Oι «κόκκινοι δραπέτες» από το Σανατόριο Ασβεστοχωρίου
Ένα από τα σημαδιακά γεγονότα της περιόδου της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη τη νύχτα της 8ης προς 9ης Απριλίου 1941
Ένα από τα σημαδιακά γεγονότα της περιόδου της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη, ήταν η απόδραση, μετά από επέμβαση του λεγόμενου “Μακεδονικού Γραφείου” του ΚΚΕ, δώδεκα φυματικών κομμουνιστών, κρατούμενων στο Σανατόριο Ασβαστοχωρίου, τη νύχτα της 8ης προς 9η Απριλίου 1941, λίγες ώρες πριν ο γερμανικός στρατός εισέλθει και καταλάβει την πρωτεύουσα της ελληνικής Μακεδονίας.
Ο Σπύρος Κουζινόπουλος φέρνει το περιστατικό στο φως, μέσα από την ιστοσελίδα του, Φάρος του Θερμαϊκού, στο παρακάτω δημοσίευμά – αφιέρωμά του.
Η μεγάλη σημασία εκείνης της δραπέτευσης, εντοπίζεται στο γεγονός ότι και οι δώδεκα, καθώς ήταν όλοι τους στελέχη του κόμματος από την εποχή της δικτατορία Μεταξά, αποτέλεσαν στη συνέχεια τη “μαγιά” για την ανάπτυξη του αντιστασιακού κινήματος όχι μόνο στη Βόρεια Ελλάδα αλλά σε ολόκληρη την κατεχόμενη από τους Ναζί χώρα. Δεδομένου ότι στελέχωσαν αρχικά την εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση “Ελευθερία” που είχε ιδρυθεί στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια τις οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.
Το σανατόριο Ασβεστοχωρίου ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1920, δεκατρία χιλιόμετρα μακριά από κέντρο της Θεσσαλονίκης, σε ένα χώρο που χρησιμοποιούνταν πριν από την Αγγλική Στρατιωτική Υγειονομική Υπηρεσία ως αναρρωτήριο του Συμμαχικού Στρατού για τους Άγγλους αξιωματικούς κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. . Το χώρο, μεταξύ του Ασβεστοχωρίου και του Χορτιάτη, είχε αγοράσει το ελληνικό κράτος από τις Αγγλικές Αρχές. Οι πρώτοι φυματικοί ασθενείς εγκαταστάθηκαν στα πρόχειρα ξύλινα παραπήγματα που υπήρχαν και τα επόμενα χρόνια χτίστηκαν τρία περίπτερα (δημοτικό, ΤΑΚ, αντιφυματικό), ενώ μετά τη δεκαετία του 1930 προστέθηκαν και άλλα. Τα επίσημα εγκαίνια του σανατορίου Ασβεστοχωρίου έγιναν στις 28 Μαρτίου 1921.
Θέριζε η φυματίωση τη φτωχολογιά
Εκείνο τον καιρό, η φυματίωση μάστιζε ιδιαίτερα τη φτωχολογιά. Τα κρεβάτια στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου ήταν πολύ λίγα και η απόκτηση μιας θέσης προβληματική. Έτσι επιτράπηκε σε ιδιώτες φυματικούς να κτίζουν οι ίδιοι ένα δωμάτιο με καθορισμένο σχέδιο και να νοσηλεύονται, ενώ το κράτος αναλάμβανε τη διατροφή και τη νοσηλεία. Ποιά νοσηλεία δηλαδή, καθώς ειδικά φάρμακα δεν υπήρχαν για τη φυματίωση εκείνη την εποχή και βασική θεραπεία τους ήταν η ανάπαυση, ο καθαρός αέρας και η διατροφή. Το κράτος δεν είχε ακόμα κανένα αντιφυματικό πρόγραμμα.
Ο φυματιολόγος Επαμεινώνδας Σακελλαρίου, που το Φεβρουάριο του 1927 είχε διοριστεί γιατρός στο Σανατόριο του Ασβεστοχωρίου για να διατελέσει αργότερα διευθυντής του, περιέγραψε την κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή:
“Η νοσηρότητα από τη φυματίωση ήταν πολύ μεγάλη. Γνωστοί γιατροί της Θεσσαλονίκης, όπως ο Γιάννης Τσινόπουλος και ο Μενέλαος Μεϊμάρης, άρχισαν διαλέξεις στην πόλη για την ασθένεια. Στόχος τους, να μάθει ο κόσμος ποιά είναι τα συμπτώματα, πως μεταδίδεται και ποια είναι τα προφυλακτικά μέτρα. Οι αίθουσες των διαλέξεων ήταν πάντα γεμάτες. Ο κόσμος διψούσε να ενημερωθεί.”
Η φυµατίωση είναι µια λοιµώδης νόσος η οποία συνήθως προσβάλλει τους πνεύµονες, αν και µπορεί να προσβάλλει οποιοδήποτε όργανο του σώµατος. Πριν από περίπου 150 χρόνια, η φυµατίωση ήταν η αιτία για έναν στους οκτώ από όλους τους θανάτους, αλλά από το 1980 κι έπειτα, µε τις καλύτερες συνθήκες στέγασης και διατροφής και τις αποτελεσµατικές θεραπείες, η φυµατίωση είχε πλέον γίνει ασυνήθιστη ασθένεια.
