Νέα υπέρβαση 45 εκ. στο κόστος του Mετρό Θεσσαλονίκης
Αποζημίωση «μαμούθ» επιδίκασε το διαιτητικό δικαστήριο στους εργολάβους για τις καθυστερήσεις
Οι καθυστερήσεις που προκλήθηκαν από τον (δις) επανανασχεδιασμό των σταθμών Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας επηρέασαν το σύνολο των εργασιών στη βασική γραμμή του μετρό στη Θεσσαλονίκη.
Με αυτή την παραδοχή, το διαιτητικό δικαστήριο άνοιξε τον δρόμο για την καταβολή υψηλών αποζημιώσεων στην κοινοπραξία του έργου, αναγνωρίζοντας ότι η ζημιά για τον ιδιώτη δεν περιορίζεται στα εργοτάξια των δύο σταθμών. Περαιτέρω, αντίθετα με ότι δήλωσε δημόσια η ηγεσία της «Αττικό Μετρό», οι πρόσφατες αποφάσεις δεν αφορούν μόνο τα τεκταινόμενα της προηγούμενης διοίκησης, αλλά αποτελούν πρόκριμα για τη συνέχεια, μέχρι την παράδοση του έργου.
Οι τρεις αποφάσεις, το περιεχόμενο των οποίων αποκαλύπτει σήμερα η «Κ», αφορούν τη διαφωνία ανάμεσα στην «Αττικό Μετρό» και την κοινοπραξία ΑΚΤΩΡ – Webuild SpA – Hitachi Rail STS SpA σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού αποζημίωσης για διάστημα 2,5 ετών, από τα μέσα του 2017 έως το τέλος του 2019. Το δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση 45,2 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 8,1 εκατ. ευρώ είχαν ήδη καταβληθεί από την «Αττικό Μετρό» (επομένως, επιπλέον 37,1 εκατ. ευρώ).
Η κοινοπραξία είχε καταθέσει αίτημα αποζημίωσης ύψους 74,56 εκατ. ευρώ, προς ανόρθωση της ζημίας της λόγω καθυστερήσεων στο έργο με αποκλειστική υπαιτιότητα της «Αττικό Μετρό» για το διάστημα από 21 Ιουνίου 2017 έως 31 Δεκεμβρίου 2019 (η ηγεσία της «Αττικό Μετρό» άλλαξε τον Σεπτέμβριο του 2019). Το αίτημα έγινε εν μέρει δεκτό από την εταιρεία (8,1 εκατ. ευρώ), η οποία ανέλαβε την ευθύνη μόνο για τις καθυστερήσεις στον επανασχεδιασμό των δύο σταθμών (όχι για την πορεία των εργασιών σε όλη τη γραμμή) και για μικρότερο διάστημα (από την άνοιξη του 2018). Η κοινοπραξία υπέβαλε ένσταση, η ένσταση απορρίφθηκε και η υπόθεση οδηγήθηκε σε διαιτησία (αφού η κοινοπραξία εισέπραξε τα 8,1 εκατ. ευρώ).
Το δικαστήριο αποφάσισε να χωρίσει τη διαφωνία σε τρία αιτήματα και να συζητηθούν χωριστά: στο αίτημα αποζημίωσης για τη μισθοδοσία του προσωπικού και τις δαπάνες του προσωπικού, ύψους 39,25 εκατ. ευρώ, σε αίτημα αποζημίωσης για τους εξωτερικούς συνεργάτες και λοιπά έξοδα εργοταξίου, ύψους 18,53 εκατ. ευρώ και σε αίτημα αποζημίωσης για προμήθειες εγγυητικών επιστολών, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, κόστος έδρας επιχείρησης και σταλίες εξοπλισμού ύψους 16,77 εκατ. ευρώ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα επιχειρήματα που έθεσε η κοινοπραξία και τα οποία δείχνουν τη στάση που θα ακολουθήσει και στη συνέχεια. Η κοινοπραξία, λοιπόν, υποστήριξε ότι υπήρξε «απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών» από τις δύο αλλαγές στον σχεδιασμό του σταθμού Βενιζέλου. Και χαρακτήρισε «αποδεδειγμένα επαναλαμβανόμενη αντισυμβατική» τη συμπεριφορά της «Αττικό Μετρό» ήδη από την αρχή των έργων το 2006, «η οποία κατέστησε αναγκαίες τις συνεχείς παρατάσεις των προθεσμιών του έργου».
