία μία τις υποψήφιες ρωτώντας τες από πού κατάγονται, πόσων χρόνων είναι, αν φορούν μακιγιάζ ή στηθόδεσμο και ό,τι άλλο έκριναν απαραίτητο ώστε να αξιολογήσουν την καταλληλότητα τους να λάβουν τον τίτλο της «Μις».

Από τις προσφυγικές αυλές στις πασαρέλες
Ο θεσμός δεν ήταν απλώς ένα «παιχνίδι ματαιοδοξίας». Ήταν ένα είδος κοινωνικής ένταξης, ίσως και αναρρίχησης. Σε μια εποχή που η δημόσια προβολή για τις γυναίκες ήταν σπάνιο προνόμιο, και κάποτε στίγμα, τα καλλιστεία άνοιγαν έναν νέο ορίζοντα.
Πίσω από τα χαμόγελα και τα λούσα, οι νεαρές υποψήφιες κυνηγούσαν μια θέση στον ήλιο – ή έστω, έναν καλό γάμο. Πολλές από αυτές ήταν προσφυγοπούλες, κορίτσια από τη Σμύρνη, την Προύσα ή την Ανατολική Θράκη, που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή είχαν βρεθεί στη Θεσσαλονίκη με ελάχιστα εφόδια. Οι προσφυγικές οικογένειες έδιναν αγώνα επιβίωσης και τα κορίτσια τους έψαχναν τρόπους να ξεφύγουν από την αφάνεια. Η δημόσια έκθεση, που σε άλλες συνθήκες θα θεωρούνταν προκλητική, εδώ μετατρεπόταν σε εισιτήριο για κάτι καλύτερο.
Το 1929, δήλωσαν συμμετοχή στον πρώτο διαγωνισμό «Μις Θεσσαλονίκη» 36 κοπέλες, ενώ την επόμενη χρονιά 30. Στόχος; Η διάκριση. Γιατί η διάκριση σήμαινε αναγνωρισιμότητα. Μέσα από την προβολή οι ενζενίς έβρισκαν μια θέση στη μεγάλη οθόνη και τα λαμπερά πάλκα.


Τα καλλιστεία λειτούργησαν –άλλοτε συνειδητά, άλλοτε άθελά τους– σαν μια πλατφόρμα γυναικείας ορατότητας. Σε μια περίοδο όπου η γυναικεία δημόσια παρουσία ήταν περιορισμένη και συχνά στιγματισμένη, αυτή η βιτρίνα της ομορφιάς γινόταν εργαλείο. Ή, για κάποιες, σανίδα σωτηρίας.
Όταν η Θεσσαλονίκη χειροκροτούσε τις «Μις» της… και σιωπούσε τις υπόλοιπες.
Οι υποψήφιες, εκτός από ομορφιά και νιάτα, έπρεπε να είναι φορείς ιδεολογιών και μηνυμάτων ταιριαστών προς τις αξιώσεις της εποχής. Και μιας και το 1930, εκτός από χρονιά καλλιστείων ήταν και η χρονιά που απέκτησαν δικαίωμα ψήφου οι γυναίκες, το φλέγον αυτό κοινωνικό ζήτημα δε θα μπορούσε να μείνει εκτός συζήτησης.
Η «ωραία του ’31» δεν διακρινόταν απλώς με κορδέλα και στέμμα. Έπαιρνε, θέλοντας και μη, μέρος σε μια διαδικασία παραγωγής κανονικοτήτων.