Κακή διατροφή και καραντίνα
Την περίοδο του μεσοπολέμου, η ευρύτατη διάδοση της φυματίωσης οφείλονταν στη σκόνη, στην κακή διατροφή, στην αδυναμία απομόνωσης του ασθενούς, αλλά επίσης στις κοινωνικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις που υπήρχαν. 4 Σε ένα υπόμνημα που υπέβαλε το 1926 ο Νικόλαος Μακρίδης στην Κοινωνία των Εθνών, αναφέρονταν ότι η φοβερή εξάπλωση της φυματίωσης ενισχύονταν από την ανθυγιεινή κατάσταση των κατοικιών, καταστημάτων και εργοστασίων.
Στη Θεσσαλονίκη, σύµφωνα µε µια έκθεση του Κ. Κυριαζίδη, υγειονοµικού επιθεωρητή του Υπουργείου Εσωτερικών το 1917, οι φυµατικοί ήταν αρκετοί και κάθε χρόνο ο αριθµός τους αυξανόταν εξαιτίας των ανθυγιεινών κατοικιών και του πυκνού συνοικισµού των φτωχών οικογενειών. Την περίοδο αυτή η φυµατίωση εµφανιζόταν διαδεδοµένη κυρίως στους συνοικισµούς Βαρδαρίου και στο εσωτερικό της πόλης, ενώ αντίθετα στη «συνοικία των Εξοχών» (σηµερινή περιοχή Βασιλίσσης Όλγας) ήταν σπανιότερη.
Σε μία μελέτη που είχε υποβληθεί στην τότε κυβέρνηση, το 1922, αναφέρονταν:Η κατάσταση της δημόσιας υγείας εν Ελλάδι είναι από πάσης απόψεως οικτρά… Εκ των πολλών και χρόνιων νόσων η γενεά εκφυλίζεται βαθμιαίως, οι άνθρωποι καθίστανται ασθενέστεροι σωματικώς και ψυχικώς αποβάλλουσι την προς εργασία και τον πόλεμο ικανότητα και την προς τεκνογονία δύναμι, ούτω δε διαφθείρεται και παρακωλύεται η φυσική εξέλιξις και πρόοδος του έθνους”. Η απόφαση για τη δημιουργία Σανατορίου, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, είχε ληφθεί τον Αύγουστο του 1920 με νόμο που είχε ψηφιστεί από τη Βουλή, όμως η λειτουργία του έγινε δυνατή ένα χρόνο αργότερα.
Ιδανικές συνθήκες
Στην επιλογή του Ασβεστοχωρίου για να δημιουργηθεί εκεί το Σανατόριιο, συνέβαλε το γεγονός ότι διέθετε κλίμα γλυκύ, ξηρό με μηδενική υγρασία, λόγω της προσρόφησης των υδρατμών από τα ασβεστολιθικά πετρώματα. Αυτές οι ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες, οφείλονταν και στα πλούσια δάση του Ασβεστοχωρίου αλλά και του κοντινού όρους Κισσού (Χορτιάτη), όπου φύονταν πλατάνια, δρύες, καστανιές και πουρνάρια, ανάμεσα στις πηγές που τροφοδοτούσαν όλη τη γύρω περιοχή.
Το Ασβεστοχώρι (Κιρίτσκοϊ με το παλιό τουρκικό όνομα), σε απόσταση 10 χιλιομέτρων βοριοανατολικά της πόλης της Θεσσαλονίκης, κτισμένο σε υψόμετρο 460 μέτρων στους γειτονικούς λόφους, ήταν κατά τον 18ο αιώνα ένα χωριό που κατοικούνταν από χριστιανούς. Οι αυτόχθονες κάτοικοί του, είχαν την αρμοδιότητα φύλαξης της περιοχής, προς διασφάλιση των υδραγωγείων της Θεσσαλονίκης. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα, το χωριό είχε 408 σπίτια, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα, διέθετε 736 οικίες και αριθμούσε 4.500 κατοίκους, εκ των οποίων οι 1.000 (άρρενες όλοι), ήταν απόδημοι. Οι κάτοικοι, που ασχολούνταν κυρίως με την εξόρυξη ασβεστούχων πετρωμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή της ασβέστου, μειώθηκαν τα επόμενα χρόνια και ανέρχονταν το 1920 στα 2.767 άτομα και το 1940 οι κάτοικοι ήταν 2.732. Για την αντιμετώπιση της φυματίωσης, δημιουργήθηκε το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου, που είχε αναπτύξει έως το 1919 υποδομή 25 παραπηγμάτων με 100 κρεβάτια. Ενώ για το εξαιρετικό κλίμα της περιοχής, χρησιμοποιούνταν ως τόπος ανάπαυσης ασθενών Βρετανών αξιωματικών.
Λόγω της μεγάλης εξάπλωσης της φυματίωσης, το 1927 η δύναμη των κλινών στο σανατόριο Ασβεστοχωρίου αυξήθηκε από 230 που ήταν μέχρι τότε σε 370. 12 Διαπιστώθηκε όμως γρήγορα ότι η υποδομή που υπήρχε ήταν αδύνατο να καλύψει τις ανάγκες της περιοχής Θεσσαλονίκης. Έτσι στο γήπεδο του σανατορίου, ανεγείρονταν παραπήγματα, που τα ονόμαζαν πρόσθετα περίπτερα νοσηλείας, αλλά και πάλι οι απαιτήσεις για νοσηλεία ήταν μεγάλες. Και καθώς η φυματίωση θέριζε σε μεγάλο ποσοστό τους καπνεργάτες, το Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών, διέθετε στο σανατόριο δικές του εγκαταστάσεις (περίπτερο ΤΑΚ) με ειδικό θάλαμο για τις γυναίκες καπνεργάτριες.