Η κοινοπραξία υποστήριξε ότι η «Αττικό Μετρό» βαρύνεται με την αποκλειστική υπαιτιότητα για τις καθυστερήσεις, ιδίως στην έγκριση μελετών εφαρμογής του έργου και στον ανασχεδιασμό των σταθμών Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων. «Η επιρροή αυτών στο σύνολο του έργου είναι τέτοιας έκτασης ώστε αφενός να οδηγεί στην εκτέλεση του έργου με ουσιώδεις διαφοροποιήσεις σε σχέση με το δημοπρατηθέν, αφετέρου καθιστά την εκτέλεση του έργου εξαιρετικά ζημιογόνο για τον ανάδοχο και μάλιστα όχι μόνο έως το τέλος του 2019, αλλά μέχρι και σήμερα και μετά βεβαιότητος στο μέλλον», ανέφερε. Μίλησε δε για «αδυναμία προβλεψιμότητας στο έργο», που προκαλεί στην κοινοπραξία «σοβαρότατη αποδιοργάνωση και υποπαραγωγικότητα των εκτελούμενων εργασιών, με υψηλή οικονομική επιβάρυνση». Η κοινοπραξία ζήτησε η αποζημίωση για την καθυστέρηση στον ανασχεδιασμό των δύο σταθμών να μην περιορίζεται στις αντίστοιχες εργασίες, αλλά να υπολογιστεί με αναφορά στο σύνολο του έργου.
Από την πλευρά της η «Αττικό Μετρό», για την καθυστέρηση έγκρισης των μελετών υποστήριξε ότι είχε ευθύνη η κοινοπραξία, που δεν υπέβαλε «έγκαιρα και άρτια τις μελέτες». Δεν αναγνώρισε αποζημιώσεις για διάφορα επιμέρους ζητήματα (λ.χ. για σταλίες στα μηχανήματα των εργοταξίων) και υποστήριξε ότι η κοινοπραξία δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι ήρθε ενώπιον απρόβλεπτων συνθηκών, όταν το 2017 είχε συναινέσει στις αλλαγές με την υπογραφή συμβιβαστικής συμφωνίας και την έγκριση νέου χρονοδιαγράμματος. Κατηγόρησε δε την κοινοπραξία ότι «επιχειρεί να μεγιστοποιήσει την καταβλητέα αποζημίωση, συνδέοντας την καθυστέρηση στον ανασχεδιασμό των επίδικων σταθμών με το σύνολο του έργου».
Τι έκρινε το δικαστήριο
Κάνοντας αναφορά στο ιστορικό κατασκευής των σταθμών Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου, το δικαστήριο παρατηρεί ότι τα έργα είχαν διακοπεί λόγω των αρχαιολογικών εργασιών για πολύ μεγάλο διάστημα (περίπου 6 έτη). Περαιτέρω θυμίζει ότι ο σχεδιασμός του σταθμού Βενιζέλου άλλαξε δύο φορές: το 2015 για τη διατήρηση in situ των αρχαιοτήτων και το 2019 για την απόσπαση και επανατοποθέτησή τους.
Εξαιτίας του επανασχεδιασμού των σταθμών Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας και των αλλαγών σε σχέση με την τύχη των αρχαιοτήτων, η πρόοδος των εργασιών στους δύο σταθμούς ήταν σχεδόν μηδενική και επηρέασε το σύνολο των εργασιών, εκτίμησε το διαιτητικό δικαστήριο. Σημειώνει δε ότι από 21.6.2017 έως 31.12.2019 εκτελέστηκαν εργασίες ύψους 256 εκατ. ευρώ ενώ έπρεπε να έχουν εκτελεστεί εργασίες 506 εκατ. ευρώ, δηλαδή περίπου οι μισές. «Το Διαιτητικό Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το ανωτέρω ιστορικό και τα γεγονότα σε σχέση με τους δύο σταθμούς, καθώς και την ασυνήθιστη υστέρηση στην πρόοδο του συνόλου των εργασιών, για το επίδικο διάστημα των 30 μηνών, κρίνει ότι επήλθε σοβαρότατη αποδιοργάνωση στο έργο, που επηρέασε το σύνολο των εργασιών (…) χωρίς να συντρέχει υπαιτιότητα του αναδόχου», καταλήγει. «Οι σταθμοί Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας βρίσκονται στην κρίσιμη διαδρομή του χρονοδιαγράμματος (…). Οι καθυστερήσεις των εργασιών υπερβαίνουν τον κίνδυνο που μπορούσε να αναλάβει η ανάδοχος και επηρέασαν καθοριστικά το σύνολο των δραστηριοτήτων της επίδικης περιόδου».
Η απόφαση αυτή αποτελεί ουσιαστικά πρόκριμα για τον τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων, τουλάχιστον μέχρι την επανέναρξη των εργασιών κατασκευής του σταθμού Βενιζέλου, μετά την απόσπαση των αρχαιοτήτων (το 2022). Και φυσικά, παραμένει σε εκκρεμότητα ένα βασικό ζήτημα: αν οι εργασίες κατασκευής των σταθμών Αγίας Σοφίας και Βενιζέλου με τον νέο σχεδιασμό (με μετακίνηση διαφόρων συστημάτων και επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων) μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνεται στο συμβατικό τίμημα του έργου ή θα πρέπει να πληρωθούν μέσω χωριστής συμπληρωματικής σύμβασης.
ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