«Η δεσποινίς Παυλίδου δεν είναι υπέρ της γυναικείας ψήφου, αλλά θέλει εξασφάλισιν των δικαιωμάτων της γυναικός» δημοσιεύει τοπική εφημερίδα μετά την ανάδειξη της Νίκης Παυλίδου σε «Μις Θεσσαλονίκη» το 1931. Με αυτόν τον τρόπο το μήνυμα γίνεται σαφές: Η ομορφιά υπερτερεί του δικαιώματος στην κάλπη.
Η παρουσία των γυναικών στα καλλιστεία, όσο κι αν φάνταζε προοδευτική, δεν ήταν ποτέ ουδέτερη. Τα σώματα και τα πρόσωπά τους δεν εκπροσωπούσαν μόνο την ομορφιά, αλλά και συγκεκριμένα ιδεώδη, πολιτικές στάσεις και κοινωνικές νόρμες. Η δημοσιότητα, αν και σπάνια για τις γυναίκες της εποχής, δεν ήταν χωρίς όρους. Και οι όροι αυτοί καθορίζονταν – σε μεγάλο βαθμό – από τον ίδιο τον Τύπο.
Έναν πρωτότυπο παραλληλισμό μεταξύ καλλιστείων και εκλογών κάνει ο συντάκτης της εφημερίδας «Θάρρος» της Δράμας, λίγο μετά τις δημοτικές εκλογές του 1925.
«Φανταστείτε προς στιγμήν το θαυμάσιον θέαμα το οποίον θα μας παρουσίαζεν η συμμετοχή του ποδογύρου εις τας προχθεσινάς εκλογάς. Εάν οι κυβερνήται της χώρας ήσαν περισσότερον ευαίσθητοι, εις σημείον ώστε να ενέδιδον εις τας τρυφεράς εκκλήσεις των ηγετίδων του ελληνικού φεμινισμού, ασφαλώς τόσον η προεκλογική περίοδος όσον και η ημέρα των εκλογών θα μας εχάριζον απολαυστικότατα επεισόδια.
Θα επλημμύριζον οι δρόμοι από υποψηφίους δημαρχίνες, παρεδρίνες και συμβουλατόρισες. Θελκτικά και στρουμπουλά δεσποινάρια θα διένειμον τα προγράμματα των υποψηφίων, σκορπίζοντα συγχρόνως μειδιάματα προς κάθε κατεύθυνσιν. Αι ωραίοι υποψήφιοι θα επεδείκνυον εις τους αγαθούς θνητούς του ασχήμου φύλου, μαζί με την ευγλωτίαν των και ό,τι μπορούσε να ενοχλήσει και την παροιμιώδη εγκράτειαν του οσίου Αντωνίου. Έτσι ο κάθε μουστακαλής ψηφοφόρος θα ψήφιζε τα γλυκύτερα μάτια, τις τορνευτότερες γάμπες και τα ωραιότερα σκέρτσα. Αντί δηλαδή δημοτικών εκλογών θα είχαμε τον πρωτοτυπότερον διαγωνισμόν καλλονής!».
Ακόμη ένα παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Παρασκευής Κοτζάμπαση, μιας ευειδούς νέας που δικάστηκε για τις πολιτικές της ιδέες με το κατηγορητήριο της «ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης». Στο δικαστήριο ειπώθηκε ειρωνικά ότι θα ήταν καλύτερο να είχε συμμετάσχει στα καλλιστεία της Ένωσης Συντακτών, αντί να ανακατεύεται με τον Μαρξ.
Την ίδια στιγμή, η συζήτηση περί γυναικών δεν περιοριζόταν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ήταν πανταχού παρούσα και συχνά γινόταν αντικείμενο σχολιασμού στις επιθεωρήσεις της εποχής, εκεί όπου φύλο και ταυτότητα επαναπροσδιορίζονταν και εναλλάσσονταν επί σκηνής με χιούμορ, ειρωνεία ή και πικρό σχολιασμό.
Στις επιθεωρήσεις του ’30 και του ’40, η γυναικεία φιγούρα μετατρέπεται σε σύμβολο, καρικατούρα ή πεδίο χλευασμού, άλλοτε από άνδρες ντυμένους γυναίκες, κι άλλοτε μέσα από τραγούδια και νούμερα που σατιρίζουν τη γυναίκα με «πολιτικές ανησυχίες» ή «χειραφετημένες τάσεις». Στίχοι, σκετς και συνθέτες αναπαρήγαν στερεότυπα ή τα ανέτρεπαν, σατιρίζοντας τη γυναίκα που διεκδικεί πολιτικά δικαιώματα, τη γυναίκα που μιμείται τον άντρα, τη γυναίκα που τολμά να αυτοπροσδιορίζεται.
Η μουσική και η σκηνή, λοιπόν, λειτουργούσε ταυτόχρονα ως καθρέφτης και παραμορφωτικός φακός, εκεί όπου η γυναίκα είναι μεν ορατή αλλά μόνο υπό όρους: όταν προσφέρει οφθαλμόλουτρο, όταν παραμένει ακίνδυνη, όταν δεν απειλεί τη «φυσική τάξη πραγμάτων».
Τα καλλιστεία δεν ήταν μονάχα μια λαμπερή γιορτή για την αφρόκρεμα της Θεσσαλονίκης, ήταν ένας καθρέφτης της εποχής, των προσδοκιών και των ρόλων που η κοινωνία επέβαλλε ή πρότεινε στις γυναίκες. Ο δημόσιος χώρος δεν ήταν εύκολα προσβάσιμος στις γυναίκες, και όταν ήταν, συνοδευόταν συνήθως από το πρόσημο της ομορφιάς – όχι της σκέψης.
Πηγές:
Δημητριάδης, Α. Ι. (1994). “Φοίνιξ Αγήρως”, η Θεσσαλονίκη του 1925-35: η πόλη, οι συνοικισμοί της, οι άνθρωποί της, οι χαρές και τα βάσανά τους. Παρατηρητής.
«”Μις Θεσσαλονίκη” στα καλλιστεία της Ένωσης Συντακτών, 1929-30» από το προσωπικό ιστολόγιο του Χ. Ζαφείρη https://www.thessmemory.gr/
«Φεμινίστριες, γυναίκες και εφημερίδες, του Μεσοπολέμου στη Θεσσαλονίκη» από το προσωπικό ιστολόγιο του Χ. Ζαφείρη https://www.thessmemory.gr/
«Τα καλλιστεία στο Μεσοπόλεμο και η “Μις Καβάλλα”, 1929-1930» από το προσωπικό ιστολόγιο του Κ. Λυκουρίνου https://lykourinos-kavala.blogspot.com/