Η δημιουργία της φυματιούπολης
Πολύ γρήγορα, καθώς ήταν πολύ μεγάλος ο αριθμός των φυματικών και ελάχιστες οι διαθέσιμες κλίνες στο Σανατόριο, άρχισε να αναπτύσσεται γύρω από αυτό ένα ολόκληρο χωριό. Το 1928, ένας άρρωστος που αποθεραπεύτηκε, έκτισε έξω από το Σανατόριο ένα δωμάτιο, προκειμένου να ζήσει στον τόπο που βρήκε κάποια σταθεροποίηση της υγείας του. Αργότερα, έκτισαν και άλλοι φυματικοί δωμάτια, τα οποία νοίκιαζαν σε φυματικούς που ήθελαν να παραθερίσουν σε κλίμα ξηρό και υγιεινό. Ο πρώτος κάτοικος του τότε συνοικισμού φυματικών, της φυματιούπολης, ήταν ο Παύλος Κουγιουμτζής.
Η κατάσταση στο Σανατόριο φαίνεται ότι ήταν άσχημη, και σε μία καταγγελία, το Σεπτέμβριο του 1929, περιγράφεται ως “τάφος των ζωντανών”. Η κατάσταση των νοσηλευόμενων εκεί φυματικών ήταν απελπιστική, με πολύ κακή τροφή (γάλα 25 δράμια ημερησίως, κεφτέδες σκληροί “φτιαγμένοι από μέταλλο”, κρέας “από βόδια που οργώσανε όλη την Ελλάδα”. Σύμφωνα με την ίδια καταγγελία η περίθαλψη ήταν ελλιπής και η καθαριότητα ελεεινή, με βρώμικα αποχωρητήρια, πτύελα, σκουπίδια.
Ανάλογο σανατόριο με αυτό του Ασβεστοχωρίου, είχε δημιουργηθεί και λειτουργούσε στην Καβάλα. Ήταν το θεραπευτήριο “Ελπίς” που είχε ανεγερθεί πάνω από την πόλη της Καβάλας, διαθέτοντας 30 κκλίνες και με ετήσιο προϋπολογισμό 600.000 δραχμές. Ποσό που καλύπτονταν κυρίως από εισφορές του τοπικού Δήμου, της Φιλόπτωσης Αδελφότητας Κυριών, το Εμπορικό Επιμελητήριο κ.α.
Η φυματίωση αναπτύσσονταν ιδιαίτερα μεταξύ των καπνεργατών, λόγω των ανθυγιεινότατων συνθηκών εργασίας που επικρατούσαν στα καπνεργοστάσια και της συγκέντρωσης μεγάλου αριθμού εργαζομένων στους ίδιους χώρους, που έκαναν εύκολη την ανάπτυξη και τη μετάδοση της ασθένειας. Ενδεικτική της κατάστασης που επικρατούσε στα καπνομάγαζα της Μακεδονίας, είναι και η ακόλουθη περιγραφή που δημοσιεύθηκε σε τοπική εφημερίδα:
“Σκοτεινό και ανήλιαγο είναι το καπνομάγαζο. Μολυσμένο και ανθυγιεινό.. ΟΙ καπνεργάται εργάζονται καθισμένοι οκλαδόν. Τα χέρια κινούνται αδιάκοπα με τον ίδιο ρυθμό. Νομίζει κανείς πως εφαρμόζεταικαι εδώ με ειδικό τρόμο το σύστημα εργασίας του Τάϋλορ ή του Φορντ. Διακόσιοι άνθρωποι σε μια αίθουσα, άνδρες και γυναίκες. […] Όλοι αυτοί οι οκλαδόν καθισμένοι αναπνέουν βαρειά. Η ατμόσφαιρα είναι μολυσμένη, πνιγηρά. Α, όλα κι όλα, εδώ ο καπνός είναι πιο πολύτιμος και από τη ζωή του ανθρώπου. Γι΄ αυτό και τα παράθυρα είναι κλειστά. Διότι αν ανοίξουν, υπάρχει ο κίνδυνος να στεγνώση ο καπνός”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε 40.000 καπνεργάτες που εξετάστηκαν το 1929 βρέθηκαν : 13.930 με παθήσεις του αναπνευστικού συστήµατος, 12.611 με παθήσεις του πεπτικού συστήµατος, 7.090 με παθήσεις του δέρµατος και 3.749 με φυµατίωση.
Στα μαύρα χρόνια της Κατοχής
Στη διάρκεια της Κατοχής, οι συνθήκες στο σανατόριο Ασβεστοχωρίου έγιναν ακόμη πιο φριχτές. Ένας από τους φυματικούς που μεταφέρθηκαν εκεί, ήταν ο Απόστολος Βουτσάς, πατέρας του δημοφιλούς ηθοποιού Κώστα Βουτσά. Όπως εξιστόρησε ο τελευταίος:
“Ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής, και εργοδηγός. Λεγόταν Απόστολος. Κατά την Κατοχή ήλθαν ταγματασφαλίτες στο υπόγειο σπίτι μας στην οδό Δικαστηρίων στη Θεσσαλονίκη. Του είπαν να υπογράψει δήλωση. Τον δείρανε μπροστά μου πολύ. Οχι στο πρόσωπο, στο στήθος. Εκείνη την περίοδο έπαθε φυματίωση. Τον πήγαιναν στο τμήμα, τον περνάγανε με χάρακα σιδερένιο και τον βρίζανε: Αλήτη κομμουνιστή, υπόγραψε, ρε. Τον βάλανε υπό κράτηση σε έναν στάβλο που βρώμαγε κοπριά στο Ασβεστοχώρι. Πηγαίναμε με τα πόδια για να τον δούμε από τη Θεσσαλονίκη για να γλιτώσουμε χρήματα”.
Η κατάσταση στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου ήταν τόσο τραγική στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, ώστε οι φυματικοί αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα μπορούσαν να υπάρξουν, είχαν αποστείλει υπόμνημα στις γερμανικές και ελληνικές αρχές περιγράφοντας τις φριχτές συνθήκες που βίωναν και την πείνα που τους απειλούσε με αφανισμό. Πείνα που διατυπώνονταν στην τελευταία παράγραφο του υπομνήματός τους που ζητούσαν να εφοδιασθεί το σανατόριο “δια παρακαταθήκης οσπρίων, ζυμαρικών, ορύζης και ελαίου” προκειμένου “να αποφευχθεί η μονοτονία των παρασκευαζομένων συσσιιτίων δια της χορηγήσεως λαχανικών”. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η φιλοναζιστική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης “Νέα Ευρώπη”, δημοσιεύοντας το διάβημα των φυματικών σημείωνε ότι “Εις το υπόμνημα τούτο διεκτραγωδείται η φρικτή κατάστασις εις την οποίαν έχουν περιέλθει οι ασθενείς στερούμενοι τροφής και κάθε αγαθού το οποίον θα συνέτεινε δια την παράτασιν της ζωής των”.
Είναι συγκλονιστική η περιγραφή εκείνης της διαδήλωσης των απελπισμένων φυματικών που μας άφησε ο Αθηνά Δερμεντζόγλου: Ένα πρωινό του Μάη του 1943 βγήκαμε έξω από τα σπίτια μας τρομαγμένοι. Από την πλατεία Αντιγονιδών φάνηκαν καμιά εκατοστή ανθρώπινοι σκελετοί πιασμένοι χέρι-χέρι στηριζόμενοι ο ένας πάνω στον άλλο και με αδύναμες φωνές, τρομαγμένοι ικέτες ζητούσαν βοήθεια. Ήταν οι εγκαταλειμμένοι φυματικοί, που δεν άντεχαν άλλο στη στέρηση. Όπως μάθαμε αργότερα, κατέβηκαν από το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου με τα πόδια τρικλίζοντας, πέρασαν την Συγγρού και στάθηκαν στη γωνία της Λαχαναγοράς. Τότε κάποιος κακούργος φώναξε: «είναι κομμουνιστές». Σε λίγα λεπτά έφθασαν γερμανοί στρατιώτες και χωρίς έλεος για εκείνα τα άρρωστα και αδύναμα πλάσματα που τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν ζητώντας λίγο φαγητό να κρατηθούν στη ζωή. Οι Γερμανοί άρχισαν να τους πυροβολούν, δεν ήθελαν άλλωστε και πολύ στη θέα των όπλων, περπατώντας, έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο και η οδός Ιουστινιανού δέχτηκε τα άτυχα κορμιά τους. Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι πόσοι από αυτούς μπόρεσαν να ξεφύγουν. Και ήταν Μάης και ήταν άνοιξη.
Οι Γερμανοί κατακτητές είχαν μόνιμα στο στόχαστρο τους φυματικούς και το προσωπικό της φυματιούπολης του Ασβεστοχωρίου λόγω της αγωνιστικής τους στάσης και του ατίθασου χαρακτήρα τους, δεδομένου ότι δεν είχαν τίποτα να χάσουν, καθώς κινδύνευαν διαρκώς να τους αφαιρέσει τη ζωή η φυματίωση. Η στοχοποίηση αυτή, οδήγησε στην εκτέλεση από τις γερμανικές δυνάμεις, τον Ιούλιο του 1944, δεκαέξι ατόμων, δέκα εκ των οποίων ήταν υπάλληλοι του σανατορίου,. Και μάλιστα οι Ναζί είχαν δώσει εντολή στους συγγενείς των θυμάτων να σκάψουν οι ίδιοι έναν ομαδικό τάφο.
Η εξάπλωση της φυματίωσης
Την περίοδο του μεσοπολέμου, η φυµατίωση φαίνεται ότι είχε εξαπλωθεί τόσο πολύ στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ώστε ο Αντιφυµατικός Σύνδεσµος σηµείωνε ότι σύµφωνα µε υπολογισµούς κάθε τέσσερις ώρες πέθαινε στην πόλη και ένας φυµατικός ασθενής. 22 Οι σκηνές των ασθενών ή των συγγενών τους που συνωστίζονταν στο Γραφείο του Γενικού ∆ιοικητή Μακεδονίας και του Τµηµατάρχη Υγείας και που εκλιπαρούσαν, για να εξασφαλίσουν ένα εισιτήριο για το Σανατόριο, ήταν φαινόμενο που επαναλαμβανόταν καθημερινά.
Η έλλειψη εγκαταστάσεων και κλινών για τη θεραπεία μεγαλύτερου αριθμού φυματικών στο Ασβεστοχώρι, οδήγησε το κράτος στην οικοδόμηση εγκαταστάσεων στην Πέτρα Ολύμπου, μέσα στα έλατα και τα πεύκα 24 αλλά και στη λειτουργία, από το 1930 και μετά, κλινικών φυματικών, στις υποτυπώδεις νοσοκομειακές μονάδες που λειτουργούσαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Καλαμαριάς και του Χαρμάνκιοϊ (Κορδελιού) Θεσσαλονίκης. 25 Μάλιστα για την κλινική του Χαρμάνκιοϊ, ο πρώην υπουργός υγιεινής, Σωτήριος Γκοτζαμάνης, που ήταν ιατρός και ο ίδιος, είχε δηλώσει ότι “αποτελεί καταστροφή για τους ασθενείς και αίσχος για το κράτος”. Ενώ το Σανατόριο Καλαμαριάς, που οι νοσηλευόμενοι αποκαλούσαν κοροϊδευτικά “θανατόριο”, η κατάσταση ήταν απαίσια από κάθε άποψη. Με τους 62 νοσηλευόμενους εκεί τον Μάϊο του 1933, άνδρες και γυναίκες, να στοιβάζονται σε ετοιμόρροπα παραπήγματα, χωρίς φάρμακα, με ανεπαρκές προσωπικό και άθλια τροφή που συνήθως περιλάμβανε γάλα νερωμένο, γιαούρτι ελάχιστο, αυγά κλούβια κλπ.
Οι άρρωστοι φυματικοί που νοσηλεύονταν στο θεραπευτήριο του Ασβεστοχωρίου, ήταν απογοητευμένοι από τη ζωή τους. Στην πλειονότητά τους ήταν νέοι που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν τη ζωή γιατί η αρώστια τους στέρησε αυτή τη δυνατότητα. Μέσα στο Σανατόριο άρχισαν να μελετούν και να εμβαθύνουν στα προβλήματά τους. Αραιά-αραιά, άρχισαν να εμφανίζονται στο Σανατόριο και έξω από αυτό κομμουνιστές και οι άρρωστοι στην πλειοψηφία τους άρχισαν να γίνονται συμπαθούντες. Έτσι το Σανατόριο γινότανε φυτώριο κομμουνιστών.
Επακόλουθο του γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των φυματικών που νοσηλεύονταν στο Σανατόριο του Ασβεστοχωρίου, ήταν ασθενείς που προέρχονταν από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, κυρίως εργάτες, υπήρξε και η μεγάλη διάδοση στους χώρους του των σοσιαλιστικών ιδεών. Και ακριβώς για να μην είναι εύκολη η κομμουνιστική προπαγάνδα, στα 1927 η διοίκηση του Σανατορίου, κατόπιν διαταγής της Γενικής ∆ιοίκησης Μακεδονίας, απαγόρευσε στους ασθενείς του σανατορίου την έξοδο από το ίδρυµα και πολύ περισσότερο την κάθοδο τους στην πόλη.
Οι φυµατικοί εργάτες που νοσηλεύονταν στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου, με πρωτοπόρους τους καπνεργάτες, που αποτελούσαν εκείνη την προπολεμική εποχή την πρωτοπορία του εργατικού κινήματος της χώρας, ήταν ενεργοί και πάντα παρόντες στις διεκδικήσεις και τις αγωνιστικές προσπάθειες για κοινωνική προκοπή.
Η απόδραση των “12”
Στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου, ειχαν μεταφερθεί αρκετοί φυματικοί κομμουνιστές που ήταν μέχρι τότε φυλακισμένοι από τη δικτατορία Μεταξά στο κάτεργο της Ακροναυπλίας, στις φυλακές της Αίγινας και της Κέρκυρας ή στους τόπους εξορίας του Άη-Στράτη και της Ανάφης.
Από τους φυματικούς πολιτικούς κρατούμενους, 29 είχαν μεταφερθεί στο Σανατόριο της Πέτρας Ολύμπου, από τους οποίους δραπέτευσαν οι 13 και ένας άλλος αριθμός είχε μεταφερθεί στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου, από τους οποίους οι 12 δραπέτευσαν στις 8 Απριλίου 1941, ένας μετά από δύο ημέρες και οι υπόλοιποι δραπέτευσαν αργότερα.
Όλους, τους είχαν βάλει σε μία παράγκα που είχε διατηρηθεί από ένα παλιό καταυλισμό του γαλλικού στρατού, από την περίοδο ακόμη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι κρατούμενοι φυματικοί κομμουνιστές τέθηκαν σε αυστηρή απομόνωση. Τη φρούρησή τους την είχε η χωροφυλακή. Στους άλλους ασθενείς του σανατορίου απαγορεύονταν αυστηρά ακόμη και να τους καλημερίζουν. Η μόνη κυκλοφορία που επιτρέπονταν στους κρατούμενους αγωνιστές, ήταν να πηγαίνουν, με συνοδεία πάντα, στα διάφορα τμήματα του σανατορίου για εξέταση και θεραπεία. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι που επισκέπτονταν για εξέταση τους ασθενείς κρατούμενους, συνοδεύονταν οπωσδήποτε από έναν αρχινοσοκόμο που ήταν της απόλυτης εμπιστοσύνης της αστυνομίας.
Όπως περιέγραψε ο τότε γιατρός και μετέπειτα διευθυντής του Σανατορίου Ασβεστοχωρίου, Επαμεινώνδας Σακελλαρίου: Στην περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, η Κομματική Οργάνωση Μακεδονίας-Θράκης κατόρθωσε να αποφύγει τη σύλληψή της από τα όργανα της Ασφάλειας. Ήλθαν και με πλησίασαν ο Απόστολος Τζανής (Κωστάκης), δάσκαλος, που είχε νοσηλευτεί παλαιότερα στο Σανατόριο, ο Σίμος Κερασίδης, ο Λεωνίδας και ο Θανασάκης. Ήμουνα γιατρός στο Σανατόριο. Δεν ήμουνα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος.
“Το 1938, στάλθηκαν στο σανατόριο ως νοσηλευόμενοι, δώδεκα εξόριστοι παράνομοι κομμουνιστές: Ο Σπύρος Κωτσάκης (Καπετάν Νέστορας) του ΕΛΑΣ, ο Γιάννης Σάλας, γραμματέας μετά στη Μέση Ανατολή κατά την εποχή των γεγονότων με τους Άγγλους, ο Βαγγέλης Βασβανάς, (σ.σ. γραμματέας αργότερα της οργάνωσης Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ την περίοδο της Κατοχής και μετέπειτα), ο Σπύρος Ζιώγας, ο Γεροάγγελος, και ο Αναστάσης Αναγνωστόπουλος (που έκανε το σαμποτάζ στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Θεσσαλονίκης, πιάστηκε και πιθανόν να είναι ο πρώτος που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς). Έμεναν όλοι σε μία παράγκα και τους φύλαγε ένας χωροφύλακας του Σταθμού Χωροφυλακής Ασβεστοχωρίου. Εκείνη την εποχή, ήμουνα γιατρός του τμήματος και έκανα κάθε μέρα την υποχρεωτική επίσκεψη”.
Την απόδραση των 12 φυματικών στελεχών του ΚΚΕ, την αποφάσισε το παράνομο και καταδιωκόμενο από τη δικτατορία Μεταξά, Μακεδονικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα από τα μέλη του Μ.Γ., ο Βασίλης Τσουκαλίδης, που διέμενε στην Κοζάνη και ήταν υπεύθυνος για τη Δυτική Μακεδονία, κατέβηκε στη Θεσσαλονίκη το μεσημέρι της 8ης Απριλίου 1941, λίγες ώρες πριν την είσοδο των Γερμανών στην πόλη και κατευθύνθηκε στη “γιάφκα” που χρησιμοποιούσε η κομμουνιστική οργάνωση στην περιοχή της Άνω Πόλης.
Σύμφωνα με την κατατοπιστική περιγραφή του Τσουκαλίδη: “Συμπτωματικά εκεί (σ.σ. Στη “γιάφκα”), βρίσκω τον Απόστολο Τζανή, τον Σίμο Κερασίδη και τον Μωϋσή Πασχαλίδη. […] Εκείνοι ήταν ξεκούραστοι και ετοίμαζαν μια επιχείρηση.
Η ένοπλη ομάδα του Μακεδονικού Γραφείου
Η ένοπλη ομάδα του Μακεδονικού Γραφείου δεν χρειάστηκε τελικά να χρησιμοποιήσει τον οπλισμό της, καθώς λίγο πριν την είσοδο των χιτλερικών στη Θεσσαλονίκη και την κατάληψη της πόλης, οι χωροφύλακες του Σταθμού χωροφυλακής Ασβεστοχωρίου, μαζί με αυτούς που είχαν την ευθύνη για τη φρούρηση των εξόριστων κομμουνιστών, εγκατέλειψαν το Σανατόριο και έφυγαν. Οπότε, ήταν ελεύθερος ο δρόμος διαφυγής και για τους κρατούμενους. Όπως φαίνεται, η είσοδος στο Σανατόριο των Τζανή και Κερασίδη και η πληροφορία που τους μετέφεραν ότι επίκειται η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί, επίσπευσε την απόδρασή τους. Ενώ πριν φύγουν από το θεραπευτήριο, ενημέρωσαν τον διευθυντή του Σανατορίου, Επαμεινώνδα Σακελλαρίου, για την απόφασή τους. Και όπως έγραψε ο τελευταίος:
“Οι άρρωστοι φυματικοί κρατούμενοι μου ανακοίνωσαν ότι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Σανατόριο, μια και οι χωροφύλακες που τους φρουρούσαν έφυγαν. […] Κατά τη γνώμη μου, ήταν σωστή η κίνησή τους να φύγουν, να είναι ελεύθεροι. Τους συνέστησα να προσέχουν για να μην τους αντιληφθει κανένας κατά την απόδρασή τους. Το βράδυ έφυγαν με τη βοήθεια της ασύλληπτης κομματικής οργάνωσης.[…] Η διοίκηση χωροφυλακής της Θεσσαλονίκης, έπειτα από καιρό γύρισε στην έδρα της. Τότε θυμήθηκαν τους εξόριστους κρατουμένους και μου ζήτησαν πληροφορίες για το τι απέγιναν. Τους απάντησα ότι μετά την αναχώρηση της χωροφυλακής, αυτοί εγκατέλειψαν το Σανατόριο, χωρίς να μας πληροφορήσουν που θα κατευθυνθούν.
Οι φυγάδες φυματικοί κομμουνιστές μετά την απόδρασή τους, θα κατευθυνθούν με τα πόδια και χίλιες προφυλάξεις, μέσω του δάσους του Σέϊχ Σου προς την Άνω Πόλη, για να κρυφτούν σε σπίτια φίλων του ΚΚΕ, ενώ οι επικεφαλής της επιχείρησης, Απόστολος Τζανής και Σίμος Κερασίδης, μαζί με τους δραπέτες Σπύρο Κωτσάκη και Γρηγόρη Πασχαλίδη, θα βρουν καταφύγιο στην κεντρική γιάφκα του Μακεδονικού Γραφείου, που λειτουργούσε στο σπίτι της οικογένειας του Γιάννη Γεωργιάδη, στην οδό Αθηνάς 87 του Κουλέ-Καφέ. Ο γιός του Γεωργιάδη, Στέλιος, έγραψε για εκείνη την πρώτη απόδραση κρατουμένων αμέσως μετά την εισβολή των κατακτητών, ότι οι φυγάδες, απομακρυνόμενοι από την περιοχή του Ασβεστοχωρίου:
“Ακολούθησαν το κοφτό πουρναρομονοπάτι, πλάϊ από το δασύλλιο του Σέϊχ-Σου και πέσανε στα κάστρα. Εκεί ο Κερασίδης με τον Μπαρμπα (σ.σ. εννοεί τον Α. Τζανή) τους οδηγούν ανα δύο σε ορισμένα σπίτια αφοσιωμένων κομμουνιστών, όπως του Βασίλη Χαρατζίδη, του Βερμιώτη κ.α.
Τον Κωτσάκη με τον Γρηγοράκη, ο Κερασίδης τους κατεβάζει στην κομματική “γιάφκα”, στο σπίτι του Γιάννη Γεωργιάδη, γωνία Αθηνάς με Μωρέας. Εδώ θα φιλοξενηθούν οι δυό τους περίπου ένα μήνα. Τις πρώτες μέρες, δε θα βγουν πουθενά, μετά αρχίζουν να βγαίνουν τα βράδια και σε συνέχεια και τη μέρα. Καμιά φορά τα βράδια ο Τζανής, σα δάσκαλος που ήταν, ασχολούνταν με τα μαθήματα των παιδιών του Γιάννη, ιδιαίτερα με τα μαθηματικά του μεγαλύτερου γιού του, που πήγαινε στην 4η Γυμνασίου”.
Οι “κόκκινοι δραπέτες”
Οι δώδεκα φυματικοί κομμουνιστές που απέδρασαν στις 8 Απριλίου 1941 από το σανατόριο με τη βοήθεια του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ, είχαν μεταφερθεί από την Πύλο και την Ακροναυπλία όπου κρατούνταν στο σανατόριο για θεραπεία από τη φυματίωση που έπασχαν.
Επρόκειτο για τους:
1. Τάσο Αναγνωστόπουλο, ναυτεργάτη από τον Πειραιά, που εκτελέστηκε λίγο αργότερα από τους Ναζί για τη διάπραξη σαμποτάζ σε γερμανικές εγκαταστάσεις και υπήρξε ένας από τους πρώτους εκτελεσμένους στη Θεσσαλονίκη. 2. Ελπιδοφόρο Αντωνάτο από την Κεφαλονιά 3. Βαγγέλη Βασβανά, από την Τσαρίτσανη, στέλεχος της ΟΚΝΕ, γραμματέα αργότερα της Οργάνωσης Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής. 4. Θανάση Ζιώγα από τη Δυτική Μακεδονία, γραμματέα της Περιφερειακής Επιτροπής Σερβίων Κοζάνης του ΚΚΕ και στη συνέχεια μέλος της τριμελούς Ανώτερης Διοίκησης της ΠΟλιτοφυλακής Δυτικής Μακεδονίας 5. Αλέκο Ιωαννίδη, δημοσιογράφο, παλαίμαχο συντάκτη του “Ριζοσπάστη” 6. Γρηγόρη Κουτσουρέλη από τη Μυτιλήνη, παλιό στέλεχος του ΚΚΕ 7. Σπύρο Κωτσάκη, που αργότερα έγινε καπετάνιος του εφεδρικού ΕΛΑΣ της Αθήνας στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης με το ψευδώνυμο “Νέστορας”. 8. Δημήτρη Παγώνη, τσαγκάρη από την Εύβοια. 9. Στάθη Παπαγεωργίου, από τη Δεσφίνα της Φωκίδας, στέλεχος της ΟΚΝΕ, λογοτέχνη και δημοσιογράφο. 10. Γιάννη Πολυχρονάκη, στέλεχος της ΟΚΝΕ 11. Γιάννη Σαλά, στέλεχος του ΚΚΕ, καθοδηγητή των κιομματικών οργανώσεων στρατό, γραμματέα αργότερα της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΑΣΟ),από τους επικεφαλής του κινήματος της Μέσης Ανατολής 12. Αλέκο Σιέμπη, από τη Φλώρινα, στέλεχος της ΟΚΝΕ και του ΚΚΕ στη Δυτική Μακεδονία
Κινητοποιήσεις και μετά την απελευθέρωση
Είχε προκαλέσει αίσθηση μία διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη εκατοντάδων φυματικών και προσωπικού του Σανατόριου Ασβεστοχωρίου στις 23 Ιουνίου 1944, με αιτήματα τη βελτίωση του συσσιτίου και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Χιτλερικοί και ταγματασφαλίτες χτυπούν την διαδήλωση, σκοτώνουν έναν και συλλαμβάνουν 300. Ευτυχώς λίγες μέρες αργότερα απελευθερώνονται χάρη στην κινητοποίηση πολυάριθμων λαϊκών επιτροπών.
Οι προσδοκίες των φυματικών του σανατορίου Ασβεστοχωρίου για βελτίωση κράτος των συνθηκών διατροφής και διαβίωσης μετά το τέλος της γερμανικής Κατοχής διαψεύστηκαν, κι έτσι αναγκάστηκαν να κατέλθουν σε δυναμικές κινητοποιήσεις το επόμενο διάστημα.
Η πιό σημαντική από τις ενέργειες εκείνες, υπήρξε στις 30 Μαίου 1945, όταν κάπου 300 φυματικοί από το σανατόριο και τη φυματιούπολη του Ασβεστοχωρίου κατέβηκαν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και διαδήλωσαν μπροστά στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας, ζητώντας από τον Γενικό Γραμματέα Μπακατσέλο να επιλυθεί άμεσα το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε το σανατόριο, δεδομένου ότι με την περικοπή της επιχορήγησης που έπαιρνε από το κράτος, είχε φτάσει σε οριακό σημείο η διατροφή των ασθενών. Μάλιστα, πριν ξεκινήσουν οι φυματικοί από το σανατόριο, αυτό είχε κυκλωθεί από εθνοφύλακες που απειλούσαν ότι θα πυροβολούσαν τους ασθενείς αν δεν διαλύονταν η διαδήλωσή τους.
Τελικά, με την πρόοδο της επιστήμης και την κυκλοφορία νέων φαρμάκων η φυματίωση θα μειωθεί πάρα πολύ κι έτσι το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου θα σταματήσει να λειτουργεί γύρω στο 1970 και το μεγαλύτερο μέρος του χώρου θα διατεθεί για την ανάπτυξη του νοσοκομείου Παπανικολάου που πλέον στεγάζεται εκεί.
Παραπομπές
-
Εφηµερίδα Ταχυδρόµος Βορείου Ελλάδος, 22 Ιανουαρίου 1921, α. φ. 240.
-
Κώστας Τοµανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης 1921 – 1944, Θεσ/νίκη 1996, σ. 17.
-
Επαμεινώνδας Σακελλαρίου, Διαθέσαμε τη ζωή μας, Αθήνα 2010, Το Βήμα, σ. 33
-
Αλέξανδρος Δάγκας, Η περιφέρεια Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα, Θεσσαλονίκη 2010, Επίκεντρο, σ. 182
-
Ιωάννης Μαστρογιάννης, Ιστορία της Κοινωνικής Πρόνοιας της Νεωτέρας Ελλάδος (1821-1960), Αθήνα 1960, χ.ε., σ. 375-376
-
Κ. Κυριαζίδης, Η Θεσσαλονίκη από υγιεινής απόψεως, Αθήνα, 1917, σ. 47.
-
Κωνσταντίνος Σάββας «Περί Ιδρύσεως Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας», Αρχεία Ιατρικής 3 (1922) σελ. 65- 72. Παρατίθεται στο Α. Λιάκος, «Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπόλεμου», 993, σ.318.
-
Κώστας Τοµανάς, Χρονικό της Θεσσαλονίκης 1921 – 1944, Θεσ/νίκη 1996, σ. 17.
-
Βασιλική Αναστασιάδου, Η οικονομική ζωή του Ασβεστοχωρίου το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, διπλωματική εργασία ΤΕΠΑΕ- Κοινωνική Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάσας, Θεσσαλονίκη 2005
-
Αλέξανδρος Δάγκας, Η περιφέρεια Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα, Θεσσαλονίκη 2010, Επίκεντρο, σ. 24,
-
Carl Black, Survey of thw Hospitals of Greece. The American Red Cross Commission to Greece – P. Sakellarios, Athens 1919, σ. 61-62
-
Εφημερίς των Βαλκανίων, 16 Μαίου 1927
-
Εφημερίς των Βαλκανίων, 26 Ιουνίου 1930
-
Επαμεινώνδας Σακελλαρίου, Διαθέσαμε τη ζωή μας, ό.π., σ. 34
-
Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 29 Σεπτεμβρίου 1928
-
Εφημερίδα Μακεδονία, 11 Ιουλίου 1930
-
Εφημερίδα Το Θάρρος (Δράμας) 15 Μαρτίου 1936
-
Εφημερίς των Βαλκανίων 29 Σεπτεμβρίου 1929
-
Εφημερίδα Τα Νέα, 3 Μαρτίου 2018
-
Εφημερίδα Νέα Ευρώπη, 7 Ιουλίου 1942
-
Αθηνά Δερμεντζόγλου, Πλατεία Διοικητηρίου 1940-1999, εκδόσεις Μπίμπης, Θεσσαλονίκη χ.χ., σ.65-66
-
Εφημερίδα Το Φως, 24 Αυγούστου 1921
- Εφημερίδα Ταχυδρόμος Βορείου Ελλάδος, 25 Μαρτίου 1928
- Αλέξανδρος Δάγκας, Η περιφέρεια Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 188
- Εφημερίδα Ταχυδρόμος Βορείου Ελλλάδος, 16 Νοεμβρίου 1929
- Εφημερίς των Βαλκανίων, 13 και 25 Ιανουαρίου 1933 και 3 Μαίου 1933
- Επαμεινώνδας Σακελλαρίου, Διαθέσαμε τη ζωή μας, ό.π., σ. 34-35
- Εφημερίς των Βαλκανίων, 2 Αυγούστου 1927
- Ιωάννης Καλλιαρέκος, Σανατόριο Ασβεστοχωρίου (1920-1945): Σχέσεις ασθενών και κοινωνίας, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασίας, Ιατρική Σχολή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 26
- Περικλής Ροδάκης, Ιστορία της Ελλάδας, 20ος αιώνας 1923-1942, 2ος τ. , Αθήνα 2004, Γόρδιος, σ. 400
- Κώστας Γκριτσώνας, Κόκκινοι δραπέτες 1920-1940, Γλάρος, Αθήνα 1985, σ. 89
-
Επαμεινώνδας Σακελλαρίου, Διαθέσαμε τη ζωή μας, ό.π., σ. 35-36
-
Βασίλης Τσουκαλίδης, Μια ξεχασμένη ιστορία, Αθήνα 1981, χ.ε. σ. 25-26
-
Επαμεινώνδας Σακελλαρίου, Διαθέσαμε τη ζωή μας, ό.π., σ. 39-40
-
Στέλιος Γεωργιάδης, Θεσσαλονίκη η ανυπότακτη πόλη, Θεσσαλονίκη 1995, χ.ε., σ. 18
-
Κώστας Γκριτσώνας, Κόκκινοι δραπέτες, ό.π., σ. 88
-
Εφημερίδα Θεσσαλονίκης Ελευθερία, 31 Μαίου 1945